Σάββατο, Μαΐου 26, 2018



Α. Ηρακλείδης: «Εθνικά θέματα» και εθνοκεντρισμός

 

 

Προδημοσίευση στο =>chronos.fairead.net

Στον πολιτικό και δημοσιογραφικό λόγο πολύ συχνά κρίσιμα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής χαρακτηρίζονται «εθνικά θέματα», ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που η χρήση του όρου επεκτείνεται και σε ζητήματα εσωτερικά, όπως π.χ. η Παιδεία, προκειμένου να υπογραμμιστεί η βαρύτητα που επιδιώκεται να δοθεί σε αυτά. Ποια είναι όμως η προέλευση του όρου «εθνικά θέματα»; Πότε αρχίζει να χρησιμοποιείται; Αναφέρεται πάντα στο ίδιο σημαινόμενο ή αυτό διαφοροποιείται κάθε φορά; Χρησιμοποιείται αυτός ο όρος στις διεθνείς σχέσεις και πώς νοηματοδοτείται; Ποια είναι τα «εθνικά θέματα» των άλλων; Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα που θέτει το κείμενο που ακολουθεί, το οποίο αποτελεί προδημοσίευση από το βιβλίο του καθηγητή Αλέξη Ηρακλείδη Εθνικά θέματα και εθνοκεντρισμός: μία κριτική στην ελληνική εξωτερική πολιτική, που θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις Εκδόσεις Ι. Σιδέρης και στο οποίο ο συγγραφέας προχωρεί σε μια σε βάθος επισκόπηση των ζητημάτων τα οποία η ελληνική εξωτερική πολιτική χαρακτηρίζει ως «εθνικά θέματα»: το Κυπριακό, το Αιγαίο, το Μακεδονικό, το Βορειοηπειρωτικό και τη μουσουλμανική/τουρκική μειονότητα της Θράκης.  

Τα εθνικά θέματα 

Τα γνωστά στην Ελλάδα ως «εθνικά θέματα»(1) – πριν εκατό χρόνια γνωστά ως «εθνικά ζητήματα», με κύρια τότε το Κρητικό Ζήτημα και το Μακεδονικό Ζήτημα(2) – μπορούν να οριστούν ως σημαντικά θέματα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, στα οποία διακυβεύονται – ή για την ακρίβεια έχει κυριαρχήσει η αντίληψη ότι διακυβεύονται – ζωτικές αξίες ή πτυχές του ελληνικού έθνους και του ελληνικού κράτους, όπως η εθνική κυριαρχία, η εδαφική ακεραιότητα, η εθνική ασφάλεια, η αύξηση της ισχύος της χώρας (οικονομικά, στρατιωτικά, γεωπολιτικά), η εθνική ολοκλήρωση, η εθνική ταυτότητα ή η τιμή του έθνους. Τα ελληνικά εθνικά θέματα διαθέτουν και εσωτερική χροιά· είναι και ζητήματα εσωτερικής πολιτικής και αυτό για δύο αλληλένδετους λόγους. Πρώτον, γιατί συχνά «έχουν άμεση σχέση με τη διεκδίκηση ή τη διατήρηση της εξουσίας».(3) Δεύτερον, επειδή σε αυτά εμπλέκεται και η ελληνική κοινή γνώμη, κατά τρόπο έντονα συναισθηματικό, κάτι που εμποδίζει τη νηφάλια διαχείριση των θεμάτων αυτών, λόγω του φόβου του πολιτικού κόστους, με τις εκάστοτε κυβερνήσεις ή την αντιπολίτευση να πλειοδοτούν σε λαϊκισμό στα θέματα αυτά.(4)
Ωστόσο, ο όρος εθνικά θέματα δεν είναι και τόσο δόκιμος στις διεθνείς σχέσεις και στον σκληρό τους πυρήνα, τη διεθνή πολιτική και τη διπλωματία. Διεθνώς, ο πλησιέστερος όρος είναι «εθνικά συμφέροντα» (national interests), ενίοτε με την προσθήκη του ζωτικό/ά ή νομιμοποιημένο/α, δηλαδή ζωτικά ή/και νομιμοποιημένα εθνικά συμφέροντα. Υπάρχει επίσης η συναφής, αν και πιο περιορισμένη, έννοια της εθνικής ασφάλειας ή των θεμάτων εθνικής ασφάλειας. Ο παλαιότερος συναφής όρος στη διεθνή πολιτική ήταν raison d’état, έως τις αρχές του 19ου αιώνα, που αναφερόταν στα συμφέροντα ενός κράτους πριν την έλευση του εθνικισμού και του έθνους-κράτους· όρος που είναι πιο ακριβής από το εθνικό συμφέρον που μοιάζει σαν να αναφέρεται στα συμφέροντα ενός έθνους (σαν να υπονοεί ότι όλα τα κράτη είναι εθνικά κράτη, δηλαδή μονοεθνικά, έθνη-κράτη με την στενή έννοια του όρου), ενώ εν προκειμένω πρόκειται για κάτι άλλο· για τα συμφέροντα ενός κράτους στη διεθνή σκηνή, στις σχέσεις του με άλλα κράτη για σημαντικά ζητήματα, ζητήματα «υψηλής πολιτικής» (high politics).(5)
Πάντως, ο όρος εθνικό θέμα (και στον πληθυντικό εθνικά θέματα) αν και όχι συνηθισμένος, δεν αποτελεί ελληνική πρωτοτυπία. Υπάρχουν παρεμφερείς όροι και σε ορισμένες άλλες χώρες, όπως π.χ. στην Ουγγαρία ή στην Τουρκία. Σε άλλες χώρες πάλι, όπως οι Ινδίες ή οι Φιλιππίνες, ο όρος «εθνικά θέματα» χρησιμοποιείται για τις προτεραιότητες της εσωτερικής πολιτικής, όπως η χρηστή διακυβέρνηση, η εκπαίδευση, η φτώχεια, η έλλειψη τροφής, η πάταξη της διαφθοράς, κ.ά. Συναφής είναι και μία χρήση του όρου στις ΗΠΑ, στα πλαίσια του National Issue Forums (NIF), ενός πανεθνικού δικτύου οργανώσεων και ατόμων που στοχεύει στη δημόσια συζήτηση για καίριας σημασίας εσωτερικά ζητήματα των ΗΠΑ. Υπάρχει και ο όρος εθνικό θέμα ή ζήτημα στον ενικό για χώρες όπως η Αλβανία ή η Κυπριακή Δημοκρατία που αφορά το εθνικό ζήτημα που τα ταλανίζει: εθνική ολοκλήρωση της Αλβανίας, επίλυση Κυπριακού-επανένωση Κύπρου, αντιστοίχως.
Τα ελληνικά εθνικά θέματα υπήρξαν ή συσχετίζονται ή αποτελούν απότοκο διαφόρων «εθνικών διεκδικήσεων» που, παλαιότερα, από τη δεκαετία του 1850 μέχρι το 1922, αποτελούσαν εκφάνσεις της περίφημης αλυτρωτικής Μεγάλης Ιδέας που είχε συνεπάρει τους Έλληνες επί εξήντα χρόνια.(6) Μάλιστα, κατά την εποχή εκείνη, η Μεγάλη Ιδέα ήταν γνωστή και ως «το εθνικόν ζήτημα» (στο ενικό), δηλαδή ο ελληνικός αλυτρωτισμός στα πλαίσια του ευρύτερου Ανατολικού Ζητήματος.(7) Ο Χαρίλαος Τρικούπης που εξέφραζε την, συγκριτικά, πιο ήπια εκδοχή της Μεγάλης Ιδέας, την είχε ορίσει (το 1876) ως την «[ε]θνική του ελληνισμού ιδέα [η οποία] είναι η απελευθέρωσις της ελληνικής χώρας και ο καταρτισμός ενιαίου ελληνικού κράτους περιλαμβάνοντος άπαν το ελληνικόν έθνος…».(8)
Από το 1945 μέχρι το 1974, τα εθνικά θέματα αποτέλεσαν μέρος αυτού που ονομαζόταν στη μεταπολεμική Ελλάδα «εθνική αποκατάσταση»(9) ή εθνική ολοκλήρωση, με αρχικές διεκδικήσεις την Κύπρο, τη Βόρειο Ήπειρο και τα Δωδεκάνησα, αν και το 1946 στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων, στις επίσημες διεκδικήσεις δεν συμπεριλήφθηκε η Κύπρος για να μην διαταραχθούν οι πολύτιμες σχέσεις με το Λονδίνο. Η Κύπρος απέβη η κύρια εθνική διεκδίκηση από το 1954 και μετά, όταν απέτυχε η προσπάθεια διμερούς συνεννόησης με τη Βρετανία για την ένωση.
Το αξιοπερίεργο εδώ είναι ότι η μεταπολεμική Ελλάδα υπήρξε μέχρι και τον Ιούνιο του 1974, δηλαδή επί τριάντα συναπτά έτη, ένα από τα λίγα αναθεωρητικά των συνόρων κράτη διεθνώς,(10) δηλαδή ένα κράτος ανικανοποίητο εδαφικά, με εδαφικές διεκδικήσεις, όπως ήταν η Σομαλία (σε σχέση με τμήμα της Αιθιοπίας και της Κένυας) ή η Νότια Αφρική (σε σχέση με τη Νοτιοδυτική Αφρική, τη μετέπειτα Ναμίμπια). Η Άγκυρα, όταν η Αθήνα διεθνοποίησε το Κυπριακό στον ΟΗΕ το 1954, έσπευσε να μιλήσει για αναβίωση της Μεγάλης Ιδέας.(11) Η ειρωνεία είναι ότι ο πρώτος που είχε κάνει λόγο για αναβίωση της Μεγάλης Ιδέας ήταν ο Νίκος Ζαχαριάδης, οκτώ χρόνια πριν, τον Μάιο του 1946, με αφορμή τις ελληνικές διεκδικήσεις στη Συνδιάσκεψη των Παρισίων, αλλά λίγο μετά το ΕΑΜ εξέφρασε την υποστήριξή του στις διεκδικήσεις αυτές, προσθέτοντας μάλιστα και δύο ακόμη: την Κύπρο και την ανατολική Θράκη.(12) Τα εθνικά θέματα, βέβαια, δεν εξαφανίστηκαν ως διά μαγείας με την έλευση της Μεταπολίτευσης, αλλά τώρα το στοιχείο της εθνικής διεκδίκησης είναι περιορισμένο ή ανύπαρκτο, με την Ελλάδα να ανήκει πλέον στα κράτη του εδαφικού status quo, με ελάχιστες βραχύβιες εξαιρέσεις, όπως σε σχέση με την αναβίωση του Βορειοηπειρωτικού το 1991-1993.
Για την Τουρκία, τα εθνικά θέματα, από το 1945 και μετά είναι, ιστορικά, πρώτο το Κυπριακό, από τη δεκαετία του 1950, και στη συνέχεια, μετά από δύο δεκαετίες, το καθεστώς του Αιγαίου, το Κουρδικό, η τρομοκρατία, η αντιπαλότητα με τη Συρία και με το Ιράν, η τύχη των τουρκικών μειονοτήτων σε γειτονικές χώρες (κυρίως στη Βουλγαρία στη δεκαετία του 1980 και λιγότερο στην Ελλάδα), και, με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, το Αρμενικό (με κομβικό σημείο το θέμα της γενοκτονίας των Αρμενίων το 1915). Επίσης, κατά καιρούς, εθνικά θέματα για την Τουρκία υπήρξαν η προσπάθεια ένταξης στην ΕΕ (ειδικά επί Οζάλ, Γιλμάζ και επί του αρχικού Ερντογάν το 2003-10).
Στο σύμπλεγμα των εθνικών θεμάτων στην Τουρκία υπάρχει ένας μπαμπούλας τουρκικής επινόησης, το «σύνδρομο των Σεβρών» ή «φοβία των Σεβρών», ο φόβος της επανεμφάνισης μίας κατάστασης όπως αυτή που δημιουργήθηκε με τη Συνθήκη των Σεβρών (Αύγουστος 1920) που, αν εφαρμοζόταν, η Τουρκία θα διέθετε λιγότερο από το ένα τρίτο του σημερινού της μεγέθους. Για τους Τούρκους πρόκειται για τον φόβο της συρρίκνωσης και του διαμελισμού της χώρας τους, που δεν αποτελεί μόνο παρανοϊκή αφήγηση των αδαών Τούρκων με ελλιπή παιδεία ή άγνοια της διεθνούς πολιτικής, αλλά αντίληψη με τεράστια απήχηση σε πολιτικούς (και όχι μόνο σε εθνικιστές πολιτικούς), στρατιωτικούς, δημοσιογράφους, ανώτατους διπλωματικούς(13), αλλά και πολλούς διανοούμενους, δεξιούς (εθνικιστές και ισλαμιστές), κεντροαριστερούς (κεμαλικούς) και αριστερούς. Το σύνδρομο αυτό συνδυάζεται με διάφορες θεωρίες διεθνούς συνωμοσίας και επιβουλής από τους ξένους (χθες από τη Σοβιετική Ένωση, μετά το 1990 κυρίως από τις ΗΠΑ και από την Ευρώπη, και για πολλούς και από τον «εβραϊκό δάκτυλο»). Δηλαδή η μεγάλη πλειοψηφία του τουρκικού λαού (όπως δείχνουν και σχετικές έρευνες της κοινής γνώμης), αλλά και ικανό τμήμα της διανόησης και αυτών που λαμβάνουν αποφάσεις, θεωρεί ότι οι Σέβρες το 1920 δεν ήταν κάτι το ιστορικά μοναδικό, αλλά η στιγμή που οι Ευρωπαίοι προσπάθησαν να πράξουν αυτό που πάντοτε ήθελαν και αυτό επιδιώκουν να κάνουν ακόμη και σήμερα.(14)
Στο τουρκικό σύνδρομο των Σεβρών εξέχουσα θέση κατέχει η ελληνική Μεγάλη Ιδέα, που η πλειονότητα των Τούρκων θεωρεί ότι έχει αναβιώσει στην Ελλάδα από τη δεκαετία του 1950 και ισχύει μέχρι και σήμερα (με μίνιμουμ μία ελληνική Κύπρο ή μία Κύπρο ενωμένη με την Ελλάδα και το Αιγαίο «ελληνική λίμνη» και μάξιμουμ την προσάρτηση της Ίμβρου και της Τενέδου, την κατοχή της Κωνσταντινούπολης, ελληνικό κράτος στον Πόντο και προσάρτηση της Σμύρνης!).(15) Γενικότερα, στην Τουρκία επικρατεί, στις πολλές μελέτες και άλλες παρουσιάσεις των ελληνοτουρκικών σχέσεων, η ακόλουθη ρήση που εκλαμβάνεται ως αξίωμα: «Η ελληνική εξωτερική εδράζεται στη Μεγάλη Ιδέα, συνεπώς είναι επεκτατική. Η τουρκική εξωτερική πολιτική εδράζεται στο “Εθνικό Σύμφωνο” (Misak-ι-Milli),(16) συνεπώς είναι αμυντική».(17)
Η φοβία των Σεβρών, στην πιο αληθοφανή της εκδοχή, βρίσκεται σε δύο τουρκικά εθνικά θέματα: το Κουρδικό και το Αρμενικό. Στην πρώτη περίπτωση είναι βέβαια η δημιουργία κουρδικού κράτους από τμήμα της Τουρκίας που όντως αποτελεί τον στόχο του PKK. Στη δε Συνθήκη των Σεβρών προβλεπόταν αυτόνομο κουρδικό κράτος σε τμήμα της Μικράς Ασίας. Όσο για το Αρμενικό, η Συνθήκη των Σεβρών προέβλεπε ανεξάρτητο κράτος της Αρμενίας που θα λάμβανε και ικανό τμήμα της σημερινής βορειοανατολικής Τουρκίας. Σήμερα, μάλιστα, οι πιο εθνικιστές Αρμένιοι δεν απαιτούν μόνο συγνώμη και οικονομική αποζημίωση για τη γενοκτονία, κάτι το εύλογο, αλλά ζητούν και συνοριακή αλλαγή, με σημείο αναφοράς το όρος Αραράτ με το οποίο είναι συναισθηματικά δεμένοι.
Ας επιστρέψουμε όμως στα ελληνικά πράγματα. Στην Ελλάδα, παραδοσιακά, τα εθνικά θέματα ήταν κεντρικά ζητήματα της Δεξιάς, της «εθνικόφρονος παρατάξεως». Ήταν το προπύργιο των «εθνικοφρόνων», που ήταν – και θεωρούσαν τον εαυτό τους – ως τους κατεξοχήν στυλοβάτες των «εθνικών δικαίων» και τους υπερασπιστές της «τιμής του έθνους». Στη συνέχεια, όμως, έγιναν ζητήματα εθνικών εξάρσεων για σχεδόν όλο το ιδεολογικό φάσμα, ξεκινώντας με το Κυπριακό σε όλη τη δεκαετία του 1950 (που προς στιγμήν ένωσε αριστερούς και δεξιούς, αν και για διαφορετικούς λόγους, με κοινό νήμα την περίφημη ένωση(18)). Από το 1974 και μετά, τα εθνικά θέματα καταλαμβάνουν όλο το ιδεολογικό φάσμα από τη φασιστική ή εθνικιστική δεξιά μέχρι και την αριστερά, με εξαίρεση το μεγαλύτερο μέρος της άκρας αριστεράς, όπως φάνηκε με το Μακεδονικό από το 1991 μέχρι και σήμερα.
Στην Ελλάδα, όταν ένα θέμα αναγορευθεί σε εθνικό, προκαλεί έντονη συναισθηματική φόρτιση και αποβαίνει ταμπού. Από θέμα εθνικού συμφέροντος, που απαιτεί νηφάλιο και προσεκτικό διπλωματικό χειρισμό, αποβαίνει θέμα «εθνικών δικαίων», με αποτέλεσμα η κοινή γνώμη να καταλαμβάνεται από «εθνικιστικό παροξυσμό»(19) και εθνική υστερία. Τα πνεύματα οξύνονται, η ατμόσφαιρα δηλητηριάζεται και επικρατεί ο υπερπατριωτισμός, η αδιαλλαξία, η δημαγωγία, ο λαϊκισμός που οδηγούν στο θόλωμα της σκέψης.(20) Εξοβελίζεται ο ορθολογισμός και η Ελλάδα ακολουθεί ατραπούς που δεν επιτρέπουν την επίλυση του εν λόγω προβλήματος με διάλογο, διαπραγματεύσεις και αμοιβαίες υποχωρήσεις.
Ο ίδιος ο διάλογος, και ειδικά οι διαπραγματεύσεις, με τον αντίπαλο σε ένα εθνικό θέμα, εκλαμβάνεται ως ενδοτισμός από τους περισσότερους Έλληνες, μειοδοσία, και ειδικά από τους εθνικιστές, ακόμη και προδοσία. Από τους ρομαντικούς εθνικιστές, ο διάλογος με στόχο τον αμοιβαίο συμβιβασμό προκειμένου να επιλυθεί το ζήτημα, κρίνεται ως πράξη άνανδρη και εξευτελιστική. Έτσι χάνονται πολύτιμος χρόνος και πολύτιμες ευκαιρίες για ευνοϊκή επίλυση. Τίθεται ο πήχης σε σημείο υπερβολικό και διόλου ρεαλιστικό, με όρους «μηδενικού αθροίσματος», με μόνη αποδεκτή έκβαση τους Έλληνες «νικητές» και «κερδισμένους» και την άλλη πλευρά νικημένη κατά κράτος, βλέπε π.χ. το Μακεδονικό στη δεκαετία του 1990, με την απόρριψη κάθε εκδοχής ή παράγωγου της λέξης Μακεδονία, ή τη λύση της ενιαίας ελληνικής Κύπρου, το γνωστό ότι η «Κύπρος είναι ελληνική», ή πιο πρόσφατα (το 2017) το «μηδέν στρατός-μηδέν εγγυήσεις» στην Κύπρο, που οδήγησε τις συνομιλίες για επανένωση της Κύπρου στον γκρεμό, με την οριστική διχοτόμηση σχεδόν βεβαιότητα όσο ποτέ άλλοτε.
Τα ελληνικά εθνικά θέματα είναι προϊόντα του ελληνικού εθνικισμού και εθνοκεντρισμού. Αποτελούν τις κατεξοχήν εκφάνσεις τους στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής και ώς ένα σημείο και της εσωτερικής πολιτικής. Για την επιρροή αυτών και άλλων πιο ειδικών παραγόντων κατά περίπτωση, θα αναφερθούμε κατά την εξέταση εκάστου εθνικού θέματος, σε ό,τι αφορά το βαθύτερο «γιατί» της ελληνικής στάσης. Για την ώρα, θα περιοριστούμε στον ορισμό του εθνοκεντρισμού, τον όρο που εισήγαγε ο William Graham Sumner, το 1906, στο βιβλίο του Folkways, μαζί με τους όρους ingroup και outgroup.
Κατά τον κλασικό ορισμό του Sumner, εθνοκεντρισμός «είναι ο τεχνικός όρος για εκείνη τη θέαση των πραγμάτων κατά την οποία η δική μας ομάδα είναι το κέντρο των πάντων και όλες οι άλλες [ομάδες] ιεραρχούνται [scaled] και αποτιμώνται με αναφορά σε αυτήν».(21) Και ο Sumner προσθέτει: κάθε ομάδα «τρέφει τη δική της υπερηφάνεια και ματαιοδοξία, καυχιέται ότι είναι ανώτερη, εξυμνεί τις δικές της θεότητες, και βλέπει τους εκτός [outsiders] με περιφρόνηση».(22) Στο βιβλίο Ethnocentrism των Robert LeVine και Donald Campbell, οι συγγραφείς καταγράφουν 23 πτυχές του «συνδρόμου του εθνοκεντρισμού», όπως τον αποκαλούν, μεταξύ των οποίων τις εξής: βλέπουμε τους εαυτούς μας ως ενάρετους και ανώτερους, τους άλλους (το outgroup) ως άξιους περιφρόνησης [contemptible], ανήθικους και κατώτερους, βλέπουμε τα δικά μας πρότυπα αξιών ως οικουμενικά, εγγενώς αληθή και πρωτότυπα, επίσης αποδίδουμε στους άλλους τις δικές μας δυσκολίες, δεν τους εμπιστευόμαστε, τους μισούμε, τους φοβόμαστε και, σε περίπτωση ένοπλης σύγκρουσης μαζί τους, το να τους σκοτώσουμε αποτελεί αρετή και γενναία πράξη.(23)
Τα ελληνικά εθνικά θέματα υπήρξαν, από το 1945 μέχρι σήμερα, κυρίως πέντε: (1) η Κύπρος και το Κυπριακό από το 1945, (2) το Αιγαίο από τον Φεβρουάριο του 1974, (3) το Μακεδονικό-«Σκοπιανό» από το 1990-1991, που όμως διαθέτει τη μακρύτερη ιστορία από τα σημερινά εθνικά θέματα, έχοντας ξεκινήσει την πορεία του το 1878, (4) το Βορειοηπειρωτικό από το 1912, που σήμερα έχει υποχωρήσει και τώρα εμφανίζεται σε άλλο πλαίσιο, μειονοτικό, και (5) η μουσουλμανική/τουρκική μειονότητα της Θράκης με αναφορά και στην ελληνική μειονότητα στην Κωνσταντινούπολη. Το 1945-1946 υπήρχε βέβαια και το θέμα των Δωδεκανήσων, αλλά επιλύθηκε αμέσως το 1946 (και άλλωστε προβλεπόταν να επιλυθεί), οπότε δεν πρόλαβε να ταλαιπωρήσει τους Έλληνες όπως τα άλλα εθνικά θέματα. Το δε άλλο μεγάλο εθνικό θέμα στο δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα, το Κρητικό, επιλύθηκε οριστικά το 1912.

Βιβλιογραφία 

Ελληνόγλωσση βιβλιογραφία
Αβέρωφ-Τοσίτσας, Ευάγγελος, Ιστορία Χαμένων Ευκαιριών (Κυπριακό 1950-1963) (Αθήνα: Βιβλιοπωλείο της «Εστίας», 1982), τόμος Β.
Γιανουλόπουλος, Γιάννης, «Η ευγενής μας τύφλωσις…». Η εξωτερική πολιτική και «εθνικά θέματα» από την ήττα του 1897 έως τη Μικρασιατική Καταστροφή (Αθήνα: Βιβλιόραμα, 1999).
Ηρακλείδης, Αλέξης, «Οι εικόνες του «εθνικού εαυτού» και του «άλλου» στις διεθνείς σχέσεις: η περίπτωση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής», Σύγχρονα Θέματα, 18, 54 (1995).
Ηρακλείδης, Αλέξης, Η Ελλάδα και ο «εξ ανατολών κίνδυνος»: αδιέξο­δα και διέξοδοι (Αθήνα: Πόλις, 2001).
Ηρακλείδης, Αλέξης, Το Κυπριακό πρόβλημα, 1947-2004: από την ένωση στη διχοτόμηση; (Αθήνα: Ι. Σιδέρης, 2006).
Κουλουμπής, Θεόδωρος, κείμενο στο Δ.Κ. Κώνστας και Π.I. Τσάκωνας (επιμ.), Ελληνική εξωτερική πολιτική: εσωτερικές και διεθνείς παράμετροι (Αθήνα: Εκδόσεις Οδυσσέας, 1994).
Λαγάκος, Ευστάθιος, Ο λαϊκισμός στα εθνικά μας θέματα: ανασκόπηση (Αθήνα: Ι. Σιδέρης, 1996).
Μαρωνίτη, Νίκη, Πολιτική εξουσία και εθνικό ζήτημα στην Ελλάδα, 1880-1910 (Αθήνα: Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2009).
Ροζάκης, Χρήστος, «Η Ελλάδα στο διεθνή χώρο», Δ.Γ. Τσαούσης (επιμ.), Ελληνισμός και ελληνικότητα (Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 1983).
Σκοπετέα, Έλλη, Το «Πρότυπον Βασίλειο» και η Μεγάλη Ιδέα: όψεις του εθνικού προβλήματος στην Ελλάδα (Αθήνα: Πολύτυπο, 1988).
Στεφανίδης, Ιωάννης Δ., Εν ονόματι του έθνους: πολιτική κουλτούρα, αλυτρωτισμός και αντιαμερικανισμός στη μεταπολεμική εποχή, 1945-1967 (Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο, 2010) [αρχικό βιβλίο, Stirring the Greek Nation: Political Culture, Irredentism and Anti-Americanism in Post-War Greece, 1945-1967 (Aldershot: Ashgate, 2007)].
Τσαγλάγιαγκιλ, Ιχσάν Σαμπρί, Οι αναμνήσεις μου (Αθήνα: Ποταμός, 2001).
Firat, Melek, Οι τουρκοελληνικές σχέσεις και το Κυπριακό (Αθήνα: Ι. Σιδέρης, 2012).
Gürel, Sükrü Sina, Οι τουρκο-ελληνικές σχέσεις (1821-1993) (Θεσσαλονίκη: Εκδοτικός Οίκος Αδελφών Κυριακίδη α.ε., 2008) [αρχική τουρκική έκδοση 1993].
Ξενόγλωσση βιβλιογραφία
Çağlayangil, Ihsan Sabri, βλ. Τσαγλάγιαγκιλ
Campbell, Donald T., ‘Stereotypes and the Perception of Group Differences’, American Psychologist, 22 (1967).
Crawshaw, Nancy, The Cyprus Revolt: An Account of the Struggle for Union with Greece (Λονδίνο: George Allen & Unwin, 1978).
Elekdağ, Şükrü, ‘2 ½ War Strategy’, Perceptions: Journal of International Affairs, 1, 1 (1996).
Evans, Graham & Jeffrey Newnham, The Dictionary of World Politics (Νέα Υόρκη: Harvester Wheatsheaf, 1990).
Firat, Melek, βλ. ελληνόφωνη βιβλιογραφία (προς το τέλος).
Frankel, Joseph, The National Interest (Λονδίνο: Pall Mall, 1970).
Guida, Michelangelo, ‘The Sèvres Syndrome and “Komplo” Theories in the Islamist and Secular Press’, Turkish Studies, 9, 1 (2008).
Jung, Dietrich, ‘The Sèvres Syndrome: Turkish Foreign Policy and its Historical Legacies’, American Diplomacy (Αύγουστος 2003).
Kirisçi, Kemal (2006), ‘Turkish Foreign Policy in Turbulent Times’, Chaillot Paper, Αρ. 92, Παρίσι: Institute for Security Studies (2006).
Kumar, Mahendra, Theoretical Aspects of International Politics (Δελχί: Shiva Lal Agarwala & Company, 1978).
LeVine, Robert A. & Donald T. Campbell, Ethnocentrism: Theories of Conflict, Ethnic Attitudes, and Group Behavior (Νέα Υόρκη: John Wiley & Sons, 1972).
Nefes, Salim, ‘Understanding Anti-Semitic Rhetoric in Turkey through the Sèvres Syndrome’, Turkish Studies, 16, 4 (2015).
Reynolds, P.A., An Introduction to International Relations (Λονδίνο: Longmans, 1971).
Robins, Philip, Suits and Uniforms: Turkish Foreign Policy since the Cold War (Λονδίνο: Hurst and Company, 2003).
Rosenau, James N., The Scientific Study of Foreign Policy (Νέα Υόρκη: The Free Press, 1971).
Yιlmaz, Hakan, ‘Two Pillars of Nationalist Euroskepticism in Turkey: The Tanzimat and Sèvres Syndromes’, Ingmar Karlsson & Annika Strom Melin (επιμ.), Turkey, Sweden and the European Union (Στοκχόλμη: Swedish Institute for European Policy Studies, 2006).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1.Γιανουλόπουλος 1999, ιε. Ηρακλείδης 1995, 31-33. Του ιδίου 2001, 73-77.
2. Μαρωνίτη 2009, 15, 17, 31, 38.
3. Γιανουλόπουλος 1999, ιε.
4. Λαγάκος 1996.
5. Evans & Newnham 1990, 123, 258-9. Rosenau 1971, 239-49. Frankel 1970. Reynolds 1971, 35-50. Kumar 1978, 267-79.
6. Σκοπετέα 1988, 259-60, 285-86.
7. Μαρωνίτη 2009, 14-18.
8. Στο Μαρωνίτη 2009, 76.
9. Στεφανίδης 2010 [2007], 101-105.
10. Ροζάκης 1983, 107. Κουλουμπής 1994, 89. Ηρακλείδης 2006, 168-72. Στεφανίδης 2010 [2007], 57-86.
11. Crawshaw 1978, 87.
12. Στεφανίδης 2010 [2007], 103-4. Την τάση αυτή την έχω ονομάσει «μικρή Μεγάλη Ιδέα». Βλ. Ηρακλείδης 2006, 168.
13. Βλ. π.χ. άρθρο του γνωστού πρέσβη Şükrü Elekdağ (που είχε χρηματίσει υφυπουργός Εξωτερικών και πρέσβης στην Ουάσινγκτον), ειδικού στα ελληνοτουρκικά, ο οποίος σε άρθρο το 1996, στην επιθεώρηση Perceptions: Journal of International Affairs, θεωρούσε περίπου δεδομένη μία από κοινού επίθεση κατά της Τουρκίας από την Ελλάδα και τη Συρία, σε συνδυασμό με στρατιωτική δράση από πλευράς PKK, με στόχο και των τριών τον διαμελισμό της Τουρκίας. Βλ. Elekdağ 1996.
14. Βλ. Robins  2003, 100-5, 110. Jung  2003. Kirisçi  2006, 32-8. Yιlmaz 2006, 29-40. Guida 2008, 37-52. Nefes 2015, 572-87.
15. Βλ. π.χ. τον σχετικό κατάλογο των ελληνικών αξιώσεων στα απομνημονεύματα του επί πολλά έτη (δεκαετίες 1960 και 1970), υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας, Ihsan Sabri Çağlayangil, ιερού τέρατος της τότε τουρκικής εξωτερικής πολιτικής και νηφάλιου διπλωμάτη, στο Τσαγλάγιαγκιλ  2001, 238. O διεθνολόγος καθηγητής  Şüκrü  Sina Gürel (που είχε χρηματίσει για μικρό διάστημα το 2002 υπουργός Εξωτερικών της τελευταίας κυβέρνησης Ετζεβίτ), σε γνωστό βιβλίο του για τις «τουρκοελληνικές σχέσεις» (που έχει μεταφραστεί στα ελληνικά), κάνει λόγο για αναβίωση της Μεγάλης Ιδέας, ειδικά στη δεκαετία του 1960, και αναφέρεται σε ομιλία του Γεωργίου Παπανδρέου, ως πρωθυπουργού στη Θεσσαλονίκη, που φέρεται να είχε πει «Η Ένωση έρχεται και με την Κύπρο να αποτελεί ένα εφαλτήριο, ο Ελληνισμός θα προχωρήσει προς το εσωτερικό της Μέσης Ανατολής, βαδίζοντας στα ίχνη του Μ. Αλεξάνδρου». Βλ. Gürel 2008 [1993], 89.
16. Πρόκειται για τη διακήρυξη που ψήφισε η Οθωμανική Βουλή στις 28 Ιανουαρίου του 1920, οριοθετώντας τα εδάφη της χώρας κυρίως στην Ανατολία (Μικρά Ασία), διακήρυξη η οποία αποτέλεσε αξίωμα του Μουσταφά Κεμάλ και των επιγόνων του στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας.
17. Στο Firat 2012, 27.
18. Στεφανίδης 2010 [2007], 159-64.
19. Στο ίδιο, 8.
20. Παραλλάσσω τα λεχθέντα από τον Ευάγγελο Αβέρωφ σε σχέση με την έξαρση για το Κυπριακό στη Ελλάδα κατά τη δεκαετία του 1950. Βλ. Αβέρωφ-Τοσίτσας 1982, τόμος 2, 147.
21. Στο LeVine & Campbell 1972, 8.
22. Στο ίδιο, 8.
23. Στο ίδιο, 11-12. Βλ. επίσης Campbell 1967, 817-29.
(πρώτη δημοσίευση: περιοδικό ΧΡΟΝΟΣ, 24 Μαΐου 2018)
_________________________
O Αλέξης Ηρακλείδης είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Ανάλυσης Συγκρούσεων στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου, και έχει διατελέσει εμπειρογνώμων του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών για τις μειονότητες και τα ανθρώπινα δικαιώματα στους διεθνείς οργανισμούς (1983-1997). Σπούδασε στην Πάντειο Σχολή και στα πανεπιστήμια του Λονδίνου (University College) και του Kent. Επιστημονικά ασχολείται κυρίως με τις εθνοτικές και αποσχιστικές συγκρούσεις, την αυτοδιάθεση των λαών, την επέμβαση σε αποσχιστικές συγκρούσεις, τις εθνικές και εθνοτικές μειονότητες, την ανθρωπιστική επέμβαση, τη Διάσκεψη για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΔΑΣΕ), τον εθνικισμό στην εξωτερική πολιτική και με συγκεκριμένες συγκρούσεις, με κύριο στόχο την επίλυσή τους, όπως το Μεσανατολικό, το Κόσοβο, την ελληνοτουρκική διένεξη, το Κυπριακό, το Νοτιοσουδανικό πρόβλημα, κ.ά. Έχει συγγράψει έξι βιβλία στα αγγλικά και δέκα στα ελληνικά, και πενήντα papers σε ξένα και ελληνικά επιστημονικά περιοδικά και βιβλία. Κυριότερα Βιβλία: The Self-Determination of Minorities in International Politics (Λονδίνο, 1991), Η αραβοϊσραηλινή αντιπαράθεση: Η προβληματική της ειρηνικής επίλυσης (Αθήνα, 1991), Security and Co-operation in Europe: The Human Dimension, 1972-1992 (Λονδίνο, 1993), Helsinki-II and its Aftermath: The Making of the CSCE into an International Organization (Λονδίνο, 1993), Η Ελλάδα και ο «εξ ανατολών κίνδυνος» (Αθήνα, 2001), που εκδόθηκε και στα τουρκικά, Το Κυπριακό: σύγκρουση και επίλυση (Αθήνα, 2002), Το Κυπριακό πρόβλημα, 1947-2004: από την ένωση στη διχοτόμηση; (Αθήνα, 2006), Άσπονδοι γείτονες. Ελλάδα-Τουρκία: η διένεξη του Αιγαίου (Αθήνα, 2007), The Greek-Turkish Conflict in the Aegean: Imagined Enemies (Basingstoke, 2010), και με την Άντα Διάλλα, Humanitarian Intervention in the Long Nineteenth Century: Setting the Precedent (Manchester, 2015).

Δεν υπάρχουν σχόλια: