Παρασκευή, Μαΐου 25, 2018

Ιστορίες τρόμου





No Living Voice (Κείμενο pdf) - Project Gutenberg Australia

«Δεν ήταν φωνή ζωντανού ανθρώπου»

Ένα διήγημα τρόμου του Τόμας Στριτ Μίλινγκτον (1821-1906)

Μετάφραση: Βασίλης Κ.  Μηλίτσης


‘Πώς το εξηγείς;’

‘Δεν το εξηγώ καθόλου κι ούτε προσποιούμαι πως το καταλαβαίνω’.

‘Πιστεύεις, λοιπόν, ότι ήταν πράγματι υπερφυσικό;’

‘Γνωρίζουμε τόσο λίγο για το τι περιλαμβάνει η Φύση και ποιες είναι οι δυνάμεις της και τα όριά της ώστε σχεδόν καθόλου δεν είμαστε σε θέση να μιλάμε για το γίνεται πέρα και πάνω απ’ αυτή’.

‘Και είσαι βέβαιος πως αυτό πράγματι συνέβη;’

‘Εντελώς βέβαιος, κι επ’ αυτού δεν έχω καμιά απολύτως αμφιβολία’.

Η παραπάνω στιχομυθία διαμείφθηκε μεταξύ δύο κυρίων στο σαλόνι ενός εξοχικού, όπου είχε συγκεντρωθεί μια ολιγομελής συντροφιά συγγενών και φίλων μετά το δείπνο. Εξαιτίας μιας μικρής ανάπαυλας της γενικής συζήτησης όλοι σχεδόν άκουσαν καθαρά τι είπαν οι δυο κύριοι, πράγμα που εξήψε την περιέργεια όλων. Άρχισαν λοιπόν ανυπόμονες αλλεπάλληλες ερωτήσεις σχετικά με τα φυσικά ή τα υπερφυσικά θέματα του υπό συζήτηση περιστατικού. ‘Μια ιστορία για φαντάσματα!’ αναφώνησε κάποιος. ‘Ω! απολαυστικό! Ελάτε να την ακούσουμε’. ‘Ω! έλεος, όχι’ είπε κάποιος άλλος. ‘Δε θα κοιμηθώ όλη νύχτα, κι όμως πεθαίνω από περιέργεια’.
Άλλοι πάλι έδειχναν διατεθειμένοι να πραγματευθούν το θέμα από μια ορθολογιστή ή ψυχολογική άποψη, και σκόπευαν να ξεκινήσουν μια συζήτηση για φαντάσματα γενικώς, εκθέτοντας ο καθένας τη δική του εμπειρία. Αλλά σταμάτησαν από τη φωνή της οικοδέσποινας: ‘Ερώτηση, ερώτηση!’ φώναξε και παρακάλεσε τους αρχικούς ομιλητές να εξηγήσουν ποιο ήταν το ιδιαίτερο περιστατικό που αποτέλεσε το θέμα της συζήτησής τους.

«Εσείς δεν ήσαστε, κύριε Μπράουν, που είπατε ότι δεν μπορούσατε να το εξηγήσετε; και είστε ένα τόσο πολύ πρακτικό άτομο που διπλά ανυπομονούμε ν’ ακούσουμε ποιο αξιοπερίεργο γεγονός θα μπορούσε να σας κάνει να δείχνετε τόσο ανυπόκριτα προβληματισμένος».
«Σας ευχαριστώ», είπε ο κύριος Μπράουν. «Παραδέχομαι πως είμαι πρακτικός άνθρωπος και μιλούσα για ένα πραγματικό γεγονός. Αλλά σας παρακαλώ να μου επιτρέψετε να μη συνεχίσω. Πρόκειται για μια παλιά ιστορία, αλλά δεν υπάρχει φορά που να τη σκεφτώ χωρίς να αισθάνομαι θλίψη. Δε θα επιθυμούσα λοιπόν να ανασύρω, απλά για να ικανοποιήσω την περιέργειά σας, έντονες και ανεξίτηλες αναμνήσεις που με στοιχειώνουν. Εξέθετα στον κύριο Σμιθ, εν ολίγοις, μια περιπέτεια που είχα στην Ιταλία πριν από πολλά χρόνια, και του παρέθετα τα γεγονότα της υπόθεσης ορθολογιστικά για ν’ αντικρούσω μια θεωρία που ανέπτυσσε».
«Μα εμείς δε θέλουμε ούτε θεωρίες ούτε πραγματικά γεγονότα – δεν ταιριάζουν σχεδόν καθόλου σε οποιαδήποτε στιγμή, πόσο μάλλον σ’ αυτή την εποχή με τα χιόνια παντού, θα ήταν εντελώς παράλογα. Όμως πρέπει να μας πείτε την ιστορία σας, πλήρως και με συναίσθημα, κι εμείς με τη σειρά μας υποσχόμαστε να την ακούσουμε με τον δέοντα σεβασμό, την ανεπιφύλακτη πίστη και την αμέριστη κατανόηση. Μαζευτείτε, λοιπόν, όλοι κοντά στη φωτιά και ας ξεκινήσει την αφήγησή του ο κύριος Μπράουν».
Ο καημένος ο κύριος Μπράουν χλόμιασε και μετά κοκκίνισε, τα χείλη του άρχισαν τα τρέμουν, και οι παρακλήσεις του ν’ αποφύγει την εξιστόρηση έγιναν σχεδόν αξιοθρήνητες. Όμως επειδή ήταν καλοκάγαθος και ίσως συναισθάνθηκε ότι θα μπορούσε να εξάψει το ενδιαφέρον τον ακροατών του, πείστηκε να υπερνικήσει την απροθυμία του. Κι αφού απαίτησε μια σοβαρή υπόσχεση πως δε θα πάρουν με αστειότητα ή ελαφρότητα αυτά που επρόκειτο να πει, καθάρισε τον λαιμό του δυο με τρεις φορές και μ’ ένα διστακτικό και νευρικό τόνο άρχισε να διηγείται:
’ Ήταν άνοιξη του 18… Βρέθηκα στη Ρώμη κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας, κι έκλεισα μια θέση στην ταχυδρομική άμαξα με προορισμό τη Νεάπολη. Υπήρχαν δύο εναλλακτικές διαδρομές: η μία μέσω της Τερατσίνας και η άλλη μέσω της Οδού Λατίνας, που περνούσε μέσα από την ενδοχώρα. Η άμαξα έκανε τη διαδρομή μόνο δυο φορές την εβδομάδα, εναλλάξ, κι έτσι κάθε διαδρομή διανυόταν μια φορά κάθε εφτά μέρες. Εγώ διάλεξα τη διαδρομή της ενδοχώρας και μετά από ένα ολοήμερο ταξίδι έφτασα στο Τσέπρανο, όπου κάναμε στάση για διανυκτέρευση.
’Το επόμενο πρωί ξεκινήσαμε πολύ νωρίς, και φτάσαμε στα σύνορα του Βασιλείου της Νεάπολης σχεδόν με το λυκαυγές, σε μικρή απόσταση από την πόλη. Εκεί μας έλεγξαν τα διαβατήριά μας και προς μεγάλη μου απογοήτευση με πληροφόρησαν πως το δικό μου δεν ήταν εντάξει. Ήταν γεμάτο, πράγματι, με σφραγίδες και υπογραφές, που όλες τους, όμως, αποκτήθηκαν με πολύ κόπο και χρηματικό κόστος. Αλλά έλλειπε μια θεώρηση ακόμη, η πιο σπουδαία, χωρίς την οποία δεν μπορούσε κανείς να μπει στο Βασίλειο της Νεάπολης. Αναγκάστηκα λοιπόν να κατέβω από την άμαξα και να στείλω το αναθεματισμένο διαβατήριό μου πίσω στη Ρώμη, ενώ με υποχρέωσαν να παραμείνω στο Τσέπρανο υπό αστυνομική επιτήρηση έως ότου η άμαξα θα μου το έφερνε την κατάλληλη μέρα της εβδομάδας το γρηγορότερο.
’ Εξασφάλισα τη διαμονή μου στο ξενοδοχείο όπου είχα περάσει την προηγούμενη νύχτα κι εκεί δέχτηκα την επίσκεψη του αρχηγού της αστυνομίας, ο οποίος μου ανήγγειλε πολύ ευγενικά πως πρέπει να παρουσιάζομαι κάθε πρωί και βράδυ στο γραφείο του. Την υπόλοιπη μέρα ήμουν ελεύθερος να κυκλοφορώ στους γειτονικούς χώρους. Απηύδησα τόσο πολύ από εκείνο το ανιαρό μέρος αφού εξερεύνησα την εγγύς περιοχή της πόλης, και άρχισα να ξεφεύγω στους περιπάτους μου πιο μακριά, και επειδή πάντοτε έδινα το παρόν στην αστυνομία πριν νυχτώσει, δε μου έφεραν καμιά αντίρρηση.

’ Μια μέρα, όμως, όταν πήγα μέχρι το Αλάτρι και επέστρεφα πεζός, με πρόλαβε το σκοτάδι. Είχα επίσης χάσει το δρόμο μου και δεν ήμουν σε θέση να διαπιστώσω πόσο είχα απομακρυνθεί από τον προορισμό μου. Ήμουν πολύ κουρασμένος, προσέτι κουβαλούσα κι έναν βαρύ γυλιό στην πλάτη μου, που είχα γεμίσει με πέτρες από τα ερείπια του αρχαίου Πελασγικού οχυρού που εξερευνούσα. Επιπλέον στον γυλιό μου έφερα και μερικά παλιά νομίσματα και δυο με τρεις φανούς που είχα αγοράσει εκεί. Δεν έβλεπα κανένα ίχνος ανθρώπινης κατοικίας, ενώ οι δασώδεις λόφοι μ’ έκρυβαν τη θέα από κάθε πλευρά. Άρχισα να σκέφτομαι σοβαρά να ψάξω να βρω ένα καλυμμένο σημείο κάτω από κάποιο σύδεντρο να περάσω τη νύχτα, όταν άκουσα πίσω μου τον ευπρόσδεκτο ήχο βημάτων. Μετά από λίγο με προσπέρασε ένας άντρας φορώντας τη συνηθισμένη του τραχιά και μακριά κάπα του βοσκού, και μαθαίνοντας για τη δύσκολή μου θέση προσφέρθηκε να με οδηγήσει σ’ ένα οίκημα πολύ κοντά από δρόμο για να βρω ένα προσωρινό κατάλυμα. Προτού φτάσουμε στο μέρος, μου είπε ότι το εν λόγω οίκημα ήταν πανδοχείο που ιδιοκτήτης του ήταν ο ίδιος. Επειδή δεν είχε πολλούς πελάτες, μου είπε ότι τη μέρα βοσκούσε πρόβατα. Μπορούσε όμως να με βολέψει με άνεση κι επιπλέον να μου ετοιμάσει ένα καλό δείπνο – καλύτερο απ’ ό, τι θα περίμενα συγκρίνοντας το παρουσιαστικό του. Κάποτε, κάτω από διαφορετικές συνθήκες, μου είπε ότι υπήρξε  στην υπηρεσία καλών οικογενειών και γνώριζε πως έπρεπε να συμπεριφέρεται και τι ένας σινιόρε σαν κι εμένα απαιτούσε.
’ Το πανδοχείο όπου με πήγε έδειχνε να είχε γνωρίσει, σαν τον ιδιοκτήτη του, καλύτερες μέρες. Ήταν ένα μεγάλο, ανοικονόμητο κτήριο και πολύ ερειπωμένο εξωτερικά, αλλά υποφερτά άνετο εσωτερικά. Ο ιδιοκτήτης έβγαλε την προβιά του και μου ετοίμασε ένα πλούσιο και εύγευστο δείπνο, και μετά κάθισε και συνομίλησε μαζί μου κοιτάζοντάς με καθώς έτρωγα. Δεν μου άρεσε και πολύ το βλέμμα του ανθρώπου, αλλά έδειχνε προθυμία να είναι φιλικός μαζί μου και μου αφηγήθηκε ένα σωρό πράγματα για την προηγούμενη ζωή του όταν βρισκόταν στη υπηρεσία των καλών οικογενειών περιμένοντας να τύχει της ίδιας εμπιστοσύνης εκ μέρους μου. Εγώ, όμως, δεν ικανοποίησα και πολύ την περιέργειά του, αλλά αυτός σκέφτηκε ότι ήταν σωστό να ενδιαφερθεί για τον καλεσμένο του και να μάθει για τα προβλήματά του απ’ όσο αυτός μπορούσε να του πει.
’ Έπεσα για ύπνο νωρίς σκοπεύοντας να συνεχίσω την οδοιπορία του με το πρώτο φως. Ο οικοδεσπότης μου σήκωσε τον σάκο μου και τον μετέφερε στο δωμάτιό μου, παρατηρώντας πως, καθώς τον κουβαλούσε, θα ήταν πολύ βαρύς στα ταξίδια μου. Του απάντησα αστειευόμενος πως ο σάκος περιείχε σημαντικούς θησαυρούς, αναφερόμενος στα νομίσματα και στα αρχαία ευρήματα. Όπως ήταν φυσικό δε με κατάλαβε, και προτού του εξηγήσω με καληνύχτισε εγκάρδια και έφυγε.
’ Το δωμάτιό μου βρισκόταν στο τέλος ενός μακρόστενου διαδρόμου. Υπήρχαν δύο δωμάτια στη δεξιά μεριά του διαδρόμου κι ένα παράθυρο στ’ αριστερά που έβλεπε σε μια αυλή ή κήπο. Έχοντας περιεργαστεί το εξωτερικό του οικήματος ενώ κάπνιζα το πούρο μου στο φεγγαρόφωτο, εντόπισα ακριβώς τη θέση του δωματίου μου. Ήταν το τελευταίο δωμάτιο μιας μακρόστενης πτέρυγας που προεξείχε κάθετα από το κυρίως κτήριο, με το οποίο επικοινωνούσε μόνο με μια δίοδο και με τα δυο δωμάτια που ήδη ανέφερα.

’ Παρακαλώ κρατείστε προσεκτικά στη μνήμη σας την περιγραφή αυτή κατά τη διάρκεια της διηγήσεώς μου.
’ Πριν πέσω να κοιμηθώ, έμπηξα στο πάτωμα κοντά στην πόρτα μια μικρή αρίδα που αποτελούσε εξάρτημα ενός περίπλοκο σουγιά που πάντοτε έφερα μαζί μου για να μην μπει κανείς στο δωμάτιό μου χωρίς να τον πάρω είδηση. Υπήρχε, βέβαια, κλειδαριά στην πόρτα αλλά το κλειδί δε γύριζε μέσα της. Η πόρτα επίσης είχε ένα σύρτη αλλά η άκρη του δεν αντιστοιχούσε στην προβλεπόμενη οπή – μάλλον η πόρτα είχε καθίσει από το κανονικό της επίπεδο. Κι έτσι βέβαιος πως η πόρτα ήταν επαρκώς ασφαλισμένη με την αρίδα του σουγιά μου, γρήγορα με πήρε ο ύπνος.
’Δεν μπορώ να σας περιγράψω το παράξενο και τρομακτικό συναίσθημα που με κυρίευσε όταν ξύπνησα από τον πρώτο μου ύπνο. Κοιμόμουν βαθιά και προτού καλά – καλά συνέρθω, ανακάθισα ενστικτωδώς στο κρεβάτι μου σκύβοντας προς τα μπρος, με ανορθωμένα τα γόνατά μου και με τα χέρια στο πρόσωπό μου, ενώ ολόκληρος να συνταράσσομαι από φρίκη. Δεν έβλεπα τίποτε, δεν άκουγα τίποτε, εκτός από έναν ήχο να κουδουνίζει μέσα στ’ αυτιά μου και να μου κόβει το αίμα. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι ήταν ποτέ δυνατόν ένας απλός ήχος, όποια κι αν ήταν η φύση του, να προκαλούσε τέτοια απέχθεια και να ενέπνεε τέτοια φρίκη που δεν είχα αισθανθεί ποτέ. Δεν ήταν μια κραυγή τρόμου που άκουγα και που θα με ξεσήκωνε σε δράση ούτε τα βογκητά πόνου κάποιου που θα τον λυπόμουν και συνεπώς θα προκαλούσε τη συμπάθειά μου μάλλον παρά τον αποτροπιασμό μου. Πράγματι, ο ήχος έμοιαζε να έβγαινε από κάποιον που βρισκόταν σε άγχος και απελπισία, αλλά δεν ήταν καμιά φωνή ανθρώπινη: ακουγόταν υπερβολικά φοβερή και έντονη για να προέρχεται από ανθρώπινη άρθρωση. Ο ήχος είχε ξεκινήσει ν’ ακούγεται κοντά στην κεφαλή του κρεβατιού πολύ κοντά στο μαξιλάρι μου ενώ κοιμόμουν βαθιά και συνέχισε αφού είχα εντελώς ξυπνήσει. Αντηχούσε σαν ένα μακρόσυρτο, δυνατό και παρατεταμένο βογκητό που έκανε τον νυχτερινό αέρα να δονείται και κατόπιν σταδιακά να σβήνει μέχρι που χάθηκε εντελώς. Πέρασαν μερικά λεπτά πριν έρθω εντελώς στα συγκαλά μου από την τρομακτική εντύπωση που μου έκοψε την αναπνοή και παράλυσε τα μέλη μου. Τελικά άρχισα να κοιτάζω γύρω μου, καθώς η νύχτα δεν ήταν εντελώς σκοτεινή, κι έτσι μπορούσα να διακρίνω το περίγραμμα του δωματίου καθώς και αρκετά από τα έπιπλα που είχε. Μετά κατέβηκα από το κρεβάτι και φώναξα δυνατά: «Ποιος είναι; Τι τρέχει;»
’ «Είναι κανείς άρρωστος;» επανέλαβα στα ιταλικά και στα γαλλικά, αλλά κανείς δεν απάντησε. Ευτυχώς είχα λίγα σπίρτα στην τσέπη μου και μπόρεσα ν’ ανάψω το κερί μου. Κατόπιν εξέτασα κάθε μέρος του δωματίου προσεκτικά, και ιδίως τον τοίχο στο κεφαλάρι του κρεβατιού μου, χτυπώντας τον με την ανάστροφη των δαχτύλων μου. Ο τοίχος ήταν στέρεος όπως και όλα τα άλλα μέρη. Άνοιξα την πόρτα και εξερεύνησα το διάδρομο και τα δυο διπλανά δωμάτια, τα οποία ήσαν αδειανά και σχεδόν χωρίς έπιπλα. Προφανώς είχαν κάμποσο καιρό να χρησιμοποιηθούν. Όσο κι αν έψαξα, δε βρήκα κανένα στοιχείο του μυστηρίου. Επιστρέφοντας στο δωμάτιό μου, κάθισα στο κρεβάτι μου πολύ προβληματισμένος και άρχισα ν’ αναρωτιέμαι εάν ήταν δυνατόν να είχα γελαστεί και ο ήχος που είχα ακούσει να ήταν το αποτέλεσμα κάποιου εφιάλτη. Αλλά σ’ ένα τέτοιο συμπέρασμα δεν μπορούσα να καταλήξω, όσο κι αν το ήθελα, διότι τα βογκητά συνέχιζαν να μου τριβελίζουν τα αυτιά αρκετή ώρα αφού είχα ξυπνήσει και ήμουν σε πλήρη εγρήγορση. Ενώ σκεπτόμουν όλα αυτά, είχα ξεχάσει να κλείσω την πόρτα, που ήταν ακριβώς απέναντι από το κρεβάτι μου, οπότε άκουσα απαλές περπατησιές από κάποια απόσταση κι αμέσως μετά φάνηκε ένα φως στο βάθος του διαδρόμου. Τότε είδα τη σκιά ενός άντρα να πέφτει απέναντι στον ανατολικό τοίχο. Περπατούσε πολύ αργά και αμέσως στάθηκε. Σήκωσε το χέρι σαν να έκανε νεύμα σε κάποιον και τότε κατάλαβα από το γεγονός που η σκιά έπεφτε πρώτη πως πρέπει να υπήρχε ένα δεύτερο άτομο πίσω του απ’ όπου ερχόταν το φως. Αφού στάθηκαν για λίγο φάνηκαν να γυρίζουν πίσω χωρίς να δω έστω για μια στιγμή κανένα από τους δυο, παρά μόνο τις σκιές τους, τη μία που είχε προηγηθεί και την άλλη που ακολουθούσε ενώ αποσύρονταν. Η ώρα εκείνη τη στιγμή ήταν λίγο μετά τη μία, κι έτσι συμπέρανα ότι πήγαιναν αργά για ύπνο και ανησύχησαν μη με ενοχλήσουν, αν και μετά σκέφτηκα πως ήταν το δικό μου φως που τους έκανε να γυρίσουν πίσω. Προς στιγμή σκέφτηκα να τους φωνάξω, αλλά δίστασα να τους γνωστοποιήσω τι με είχε αναστατώσει, χωρίς να ξέρω το γιατί. Ασφάλισα ξανά την πόρτα μου και αποφάσισα να μείνω για λίγο ξύπνιος για να δω τι θα γίνει. Όμως το κερί μου άρχισε να σώνεται κι έτσι βρέθηκα σε δίλημμα: ή έπρεπε να το σβήσω αμέσως ή να το αφήσω να καίει κι έτσι να μείνω χωρίς φως σε περίπτωση που θα ενοχλούμουν ξανά. Μετάνιωσα που δεν είχα ζητήσει δεύτερο κερί εγκαίρως, αλλά τώρα δεν μπορούσα να ζητήσω χωρίς να δώσω εξηγήσεις. Γι’ αυτό, πήρα στα χέρια μου το κουτί με τα σπίρτα, έσβησα το φως, και ξάπλωσα στο κρεβάτι, μ’ ένα ρίγος να διατρέχει τη ραχοκοκαλιά μου.
’ Για μια ώρα περίπου έμεινα ξυπνητός συλλογιζόμενος τι είχε συμβεί, και μέχρι τότε είχα σχεδόν πειστεί πως δεν είχα τίποτε παρά να αποδώσω μόνο στη νοσηρή μου φαντασία την τρομάρα που είχα πάρει. «Είναι ένας εξωτερικός τοίχος», είπα στον εαυτό μου, «όλοι είναι εξωτερικοί τοίχοι και το σπίτι είναι κτισμένο από πέτρα. Είναι αδύνατο να ακουστεί κάποιος ήχος μέσα από τέτοιο πάχος. Εξάλλου, φάνηκε να ακούστηκε μέσα στο δωμάτιό μου, κοντά στο αυτί μου. Τι ανόητος που ήμουν να αναστατωθώ και να τρομάξω για το τίποτα. Δε θα προβληματιστώ άλλο γι’ αυτό». Έτσι, έγειρα στο πλάι, χαμογελώντας (μάλλον βεβιασμένα) για την ανοησία μου και συγκεντρώθηκα για να κοιμηθώ.
’ Τη στιγμή εκείνη άκουσα με περισσότερη ευκρίνεια από ό, τι δεν είχα ποτέ στη ζωή μου ακούσει κανένα ήχο, ένα πνιχτό λαχάνιασμα, μια κοφτή ανάσα, σαν κάποιος να προσπαθούσε αγωνιωδώς να αναπνεύσει, ρουφώντας τον αέρα ή προσπαθώντας απελπισμένα να μιλήσει ή να φωνάξει. Και πάλι εκείνη η φρικαλέα πνιχτή κραυγή, και κατόπιν μια μακρόσυρτη ανάσα, ένα ηχηρό ρούφηγμα αέρα μέσα στον λαιμό, έτσι όταν κάποιος αναστενάζει βαθιά. Τέτοιοι ήχοι δεν ήταν δυνατό να ακουστούν αν δεν ήταν κοντά στο αυτί μου. Έδειχναν να προέρχονται από τον τοίχο κοντά στο κεφάλι μου ή να βγαίνουν κατευθείαν από το μαξιλάρι μου. Εκείνο το φοβισμένο λαχάνιασμα, κι εκείνη η μακρόσυρτη εισπνοή, μέσα στο σκοτάδι και στη σιγαλιά της νύχτας, φαίνονταν να κάνουν κάθε νεύρο του κορμιού μου να τρέμει μπροστά σ’ ένα φοβερό προμήνυμα. Ασυναίσθητα  απομακρύνθηκα από τον ήχο και ανακάθισα στο κρεβάτι κουβαριασμένος με το κεφάλι μου στα γόνατα. Ο ήχος σταμάτησε, και αμέσως ακολούθησε ένα βογκητό, που παρατάθηκε σ’ ένα απαίσιο μούγκρισμα, που όλο και μεγάλωνε, σαν κάποιος να βρίσκεται σε μια ανοδική αγωνία, η οποία κατόπιν σταδιακά να σβήνει και να χάνεται τελείως. Κι όμως να ακούγεται οδυνηρά και μ’ ευκρίνεια μέχρι το τέλος.
’ Μόλις μπόρεσα να συνέλθω από τον τρόμο που μ’ είχε παγώσει διαπερνώντας με μέχρι το μεδούλι, σύρθηκα μακριά από το κρεβάτι μου προς την πιο μακρινή γωνία του δωματίου και με τρεμάμενα χέρια άναψα το κερί μου, ενώ παράλληλα κοίταζα ανήσυχος τριγύρω μου, φοβούμενος κάποια φοβερή αποκάλυψη καθώς το δωμάτιο φωτίστηκε.
’ Κι όμως, δε θα με πιστέψετε, δεν ένιωσα ούτε ανησυχία, ούτε φόβο, αλλά μάλλον μια κατάθλιψη και ένα αφύσικο, ακατάσχετο δέος. Ένιωθα πως βρισκόμουν μπροστά σ’ ένα μεγάλο και φοβερό μυστήριο, μπροστά σε μια απύθμενη άβυσσο συμφοράς, θλίψης ή ανοσιουργήματος. Προσπάθησα να βγάλω αυτή τη σκέψη από τον νου μου με ένα συναίσθημα ανυπόφορης απέχθειας και αγωνίας. Ήταν ένα συναίσθημα παρόμοιο μ’ εκείνο που μ’ εμπόδισε να καλέσω τον οικοδεσπότη μου. Δεν άντεχα να του πω τι είχε συμβεί, χωρίς να ξέρω τον ενδεχόμενο βαθμό συμμετοχής του ίδιου στο μυστήριο. Το μόνο που μ’ απασχολούσε ήταν να δραπετεύσω όσο πιο ήσυχα μπορούσα από το δωμάτιο και από το πανδοχείο. Το κερί τώρα είχε αρχίσει να τρεμοπαίζει στον κεροστάτη, αλλά απέξω ήταν αστροφεγγιά, ανοιχτός χώρος και καθαρός αέρας ν’ αναπνεύσεις, πράγματα που έλλειπαν από το δωμάτιό μου. Άνοιξα, βιαστικά, λοιπόν το παράθυρο, έδεσα μαζί τα σεντόνια και αθόρυβα γλίστρησα μέχρι το έδαφος.
’ Στο κάτω μέρος του σπιτιού έκαιγε ένα φως, αλλά εγώ σύρθηκα αθόρυβα ανάμεσα στα δέντρα βρίσκοντας το δρόμο μου προσεκτικά, και τελικά βγήκα σ’ ένα μονοπάτι που με οδήγησε στον δρόμο όπου βάδιζα την προηγούμενη νύχτα. Συνέχισα την πορεία μου χωρίς σχεδόν να ξέρω που πηγαίνω, και το μόνο που ήθελα ήταν να μεγαλώσω την απόσταση από εκείνο το καταραμένο πανδοχείο. Άρχισε να χαράζει όταν το πρώτο πράγμα που ευδιάκριτα είδα μια μικρή ομάδα ανθρώπων να με πλησιάζει. Η χαρά μου δεν περιγράφεται όταν αναγνώρισα ότι επικεφαλής της ομάδας ήταν ο φίλος μου, ο αρχηγός της αστυνομίας. «Α!» αναφώνησε, «καημένε Εγγλέζε, σε τι μπελάδες μ’ έχετε βάλει! Πού ήσαστε; Δόξα σοι, ο Θεός που σας βλέπω σώο και ασφαλή! Αλλά πώς; Τι σας συνέβη; Φαίνεστε σαν να είδατε φάντασμα».
’ Του διηγήθηκα ότι είχα χάσει το δρόμο μου, και πού είχα μείνει τη νύχτα’.

’ «Και τι σας συνέβη εκεί;» ξεφώνισε και μια έκφραση ανησυχίας ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του.

’ «Τη νύχτα ταράχτηκα πολύ και δεν μπόρεσα να κοιμηθώ. Έφυγα κρυφά και νάμαι. Δεν μπορώ να σας πως περισσότερα».
’ «Αλλά πρέπει να μου πείτε περισσότερα, αγαπητέ κύριε, συγχωρήστε με, πρέπει να μου τα πείτε όλα. Είναι ανάγκη να ξέρω τι συνέβη σ’ εκείνο το σπίτι. Το παρακολουθούμε εδώ και πολύν καιρό, και όταν έμαθα προς τα πού είχατε πάει χθες και δεν επιστρέψατε, φοβήθηκα μην είχατε βρεθεί σε δύσκολη θέση και γι’ αυτό ξεκινήσαμε να σας ψάξουμε».
’ Δεν μπήκα σε πολλές λεπτομέρειες, αλλά του είπα πως άκουσα παράξενους θορύβους, και ανταποκρινόμενος στην παράκλησή του ξαναγύρισα μαζί του στο πανδοχείο. Καθοδόν μου εξήγησε πως εκείνο το σπίτι ήταν γνωστό ως άντρο ληστών, ότι ο ιδιοκτήτης τους προστάτευε, δεχόταν τα κλοπιμαία και τους βοηθούσε να διαθέτουν τα λάφυρά τους.
’ Όταν φτάσαμε εκεί, διέταξε τους άντρες του να ενεργήσουν μια ενδελεχή έρευνα και ο ίδιος ανάγκασε τον ιδιοκτήτη και τον άντρα που βρέθηκε εκεί να τον ακολουθήσουν. Το δωμάτιο όπου κοιμήθηκα ερευνήθηκε προσεκτικά. Το πάτωμα ήταν από γύψο ή τσιμέντο, και ως εκ τούτου ήταν ηχομονωτικό. Οι τοίχοι ήταν γεροί και στέρεοι και τίποτε δε βρέθηκε που να εξηγεί σε κάθε περίπτωση την παράξενη τρομακτική εμπειρία που είχα βιώσει. Το δωμάτιο του ισογείου, ακριβώς κάτω από το υπνοδωμάτιό μου ερευνήθηκε κι αυτό. Αυτά που περιείχε ήταν μια ποσότητα από άχυρο, σανό, καυσόξυλα και άλλη ξυλεία. Το δάπεδό του ήταν στρωμένο με τούβλα, και ανακατεύοντας το άχυρο που ήταν σωριασμένο σε μια γωνία παρατηρήσαμε πως τα τούβλα ήταν τοποθετημένα ακανόνιστα σαν να είχαν πρόσφατα μετακινηθεί.
’ «Σκάψτε εδώ», είπε ο αρχηγός. «Υποθέτω πως θα βρούμε κάτι κρυμμένο».

’ Ήταν φανερό πως ο ιδιοκτήτης ταράχτηκε πολύ. «Σταματήστε», φώναξε. «Θα σας πω τι κρύβεται εδώ. Ελάτε έξω και θα τα μάθετε όλα».

’ «Σκάψτε, σας λέω», συνέχισε ο αρχηγός. «Θα το ανακαλύψουμε μόνοι μας».
 ’ «Αφήστε τους νεκρούς στην ησυχία τους», φώναξε ο ιδιοκτήτης με τρεμάμενη φωνή. «Για όνομα του Θεού, βγείτε έξω και θα μάθετε τι θα σας πω».
’ «Συνεχίστε τη δουλειά σας», είπε ο αρχιφύλακας στους άντρες του, οι οποίοι έσκαβαν τώρα με κασμά και φτυάρι.
’ «Δεν μπορώ να στέκομαι εδώ και να βλέπω», φώναξε ο ιδιοκτήτης ακόμη μια φορά. «Ακούστε, λοιπόν! Εδώ βρίσκεται το λείψανο του γιου μου, του μοναχογιού μου. Αφήστε τον να αναπαυτεί εν ειρήνη – αν μπορεί να βρει ειρήνη. Τον τραυμάτισαν σ’ έναν καβγά και τον έφεραν σπίτι του να πεθάνει. Πίστεψα πως θα γινόταν καλά, αλλά δεν υπήρχε ούτε γιατρός ούτε παπάς διαθέσιμος, και παρ’ όλες τις προσπάθειές μας, πέθανε. Αφήστε τον τώρα να αναπαυθεί ή φέρετε έναν παπά. Πέθανε χωρίς να εξομολογηθεί, αλλά δε φταίω εγώ. Μπορεί να μην είναι ακόμη αργά για να βρει ανάπαυση».
’ «Αλλά γιατί είναι θαμμένος εδώ;»
’ «Δε θέλαμε να κάνουμε φασαρία για το συμβάν. Κανείς δεν ήξερε για τον θάνατό του, κι έτσι τον θάψαμε ήσυχα. Όπου και να θαφτεί κάποιος που πέθανε, δεν έχει σημασία. Όλα τα μέρη είναι εξίσου κατάλληλα. Εξάλλου είμαστε φτωχοί και δεν μπορούσαμε να πληρώσουμε τα έξοδα της κηδείας». Επιτέλους αποκαλύφθηκε όλη η αλήθεια.
’ Πατέρας και γιος ήταν κι οι δυο μέλη μιας σπείρας ληστών. Κάτω από το δάπεδο έκρυβαν τη λεία τους, όπου επίσης ήταν θαμμένα κι άλλα αποσυντεθημένα πτώματα, θύματα που είχαν κοιμηθεί στο δωμάτιο που κοιμήθηκα ο ίδιος και όπου βρήκαν το θάνατό τους. Ο γιος  ήταν πράγματι θαμμένος στο σημείο εκείνο. Είχε θανάσιμα τραυματιστεί σε μια συμπλοκή με ταξιδιώτες. Ήταν για αρκετό χρόνο ζωντανός για να ζητήσει άφεση αμαρτιών από ιερέα, πράγμα που σύμφωνα με την πίστη του ήταν απαραίτητο για να εξασφαλίσει συγχώρεση. Του κάκου παρακάλεσε τον πατέρα του να του φέρει τον πνευματικό στο προσκεφάλι του. Του κάκου τον ικέτευσε να εγκαταλείψει τη δολοφονική σπείρα όπου ανήκε και να ζήσει τίμια στο μέλλον. Ο πατέρας του όμως δεν έδωσε σημασία στις προσευχές του ετοιμοθάνατου γιου του και οι παροτρύνσεις του δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα. Αλλά εξαιτίας της μυστηριώδους προειδοποίησης που με ξύπνησε και μ’ έκανε να εγκαταλείψω το σπίτι δεν προστέθηκε κι άλλο έγκλημα στην ενοχή του  γέρου ιδιοκτήτη. Εκείνο το αγωνιώδες αγκομαχητό κάποιου που πάσχιζε να μιλήσει καθώς κι εκείνο το απαίσιο μουγκρητό από πού άραγε προέρχονταν;
’ Δεν ήταν φωνή ζωντανού ανθρώπου. Πέραν τούτου δε θα γνωμοδοτήσω επί του θέματος. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι η φωνή ήταν το μέσο να σωθώ ο ίδιος και συγχρόνως να θέσει ένα τέρμα σε μια σειρά αιματηρών πράξεων που είχαν διαπραχθεί σ’ εκείνο το σπίτι.
’ Ξαναπήρα το διαβατήριό μου εκείνο το βράδυ με την άμαξα της Ρώμης και ξεκίνησα το επόμενο πρωί για τη Νεάπολη. Καθώς περνούσαμε τα σύνορα, μας πλησίασε μια ψηλή μορφή που φορούσε μια τραχιά, μακριά κάπα, σαν εκείνη που φορούν οι μοναχοί που έχουν αποκηρύξει κάθε μέσο κατοχής και επαφίενται στη φιλανθρωπία των ανθρώπων ως το προς το ζην, και μια κουκούλα που σκέπαζε το κεφάλι και το πρόσωπό του με τρύπες στο σημείο των ματιών του. Κρατούσε ένα μεταλλικό κουτί, μέσα στο οποίο κουδούνιζαν μερικά κέρματα, και τείνοντας το χέρι του έλεγε με μια μονότονη φωνή: «Για τις ψυχές στο Καθαρτήριο! για τις ψυχές στο Καθαρτήριο!»
’ Δεν πιστεύω στο Καθαρτήριο Πυρ, ούτε στις δεήσεις υπέρ των νεκρών. Ωστόσο, έριξα ένα ασημένιο νόμισμα στο κουτί, καθώς σκέφτηκα εκείνον τον μη καθαγιασμένο τάφο, και η προσευχή μου κατευθύνθηκε στον ουρανό με κάθε ειλικρίνεια. «Αναπαυθήτω εν ειρήνη».




Δεν υπάρχουν σχόλια: