Οι τύχες και οι διασκευές της Πάπισσας Ιωάννας
του Εμμανουήλ Ροΐδη
Ένα σημαντικό
θεωρητικό κείμενο σε δύο συνέχειες
του Εμμανουήλ Ροΐδη
Ένα σημαντικό
θεωρητικό κείμενο σε δύο συνέχειες
Τζιόβας Δημήτρης*
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: tovima.gr
17/10.2018 και 19/12/2004
1. Οι τύχες της Πάπισσας Ιωάννας
H Πάπισσα Ιωάννα είναι ίσως το μοναδικό ελληνικό αφηγηματικό κείμενο που δημιούργησε τον δικό του μύθο
____________________________________________
Συμπληρώνονται φέτος εκατό χρόνια από το θάνατο του Εμμανουήλ Ροΐδη και μια επιγραμματική αναφορά στις τύχες της
Πάπισσας ΙωάνναςΣυμπληρώνονται φέτος εκατό χρόνια από το θάνατο του Εμμανουήλ Ροΐδη και μια επιγραμματική αναφορά στις τύχες της
θα ήταν νομίζω ενδιαφέρουσα και αποκαλυπτική. Η δημοσίευσή της το 1866
δίχασε τους κριτικούς, τον τύπο και το κοινό σε θερμούς υποστηρικτές και
σφοδρούς πολέμιους όχι τόσο για τη λογοτεχνικότητά της όσο για τον
αντικληρικαλισμό, τη σκανδαλοθηρία και τις πηγές της. Παρά το ξεχωριστό
ύφος του Ροΐδη για πολλά χρόνια βάραινε στην πρόσληψη της Π.Ι. ότι ήταν
δάνεια και ετερόφωτη. Ο Βουτιερίδης, για παράδειγμα, έβλεπε το 1917 την
Πάπισσα Ιωάννα
εμπνευσμένη από το
Promenades dans Rome
(1829) του Σταντάλ ενώ αργότερα άλλοι τόνισαν τις οφειλές στα κείμενα
του Ezechiel von Spanheim. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η υποδοχή της
Πάπισσας Ιωάννας
το δέκατο ένατο αιώνα συνοψίζεται σε μια σειρά επιθέσεων από την Ιερά
Σύνοδο, τον Charles Buet (1878) - το βιβλιαράκι του οποίου για την Π.Ι.
μεταφράστηκε στα ελληνικά - και τις δριμύτατες κατηγορίες του Χαρίλαου
Μελετόπουλου (1881) για λογοκλοπή. Ενδεχομένως στη δεξίωση της Π.Ι. στο
19ο αιώνα να βάσισε και ο Παλαμάς τον ακόλουθο χαρακτηρισμό του Ροΐδη το
1904: «Ο πλειότερον αναγνωσθείς, αλλά και, κατά φυσικώτατον λόγον,
σκαιότερον υβρισθείς εκ των συγγραφέων της νεωτέρας Ελλάδος».
Αλλά και στον εικοστό αιώνα η Πάπισσα Ιωάννα εξακολουθεί να
προκαλεί για την αισχρολογία και την αντιθρησκευτικότητά της. Μάλιστα το
1940 επρόκειτο να κυκλοφορήσει σε έκδοση των Απάντων από τον Σύλλογο
προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων με επιμέλεια του Κ. Καιροφύλα και η τότε
κυβέρνηση απαγόρευσε την έκδοσή της. Ακόμα και ο Ξενόπουλος, που είχε
παλαιότερα επαινέσει την Π.Ι. για το σπινθηροβόλο και περίτεχνο ύφος
της, φαίνεται να έχει αλλάξει γνώμη και στις 11 Αυγούστου 1941 γράφει
στα Αθηναϊκά Νέα: «Η τότε κυβέρνησις δεν είχε καθόλου άδικο να
την απαγορεύση. Η "Πάπισσα Ιωάννα" είνε ένα βιβλίο όχι μόνο αισχρολόγο -
κι αισχρολογεί με πνεύμα ή για να κάνη πνεύμα, που είνε για μένα το
χειρότερο είδος της αισχρογραφίας - αλλά κι αντιθρησκευτικό ή μάλλον
αντιχριστιανικό».
Δεν είναι όμως μόνο η αντιθρησκευτικότητα της Π.Ι. που ενοχλεί αλλά και ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός του συγγραφέα προκαλεί την αντίδραση του Σπύρου Μελά. Η καταδικαστική του όμως στάση απέναντι στον Ροΐδη φαίνεται αντιφατική γιατί αφενός τον θεωρεί πρόδρομο των φραγκολεβαντίνων της ελληνικής λογοτεχνίας και αφετέρου ετοιμάζει ειδικό αφιέρωμα του περιοδικού Ελληνική Δημιουργία το 1953 και προλογίζει τα Απαντά του το 1955.
Ας σημειωθεί επίσης η εκκωφαντική σιγή των εκπροσώπων της γενιάς του '30 όσον αφορά τον Ροΐδη και το μυθιστόρημά του. Και οι δύο απουσιάζουν από τις Δοκιμές του Σεφέρη, τα Ανοιχτά Χαρτιά του Ελύτη, τις Μελέτες του Λορεντζάτου ή τα κριτικά δοκίμια του Θεοτοκά (εκτός από μια αναφορά στο Ελεύθερο Πνεύμα). Φαίνεται ότι η αισθητική ιδεολογία της γενιάς δεν μπορούσε να αναγνωρίσει τον Ροΐδη ως πρόγονο και να συμβιβαστεί με την πρωτοτυπία της Π.Ι. Παρά την επιδεικτική αδιαφορία της γενιάς του '30, η Π.Ι. είναι ίσως το μοναδικό ελληνικό αφηγηματικό κείμενο που κατόρθωσε να δημιουργήσει το δικό του μύθο ενώ οι τύχες της αντικαθρεφτίζουν τους προσανατολισμούς αλλά και τις αναστοχεύσεις της ελληνικής κριτικής.
Θα πρέπει να φτάσουμε στη δεκαετία του 1980 για να υποχωρήσουν οι αιτιάσεις περί αισχρολογίας, φραγκολεβαντινισμού και αντικληρικαλισμού και να ιδωθεί η Π.Ι. από μια νέα σκοπιά. Τώρα η έμφαση επικεντρώνεται σε θέματα όπως το ύφος της, η ειρωνεία, η διακειμενικότητα, η ρητορική και ο ρόλος του αναγνώστη. Σε αυτή τη δεκαετία έχουμε και δύο απανωτά αφιερώματα περιοδικών: ένα του Διαβάζω (1984) και ένα διπλό του Χάρτη (1985). Ιστορικοί και θεωρητικοί της λογοτεχνίας από διαφορετικές αλλά και διασταυρούμενες προοπτικές αναδεικνύουν τις υφολογικές και αφηγηματολογικές αρετές του μυθιστορήματος, που θεωρείται το ελληνικό αντίστοιχο του Τρίστραμ Σάντυ του Λώρενς Στερν ή του Ο Ζακ ο Μοιρολάτρης και ο Αφέντης του του Ντενί Ντιντερό ενώ δεν έλειψε και η συσχέτιση με τον Μπόρχες. Το παιγνιώδες ύφος της Π.Ι. ελκύει αργότερα και νέους μυθιστοριογράφους όπως η Αμάντα Μιχαλοπούλου με το Γιάντες (1996) ή ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος που ξαναγράφει με το δικό του τρόπο το κείμενο (2000). Αν και η Π.Ι. μεταγράφτηκε τρεις φορές στη δημοτική, ό,τι εξασφάλισε τη διάρκειά της ήταν τελικά το απαράμιλλο ύφος της.
Μπορεί όμως το ύφος να θεωρήθηκε το μέγα επίτευγμα του Ροΐδη και το κοινό διαχρονικό σημείο αναφοράς πολλών κριτικών, τούτο όμως δεν σημαίνει ότι οι υφολογικές προσεγγίσεις ήταν πάντα οι ίδιες, ότι μια σατιρική θεώρηση, καλλιλογική αξιολόγηση ή ηθολογική συνάρτηση του ροΐδειου ύφους είναι ταυτόσημες με μια ρητορική ή μορφολογική ανάλυσή του. Ενώ για δεκαετίες η έμφαση στο ύφος του Ροΐδη υπήρξε σταθερή, τα τελευταία είκοσι χρόνια υπό την επίδραση της λογοτεχνικής θεωρίας αρχίζει να διαμορφώνεται η αντίληψη ότι τελικά το ροΐδειο ύφος δεν μπορεί να είναι πάντα σημείο κριτικής σύγκλισης αλλά και απόκλισης, όπως άλλωστε και η τόσο ρευστή και απροσδιόριστη έννοια του ύφους ή της γραφής.
2. Διασκευάζοντας την Πάπισσα Ιωάννα
_____________________________________________
* Ο άγγλος μεταφραστής αποδείχτηκε υπέρ το δέον επώνυμος
και οικειοποιήθηκε το κείμενο του Ροΐδη
και οικειοποιήθηκε το κείμενο του Ροΐδη
______________________________________________________________
Σε
προηγούμενη επιφυλλίδα (17 Οκτωβρίου 2004) με αφορμή τα εκατό χρόνια
από το θάνατο του Ροΐδη αναφέρθηκα στην ελληνική πρόσληψη της Πάπισσας Ιωάννας και σήμερα θα αναφερθώ στην απήχησή της στο εξωτερικό και ιδιαίτερα
στον αγγλόφωνο χώρο. Το «νεανικόν αμάρτημα» του Ροΐδη γνώρισε τεράστια
αναγνωστική επιτυχία στο ξένο κοινό, αν σκεφτούμε ότι η γαλλική
μετάφραση του 1878 έκανε επτά εκδόσεις ως το 1881 ενώ στα τέλη του
δέκατου ένατου αιώνα η Π.Ι. μεταφράστηκε δύο φορές στα αγγλικά (1886 και
1900). Επίσης το 1972 γυρίστηκε ταινία από τον Michael Anderson ενώ η
ιστορία της Πάπισσας Ιωάννας εξακολουθεί να ενδιαφέρει ακόμη και σήμερα
τους συγγραφείς καθώς προκύπτει από το μυθιστόρημα της Donna Woolfolk
Cross,
Pope Joan
(1996).
Από παλιά η Πάπισσα Ιωάννα τράβηξε την προσοχή γνωστών
συγγραφέων όπως ο Γάλλος Alfred Jarry (1873-1907), που τη μετέφρασε στα
γαλλικά το 1908, και ο Lawrence Durell (1912-1990) που τη
μετέφρασε/διασκεύασε στα αγγλικά. Η περίπτωση του Ντάρελ είναι ίσως πιο
ενδιαφέρουσα όχι μόνο γιατί έκανε πιο γνωστό το μυθιστόρημα του Ροΐδη
στο αγγλόφωνο κοινό αλλά και γιατί κάποια στιγμή έφτασε να θεωρείται η
Π.Ι. δικό του έργο. Η μετάφραση πρωτοκυκλοφόρησε το 1954, αν και είχε
ανακοινωθεί από το 1948, με τον τίτλο Πάπισσα Ιωάννα: Μια ρομαντική βιογραφία.
Στο αυτί μάλιστα του καλύμματος του εξωφύλλου δηλώνεται ότι η αγγλική
εκδοχή του Ντάρελ είναι «τόσο αναδημιουργία όσο και μετάφραση καθώς
συναγωνίζεται το πρωτότυπο σε κομψότητα και πνεύμα».
Στην επανέκδοση όμως του 1960 το κάλυμμα του εξωφύλλου δημιουργεί κάποια σύγχυση γιατί εκεί παρουσιάζεται ως διασκευή (adapted from the Greek ή after the Greek of Emmanuel Royidis) ενώ στη σελίδα τίτλου συστήνεται ως μετάφραση από τα ελληνικά. Αλλά και το όνομα του Ντάρελ τυπώνεται με μεγάλα κεφαλαία γράμματα ενώ του Ροΐδη με πολύ μικρότερα. Αναφέρεται επίσης ότι ο Ντάρελ είναι συγγραφέας του Αλεξανδρινού Κουαρτέτου ενώ στο αυτί του καλύμματος η αγγλική εκδοχή του κειμένου παρουσιάζεται ως «μια λαμπρή αναδημιουργία παρά ως μετάφραση». Η ολοκλήρωση του Αλεξανδρινού Κουαρτέτου το 1960 και η μετάφρασή του σε πολλές γλώσσες είχε κάνει τον Ντάρελ παγκοσμίως γνωστό και επομένως το όνομά του πουλούσε. Τι πιο φυσικό λοιπόν για τους εκδότες της μετάφρασης/διασκευής του να την παρουσιάσουν ως «δημιουργία» του Ντάρελ.
Ο ίδιος ο Ντάρελ δεν εξηγεί γιατί και πώς διασκεύασε το μυθιστόρημα, εκτός από το γεγονός ότι ο Κατσίμπαλης του σύστησε το βιβλίο το 1939 όταν το πρόσεξαν στη βιτρίνα ενός Αθηναϊκού βιβλιοπωλείου καθώς έκαναν τον περίπατό τους, ούτε γιατί πρόσθεσε τον υπότιτλο «ρομαντική βιογραφία». Αν και οι παλαιότερες αγγλικές μεταφράσεις έφεραν ως υπότιτλο είτε «ιστορική μελέτη» είτε «ιστορικό ρομάντσο», ο Ντάρελ προτίμησε αυτό τον υπότιτλο γιατί ήθελε ενδεχομένως να αποδώσει την ανάμειξη μυθοπλασίας και ιστορίας στην οποία βασίζεται το κείμενο του Ροΐδη. Στις μετέπειτα όμως εκδόσεις ο υπότιτλος απαλείφεται.
Στις ανατυπώσεις της μετάφρασης κατά τη δεκαετία του 1970 στη σελίδα τίτλου δηλώνεται πλέον ότι «μεταφράστηκε και διασκευάστηκε» από τον Ντάρελ ενώ το όνομά του τυπώνεται στην κορυφή της σελίδας με μεγάλα γράμματα, καλλιεργώντας έτσι την εντύπωση ότι είναι έργο του Ντάρελ και όχι του Ροΐδη και δημιουργώντας κάποια σύγχυση στον ξένο αναγνώστη όσον αφορά την πατρότητα του μυθιστορήματος. Η φήμη του Ντάρελ υπήρξε οπωσδήποτε καθοριστική για την απήχηση της Π.Ι. γιατί στην αγγλική του μετάφραση βασίστηκαν η ιταλική, η γαλλική, η ισπανική και ενδεχομένως η σουηδική μετάφραση. Αν και ο ίδιος συστήνει την Πάπισσα ως ένα «μικρό αριστούργημα» και «ένα γνήσιο δείγμα Μεσογειακού βιβλίου» που μπορεί να βρει μια θέση ανάμεσα στον Candide και τη Thais, εντούτοις δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το γεγονός ότι η φήμη του μεταφραστή επισκίασε τον Ροΐδη.
Είναι χαρακτηριστικό ότι σήμερα στις αγγλικές βιβλιοθήκες η αγγλική μετάφραση της Π.Ι., στην πιο πρόσφατη επανέκδοσή της από τον Peter Owen (1999), καταλογογραφείται κάτω από το όνομα του Ντάρελ και όχι του Ροΐδη. Ηχεί μάλιστα μάλλον ειρωνικά το γεγονός ότι ο Ντάρελ αφενός οικειοποιείται το κείμενο του Ροΐδη και αφετέρου αρχίζει τον πρόλογό του στη μετάφραση λέγοντας ότι «η νεοελληνική λογοτεχνία, η οποία μέχρι τώρα είναι τελείως άγνωστη στους αναγνώστες της Δύσης, αρχίζει να διερευνάται επισταμένως». Με την προβολή όμως του ονόματος του Ντάρελ ως διασκευαστή, η Π.Ι. κάθε άλλο παρά έργο της ελληνικής λογοτεχνίας κατέληξε να θεωρείται.
Αν ο πατέρας της ηρωίδας του Ροΐδη ήταν ανώνυμος Αγγλος μοναχός, ο Άγγλος μεταφραστής της αποδείχτηκε υπέρ το δέον επώνυμος και κατόρθωσε να οικειοποιηθεί το κείμενο του Ροΐδη. Δεν ξέρουμε ως ποιο βαθμό ο ίδιος ο Ντάρελ, ο οποίος έζησε μέχρι το 1990, συναίνεσε σε αυτή την οικειοποίηση ή ήταν απλώς έργο των εκδοτών, εκείνο που έχει σημασία είναι ότι η Πάπισσα Ιωάννα αποτελεί ένα πρωτοφανές παράδειγμα μεταφραστικής «πλαστογραφίας» που πρέπει κάποτε να αποκατασταθεί.
Ο κ. Δημήτρης Τζιόβας είναι καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Birmingham της Αγγλίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου