Δευτέρα, Μαρτίου 19, 2018

Ο Δραμινός μάστορας της μικρής φόρμας Βασίλης Τσιαμπούσης και το σπαρταριστό ροΐδειο ύφος του

Από το κωμικό στο τραγικό και από το φαιδρό στο γκροτέσκοhttp://www.efsyn.gr/sites/efsyn.gr/files/styles/teaser_big/public/field/image/2018-03/vivlio_7.jpg?itok=-NaYlJVh

Συντάκτης:  Μαρία Στασινοπούλου


Ήρεμη και δραστήρια η δύναμη της ελληνικής επαρχίας. Η καρδιά της χτυπά και στη Δράμα. Το περιοδικό Δίοδος, βραβευμένο πρόσφατα από την Ακαδημία Αθηνών, χρωστά πολλά στην παρουσία του διευθυντή Σύνταξης Βασίλη Τσιαμπούση*, δόκιμου πεζογράφου. Από το 1988 που εμφανίστηκε με τη συλλογή Η βέσπα και άλλα επαρχιακά διηγήματα, έχουν ακολουθήσει πέντε συλλογές διηγημάτων: Χερουβικά στα κεραμίδια, Η γλυκιά Μπονόρα, Να σ’ αγαπάει η ζωή και Σάλτο μορτάλε, ενώ έχει εκδώσει και δύο μυθιστορήματα: Εκτός έδρας και Γαλάζια αγελάδα.
Στο Πούρα γεμιστά εμμένει στη μικρή φόρμα που γνωρίζει καλά. Καταγράφει στιγμές ζωής και στιγμιότυπα καθημερινότητας με χιούμορ, ειρωνεία και διάθεση πειρακτική. Το κωμικό εναλλάσσεται με το τραγικό και το φαιδρό με το γκροτέσκο. Ένας πατέρας προσπαθεί να νομιμοποιήσει το αυτοσχέδιο στέγαστρο με το οποίο κάλυψε τον τάφο του γιου του, για να προστατεύεται ο ίδιος τις ατελείωτες ώρες που συντροφεύει το πεθαμένο του παιδί, στο διήγημα «Το αυθαίρετο».
Το ομώνυμο με τον τίτλο της συλλογής «Πούρα γεμιστά» έχει αφορμή το γνωστό πάθος του Αγγλου πολιτικού Ουίνστον Τσόρτσιλ για το φημισμένο προϊόν της Αβάνας. Εδώ ο Τσιαμπούσης πραγματεύεται το αφηγηματικό παιχνίδι του ιστορικού ανεκδότου ή της ίδιας της ιστορίας που συχνά «πειράζεται» στη λογοτεχνία, τους κινδύνους που ελλοχεύουν σ’ αυτήν την υποκειμενική θεώρηση, την εγκυρότητα των παρεχόμενων πληροφοριών και τους εμφανείς ή συγκαλυμμένους στόχους του λογοτέχνη: «οι λογοτέχνες, όταν γράφουν, αγωνιούν –σαν τον Δουμά πατέρα, ας πούμε– μόνο για την προσωπική τους δικαίωση.
Την οποία κερδίζουν όταν το κείμενό τους συναρπάζει το αναγνωστικό κοινό. Αλλιώς η ιστορική ακρίβεια, οι έρευνες και τα αδιάσειστα στοιχεία δεν φτάνουν από μόνα τους για να σώσουν τη δουλειά τους από το να καταλήξει στο καλάθι των αχρήστων», απαντά ηλεκτρονικά στον κ. Ιωάννη Πολίτη, συνταξιούχο φαρμακοποιό, που ζει στο Λονδίνο και ελέγχει τον συγγραφέα για ιστορικές ανακρίβειες που υπάρχουν στο κείμενό του.
Η ατμόσφαιρα της Δράμας με τα νερά και τις ρεπιασμένες καπναποθήκες παρούσα στα περισσότερα διηγήματα∙ δεν χωράει αμφιβολία για τη ρεαλιστική προέλευση του μεγαλύτερου μέρους τους. Στα βιωμένα, απευθείας ή εμμέσως, διηγήματα αναρωτιέται συχνά κανείς τι δικαιολογεί αλλά και τι δικαιώνει τη γραφή τους. Πέρα από το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που επιβάλλεται να παρουσιάζουν για να υπάρχει λόγος να τα μεταπλάσει ο συγγραφέας λογοτεχνικά, θα πρέπει, όχι μόνο το θέμα αλλά και ο τρόπος παρουσίασής τους, να προκαλούν αντιδράσεις στον αναγνώστη: χαρά, συγκίνηση, γέλιο, ταύτιση, άπωση, ανάκληση δικών του ή κοινών καταστάσεων.
Ο δεξιοτέχνης συγγραφέας, και ο Τσιαμπούσης ανήκει σ’ αυτήν την κατηγορία, ξέρει να κρύβει καλά το βιογραφικό υπόβαθρο της έμπνευσής του και να παραπλανά. Το παιχνίδι ανάμεσα στην τριτοπρόσωπη και την πρωτοπρόσωπη αφήγηση και η εναλλαγή στο φύλο του αφηγητή, άλλοτε άνδρας, άλλοτε γυναίκα, είναι ένας τρόπος απόκρυψης.
Ο χρόνος κατά τον οποίο συμβαίνουν τα διάφορα περιστατικά στην παρούσα συλλογή, όπως προκύπτει από εσωτερικές ενδείξεις, είναι κυρίως το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, αλλά κάποτε, λόγω των ιστορικών συσχετισμών, πηγαίνει πίσω ώς τη Μικρασιατική Καταστροφή. Οι τελευταίες αναφορές είναι στο 2013. Ως προς τον τόπο, εκτός από τη Δράμα, παίζουν και άλλες πόλεις, μικρές ή μεγάλες – Θεσσαλονίκη, Καβάλα, Γιάννινα, Κοπανάκι, Κυπαρισσία.
Τα θέματα όπου εστιάζει το ενδιαφέρον του ο αφηγητής μπορεί να είναι από μια συνηθισμένη σκηνή στον σταθμό του τρένου και μια ασυνήθιστη κίνηση ανθρωπιάς εκ μέρους του ευαίσθητου και παρατηρητικού ταξιδιώτη στο «Πρωινό στον σταθμό», μέχρι δράματα του Εμφυλίου και της Κατοχής στο «Λιγότερο κι απ’ το τίποτε», αλλά και διάφοροι τρόποι για να εκδηλωθούν το εθνικό φιλότιμο και η ανιδιοτελής γνήσια φιλία στο «Πέναλτι».
Οι λαμογιές και τα μαγειρέματα των συμβάσεων με τους ημετέρους στη διάρκεια της επταετίας, «Τα “λουκούμια”», αλλά και η επανάληψη των χαλαρωμένων αντιστάσεων κατά την εποχή της Μεταπολίτευσης, «Χαλίκια εκ του έρματος». Ακόμη η φιλία, η μπέσα, ο καρκίνος, ο θάνατος, όταν συμβαίνει σε δικούς μας ανθρώπους, στο «Χαιρετισμούς στους φίλους».
Είναι γνωστές οι πλάκες και τα πειράγματα της επαρχίας και ο ιδιαίτερα θυμόσοφος τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζεται ο θάνατος. Στο «Ο καθείς με το ταλέντο του» παρακολουθούμε πώς ο Δραμινός ποιητής Νίκος Κ. [Κωνσταντινίδης] έζησε στιγμιότυπα από την κηδεία του. Τα γέλια και τα ανέκδοτα που συνοδεύουν πάντα τις ώρες που οι φίλοι και οι συγγενείς παραστέκουν έναν νεκρό συνθέτουν το διήγημα «Η Σκούνα». Ξεκαρδιστικό το «Αναμνήσεις Δεκαπενταύγουστου».
Ευδιάκριτη η εμμονή του Τσιαμπούση στο ψάλσιμο και τις εκκλησιαστικές αναφορές. Ακόμη και θεολογικές συζητήσεις διαβάζουμε στο «Βαβέλ» ή τη ζωή της «Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας» στο τελευταίο διήγημα. Γλωσσικοί και εννοιολογικοί απόηχοι Παπαδιαμάντη και ειρωνική ατμόσφαιρα Ροΐδη στο «Τελευταίος ασπασμός»: «Ο νεκρός, πέραν ενός υπομονητικού μειδιάματος, αριστοτεχνικώς φιλοτεχνηθέντος υπό ειδικού ψιμυθιστού του γραφείου τελετών, έκειτο απαθής, αμεμψίμοιρος και μακάριος…».
Εν κατακλείδι, μία ενδιαφέρουσα συλλογή, όπου το στενά τοπικό ανάγεται σε ευρύτερα ελληνικό, κάτω από την οξυμένη παρατηρητικότητα του συγγραφέα, την τρυφερή και συνάμα ειρωνική ματιά του, το χιούμορ και τη συχνά αυτοϋπονομευτική του διάθεση.

*.:BiblioNet : Τσιαμπούσης, Βασίλης

Δεν υπάρχουν σχόλια: