Δευτέρα, Μαρτίου 26, 2018

Γοητεύοντας με σπίρτα και καλαπόδια

Κατηφένια Ζαφειριάδου: μια   διδακτορούχο επιστήμονα , "παραμυθού" επίσης και καλλιτέχνιδα , για την οποία δεν ήξερα τίποτε και ξαφνικά εισέβαλε  στη ζωή μου , χάρη στο φίλο Βασίλη Μηλίτση, που μου έστειλε το ωραίο διήγκμά της "Το σπιρτόκουτο".

 Ψάχνοντας στο διαδίκτυο για τη συγγραφέα "έπεσα" επάνω σε  στη γοητευτική έκθεσή της  με ... καλαπόδια , που οργάνωσε πριν από τέσσερα χρόνια στο Γενί Τζαμί.

Θα διαπιστώσετε κι εσείς ότι η κυρία Ζαφειριάδου είναι γοητευτική όχι μόνο στο λόγο αλλά και στην ευφάνταστη καλλιτεχνία, μέσω της οποίας δίνει μαγική ζωή σε χρηστικά αλλά ξεχασμένα από το χρόνο αντικείμενα εποχών που ο χρόνος έχει βυθίσει στη λήθη.
GerontakosΑποτέλεσμα εικόνας για ΣΠΙΡΤΟΚΟΥΤΟ


               ΤΟ ΣΠΙΡΤΟΚΟΥΤΟ 

Διήγημα της Κατηφένιας ΖαφειριάδουΖαφειριάδου Κατηφένια

Xράατς…Το δέντρο έπεσε μ’ ένα βαθύ βρυχηθμό.  Παραδόθηκε στ’ αλλεπάλληλα χτυπήματα.
Σώπασε το σύμπαν μπροστά στον απερίγραπτο πόνο. Τρόμαξαν τα πουλιά. Έμειναν για μια στιγμή ακίνητα κι ύστερα ξεχύθηκαν με δυνατές φωνές στον ουρανό.
Οι άνθρωποι το φόρτωσαν πάνω στο παλιό φορτηγό. Το ταξίδεψαν πάνω από χωματένιους δρόμους με λακκούβες, μέσα από δάση και βουνά, μέχρι το εργοστάσιο ξυλείας. Εκεί, το άφησαν να βρέχεται, για να μην ξεραθεί, και ξαναγύρισαν στη δουλειά τους.     
Το δέντρο το πήραν τα μηχανήματα και με τα πριόνια τους το έκοψαν σε απειροελάχιστα κομμάτια. Ύστερα, αφού τα βούτηξαν σε μια μαύρη ουσία που μύριζε μπαρούτι, τα στρίμωξαν σε μικρά χαρτόκουτα.
Τα μικρά ξυλάκια – τα ‘σπίρτα’ – δυσανασχέτησαν στη νέα τους κατάσταση. Αυτά που είχαν τους χυμούς του δέντρου μέσα τους, που έφερναν στα κύτταρά τους αναμνήσεις από τη ζωή στο Δάσος, αλλά και από την ίδια τη δημιουργία του σύμπαντος, ήταν τώρα αναγκασμένα να ζουν στριμωγμένα, με μια καταναγκαστική ομοιομορφία.
Πέρασαν λίγες μέρες και τα φόρτωσαν σε μικρά οχήματα, για να τα διανείμουν.
Τότε, μέσα σ’ αυτό το στρατόπεδο συγκέντρωσης και όσο βέβαια το επέτρεπαν οι δυνατότητες επικοινωνίας, άρχισε να κυκλοφορεί μεταξύ τους η φήμη – που είχε ήδη βγει από το εργοστάσιο – ότι το καθένα από αυτά έχει μία  μοναδική αποστολή, που θα την ανακάλυπτε την ίδια στιγμή του θανάτου του.
Αναρωτιόντουσαν, λοιπόν, με αγωνία ποια να ’ναι  η αποστολή του καθενός, μην ξέροντας τι να υποθέσουν· έτσι περίμεναν να περάσουν οι μέρες για να δούνε τι θ’ απογίνει.
Το πρώτο κουτάκι άνοιξε. Το τυχαίο σπίρτο το πήραν και του έτριψαν τη μούρη σε μια τραχιά επιφάνεια: ΤΣΑΦ! Άναψε! Ένιωσε όλον τον πυρετό της έξαψης να το τυλίγει. Ποια θα ήταν η δική του αποστολή;
Γύρω του είδε προσωπάκια, μια τεράστια τούρτα με κεράκια και φιγούρες χρωματιστές, ματάκια αθώα να λάμπουν, παππούδες, γιαγιάδες, θείους, θείες, μπαλόοονια… και ξαφνικά: «Να ζήσεις… και χρόνια πολλά!…».
Φφφσσσσ… εκπνέει το σπίρτο…. Χαρούμενο, που σε μια μαγική στιγμή  μπόρεσε να χωρέσει τόση ευτυχία. 
Το δεύτερο σπίρτο ήρθε στο φως σε ένα φοιτητικό δωμάτιο. Άναψε το κερί σ’ ένα αυτοσχέδιο κηροπήγιο.
Φώτισε τα πρόσωπα δύο νεαρών παιδιών, τα πόστερ στους τοίχους, το φτηνό χαλάκι στο πάτωμα, τα βιβλία στη γωνία… Άκουσε τη μουσική από το ραδιόφωνο και για μια στιγμή ζέστανε το αγκάλιασμά τους.
Ένα γερασμένο χέρι τράβηξε το τρίτο σπίρτο. Με αργές κινήσεις άναψε το καμινέτο. Πάνω του βρισκόταν το μπρίκι με τον καφέ.
Η αναλαμπή του φανέρωσε  το τρέμουλο στο χέρι, το μαυρισμένο από τη φλόγα μέταλλο, το σκαμμένο από το χρόνο πρόσωπο, που έσκυβε πάνω από το μπρίκι για να δει τις πρώτες φουσκάλες… Γεύτηκε  τη μικρή απόλαυση μιας καθημερινής συνήθειας.
Το τέταρτο σπίρτο άναψε την πίπα ενός παππού στο καφενείο.
Πρόλαβε να δει τη μιζέρια των θαμώνων, το παλιομοδίτικο κουστούμι, που μύριζε, το φθαρμένο τάβλι, το αλουμινένιο τασάκι με τις μαύρες κηλίδες και τ’ αποτσίγαρα, το λευκό πορσελάνινο φλιτζανάκι με το ξερό κατακάθι του καφέ.
Το επόμενο σπίρτο το τράβηξε ένας άνθρωπος του μόχθου. Δούλευε σε συνεργείο. Το έπιασε με τα χοντρά μουτζουρωμένα δάχτυλα και άναψε τσιγάρο.
Μύρισε τη μυρωδιά απ’ τα καυσαέρια, είδε τα μαυρισμένα από την πίσσα νύχια, τα βρόμικα από τα γράσα στουπιά, το λεκιασμένο από λάδια αυτοκινήτων δάπεδο. Έσβησε ακούγοντας λαϊκά της βιοπάλης στο ραδιόφωνο και τον ήχο από το σφυρί που κοπανούσε λαμαρίνες.
Ένα καντήλι προσπαθούσε ν’ ανάψει το άλλο κολλώντας πάνω στο λαδωμένο φιτίλι.
Στο ημίφως, φάνηκε το πρόσωπο της γυναίκας που προσευχόταν, και τα πρόσωπα των αγίων στις εικόνες…  Θαρρείς πως ζωντάνευαν εκείνη την στιγμή της ικεσίας.
Τα χάχανα μιας παρέας άκουσε το άλλο, καθώς  άναβε τα προσανάμματα στην εστία ενός τζακιού. Άκουσε το πρώτο τρίξιμο απ’ τα ξερόκλαδα, είδε το κόκκινο κρασί στα ποτήρια και αφέθηκε στη χαρά της χαλάρωσης.
Το επόμενο σπίρτο τρίφτηκε πολλές φορές πάνω στο νοτισμένο σπιρτόκουτο. Ήταν ξεχασμένο μέσα σ’ ένα ξωκλήσι. Άναψε πρώτα το φιτίλι σε ένα καντήλι γεμάτο νεκρά έντομα, που έπλεαν στο λάδι και μετά άναψε το κερί σε ένα μανουάλι, που η άμμος του ήταν γεμάτη από σταξιές παλιών κεριών. Το σπίρτο πρόσεξε τις αράχνες στα εικονίσματα, τη σκόνη στο δάπεδο, την ερήμωση...
Μέσα στη φούχτα του φαντάρου τραβήχτηκε το άλλο. Άναψε  ένοχα και βιαστικά ένα τσιγάρο, την ώρα της σκοπιάς, ζεσταίνοντας για μια στιγμή τα παγωμένα δάχτυλα. Φώτισε μες στη νύχτα.
 Μετά το σκοτάδι ξανάγινε πυκνό.
Μια κοπελίτσα άναψε το επόμενο και το παρακολούθησε γοητευμένη να καίγεται αργά καθώς περπατούσε με το φίλο της.
Ήταν μια δροσερή μαγιάτικη νύχτα.
Τη συντροφικότητα της οικογένειας ζέστανε το άλλο  ανάβοντας τα κεριά σε ένα γεύμα.
Είδε γονείς, παππούδες κι εγγόνια. Φώτισε τη σούπα που άχνιζε, τα πορσελάνινα σερβίτσια, το λευκό τραπεζομάντιλο. Άκουσε τη γλυκιά φασαρία του μαζέματος  γύρω από το τραπέζι.
Το τελευταίο σπίρτο του κουτιού δεν άναψε ποτέ. Το πήρε ένα παιδάκι κι αφού το τύλιξε σε μια κλωστή το έμπηξε στο άδειο κουτί φτιάχνοντας ένα αυτοσχέδιο τηλέφωνο.
Το σπίρτο δεν άναψε, χάρηκε όμως  με την αθωότητα του παιχνιδιού. Και σε μια στιγμή «μοναδικής αναλαμπής» κατάλαβε το Λόγο της Ύπαρξης όλων των άλλων σπίρτων: Ήταν να φωτίζουν μικρές, καθημερινές στιγμές των ανθρώπων.
Υπάρχει μια σεμνότητα και ταπεινότητα στο  «ευτελές» σπιρτόκουτο.
Είναι κάτι ζωντανό. Έχει χυμούς από τη φύση. Κουβαλάει διάφορα στοιχεία δομής απ’ αυτήν.
Είναι είδος προς εξαφάνιση, αφού απειλείται από τον πλαστικό  αναπτήρα.
Δε ρυπαίνει.
Ανέκαθεν μου ασκούσε μια παράξενη γοητεία το σπιρτόκουτο και συχνά παρατηρούσα τα μικρά αυτά ξυλάκια να καίγονται. Έχουν κάτι το φευγαλέο σαν την ανθρώπινη ύπαρξη μέσα στην αιωνιότητα.


Θεσσαλονίκη Μάρτιος 2005

 

 *****************************************************

 Αποτέλεσμα εικόνας για "Το σύμπαν των παραμυθιών"

"Το σύμπαν των παραμυθιών": μία Έκθεση εικαστικών καλαποδιών της  Κατηφένιας Ζαφειριάδου ( "Καφείρα" )



Το νήμα της αφήγησης συνδέει διαπολιτισμικά λαούς, πρόσωπα, εποχές. Αποτελεί πανανθρώπινο στοιχείο επικοινωνίας. Ας μην ξεχνάμε ότι η λέξη «παραμυθία» σημαίνει «παρηγοριά». Επομένως το παραμύθι είναι η παρηγοριά της ανθρώπινης ψυχής σε όλα τα μήκη και πλάτη της Γης.

Τι καταλληλότερος χώρος, λοιπόν, για μια τέτοια έκθεση από ένα τζαμί, που στα Αραβικά σημαίνει «τόπος συγκέντρωσης». Ας μην ξεχνάμε, εξάλλου, ότι οι Άραβες ήταν οι κατεξοχήν παραμυθάδες.

Σε αυτόν τον διαπολιτισμικό χώρο, το Γενί Τζαμί, επί της οδού Αρχαιολογικού Μουσείου - Φάληρο, τα «νήματα» της αφήγησης, εκφρασμένα από τα νήματα, από τα οποία κρέμονται τα καλαπόδια, ενώθηκαν , το 2014, η  Χαλιμά με τον Perrault, τη Δύση με την Ανατολή. Η έκθεση είχε  ως κεντρικό άξονα το ξύλινο καλαπόδι, ένα είδος που τείνει να εξαφανιστεί. Θα μου πείτε πώς συνδέεται το καλαπόδι με το παραμύθι; Μα από το πολύ γοητευτικό γοβάκι της Σταχτοπούτας.

Η έκθεση αποτελούνταν από έναν «πολυέλαιο», σχεδιασμένο ειδικά για το Γενί Τζαμί, που είχε ως κορωνίδα ένα σύμπλεγμα από ελλειψοειδείς δακτυλίους, οι οποίοι συμβολίζαν τις τροχιές των πλανητών και παρέπεμπαν στο συμπαντικό χαρακτήρα του παραμυθιού. Ας μην ξεχνάμε ότι ο ήρωας του παραμυθιού, μέσα από το φανταστικό, μπορεί να βρεθεί ακόμη και σε άλλους γαλαξίες.

Αυτό το σύμπλεγμα των δακτυλίων διαπερνούσαν ασημένιες κλωστές, σα βροχή, που παρέπεμπανυν στα μαλλιά της Ραπουνζέλ, όπως τα έριχνε από το μπαλκόνι της. Από τις άκρες των κλωστών σε διάφορα ύψη κρέμονταν εικαστικά καλαπόδια, αλλά και δεκάδες μικροαντικείμενα.

Η έκθεση συμπληρώθηκε από επιδαπέδιες συνθέσεις: το κρεβάτι της Ωραίας Κοιμωμένης, τη γωνιά της Σταχτοπούτας, τα νανάκια, κ.λπ. Πλαισιώθηκε  επίσης από είκοσι κείμενα, διαστάσεων 2,5 μ. x 50 εκ., που αποκάλυπταν εντυπωσιακές και άγνωστες στο πλατύ κοινό λεπτομέρειες για τη ζωή διάσημων παραμυθάδων, του Lewis Carroll, των Αδερφών Γκριμ, του Άντερσεν, ακόμη και του Αισώπου, κ.α. Παρατέθηκαν  επίσης επιστημονικά κείμενα ανάλυσης των παραμυθιών, καθώς και εναλλακτικές επαν-αφηγήσεις ή ερμηνείες γνωστών παραμυθιών, που ανοίγουν νέες διόδους στη σκέψη των επισκεπτών.

Δε θα πρέπει κανείς να υποτιμήσει και τα περίπου δέκα κείμενα ελαφρώς μικρότερων διαστάσεων που αναφέρονταν στον τρόπο κατασκευής ενός καλαποδιού, ενός παπουτσιού, στην επεξεργασία του δέρματος, στη ζωή του πρώτου καλαποδά της Θεσσαλονίκης, σε αναφορές στο καλαπόδι στη λογοτεχνία, στην ετυμολογία της λέξης «καλαπόδι», κ.α.

Στην είσοδο από το Γενί Τζαμί  στήθηκε ένα αυθεντικό τσαγκαράδικο, ενώ από τα μεγάφωνα  ακούγονταν αφηγήσεις παραμυθιών.
"Το σύμπαν των παραμυθιών"... Καρουζέλ καλαποδιών Αφήγηση παραμυθιού: Καφείρα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Armand Guillaumin (1841-1927) - Της μεγάλης των Γάλλων ιμπρεσιονιστών σχολής

Αρμάν Γκιγιομέν(1841-1927) ****************************************   Μορέ – Αρμάν Γκιγιομέν Κατερίνα Βασιλείου ...