Η κατάσταση στην Πολωνία θυμίζει τη «Δίκη» του Κάφκα
(Πηγή: συνέντευξη στην εφημερίδα Liberation- ΑΠΕ ΜΠΕ)
Σε σχέση με τις μεγάλες διαδηλώσεις του περασμένου Ιουλίου κατά της δικαστικής μεταρρύθμισης, η πολιτική κατάσταση έχει χωρίς αμφιβολία επιδεινωθεί. Ο στραγγαλισμός της δημοκρατίας συνεχίζεται. Βρισκόμαστε πλέον στα πρόθυρα της μετατροπής της χώρας μας σε αστυνομικό κράτος. Η κατάσταση θυμίζει τη «Δίκη» του Κάφκα: ο καθένας μπορεί να κατηγορηθεί για κάτι, να διωχθεί, να δικαστεί και να καταδικαστεί. Η επιθυμία του Γιάροσλαβ Κατσίνσκι, που συμπεριφέρεται σαν μονάρχης, είναι αρκετή για να στερηθεί κάποιος όλα τα δικαιώματά του.
Τα δημόσια μέσα ενημέρωσης έχουν μετατραπεί σε εθνικά μέσα, δηλαδή σε προπαγανδιστικούς μηχανισμούς της κυβέρνησης. Δεν τολμούν πλέον ούτε καν να ασχοληθούν με τη γνώμη της άλλης πλευράς. Η προπαγανδιστική αυτή μηχανή θυμίζει τη ρωσική τηλεόραση. Η κυβέρνηση δεν σέβεται το δικαίωμα των πολιτικών μειονοτήτων. Το κυβερνών κόμμα PiS θεωρεί ότι μπορεί να αλλάξει τα πάντα χωρίς να ρωτήσει την αντιπολίτευση. Κι επειδή για να αλλάξει το Σύνταγμα χρειάζονται περισσότερες ψήφοι στο κοινοβούλιο, καταργεί απλώς τη διάκριση των εξουσιών. Οι νέοι νόμοι που ψηφίστηκαν για το δικαστικό σύστημα επιτρέπουν τον έλεγχό του από την εκτελεστική εξουσία. Οι δικαστές θα διορίζονται από τους βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος. Ο πρόεδρος θα αποφασίζει ποιον δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου θα κρατά στη θέση του και ποιον όχι. Η ελεύθερη δικαιοσύνη τελείωσε.
Υπήρξα ακτιβιστής κατά του κομμουνισμού και υπέρ της δημοκρατίας από το 1979. Ήμουν 16 ετών και ονειρευόμασταν μια δημοκρατική Πολωνία που θα είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από τους φίλους μου εκείνης της εποχής, οι περισσότεροι αντιτίθενται στην κυβέρνηση, υπάρχουν όμως και μερικοί που έχουν υιοθετήσει την πολιτική της. Ο υπουργός Πολιτισμού για παράδειγμα, που προσπαθεί να περάσει έναν νόμο κατά των μέσων ενημέρωσης, ήταν φίλος εκείνα τα χρόνια. Πρόκειται για ανθρώπους που ήταν αντικομουνιστές, αλλά ποτέ δεν ήταν δημοκράτες. Είναι απογοητευτικό, γιατί η Αλληλεγγύη ήταν ένα βαθιά δημοκρατικό κίνημα.
Το κυβερνών κόμμα αλλάζει τώρα και τον εκλογικό νόμο, ενόψει των δημοτικών εκλογών του 2018. Έχουν παραβιάσει τόσο πολλά σημεία του Συντάγματος, που δεν μπορούν πια να κάνουν πίσω. Η αλήθεια όμως είναι ότι εξακολουθούν να απολαμβάνουν τη στήριξη του 30% του πληθυσμού, που έχει απογοητευτεί από την προηγούμενη κυβέρνηση. Η Πλατφόρμα των Πολιτών, που ασκούσε την εξουσία πριν από το 2015, προέβη σε περικοπές για να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση. Τώρα που η οικονομική κατάσταση βελτιώνεται στην Πολωνία, όπως σε όλη την ΕΕ, το PiS μπόρεσε να τηρήσει την υπόσχεσή του να δώσει στις οικογένειες επίδομα 500 ζλότι (118 ευρώ) για κάθε παιδί πέραν των δύο. Παρέχει επίσης δωρεάν ορισμένα φάρμακα στους συνταξιούχους και εφαρμόζει προγράμματα βοήθειας για τους ανθρακωρύχους. Ένα μέρος του πληθυσμού χειροκροτεί λοιπόν την κυβέρνηση. Φοβάμαι όμως ότι από δημοσιονομική άποψη, αυτά τα προγράμματα μας οδηγούν στον δρόμο της Βενεζουέλας ή της Ελλάδας.
Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση καλλιεργεί τα εθνικιστικά αισθήματα του πληθυσμού. Ο Κατσίνσκι υιοθετεί τη ρητορική της «αξιοπρεπούς Πολωνίας»: «Είμαστε ένα ευρωπαϊκό έθνος, αλλά απορρίπτουμε τη δικτατορία των Βρυξελλών. Ακόμη και οι Γάλλοι μας πρόδωσαν το 1939», κλπ. Και αυτό φέρνει αποτελέσματα. Οι ρατσιστικές διαδηλώσεις στην επέτειο της ανεξαρτησίας της 11ης Νοεμβρίου, για παράδειγμα, προστατεύτηκαν από την κυβέρνηση, που τις χαρακτήρισε «πατριωτικές». Είναι ντροπή. Οι τοίχοι της πρωτεύουσας εξακολουθούν να έχουν τρύπες από τις σφαίρες στην εξέγερση της Βαρσοβίας του 1944 κατά των Ναζί.
Η κυβέρνηση περιφρονεί βαθύτατα τη γραφειοκρατία των Βρυξελλών, κι ας είναι ο αδελφός του σημερινού ηγέτη του PiS, ο Λεχ Κατσίνσκι, που υπέγραψε τη συνθήκη της Λισαβόνας. Η ενεργοποίηση του άρθρου 7 από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν στρέφεται κατά της Πολωνίας, αποσκοπεί στην προστασία των ευρωπαϊκών αξιών. Αλλά η αντίδραση του κυβερνητικού
προπαγανδιστικού μηχανισμού θα είναι σφοδρή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου