Σάββατο, Δεκεμβρίου 23, 2017

Τα χριστουγεννιάτικα δώρα του Σουρή στο Παλάτι


Γιώργος Σουρής- Εφημερίδα Ρωμηός
Η μυστηριώδης… Πυθία, η αγαπημένη των χαρτοπαικτών «μπάτσικα» και οι πολυμελείς ομάδες μουσικών, που έλεγαν στους δρόμους τα κάλαντα, έδιναν, τις ημέρες των Χριστουγέννων, ιδιαίτερο χρώμα στην Αθήνα, στα τέλη του 19ου αιώνα, αρχές του 20ού.
Σε εορταστικό κλίμα και η αθηναϊκή αγορά, όπου υπήρχε μεγάλη ποικιλία τροφίμων και δώρων για όλα τα βαλάντια. Ακόμα και κινέζικα…
Ξεφυλλίζοντας τις εφημερίδες της εποχής περνάνε οι εικόνες της παλιάς Αθήνας, όπου ο καθένας παραμέριζε τις δυσκολίες και επιζητούσε μερίδιο στη γιορτινή ατμόσφαιρα, με βασικό «όπλο» το καυστικό χιούμορ, που δεν άφηνε ανέγγιχτους ούτε τους κορυφαίους θεσμούς, όπως το Παλάτι και η Εκκλησία.
Πρώτος και καλύτερος ο σατιρικός ποιητής Γεώργιος Σουρής, που έγραφε μόνος του την τετρασέλιδη εφημερίδα «Ο Ρωμηός», η οποία όσο και εάν ακούγεται περίεργο ήταν ολόκληρη έμμετρη, από τον τίτλο της «Ο Ρωμηός, Εφημερίς που την γράφει ο Σουρής» μέχρι τις μικρές αγγελίες της!
Σε αυτή την εφημερίδα της 28ης Δεκεμβρίου 1896 ο Σουρής στέλνει μέσω του ήρωά του, Φασουλή, τα… δώρα του στη βασιλική οικογένεια και στους αυλικούς, στους οποίους αφιερώνει το παρακάτω τετράστιχο:
«Ιδού και καραγκιόζηδες για τ’ Αυλικά κοπέλια,
που με τα τόσα σκέρτσα των ξεραίνεσαι στα γέλοια,
ιδού και λίγα κόκκαλα Βασιλικά για γλείψιμο,
να και σαπούνι και σκοινί για κρέμασμα και νίψιμο»
Ομως, και σε άλλες εφημερίδες τα καυστικά σχόλια για το Παλάτι δεν λείπουν.
Στην εφημερίδα «Αθήναι» του Γεωργίου Πωπ διαβάζουμε στις 25 Δεκεμβρίου 1903 ότι:
«Η μεγαλυτέρα ελληνική οικογένεια, ουχί λόγω θέσεως απλώς, αλλ’ εκ του αριθμού των αποτελούντων αυτήν μελών, είναι εγκαθιδρυμένη παρά τον Ελληνικόν Θρόνον».
Παρακάτω, αφού απαριθμούνται συνολικά 24 πρίγκιπες, δούκες και εγγόνια, επισημαίνεται ότι «αν ούτω αισίως εξακολουθήση η αύξησις των Βασιλικών βλαστών, θα έχωμεν μετά δεκαετίας εν Αθήναις όπως εορτάσωσι τα Χριστούγεννα πεντήκοντα τουλάχιστον μέλη της Βασ. Οικογενείας»! «Δεν νομίζετε όλοι στενά τα όρια του Βασιλείου τούτου διά τόσας επισημότητας;» αναφερόταν στο σχόλιο.
Τα Χριστούγεννα του 1897 το «κλίμα» ήταν βαρύ, καθώς, μετά από τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο, που έμεινε στην Ιστορία ως «ο ατυχής πόλεμος», οι δρόμοι της πρωτεύουσας είχαν γεμίσει από Θεσσαλούς και Κρητικούς πρόσφυγες.
Η εφημερίδα «Ακρόπολις» του Βλάση Γαβριηλίδη έγραφε (φ. 25.12.1897) σε σχόλιό της:
«Αν αι μίτραι των δεσποτάδων όσοι θα λειτουργήσουν σήμερον εις τους ναούς είχαν ολιγώτερον χρυσάφι και διαμάντια και μπριλάντια και αι πατερίτσαι των ολιγώτερον ασήμι, εδίδοντο δε όλα αυτά υπέρ των πτωχών και των πεινώντων και των ριγούντων, θα ήταν ο Χριστός ολιγώτερον ευχαριστημένος;»

ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ: χριστουγεννιάτικο πρωτοσέλιδο, 1903
ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ: χριστουγεννιάτικο πρωτοσέλιδο, 1903
Ο Βλάσης Γαβριηλίδης θεωρείται ο πατέρας της ελληνικής δημοσιογραφίας και λέγεται ότι ήταν ο ισχυρότερος άνθρωπος την εποχή εκείνη (εφημ. «Εθνική Σημαία», 25.12.1934).
Σύμφωνα με τις περιγραφές, ο Γαβριηλίδης, παρά τις συνήθειες της εποχής, κυκλοφορούσε χωρίς καπέλο, ήταν λιτοδίαιτος και κυρίως χορτοφάγος. Ομως, όπως όλοι οι Αθηναίοι, βρισκόταν τις ημέρες των Χριστουγέννων στην αγορά για να κάνει τα ψώνια του.
«Ζωηρά κίνηση, λοιπόν, κ. Αλέξανδρε;», ρωτούσε ο Γαβριηλίδης τον φίλο του Αλέξανδρο Κώτση, που είχε γωνιακό λαχανοορνιθοπωλείο, στο εσωτερικό τμήμα της αγοράς.
«Πάντοτε. Ευτυχώς ότι πολύ λίγους πελάτας έχομε σαν και σας που κάνουν Χριστούγεννα με «ένα πορτοκάλι και με ένα μήλο».

Η αγορά

Η αγορά βρισκόταν στη σημερινή περιοχή. Ομως, σημείο αναφοράς ήταν τότε το Βαρβάκειο Γυμνάσιο, που βρισκόταν στη θέση της σημερινής σκεπαστής Βαρβακείου αγοράς.
Στην αριστερή πλευρά, προς την οδό Ευριπίδου, βρίσκονταν τα πτηνοπωλεία, όπου πωλούνταν αυγά, κυνήγι και λαχανικά.
Τα οπωροπωλεία βρίσκονταν απέναντι, όπως και σήμερα. Ακόμα υπήρχαν αλλαντοποιεία, «τα οποία πωλούσι τα χοιρινά», φούρνοι, ζαχαροπλαστεία, παντοπωλεία κ.ά.
Ολα ήταν στολισμένα. «Πανηγυρική και εορτάσιμος η χθεσινή Αγορά. Τι σημαίαι, τι στολίδια, τι χρυσόχαρτα, τι δένδρα κατάφορτα από χρυσά μήλα. Κατά χιλιάδας ο κόσμος!» (εφημ. «Το Αστυ», 23.12.1894).
«Η τιμή των τροφίμων σχετικώς υποφερτά» διαβάζουμε στο ρεπορτάζ αγοράς εκείνης της εποχής και πληροφορούμαστε ότι «τα ευπορώτερα βαλάντια προτιμώσι την γαλοπούλαν ης η τιμή κυμαίνεται μεταξύ 8-12 δραχμών και τα «τρυφερώτερα» αρνάκια». (εφημ. «Το Αστυ», ό.π.)
Σε άλλη εφημερίδα, όμως, θα διαβάσουμε ότι για τους φτωχότερους υπήρχε το βοδινό κρέας αλλά και ο… τράγος! (εφημ. «Ακρόπολις», 24.12.1901).
Από μεταγενέστερα δημοσιεύματα μαθαίνουμε ότι προμηθευτής των ανακτόρων και πολλών πρεσβειών ήταν τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα ο λαχανοπώλης Δημήτρης Παπανικολάου ή «Καμπούρης».

Ο... ψωνιστής

Εκείνος, όμως, έκανε αίσθηση με την παρουσία του στην αγορά ήταν ο Λάμψας, ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου της «Μεγάλης Βρετανίας», «που επεσκέπτετο μόνος την αγοράν και επώπτευεν ο ίδιος εις τας παραγγελίας. Ητο αληθινός καλλιτέχνης ψωνιστής» (εφημ. «Εθνική Σημαία», ό.π).
Ο Λάμψας ψώνιζε από συγκεκριμένα καταστήματα αλλά όταν έβλεπε κάτι εκλεκτό σε οποιαδήποτε άλλο, ζητούσε να του το ξεχωρίσουν.
Λίγο πιο μακριά από την αγορά, στις οδούς Σταδίου, Ερμού και Αιόλου ήταν ακριβότερα καταστήματα, με διάφορα είδη, όπως φαίνεται στις διαφημίσεις των εφημερίδων.
Για παράδειγμα, στην οδό Αιόλου διαβάζουμε ότι βρισκόταν το κατάστημα του «βασιλέα των εδωδίμων» Π. Καλάρκου.
Ήταν κάτι σαν τα σημερινά «ντελικατέσεν» καθώς διέθετε αλλαντικά Πολωνίας και Ουγγαρίας, «εκλεκτά ηδύποτα Γαλλίας, τα γευστικότητα αγγλικά δίπυρα (=μπισκότα) του Πάλμερ, κρασιά και αφρόεντα καμπανίτη».
Στην οδό Ερμού βρισκόταν το κατάστημα του Χουτόπουλου, με είδη δώρων, όπως θα λέγαμε σήμερα, καθώς πωλούσε κομψοτεχνήματα γραφείων, αλαβάστρινα, βάζα κ.α. και στην οδό Σταδίου 7 στο κατάστημα Παναγιώτη Γεωργιάδη υπήρχαν τα κινέζικα…
Οχι όμως σαν τις σημερινές απομιμήσεις, αλλά «ιαπωνικά και κινέζικα κομψοτεχνήματα, των οποίων το αποκλειστικό εμπόριο έχει ο κ. Γεωργιάδης. Δίσκοι, ανθοδοχεία ιδιόρρυθμα και πάγχρυσα, κασετίνες, κεντήματα, επιτραπέζια και του τοίχου, όλα γνήσιας προέλευσης κινεζικής».

Το δέντρο

Σε αυτές τις περιοχές περνούσε, τις μέρες των εορτών, πολύς κόσμος. «Αλλ’ εάν ήσαν δέκα χιλιάδες, αι τρεις ήταν επαίται», έγραφε, το δύσκολο 1897, η εφημ. «Ακρόπολις».
Ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες του καθενός γίνονταν και οι αγορές των δώρων, τα οποία ανταλλάσσονταν συνήθως την Πρωτοχρονιά. Ομως, οι πιο εύποροι τηρούσαν και το έθιμο της «γιορτής του Χριστουγεννιάτικου δένδρου».
Σύμφωνα με το έθιμο, τη προπαραμονή των Χριστουγέννων «στολιζόταν» το δένδρο με δώρα, τα οποία ανήμερα μοιράζονταν στα μέλη της οικογένειας. Προφανώς αργότερα τη θέση των δώρων στα κλαδιά των δένδρων πήραν τα στολίδια.
Αυτές τις μέρες γίνονταν στην πόλη πολλές γιορτές. Οι πιο επίσημες ήταν στα Ανάκτορα, που στεγάζονταν στο σημερινό κτίριο της Βουλής και βάσει πρωτοκόλλου παρατίθεντο σχεδόν καθημερινά επίσημα δείπνα με καλεσμένους τα μέλη της κυβέρνησης, ξένους πρέσβεις, τα μέλη της Ιεράς Συνόδου, της Συγκλήτου του Πανεπιστημίου κ.ά.
Ανήμερα την Πρωτοχρονιά μετά τη λειτουργία γινόταν η τελετή του χειροφιλήματος της βασίλισσας και από την επόμενη μέρα έπαιρναν τη… σκυτάλη της διοργάνωσης χορών διάφοροι εύποροι, όπως ο Ανδρέας Συγγρός, ο Σερπιέρης, ο Σκουζές κ.ά.

Ο ρόλος της Πυθίας

Πολλές εκδηλώσεις γίνονταν και σε συλλόγους, συνήθως για φιλανθρωπικούς σκοπούς. Σε μια απ’ αυτές, στη Μουσική Εταιρεία μια ευρηματική… Πυθία προκάλεσε αίσθηση.
Οπως διαβάζουμε στην «Ακρόπολη» (25.12.1900) σε αυτή την εκδήλωση είχε συγκεντρωθεί «κόσμος άπειρος όλων των κοινωνικών τάξεων συνωστιζόμενος εν αποθεώσει κονιορτού και βοής», που «εόρτασε την παιδικήν εορτή του δένδρου των Χριστουγέννων».
Ανάμεσα στο πλήθος του κόσμου «παρίσταντο όλαι αι γνωσταί κυρίαι και δεσποινίδες της πόλεώς μας».
Ομως, την προσοχή τους είχε τραβήξει μια γυναίκα, που καθόταν πίσω από ένα κόκκινο παραβάν, φορώντας μαύρη μάσκα στο πρόσωπο και κατάλευκη περούκα, ώστε η αναγνώρισή της να είναι αδύνατη.
Η… Πυθία έλεγε σε όλους τη τύχη τους, αφήνοντάς τους άφωνους, διότι εκτός από το ότι μιλούσε με ευχέρεια τρεις γλώσσες, έδειχνε να γνωρίζει πολλές λεπτομέρειες για την προσωπική ζωή ανδρών και γυναικών, χωρίς, όμως, να γίνεται… επικίνδυνα αποκαλυπτική.
«Η άγνωστος διά τους πολλούς κυρία (..) η λέγουσα εις όλας τα κυρίας ότι έχουσιν αντεράστριαν και εις όλους τους κυρίους αντεραστάς απεδείκνυεν ότι εγνώριζε πολύ τον κόσμον. Εγνώριζεν όμως και κάτι άλλο ακόμη. Να μην αφίνη την τύχην να ομιλή υπερμέτρως αποκαλυπτικώς», έγραφε η εφημερίδα.
Ολοι έφευγαν εντυπωσιασμένοι και απορώντας για το ποια κρυβόταν πίσω από αυτή τη μάσκα.
Φαίνεται ότι έγινε θέμα συζήτησης στην πόλη, καθώς πολλοί αναρωτιούνταν ποια μπορεί να γνώριζε τα προσωπικά όλων των κυριών της αθηναϊκής «καλής κοινωνίας».
Μα, φυσικά η διευθύντρια μεγάλου ραπτικού καταστήματος κυριών, στην οδό Ερμού, που κρυβόταν πίσω από τη μεταμφίεση, όπως αποκάλυψε η εφημερίδα.

Τα χριστόψωμα

Στην άλλη πλευρά του… φεγγαριού, στους χιλιάδες άπορους, ανάπηρους ή τραυματίες πολέμου μοιράζονταν χριστόψωμα στη Μητρόπολη και οικονομικά βοηθήματα, αρκετά από προσφορές εύπορων, στο Δημαρχείο.
Παράλληλα, προσφέρονταν ιδιαίτερα γεύματα με επιδόρπιο στα οικονομικά συσσίτια της πόλης.
Αυτές τις μέρες η τράπουλα και όχι μόνο είχε τη τιμητική της. Μάλιστα, όπως έγραφαν οι εφημερίδες τυχερά παιγνίδια παίζονταν ακόμα και στους δρόμους αλλά και σε μικρά καφενεία.
Εκείνη την εποχή ιδιαίτερα αγαπημένο χαρτοπαικτικό παιχνίδι ήταν η «μπάτσικα», κάτι σαν το σημερινό «τριάντα ένα», ενώ διαρκώς κέρδιζε φίλους και η αμερικανική «μπάτσικα», το «εικοσιένα».
Στον Πειραιά οι ναύτες από τα ελληνικά και ξέννα πλοία, ξεχύνονταν στα καφωδεία και οινοπωλεία, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται πολλές φορές επεισόδια ανάμεσα σε μεθυσμένους ναυτικούς.
Η εφημερίδα «Το Αστυ» (φ. 27.12.1894) έγραφε, χαρακτηριστικά, ότι «την Β. αποβάθραν (= η Τρούμπα) εξ ολοκλήρου κατείχον, οι Ρώσοι ναύται, οίτινες εν εσχάτη μέθη μεταφέροντο εις τα πλοία των».
Το απόγευμα της παραμονής των Χριστουγέννων έβγαιναν στους δρόμους της Αθήνας και του Πειραιά ομάδες μουσικών, κρατώντας μικρά φαναράκια και τραγουδώντας μέχρι αργά το βράδυ τα κάλαντα, με το «Καλήν εσπέρα άρχοντες».
Την επόμενη μέρα, ανήμερα των Χριστουγέννων, ομάδες μουσικών κρατώντας καραβάκια και βαρκούλες κυκλοφορούσαν στους δρόμους λέγοντας τα πρωινά κάλαντα.

Οι Πρωτοχρονιές με τους στίχους του «Ρωμηού»

Ο «Ρωμηός», 28.12.1896
Ο «Ρωμηός», 28.12.1896
Ο «Ρωμηός» με την έμμετρη ύλη του κατέγραφε και σατίριζε, επί 35 χρόνια (1883-1918), την επικαιρότητα.
Ο σατιρικός ποιητής Γεώργιος Σουρής χρησιμοποιούσε ως ήρωες δύο κούκλες, τον Φασουλή και τον Περικλέτο και έγραφε, με τον δικό του τρόπο, ακόμα και την ημερομηνία του τεύχους.
Σε ένα από τα Χριστουγεννιάτικα τεύχη ο Σουρής προσφέρει τα… δώρα του στη βασιλική οικογένεια.
Το έτος είναι: «Χίλια οκτακόσα κι’ ενενηνταέξη, στέφανον λαχάνων η πατρίς ας πλέξη» και η ημερομηνία «Ογδόη Δεκεμβρίου κι’ εικοστή, ευχαίς και μποναμάδες ξακουστοί».
Ο τίτλος του ποιήματος είναι «Πρωτοχρονιά τρελλή του τρελλο-Φασουλή» και εισαγωγικά δίνεται η εικόνα:
Δέντρο ‘ψηλό σαν πλάτανος ‘στο μέσον της αιθούσης με δώρα φορτωμένο,
και πέριξ οι πρωτεύοντες της ψωροπρωτευούσης
με μάτι γουρλωμένο.
Προσέρχονται κι’ οι Βασιλείς
και το τρανό φουσάτο,
κι’ ο νοικοκύρης Φασουλής
λέγει τα παρακάτω.
Ο Φ(ασουλής).- Αρχιμηνιά κι’ αρχιχρονιά, παντού χαρά και χάρις,
κι’ έλα Μεγαλειότατε, τα δώρα σου να πάρης.
(…)
Να και κορώνα, Βασιληά,
καινούρια να χαρής,
γιατί μου φαίνεται παληά
εκείνη που φορείς.
(…)
Αφησε κάτω την παληά
και την καινούρια βάλε,
ν’ αρχίση δράσις και δουλειά,
πολέμαρχε μεγάλε.
(…)
Έλα και συ Βασίλισσα και Μεγαλειοτάτη,
φιλάνθρωπος, φιλόθρησκος κι’ υπερευλαβεστάτη,
που δεν παραζαλίζεσαι πολύ με τα θνητά,
κι’ εικόνες δέξου περισσαίς, σταυρούς και θυμιατά,
κι’ όταν κανένας ασθενή δικός σου συμπολίτης
ή ναύτης Μοσκοβίτης,
ωσάν ελέους αδελφή και του Θεού γυναίκα
κοντά του παραστέκα,
και σπεύδε πάντα πρόθυμος να τον νοσοκομής
κι’ είθε της νοσηλείας σου να τύχωμεν κι’ εμείς.
--
Και σύ, Μαρία κόρη της, δέξου λευκό φουστάνι
και νυφικό στεφάνι.
Για σένα, νύφη, περιττή νομίζω κάθε σύστασι,
κι’ αν τετρακόσαις μοναχαίς επήρες, Πριγκηπέσσα,
χίλιαις φοραίς ανάθεμα σε τούτη την περίστασι,
όπου για προίκες δυναταίς δεν έχουμε τα μέσα.
--
Ω Διάδοχέ μας, χαίρε…
Περικλέτο, γρυ μην πης,
και γι’ αυτόν πεσκέσι φέρε
τάλογο της αστραπής.
Ξύλινο θα του φανή,
ψεύτικο θα το νομίση (…),
----
Χαρίζω και στους Πρίγκηπας απόνα κουμπαρά
να κρύβουν μέσα τον λουφέ (= μεταφορικά, μισθός που λαμβάνεται άκοπα ή δωροδοκία) κι’ εκείνο το μηνιάτικο,
που τους κόψη γρήγορα το κράτος του παρά (…)
Ιδού και καραγκιόζηδες για τ’ Αυλικά κοπέλια,
που με τα τόσα σκέρτσα των ξεραίνεσαι στα γέλοια,
ίδου και λίγα κόκκαλα Βασιλικά για γλείψιμο,
να και σαπούνι και σκοινί για κρέμασμα και νίψιμο

Δεν υπάρχουν σχόλια: