Η δημοκρατία ως άλυτο θεώρημα στη θεωρία του ριζικού δημοκρατικού φιλελευθερισμού των Ernest Laclaou και Chantale MouffeΗ δημοκρατία ως άλυτο θεώρημα στη θεωρία του ριζικού δημοκρατικού φιλελευθερισμού των Ernest Laclaou και Chantale Mouffe
Αλεξάνδρα Δεληγιώργη
.:BiblioNet : Δεληγιώργη, Αλεξάνδρα.
Η θεωρία της ριζικής φιλελεύθερης δημοκρατίας που διατύπωσαν ο Ernest Laclau και η Chantal Mouffe στο έργο τους Ηγεμονία και σοσιαλιστική στρατηγική,[1] αλλά και στους Νέους στοχασμούς για την επανάσταση του καιρού μας[2] που εξέδωσε ο Ερν. Λακλάου, λίγο
μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, είναι καρπός αποδόμησης του
δογματικού μαρξισμού αλλά και της θεωρίας του Μαρξ, στο πλαίσιο του
λεγόμενου μεταμαρξισμού.
Επιχειρώντας να παρακάμψουν την αντινομία
ατομικισμού και κοινωνισμού, εγκαταλείπουν την προβληματική σχετικά με
το κοινωνικό κράτος, ανοίγοντας έναν τρίτο δρόμο, πέραν του
ατομικιστικού φιλελευθερισμού και του υπαρκτού τότε ακόμη σοσιαλισμού,
με κατεύθυνση έναν φιλελεύθερο ριζοσπαστισμό. Το μοντέλο, ωστόσο, της
ριζικής φιλελεύθερης δημοκρατίας ολοκληρώνεται, όψιμα και εν πολλοίς
καθυστερημένα, αφού δημοσιοποιείται, τη στιγμή κατά την οποία
εμφανίζεται στο πολιτικό προσκήνιο ο νεοφιλελευθερισμός, υπό το νέο τότε
ακόμη δόγμα της παγκοσμιοποίησης, για να δώσει ένα τέλος και στην
κοινωνικοποίηση του φιλελεύθερου κράτους δικαίου και στον εκδημοκρατισμό
του υπαρκτού τότε σοσιαλισμού.
Ο Λακλάου δε διστάζει να εκδώσει τους Νέους στοχασμούς για την επανάσταση του καιρού του,
το 1990, πιθανόν ως επαναστατική απάντηση στην πτώση του τείχους του
Βερολίνου. Παραλείπει, όμως, να αναφερθεί στις παραδόσεις του Μ. Φουκώ
για τη Γέννηση της βιο-πολιτικής,[3] δέκα χρόνια νωρίτερα. Στις
παραδόσεις αυτές, ο Μ. Φουκώ ανίχνευσε τη γέννηση της βιοπολιτικής, το
τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, όταν, με την ήττα του Βίσμαρκ, στα
1870, πρωτοεμφανίζεται, στην οικονομικο-πολιτική σκηνή της Γερμανίας, ο
νεοφιλελευθερισμός ως καρπός μιας γενικευμένης διοικητικής παρέμβασης
της ελεύθερης αγοράς που μεταμφιεσμένη σε κράτος επανεργοποιεί τον
μεσαιωνικό θεσμό των μονοπωλίων.[4] Έκτοτε, ο νεοφιλελευθερισμός και η
δυνατότητα εκσυγχρονισμού του δεν παύει να απασχολεί τους Γερμανούς
θεωρητικούς του Freiburg, σε κρίσιμες φάσεις της ιστορίας της Γερμανίας
του 20ού αιώνα.Παρά τις καταιγιστικές εξελίξεις, στα τέλη της δεκαετίας του 1980, οι οποίες, μέσω της παρέμβασης των χρηματιστηριακών αγορών, οδήγησαν στην παγκοσμιοποίηση του νεοφιλελευθερισμού, οι Λακλάου και Μουφ αφήνουν εκτός της θεωρίας της ριζικής φιλελεύθερης δημοκρατίας τον αναγκαίο προβληματισμό σχετικά με τη νεοφιλελεύθερη τροπή του καπιταλιστικού κοσμοσυστήματος. Αν, όμως, δεν αναφέρονται στην παγκοσμιοποίηση μέσω τη οποίας ο νεοφιλελευθερισμός κινείται πλέον στη χρηματοπιστωτική τροχιά των ελεύθερων αγορών ούτε ασχολούνται με τις συνέπειες της υπονόμευσης του φιλελεύθερου κράτους δικαίου, είναι γιατί στη θεωρία τους της ριζικής φιλελεύθερης δημοκρατίας μετακινούνται από το πεδίο της πολιτικής οικονομίας στο πεδίο της πολιτικής. Στο πεδίο αυτό, αντί να θεμελιώνουν τους πολιτικούς ανταγωνισμούς, που είναι το αντικείμενο της θεωρίας τους, στις σχέσεις των παραγωγικών σχέσεων με τις παραγωγικές δυνάμεις ή στις κοινωνικές σχέσεις και τη δυναμική τους, ανιχνεύουν την απαρχή τους στην ψευδο-δυναμική που δημιουργεί το παιγνίδι της εναλλαγής στην εξουσία ανταγωνιζόμενων και μη συγκρουόμενων πολιτικών δυνάμεων.
Καθώς η θεωρία των Λακλάου και Μουφ βρήκε ετεροχρονισμένη απήχηση στην ελληνική αριστερή διανόηση με αγγλοσαξονικό θεωρητικό υπόβαθρο, προσανατολίζοντάς τη στη διεκδίκηση και ανάληψη εξουσίας, δεν είναι άσκοπο να εξετάσουμε τον τρόπο και τα κομβικά σημεία κατασκευής αυτού του μοντέλου.
Το πρώτο που παρατηρεί κανείς είναι η πρόθεση των Λακλάου και Μουφ να διανοίξουν έναν άλλο δρόμο για «μια φιλελεύθερη ριζική δημοκρατία», μετατοπίζοντας το ζήτημα της δημοκρατίας και του φιλελεύθερου κράτους δικαίου από το πεδίο των κοινωνικών αντιθέσεων, που γεννά σε όλες τις εκφάνσεις της η διαμάχη ατομικισμού και κοινωνισμού, σε ένα πεδίο πολιτικών ανταγωνισμών, αποκομμένων από τις κοινωνικο-οικονομικές αντιθέσεις και τις ταξικές συγκρούσεις ή αντιπαραθέσεις που πυροδοτούν.
Οι πολιτικοί ανταγωνισμοί, στους οποίους οι Λακλάου και Μουφ εστιάζουν την προσοχή τους, λειτουργούν ως σχήμα κενό περιεχομένου, εφόσον η κατάκτηση ή η διατήρηση της εξουσίας στην οποία αποβλέπουν, δεν εξετάζονται σε συνάρτηση με τα πολιτικο-οικονομικά προγράμματα και τις ιδεολογικές θέσεις που υποδαυλίζουν τις πολιτικές αναμετρήσεις. Η Σαντάλ Μουφ, στην ίδια γραμμή σκέψης με τον Λακλάου, βεβαιώνει, πολύ αργότερα, ότι η μετατόπιση του ενδιαφέροντος από το πεδίο των κοινωνικών συγκρούσεων στο πεδίο των κομματικών ανταγωνισμών –τους οποίους συνοψίζει με τον όρο «αγωνιστκός πλουραλισμός»[5] στάθηκε αναγκαία για τον λόγο ότι η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποιημένη ηγεμονία δεν επιτρέπει ούτε ανέχεται τις κοινωνικές συγκρούσεις.
Στο πεδίο του πολιτικού, η Σαντάλ Μουφ διαφωνεί με τον αμοιβαίο αποκλεισμό φιλελευθερισμού και δημοκρατίας που υποστήριξε ο Καρλ Σμιτ. Αντί, όμως, να θεωρήσει ότι οι δυο όροι εξελίσσονται σε μια καταστροφική αντινομία, αντιμετωπίζει τη συνάρθρωσή τους ως ένα παράδοξο που γεννά γόνιμο προβληματισμό όσον αφορά τις εντάσεις που προκαλούν οι δυο λογικές και οι δυο παραδόσεις που συνυφαίνονται στον τόπο αυτό. Κατά τη Μουφ, μας βοηθούν να αντιληφθούμε τη δύναμη αυτού του παράδοξου να υποκινεί συνεχώς σχέσεις εγκλεισμού και αποκλεισμού ( βλ. Ch.Mouffe The Democratic Paradox, ό.π. σ. 9-10).
Σε ένα τέτοιο αμιγώς πολιτικό πλαίσιο εντάσεων μεταξύ εγκλεισμών και αποκλεισμών, πώς μπορεί ανταγωνισμοί που αποσκοπούν στην ηγεμόνευση ή στην αντι-ηγεμόνευση, εντός της παγκοσμιοποιημένης νεοφιλελεύθερης χρηματοπιστωτικής συνθήκης, να επιτύχουν τη ριζοσπαστικοποίηση μιας συνεχώς υπονομευόμενης δημοκρατίας; Βασικά ερωτήματα επί της ουσίας των πολιτικών ανταγωνισμών και συγκεκριμένα, ερωτήματα όσον αφορά το τι, το γιατί και το πώς των πρακτικών τους, δεν απασχολούν τους Λακλάου και Μουφ, επειδή ακριβώς αντιμετωπίζουν τους πολιτικούς ανταγωνισμούς γενικά και αφηρημένα ως παίγνια. Είτε πρόκειται για μια παρτίδα σκάκι είτε για έναν προεκλογικό αγώνα, οι ανταγωνισμοί, που αντιμετωπίζονται ως παίγνια, αποσκοπούν σε ένα και μόνο: στη νίκη επί του αντιπάλου.
Στο σημείο αυτό, δεν είναι δύσκολο να αντιτείνει κανείς ότι οι πολιτικοί αγώνες, στην Ιστορία του πλανήτη, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, μόνον παίγνια δεν μπορούν να θεωρηθούν. Έχουν αιτίες που τους καθιστούν αναγκαίους και λόγους για τους οποίους γίνονται. Και οι αιτίες και οι λόγοι των κοινωνικών και των πολιτικών αγώνων αφορούν τη ζωή και την ύπαρξη των ανθρώπων στο πλαίσιο των κοινωνιών που συστήνουν ως υποτελείς ή ως πολίτες ή μάζες. Επίσης αποβλέπουν στην ικανοποίηση των ριζικών και έσχατων αναγκών κοινωνικών τάξεων, λαών ή εθνών εντός των οποίων τα κοινωνικο-πολιτικά-οικονομικά υποσύνολα στοιχίζονται και διαδρούν.
Τέτοιου είδους προβληματισμοί απουσιάζουν από τη θεωρία των Λακλάου και Μουφ, εφόσον κρίνονται εκτός του θέματος που τους απασχολεί. Από την πολιτική εμπειρία του της Αργεντινής, ο Αργεντινός θεωρητικός συγκρατεί τη βλέψη αντίπαλων φοιτητικών και συνδικαλιστικών παρατάξεων να συμβάλουν στη νίκη των κομμάτων με τα οποία συντάσσονται προκειμένου να παιχθεί η παρτίδα που οδηγεί άλλοτε στην άνοδο στην εξουσία άλλοτε στη διατήρησή της ή στην απώλειά της.
Για τους Λακλάου και Μουφ, οι ανταγωνισμοί ως αναμετρήσεις ηγεμονικών και αντιηγεμονικών πολιτικών δυνάμεων εγγυώνται τη δημόσια ελευθερία των μελών της κοινωνίας, τα οποία μετατρέπονται από ιδιώτες σε πολίτες, μόνον αφ’ ης στιγμής ενταχθούν σε πολιτικά σχήματα συμμετοχής στο παίγνιο της ανάληψης ή της διατήρησης της πολιτικής εξουσίας.[...........]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου