Σπύρος Ασδραχάς - Βικιπαίδεια
Οι δάσκαλοι
Πολλοί είχαν την αίσθηση πως μετείχαν σε ένα σιωπηλό ρέκβιεμ ενός
κόσμου που χάθηκε. Γιατί η παρουσία τους εκεί δεν εμπνεόταν μόνο από
ιδιωτικά αισθήματα ευγνωμοσύνης και φιλικότητας, αλλά απέδιδε τιμή σε
έναν τύπο ακαδημαϊκότητας που δεν υπάρχει πια.
Ο παλιός φοιτητικός κύκλος του Σεμιναρίου του καθηγητή Σπύρου Ασδραχά ήταν παρών την ημέρα της πολιτικής του κηδείας στο Α΄ Κοιμητήριο Αθηνών. Διακεκριμένοι ερευνητές και πανεπιστημιακοί οι περισσότεροι από αυτούς σήμερα, πρωτοσυναντήθηκαν μαζί του στο Παρίσι ως φοιτητές στη δεκαετία του ‘70, τότε που η δυναμική των μεταπολιτευτικών αναζητήσεων γύρω από την ταυτότητα της νεοελληνικής κοινωνίας ανίχνευε τους δημιουργικούς πυρήνες της ιστορικής της εξέλιξης, αλλά και τη διασύνδεσή τους με τις απαιτητικές έννοιες της γαλλικής επιστημονικής ιστοριογραφίας. Στο μάθημα/αναφορά για τους εκκολαπτόμενους ιστορικούς και κοινωνικούς επιστήμονες τη δεκαετία του 1974-1984 του Σπύρου Ασδραχά στην École Pratique des Hautes Études ιστορικά γεγονότα/ ορόσημα (πόλεμοι, χρεοκοπίες, δικτατορίες, κατοχές, κοινωνικοί αγώνες, επαναστάσεις, καταστροφές, ανορθώσεις) φωτίζονταν μέσα από διευρυμένες οπτικές γωνίες που επέτρεπαν να έρθουν στο ερευνητικό προσκήνιο οι πληγές, οι απώλειες, οι προσδοκίες, οι πόθοι και η άδηλη εργασία των ανώνυμων ανθρώπων -των αφανών- που υπέμειναν, συνήργησαν ή εναντιώθηκαν σε αυτά. Μέσα από ένα λόγο με δύσκολες διατυπώσεις, συχνά κρυπτικές συνοψίσεις, η αποκρυπτογράφηση των οποίων απαιτούσε πολύ διάβασμα στο γειτονικό Νεοελληνικό Σπουδαστήριο της Σορβόννης και βεβαίως τη μετοχή στην καθιερωμένη μετά το μάθημα συνάθροιση στο καφενείο της πλατείας, όπου μαζεύαμε σπυρί-σπυρί σπίθες που ξεπετάγονταν από ελεύθερες κουβέντες και που απεκάλυπταν και τη μεγάλη αισθητική του καλλιέργεια.
Έτσι κρυπτική ήταν και η ώρα του αποχαιρετισμού. Μας είχε συγκεντρώσει θαρρείς για να μας παραδώσει το θάνατό του/την απόσυρσή του από τον κόσμο μας σαν το τελευταίο και το πιο δύσκολο βιβλίο του που το βαθύτερο νόημά του, σαν κάθε μεγάλο νόημα, μπορεί κάποιος να το καταλάβει και να το εκτιμήσει αργότερα από τη στιγμή που τυπώθηκε.
Πολλοί είχαν την αίσθηση πως μετείχαν σε ένα σιωπηλό ρέκβιεμ ενός κόσμου που χάθηκε. Γιατί η παρουσία τους εκεί δεν εμπνεόταν μόνο από ιδιωτικά αισθήματα ευγνωμοσύνης και φιλικότητας, αλλά απέδιδε τιμή σε έναν τύπο ακαδημαϊκότητας που δεν υπάρχει πια.
Ο Ασδραχάς ανήκε σε εκείνους τους δασκάλους που είχε διαλέξει να αυτό-αξιολογεί την προσφορά του, μέσα από το ιστορικό παρόν, όπως αυτό εκπροσωπούνταν κάθε φορά από τους μαθητές του. Δύσκολο εγχείρημα, που γίνεται οδυνηρό, όταν σκοτεινιάζουν οι εποχές για τα νιάτα. Μια αρτηρία τον συνέδεε με παρόμοιες περιπτώσεις πανεπιστημιακών του παρελθόντος, οι οποίοι έκαναν όμοια μ΄ αυτόν τον προσωπικό τους απολογισμό από την σκοπιά των νέων ανθρώπων που έτυχε να ζουν σε ζοφερούς καιρούς. Όπως ο ξεχασμένος σήμερα Χαράλαμπος Θεοδωρίδης, καθηγητής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης τον καιρό της γερμανικής κατοχής. Στις 9 Μαρτίου του 1943, ο καθηγητής θα παραστεί στην κηδεία μιας πρώην φοιτήτριάς του, που είχε διακριθεί κατά την διάρκεια των πανεπιστημιακών της σπουδών. Η φοιτήτρια είχε αυτοκτονήσει συντετριμμένη από οικονομικές στεναχώριες και από το στραπατσάρισμα της περηφάνιας της καθώς προσπαθούσε να επιβιώσει κάνοντας ελεεινές δουλειές. Τα αποσπάσματα από το προσωπικό του ημερολόγιο1, συνοψίζουν τη συναίσθηση μιας ευθύνης, το ίχνος της οποίας εντοπίζεται, ακέραιο, στη στάση του Σπύρου Ασδραχά ως ακαδημαϊκού δασκάλου:
«Ποιος ενδιαφέρθηκε καμία φορά για την τύχη των παιδιών που έρχονταν και περνούσαν από μπρός μας; Κάθε χρόνο, κανονικά, μερικές δεκάδες παιδιών έρχονταν να καθήσουν μπροστά μας, πάνω στα ίδια θρανία. Επειδή είχαν την ίδια ηλικία, γύρω στα 18-22 χρόνια, μας έδιναν την εντύπωση πως τίποτα δεν αλλάζει. Ζούσαμε εμείς οι δάσκαλοι, την αιώνια άνοιξη, ζούσαμε την αιωνιότητα του ‘είδους’. Τι γοητευτική η αριστοτελική αυτή σκέψη: το είδος, το ‘καθόλου’ είναι αΐδιον, αυτό είναι το σταθερό κι αναλλοίωτο, ενώ η ύλη, τα ‘καθέκαστον’, τα άτομα, έρχονται και περνούν…
»Χρόνια και χρόνια ήρθαν, πέρασαν από μπρος μας και πετάχτηκαν στο άγνωστο, στη σκοτεινή μοίρα τόσα παιδιά. Τους είπαμε μεγάλες λέξεις, μιλήσαμε για ανθρωπισμό, για κλασική αρχαιότητα κι αιώνες του Περικλή, για τις αγγλικές ελευθερίες και τα γαλλικά φώτα, για λογοτεχνία και λυρική ποίηση, για ηθικές αξίες, ανάψαμε τη φαντασία τους και κάναμε ευκολοπλήγωτο το αίσθημά τους, και τους πετάξαμε στη φτώχια και την άφταστη χωριατιά. Το Κοινό, η Πολιτεία, ορθώθηκε εμπρός τους μ’ όλη την απάνθρωπη ασκήμια της. Έπαψε να τους διορίζει. Χρόνια, τρία, τέσσερα, πέντε, έμειναν χωρίς θέση. Τι έκαμαν, πώς έζησαν, πώς τα έβγαλαν πέρα με τα ρήματα που τους είχαμε λαλήσει. Οι λίγοι και οι λίγες στα ιδιωτικά σχολεία, με μιάν απολαβή κοροϊδία, οι άλλοι πεταμένοι όπου δε βάζει ο νους. Κάποτε προβάλλουν σα σκιές από τα σκοτάδια όπου είχαν βυθίσει. Μας σταματούν, έρχονται να μας μιλήσουν. Είναι οι λιγοστοί κι όχι οι χαρακτηριστικοί. Οι άλλοι, οι δυνατότεροι, οι με κάποιο φρόνημα αλέθουν το τραύμα τους στα κρυφά.
»Η ιδέα, το είδος πέταξε από αυτούς, πάει να πιθώσει την πρόσκαιρή της χαρά σε άλλους. Τι να την κάνουν; Η νιότη τους ήταν μαρτύριο, κυνηγητό στις μέρες του μήνα. Χωρίς αγάπη, χωρίς ξάπλωμα του εγώ τους. Νούμερα, στόματα, στατιστική. Σκληρά ξυπνήματα από φτωχική μέθη, χλωμοί έρωτες και γκρεμίσματα από την κορυφή του ονείρου στο κοτέτσι του γάμου. Επαρχία, χωριό, στενή και άγαρμπη κατοικία, μέτρημα και ζύγισμα του μισθού. Τι ξεθωριασμένοι, τι μικροί, εγωιστικοί ανθρωπάκηδες φαίνονταν για τους δυνατότερους οι πανεπιστημιακοί τους δάσκαλοι».
Καθώς οι εποχές ξαναγυρίζουν - η συνέχεια μέσα στις ασυνέχειες που θα έλεγε και ο Σπύρος Ασδραχάς - ας διατηρήσουμε στη μνήμη μας, εκτός της επιστημονικής της προσφοράς, την ευαισθησία αυτής της ακαδημαϊκής μορφής ζωής που και οι δύο εκπροσωπούσαν.
* Η Μαρίνα Μαροπούλου είναι μέλος του διδακτικού και επιστημονικού προσωπικού της Νομικής Σχολής. (ΕΚΠΑ: Νομική Σχολή - Μαροπούλου Μαρίνα)
1
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου