Ο περιπετειώδης Σιμπλιτσίσιμος Τόιτς - Βικιπαίδεια
Simplicius Simplicissimus - Wikipedia
[Για την παράλογη και ωμή βία του Τριακονταετούς Πολέμου (1618-1648)]
Η γης που συνήθειο το έχει να σκεπάζει τους νεκρούς, ήτανε σ’ αυτόν τον τόπο η ίδια καλυμμένη από νεκρούς σημαδεμένους με τρόπους διάφορους. Αλλού έβλεπες κεφάλια που τα είχανε χάσει οι φυσικοί τους κύρηδες, αλλού κορμιά που τους λείπανε τα κεφάλια. Φρίκη και θρήνος ήτανε να βλέπεις ανθρώπους με τα σωθικά βγαλμένα κι άλλους με το κεφάλι τσακισμένο και τα μυαλά σκόρπια. Εδώ χάνανε τα άψυχα κορμιά το αίμα τους, αλλού τα ζωντανά ήσανε πλημμυρισμένα με αίμα ξένο. Εκεί κειτόντανε χέρια κομμένα από κάποιο βόλι, όπου τα δάχτυλα ακόμα κουνιόνταν λες και θέλανε να ξαναμπούνε στο μακελειό, μα υπήρχανε και νοματαίοι που το βάνανε στα πόδια μόλο που δεν είχαν χύσει ακόμα μήτε μια στάλα αίμα. Εδώ κειτόντανε κομμένα μπούτια που, τι κι αν είχανε απαλλαχτεί απ’ του κορμιού το βάρος γενήκανε πολύ βαρύτερα από πριν. (σ. 259)Σιμπλίκιος Σιμπλικίσιμος (Απόσπασμα)
«Σιμπλίκιος Σιμπλικίσιμος»: γράφει ο Γιάννης Κοιλής
ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ,
ΜΙΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Επιμέλεια: Μαρία Σφυρόερα
Σιμπλίκιος Σιμπλικίσιμος:
«Πρόκειται για
ένα σπάνιου είδους μνημείο της λογοτεχνίας και της ζωής, το οποίο,
δίχως καθόλου να χάσει την ικμάδα του, επιβίωσε για κοντά τρεις αιώνες
και θα αντέξει για πολλούς ακόμη• ένα πεζογράφημα ακούσιου μεγαλείου,
πολύχρωμο, άγριο, ωμό, διασκεδαστικό, μες στον έρωτα και στα κουρέλια•
ένα έργο που κοχλάζει από ζωή, που μιλάει στον ενικό με τον θάνατο και
τον διάβολο, το οποίο καταλήγει στη συντριβή και την ολοσχερή αποστροφή
απέναντι σ’ έναν κόσμο που σπαταλήθηκε μέσα στο αίμα, τη ληστεία, την
ηδονή• αθάνατο όμως μέσα στην άθλια λαμπρότητα των αμαρτιών του».Τα παραπάνω λόγια του Τόμας Μαν γράφτηκαν για το σημαντικότερο γερμανικό μυθιστόρημα της εποχής του Μπαρόκ, τον Σιμπλίκιο Σιμπλικίσιμο (1668) του Hans Jakob Christoffel von Grimmelshausen.
Πρόκειται
για την περιγραφή των περιπετειών ενός αφελέστατου παιδιού που το
παρασύρει η δίνη του πολέμου και το σπρώχνει με τη βία στα γρανάζια ενός
κόσμου τον οποίο γνωρίζει ως την πηγή κάθε κακίας. Ο
πρωταγωνιστής περιφέρεται σε όλη την τότε γνωστή -και άγνωστη- υφήλιο
και ανδρώνεται διαπιστώνοντας πως η επαφή του με τους άλλους, με την
εξουσία, το χρήμα και τον έρωτα, τον απομακρύνει από τον σωστό δρόμο. Ως
μόνη λύτρωση του παρουσιάζονται στο τέλος η απομόνωση και η ευλάβεια,
όταν απομένει μόνος σε ένα άγνωστο κι ερημικό νησί όπου βρίσκει
επιτέλους τη γαλήνη.
Ποιος
όμως ο λόγος να μπει κανείς στον κόπο να μεταφέρει από τα γερμανικά του
17ου αιώνα στη γλώσσα μας αυτό το παλιό, ογκώδες βιβλίο, του οποίου η
πλοκή διαδραματίζεται την εποχή του Τριακονταετούς πολέμου;
Ένας πρώτος λόγος είναι ότι μέσα στο μυθιστόρημα αυτό αποτυπώνεται από έναν αυτόπτη μάρτυρα η ζωντανή εικόνα ενός κόσμου μακρινού και περασμένου. Ότι ο Γκριμελσχάουζεν
στεγάζει στο βιβλίο του στοιχεία από τη δική του περιπετειώδη ζωή, από
όσα έζησε ως παιδί ακόμη κατά τον Τριακονταετή πόλεμο, προσδίδει στις
σελίδες του μιαν αυθεντικότητα που καμιά νεότερη μυθοπλασίαδεν είναι σε
θέση να έχει, όπως δείχνουν οι απόπειρες αναπαράστασης της ίδιας εκείνης
εποχής από τον Σίλλερ (Οι ληστές), τον Ντεμπλίν (Βάλλενσταϊν) ή τον Γκρας (Η συνάντηση στο Τέλγκτε).
Ένας άλλος είναι η σημασία του Σιμπλικίσιμου για τη μεταγενέστερη γερμανόφωνη λογοτεχνία, από τον Γκαίτε, τον Σίλλερ, τον Ζαν Πάουλ και τους ρομαντικούς έως τον Χέρμαν Έσσε, τη Μάνα Κουράγιο του Μπερτ Μπρεχτ, το Τενεκεδένιο Ταμπούρλο του Γκύντερ Γκρας και τον Άρνο Σμιτ.
Για εμένα υπήρχε όμως κι ένας ακόμη λόγος, που έχει να κάνει με την ίδια τη φύση του Σιμπλίκιου Σιμπλικίσιμου.Εκείνο
που χαρακτηρίζει κατά τη γνώμη μου τη μεγάλη λογοτεχνία δεν είναι η
ικανότητά της να συναρπάσει το ευρύ κοινό, αλλά να εκφράσει την
ιδιαιτερότητα της ανθρώπινης κατάστασης μέσα από το πνεύμα της εποχής
της. Πολλές είναι οι φωνές που μιλούν μέσα από τον Σιμπλικίσιμο για να συνθέσουν την αφήγηση: άλλοτε
απευθύνεται στον «σπλαχνικό αναγνώστη» ο πρωταγωνιστής της πλοκής ως
απλοϊκός παρατηρητής της κακίας και μωρίας του κόσμου, άλλοτε ως
αδίστακτος πολεμιστής, τυχοδιώκτης κι ερωτύλος, άλλοτε ως ευλαβής
αναχωρητής· ταυτόχρονα, υπό τη στέγη του ίδιου εγώ, ακούγεται η φωνή τού
πότε ουδέτερου, πότε αυτοβιογραφικού, πότε διδακτικού ή σατιρικού
αφηγητή• μερικές φορές, μάλιστα, είναι σαν να παρατηρούμε τον ίδιο τον
συγγραφέα να μεριάζει το παραπέτασμα και να μας κρυφοκοιτάζει.Αυτής της μορφής η πολυφωνία αποτελεί ένα μοναδικό χαρακτηριστικό για τη λογοτεχνία εκείνης της εποχής, εξαιρετικά νεωτερικό ως προς τη σύλληψή του. Η απουσία ενός σταθερού χαρακτήρα πίσω από το πρόσωπο του πρωταγωνιστή σαστίζει ακόμη και τον σημερινό αναγνώστη, υπηρετεί όμως απολύτως τους σκοπούς του συγγραφέα, που ήθελε να παραστήσει τον άνθρωπο της εποχής του ως άθυρμα της μεταιχμιακής ιστορικής συγκυρίας που βίωνε. Έτσι, παράλληλα με τη μορφή του αθώου Σιμπλίκιου, ξεδιπλώνεται μέσα στο ίδιο υποκείμενο μια προσωπικότητα περιστασιακά πολυμήχανη και δολερή, ένας μακρινός απόγονος του ομηρικού Οδυσσέα, που με εργαλεία τον δόλο και το ψέμα διάγει τον βίο του. Μόνο που η μήτις δεν έχει εδώ ως στόχο την επίτευξη κάποιου σκοπού, αλλά, αντιθέτως, αποτελεί μέρος του προβλήματος: η πανουργία του Σιμπλικίσιμου τον απομακρύνει από την πνευματική γαλήνη και την μακαριότητα.
Έτσι ζωντάνεψε για εμένα ο Σιμπλίκιος Σιμπλικίσιμος, ως ένας μακρινός συγγενής με σουσούμια που θυμίζουν τα δικά μας, που απαντώνται και στις μέρες μας. Η ψηλάφηση της ομοιότητας μέσα στο ξένο και μακρινό μάς επιτρέπει μερικές φορές να δούμε τη δική μας περιπέτεια με άλλα μάτια.
Η γλώσσα του Γκριμελσχάουζεν είναι μια βόρεια γερμανική κοινή διάλεκτος του 17ου αιώνα με διάσπαρτα λόγια στοιχεία. Ο σύγχρονος Γερμανός αναγνώστης δυσκολεύεται να διαβάσει το πρωτότυπο κείμενο. Δεν μου ταίριαζε να μεταφέρω το κείμενο στη κοινή Νεοελληνική που επικρατεί σήμερα. Προτίμησα
να κατασκευάσω ένα ιδίωμα που να είναι κατανοητό, αλλά που να θυμάται
(ή να θυμίζει) τη γλωσσική μας παράδοση –λαϊκή και λόγια- των τελευταίων
αιώνων.
Το εγχείρημα ενέχει κινδύνους, αλλά δεν μου άρεσε περισσότερο κανένας άλλος τρόπος για να παίξω αυτόν τον ρόλο. Ελπίζω να είμαι πειστικός ηθοποιός. Αν όχι, συμπαθάτε με.
Γιάννης Κοιλής
Την εξαιρετική μετάφραση και ανάπλαση του κειμένου Σιμπλίκιος Σιμπλικίσιμος του Hans Jakob Christoffel von Grimmelshausen, έκανε μετά από πολυετή έρευνα και εργασία ο Γιάννης Κοιλής. Η κυκλοφορία τού βιβλίου εγκαινίασε την επανεκκίνηση της ιστορικής Λευκής Σειράς των Εκδόσεων Εξάντας (σελ.: 864, τιμή: 25,00 €).
Ο Γιάννης Κοιλής εργάζεται σήμερα ως δάσκαλος στη Γερμανική Σχολή Αθηνών. Γεννήθηκε το 1963 στη Θήβα και πέρασε τα πρώτα παιδικά χρόνια του στην Ελλάδα και τη Δυτική Γερμανία. Αποφοίτησε από το Λύκειο στη Θήβα. Στη
συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα Μαθηματικών και Φυσικής (Πανεπιστήμιο
Ουλμ), απέκτησε πτυχίο Παιδαγωγικής (Παιδαγωγική Ακαδημία Ηρακλείου),
πτυχίο Κοινωνιολογίας (Ελεύθερο Πανεπιστήμιο Βερολίνου) και
παρακολούθησε μαθήματα Κινηματογράφου (Ακαδημία Κινηματογράφου
Βερολίνου).Από το 1990 έως το 1995 ήταν υπότροφος του Ιδρύματος Άρνο
Σμιτ. Η διπλωματική του
εργασία για την αποπεράτωση των βασικών σπουδών του στην Κοινωνιολογία
είχε ως αντικείμενο την ανάλυση κινηματογράφου. Από
το 1987 έως σήμερα ασχολείται με τη μετάφραση και επιμέλεια
λογοτεχνικών και θεωρητικών βιβλίων από τη γερμανική και την αγγλική
γλώσσα (εκδόσεις Γράμματα, Κριτική, Οδυσσέας, Οξύ, Εστία, Εξάντας). Έχει μεταφράσει έργα των Τόμας Μαν, Γκύντερ Γκρας, Άρνο Σμιτ, Βίλχελμ Χάουφ, Μαξιμίλιαν Κλίγκερ και Καρλ Κερένυι. Στον
κινηματογράφο εργάστηκε ως ερευνητής, βοηθός μοντέρ, βοηθός σκηνοθέτη
και ηθοποιός (Δημήτρης Μαυρίκιος, Πάνος Παπαδόπουλος, Γιώργος Λουίζος,
ταινίες της Ακαδημίας Κινηματογράφου Βερολίνου). Παράλληλα και περιστασιακά, γράφει και σκηνοθετεί θεατρικά έργα για μαθητές σχολείου και για ενηλίκους. Από το 2005 έως το 2012 δίδαξε σε δημόσια δημοτικά σχολεία στη Θήβα και στην Αττική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου