Παρασκευή, Ιουλίου 22, 2016

Η μικρή φόρμα για την παράνοια των ημερών

Αχιλλεύς παρά θίν’ αλός

Διήγημα



Στον ήλιο του Ιουλίου. Παρά θίν’ αλός, απέναντι από το Ιλιον. Σειρά από λάμδα και όμικρον δροσίζουν τη γλώσσα του. Εδώ οι λουόμενοι φορούν μαγιό, όλα θυμίζουν ελληνικό καλοκαίρι. Λίγα χιλιόμετρα παραπέρα, τα κύματα ξεβράζουν ρούχα και σωσίβια. Παπούτσια και πτώματα μπλεγμένα στα φύκια.
Μετακινήθηκε μερικά εκατοστά δεξιά, για να παραμείνει κάτω από τον ασθενικό ίσκιο της ομπρέλας. Φοράει λινό παντελόνι κι ασορτί πουκάμισο, πανοπλία που δεν τον προστατεύει ντάλα μεσημέρι. Θα μπορούσε να λουφάζει μερικές εκατοντάδες μέτρα μακριά, στο βουητό του κλιματιστικού, βουτηγμένος σε κάποιο από τα πολυσέλιδα μυθιστορήματα που συνήθιζε να φυλάει για τα αργόσυρτα καλοκαίρια. Κάτι όμως τον έλκει εδώ, στο μεταίχμιο ανάμεσα στο χώμα και το νερό.
Ο χρόνος του έχει αίφνης συσταλεί και διασταλεί, έχει συρρικνωθεί στο ελάχιστο και την ίδια στιγμή εκτείνεται στην αιωνιότητα. Είναι αυτή που τον τρομάζει, που τον έχει καθηλώσει. Κι ο θυμός. Ενας εγωιστικός, αρχαϊκός θυμός. Τον ένιωθε να αναβλύζει από τους πόρους του μαζί με τον ιδρώτα.

Γιατί εγώ; Γιατί σ’ εμένα;

Ερωτήματα τετριμμένα, χωρίς βάθος ή προοπτική. Γιατί αυτός; Χθες μόνο ξεβράστηκαν σαράντα έξι πτώματα στις ανατολικές παραλίες. Εξι παιδιά, το ένα βρέφος. Γιατί αυτοί; Γιατί ο οποιοσδήποτε; Οι αριθμοί παίζουν μαζί του κρυφτούλι. Πόσοι θα ήταν «πολλοί»; Πόσοι θα ήταν «πολύ»; Τις προάλλες, μια από τις χειρότερες μέρες, από αυτές που το νησί γίνεται και πάλι πρώτο θέμα, έπιασε τον εαυτό του να φαντασιώνεται ένα μακάβριο παζάρι.
Ενας ανθρωπόμορφος θεός, λέει, ένας Δίας –μια και βρισκόμαστε σε αυτά τα μέρη, όχι μακριά από την Τροία, όπου του άρεσε να στήνει καραούλι στα βουνά βλέποντας Αχαιούς και Τρώες να αλληλοσπαράζονται, «…με το αιχμηρό του δόρυ τον βρήκε στο κεφάλι, πίσω στον σβέρκο· μέσα από τα δόντια πέρασε κόβοντας ο χαλκός τη γλώσσα του, κι εκείνος πέφτει στη σκόνη συντριμμένος, δαγκώνοντας τον κρύο χαλκό»–, του έθετε ένα σολομώντειο δίλημμα: από τη μια πλευρά της ζυγαριάς, Αχιλλέα, είσαι εσύ, του έλεγε με τη βροντερή και πάντοτε έτοιμη να ξεσπάσει σε θεϊκά γέλια φωνή του.
Χωρίς την πανοπλία σου, με το βάρος του κορμιού σου μόνο, συν τα λίγα γραμμάρια ψυχής που σου αναλογούν, όλα μαζί τα «γιατί εγώ» σου και τα «γιατί σ’ εμένα» σου κι ό,τι άλλο βαραίνει στο να είσαι ο εαυτός σου. Κι από την άλλη, τούτο το λεφούσι της Ανατολής, Τρώες ας πούμε, ή και ποιος ξέρει ποιοι Επίκουροι, ξένοι μεταξύ ξένων, μετανάστες, κατέληξε ο γενειοφόρος θεός καγχάζοντας ενώ, την ίδια στιγμή, λες και πρωταγωνιστούσε σε παλιά ταινία, όταν τα ειδικά εφέ ήταν άτεχνα και κάπως αστεία, γέμισε τη ζυγαριά με κουρελήδες μινιατούρες, με τα πορτοκαλί τους σωσίβια και τα μωρά τους στην αγκαλιά, να προσπαθούν να ισορροπήσουν μες στην κοίλη επιφάνεια, πλέοντας δεξιά κι αριστερά σαν σε ανεμοδαρμένη βάρκα.
Κι όσο αυτός, ο Αχιλλέας –δίος, διογενής, ποδάρκης, ποδώκης, θεοείκελος–, στεκόταν βουβός απέναντί του, βλέποντας την πλευρά της ζυγαριάς όπου βάραινε μόνος, την αριστερή, τσίτσιδος μεν μοναδικός δε, να γέρνει χαμηλότερα από την πλευρά των ξένων, τόσο εκείνος, ο Δίας –Aγαυός, Aγήτορ, Aγλαός, Aεροφεγγής, Aιγίοχος, Aιολοβρόντης, Aκρολοφίτης, Aλάστωρ, Aλεξίκακος, Aλιτήριος, Aμείλιχος, Aπεσάντιος, Aρίζηλος, Aστεροπητής, Aστρηνός, Aυτοπάτωρ, Bαρύκτυπος, Bελχανός, Γογγυλάτης, Γυράσιος, Δολιχαίος, Δρύμνιος, Eκάλειος, Eμβύθιος, Zητήρ, Θερελίμιος, Θηλυμανής, Iδαίος, Καθάρσιος, Κελαινεφής, Λαβραδεύς, Μήστωρ, Νεμεέτης, Ολβιος, Παντοτινάκτης, Σεισίχθων, Tερπικέραυνος, Yπερήσιος, Φλογόεντας, Xρυσοπάτωρ, Ωρομάζης–, έβγαζε μερικούς ακόμη αλλόγλωσσους άσους από το μανίκι του και τους έριχνε όπως όπως στην άλλη πλευρά της ζυγαριάς, τη δεξιά, η οποία ωστόσο εξακολουθούσε, παρά το πλήθος που συνωστιζόταν κακήν κακώς πάνω της, να στέκει πιο ψηλά, να βαραίνει λιγότερο.
Κι όσο ο Δίας έριχνε κι άλλους, κι άλλους, αρπάζοντας με το ελεύθερο χέρι του ανθρώπινα κορμιά από το άπατο πηγάδι, τόσο εκείνα μίκραιναν σε μέγεθος ώστε να χωρούν περισσότερα, εκατοντάδες ή και χιλιάδες, στα εκατοστά της θείας ζυγαριάς. Ωσπου κι εκείνος, ο Δίας –Αρβιος, Aσβαμαίος, Aσκραίος, Aταβύριος, Aυαντήρ–, άρχισε να πλήττει –κι ενώ στη δεξιά πλευρά της ζυγαριάς δεν διέκρινες πλέον πρόσωπα αλλά έναν ανθρωποπολτό, καθώς οι φωνές τους, στριγκλιές ποντικών, τώρα ούτε που ακούγονταν–, κι έπαψε να τραβάει άλλους από το άπατο πηγάδι, αίφνης σοβάρεψε, βάρυνε, έδειχνε έτοιμος να βροντήξει κάποιον από τους τρομερούς κεραυνούς του που άφηναν πίσω αποκαΐδια και οσμή από θειάφι, μέχρι που ξέσπασε σε τρανταχτό θείο γέλιο και, πουφ, εξαφανίστηκε για ν’ ακροβολιστεί και πάλι σε κάποια από τις αγαπημένες του κορφές· εκεί, στον Ελλήσποντο και πιο πέρα, στα βάθη της Ανατολής, όπου συνεχιζόταν, ίδιο κι απαράλλαχτο, το θέατρο του πολέμου.

Μάντι κακών

Ετσι είχε αποκαλέσει τον Κεκέρογλου την τελευταία φορά που τον είδε να κρύβεται πίσω από την άσπρη μπλούζα του ξεστομίζοντας τα φοβερά λόγια. Ετσι, με γιώτα, όπως ακριβώς είχε αποκαλέσει ο Αγαμέμνονας τον Κάλχα όταν εκείνος τόλμησε να του πει την αλήθεια για τους λόγους που ο Απόλλων ήταν χολωμένος κι είχε ρίξει πάνω τους θανατικό. «Μάντι κακῶν, οὐ πώ ποτέ μοι τὸ κρήγυον εἶπας» κλαψούρισε ο άνακτας.
Μάντι κακών, μουρμούρισε μόνος του. Κάτω από τον άκαρδο ήλιο του Ιουλίου, μα προσφέρει στους θεούς ανάθημα μυριάδες «γενναίες ψυχές», «ηρώων ψυχές», ακόμη κι αν χρειαζόταν να αφήσει «λεία στα σκυλιά τα σώματά τους»· παζάρευε, εκλιπαρούσε, για λίγες ακόμη εβδομάδες δικές του, για λίγους μήνες μοναχά. Ωκύμορος Αχιλλέας. Παρά θίν’ αλός, απέναντι από το Ιλιον.

Τα παραθέματα από την «Ιλιάδα» είναι σε μετάφραση Δημήτρη Μαρωνίτη.
Τελευταίο βιβλίο του Κ. Κατσουλάρη είναι η συλλογή διηγημάτων «Νυχτερινό ρεύμα» (Πόλις, 2015, Βραβείο Διηγήματος του περιοδικού «Αναγνώστης» 2016).

**.:BiblioNet : Κατσουλάρης, Κώστας

Δεν υπάρχουν σχόλια: