Τρίτη, Ιουλίου 26, 2016

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΙΚΡΗΣ ΦΟΡΜΑΣ

Το «Ανοιχτό βιβλίο», για τέταρτη συνεχή χρονιά, φιλοξενεί στις σελίδες του πρωτότυπα καλοκαιρινά διηγήματα. Δώδεκα συγγραφείς, διαφορετικής ηλικιακής κλίμακας, θεματικού άξονα και αφηγηματικής παλέτας, έγραψαν ευσύνοπτες καλοκαιρινές ιστορίες ειδικά για τους αναγνώστες μας (καθώς αυτές οι σελίδες προσφέρουν, εκτός από κριτική πυξίδα, και λογοτεχνική απόλαυση).
Μ’ άλλα λόγια, δώδεκα μυθιστοριογράφοι και διηγηματογράφοι έθεσαν στο κέντρο της μυθοπλασίας τους τη θερινή εμπειρία και μας έστειλαν κείμενα νοσταλγικά, περιπλανητικά, παιγνιώδη, αλλά και δύσθυμα, ευθέως ή πλαγίως πολιτικά, ενδοσκοπικά, ή ανατρεπτικά - διηγήματα που θα μας συντροφέψουν όλο το καλοκαίρι.
Μετά τον Γιώργο Σκαμπαρδώνη και τον Κώστα Κατσουλάρη, το αφηγηματικό νήμα πιάνει η Κάλλια Παπαδάκη.
Επιμέλεια: Μισέλ Φάις 
Πηγή: Η Εφημερίδα των Συντακτών, 17.07.2016

 *******************

Κάλλια Παπαδάκη*

Από τα έξι και εβδομήντα πέντε



Είναι δώδεκα χρόνων και υπέρβαρος, η βερμούδα κολλάει στα μπούτια του, το μπλουζάκι διαγράφει τα περιττά κιλά του. Πατάει στραβά τα σταράκια του κι οι κάλτσες τον σφίγγουν στις γάμπες, δεν αντέχει άλλο, είναι στο τσακ να τα παρατήσει.
Ηρθε μες στο λιοπύρι στις μπασκέτες του δήμου, 35 υπό σκιάν, για να ‘χει το δικό του μισό γήπεδο και κυρίως το δικό του καλάθι. Προχθές τα μεγαλύτερα παιδιά τον έδιωξαν, «που πας, ρε μπούλη, χάσε κάνα κιλό, βάλε αερόσολες κι ύστερα έλα πιάσε μπάλα». Κι ένας, ο πιο μάγκας, ο πιο νταής, πήρε το μαχαίρι που είχε στην τσέπη και του ξεπάστρεψε τη βαλβίδα. Εφυγε όλος ο αέρας με δυο μαχαιριές, τσακ μπαμ, κι ο Δημήτρης σκεφτόταν, να έφευγαν και τα δικά μου κιλά, να έτσι, μια κι έξω.
Σήμερα το πρωί, βούτηξε την μπάλα του πατέρα του, μια Σπάλντινγκ συλλεκτική, με χρυσά γράμματα κι υπογραφή από τον Σούμποτιτς· οι χρυσές εποχές με τον Αρη, αν τον πιάσει ο Παντελής, θα τον τσακίσει στο ξύλο, αλλά δεν τον νοιάζει, ας μη χώριζε τη μάνα του, ας ήταν άνδρας στα δύσκολα.
Εχει δυο ώρες μέσα στη ζέστη, μούσκεμα στον ιδρώτα, στήνεται στη γραμμή των έξι και εβδομήντα πέντε και σουτάρει. Ξανά και ξανά. Η ίδια ιστορία δυο ώρες τώρα. Πού θα πάει, δεν θα τα καταφέρει; Εχει ξεμείνει από ανάσες, η καρδιά του τον σφυροκοπά, ο σφάχτης στα πλευρά τον σκίζει, αυτός εκεί όμως, κάνει υπομονή, σφίγγει τα δόντια, μαζεύει το ριμπάουντ από τις κερκίδες και άντε πάλι από την αρχή.
Ζήτησε να τον γράψουν στο παιδικό στα Πετράλωνα, όχι τίποτα σπουδαίο, να μάθει να σουτάρει σωστά, τεχνική το λένε, του είπε ο ξάδελφός του, που έπαιξε δυο φεγγάρια στο εφηβικό του Βύρωνα, αλλά δεν του έδωσε κανείς σημασία, «μάθε κανένα όργανο καλύτερα, καμιά γλώσσα, τι θα το κάνεις το μπάσκετ, καριέρα αποκλείεται, δεν έχεις τα προσόντα, πώς το λένε, δεν ταιριάζει στο σουλούπι σου, βρες άλλο χόμπι να πηγαίνει με τα κυβικά σου».
Το έβαλε πείσμα κι έχει έναν μήνα που έρχεται κρυφά, στη ζούλα, και βλέπει αργά τα απογεύματα τα άλλα παιδιά που κάνουν προπόνηση, κλέβει κάτι από την τεχνική τους, το στιλ τους, τα μιμείται. Δέκα πόντους μόνο να είχε παραπάνω κι ίσως η μπάλα να του έκανε το χατίρι, ίσα που ακουμπάει τη στεφάνη, άσε που τις περισσότερες φορές δεν βρίσκει πουθενά, ούτε καν ταμπλό, κάνει έρμπολ και κυλά έξω από τις γραμμές. Ομως, αυτός εκεί, δεν το βάζει κάτω.
Φοβάται μόνο τα αδέσποτα, έχουν φτιάξει μια αγέλη και τριγυρίζουν τα απογεύματα στη γειτονιά, βέβαια τώρα που κάνει ζέστη, πού να ξεμυτίσουν, δεν υπάρχει ψυχή· ούτε σκύλος ούτε άνθρωπος. Στο σουτ, δεν σηκώνει τα πόδια, είναι τα κιλά που τον καθηλώνουν στο τσιμέντο, ογδόντα το σύνολο, δεν είναι και λίγα, η μπάλα ξυρίζει τη στεφάνη και κυλά με φόρα έξω.
Οσο πιο μακριά, ίσα για να του κάνει τη ζωή πιο δύσκολη. Δεν τρέχει να τη μαζέψει, περπατάει αργά, σαν άνθρωπος που έχει όλο τον χρόνο στη διάθεσή του, αλλά ο χρόνος λιγοστεύει και το ξέρει, σε λίγο θα έρθουν τα άλλα παιδιά, κι αν τον βρουν εδώ, ποιος ξέρει τι θα του σύρουν πάλι, θα τον πάρουν στο ψιλό, μπορεί να του χώσουν και καμία, μόνο να μην του κλέψουν την μπάλα, θα τον σκοτώσει ο πατέρας του, θα τον λιανίσει στις φάπες. Και εδώ που τα λέμε, με το δίκιο του.
Επιστρέφει στη γραμμή, σ’ αυτό το σύνορο που τον τυραννά μια βδομάδα τουλάχιστον, δίποντα βάζει, ειδικά αν πλησιάσει στη ρακέτα, όχι πολλά, αλλά τόσα ώστε να μη θεωρεί τον εαυτό του άσχετο, δεν τον νοιάζει τι πιστεύουν οι συμμαθητές του, το αποτέλεσμα μετράει, κι αυτός κάτω από το καλάθι βάζει τρία στα δέκα.
Είναι κι αυτό μια αρχή, αύριο θα είναι τέσσερα, μεθαύριο πέντε, κάπως έτσι δεν ξεκινούν όλοι; Κάτι του λέει μέσα του ότι αυτή τη φορά θα τα καταφέρει, αρκεί να το πιστέψει, αρκεί να συγκεντρωθεί στον στόχο του, νιώθει το κεφάλι του ανάλαφρο, τα πόδια του να μην τον βαστάνε, παίρνει βαθιές ανάσες, ίσως αν σηκωνόταν τρία με τέσσερα εκατοστά στον αέρα, να κέρδιζε όσα του λείπουν σε ύψος.
Τα πόδια του ξεκολλούν για λίγο από το έδαφος και ρίχνει με όση δύναμη του απομένει την μπάλα στο καλάθι, η Σπάλντινγκ φεύγει από τα χέρια του, τα χρυσά της γράμματα στροβιλίζονται, ξεμακραίνουν κι ύστερα ο αστράγαλός του γυρίζει κι όλα σβήνουν μεμιάς από μπροστά του. «Εεερμπολ, έεερμπολ, έεερμπολ» του φωνάζει ο νταής που μαζεύει την μπάλα και πλησιάζει με το παρεάκι του. Ο Δημήτρης είναι πεσμένος στο τσιμέντο με τα μάτια κλειστά· κρατιέται να μη βάλει τα κλάματα.
Κανείς, κανείς τους δεν είδε την μπάλα που μπήκε μέσα αθόρυβα, δίχως καν να αγγίξει τη στεφάνη.

Τελευταίο βιβλίο της Κ. Παπαδάκη είναι το μυθιστόρημα «Δενδρίτες» (Πόλις, 2015)

*.:BiblioNet : Παπαδάκη, Κάλλια

Δεν υπάρχουν σχόλια: