Για τον Δημήτρη Μαρωνίτη, φωτεινό πνευματικό άνθρωπο και παραδειγματικό πολίτη
Ελάχιστος φόρος τιμής σ΄ένα από τους σημαντικότερους διανοητές του μεταπολεμικού ελληνισμού.
Η ρωμαλέα (αρχαιο- και νεο- ελληνική) φιλολογική του δουλειά αλλά και η ακέραιη δημόσια πολιτική του στάση στάθηκαν οδηγοί ζωής για όλους τους προοδευτικούς Έλληνες, ιδιαίτερα όμως για εκείνους που είχαν την αγαθή τύχη να τον γνωρίσουν από κοντά ως ανεπίληπτο πανεπιστημιακό δάσκαλο και , αργότερα, να συνεργαστούν δημιουργικά μαζί του, στην προσπάθειά τους να χαράξουν την προσωπική επιστημονική τους πορεία.
Gerontakos, 18.07.2016
1.
Δημήτρης Μαρωνίτης (1929-2016): Σπαράγματα μνήμης
Κατά τη Μεταπολίτευση, επιστρέφοντας ο Μαρωνίτης στην έδρα, προσπάθησε
να κερδίσει τον χαμένο χρόνο, αλλά όχι εις βάρος της δράσης του στα
κοινά
Του Ιωάννη Ν. Καζάζη*
Όλες οι καμπύλες προδιέγραφαν ανοδική την πορεία. Ο γόνος της ταπεινής καπνεργατικής οικογένειας, που εξέπληξε με την ευαισθησία και τη οξύνοιά του τους άξιους καθηγητές του στο περιώνυμο Πειραματικό Σχολείο της Θεσσαλονίκης, μπήκε με προτροπή του Ι.Θ. Κακριδή στη Φιλοσοφική Σχολή, λοξοδρομώντας από τη Θεολογική που ήταν η πρώτη του επιλογή. Έπειτα από λαμπρές σπουδές στην πάλαι ποτέ ενιαία Φιλοσοφική, έγινε βοηθός στην Έδρα Κλασικής Φιλολογίας του Κακριδή, και κατόπιν βρέθηκε, υπότροφος του γερμανικού κράτους, στη Γερμανία -για διδακτορικό και υφηγεσία.
Η επιστροφή του στην alma mater προμήνυε θριαμβική πανεπιστημιακή καριέρα: Η έρευνα και η συγγραφή που είχαν αρχίσει με έξοχους συνεχίζονταν με τους εντυπωσιακότερους οιωνούς, και την ίδια επιτυχία σημείωνε και το διδακτικό του έργο: ο φιλόλογος που κατέληξε να κάνει αμφιθέατρό του το πανελλήνιο είχε αρχίσει την πανεπιστημιακή του καριέρα μέσα σε κατάμεστα αμφιθέατρα. Τα ακροατήρια ποτέ δεν τον εγκατέλειψαν: τον ακολουθούσαν πιστά -παντού όπου κι αν πήγαινε.
Όσο για το συγγραφικό του έργο, αυτό, ώς το 1972, περιελάμβανε κυρίως δύο κλασικά έργα με πολλές κατοπινές ανατυπώσεις: (α) τη βασική μονογραφία του για τον Ηρόδοτο (μετάφραση του Α' Βιβλίου των Ιστοριών και, ως Εισαγωγή, ατόφια την ογκώδη και περισπούδαστη υφηγεσία του): Η μετάφραση άνοιγε νέους δρόμους φρεσκάδας και συνάμα ακρίβειας, ενώ η Εισαγωγή εξακολουθεί να είναι ό,τι καλύτερο έχει γραφεί στα ελληνικά για τη μελέτη των σύνθετων προβλημάτων του έργου του πατέρα της ιστορίας -και αυτή γραμμένη σε φιλολογικό λόγο χωρίς προηγούμενο. Και (β) το «Νόστος και Αναζήτηση του Οδυσσέα στην Οδύσσεια», που γράφηκε σε δίσεχτα χρόνια με την ηθική και έμπρακτη στήριξη του πιο αγαπημένου του καθηγητή, του Λίνου Πολίτη. Το έργο (έργο βαρύ, γιατί προϋποθέτει καλά χωνεμένη ολόκληρη την έως τότε ξενόγλωσση βιβλιογραφία) στάθηκε για τα φιλολογικά μας πράγματα πρόκληση πρώτου μεγέθους, και ως περιεχόμενο και ως γραφή. Κι όμως, παρά την ασυνήθιστη δυσκολία του, αγαπήθηκε και διαβάστηκε πολύ. Ο Μαρωνίτης συζητά τις ξένες θεωρίες σε βάθος και, ουσιαστικά αδέσμευτος από τα κυρίαρχα επιστημονικά δόγματα, χαράσσει τον δικό του δρόμο - ωσότου πετυχαίνει φλέβα χρυσού.
Σπάνιο κομμάτι όμως ήταν και ένα τρίτο λεπτό βιβλιαράκι, η διδακτορική του διατριβή -που παραμένει μάλλον άγνωστη στους πολλούς: επρόκειτο για τη μελέτη ενός είδους υπερβατού (του λεγόμενου «Ηροδότειου Σχήματος»), που απαντά στην πρώιμη αρχαιοελληνική πρόζα. Η περιγραφή και η ερμηνεία του φαινομένου έδειξε σε ποια βάθη μπορεί να οδηγηθεί, στα κατάλληλα χέρια, η υφολογική μικροσκόπηση των αρχαίων συγγραφέων -ή πώς «βγαίνει κι απ' τη μύγα ξίγκι», όπως έλεγε ο ίδιος χαριτολογώντας. Η γραφή, πηγαίνοντας αντίδρομα προς την ξηρότητα του θέματος, ήταν ένα κομψοτέχνημα.
Τα ώς εδώ εμπόδια τα υπερνικούσε με τη δαιμονική ευφυΐα και τη συστηματική εργατικότητά του (αυτά που τόσο νωρίς του εξασφάλισαν την αποδοχή της ακαδημαϊκής κοινότητας). Αποδείχτηκαν όμως πολύ μικρότερα από όσα του επιφύλασσε στη συνέχεια η κακία των πολιτικών καιρών. Τα σύννεφα ήταν ήδη ορατά το 1963, όταν εγκαινιάστηκε, μέσα σε ένα νέο πολιτικό κλίμα -η πρώτη ύστερα από τρεις δεκαετίες και τον εφιάλτη του Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου- ουσιαστική Μεταρρύθμιση της παιδείας μας (των Γ. Παπανδρέου, Λουκή Ακρίτα και Ε. Π. Παπανούτσου). Και αυτή η μεταρρύθμιση ήταν πρωτίστως γλωσσικής παιδείας μεταρρύθμιση: με τον εν εξελίξει ακόμη τότε αγώνα μεταξύ Δημοτικής και Καθαρεύουσας, η νεωτερική Φιλοσοφική του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ετέθη επικεφαλής της μεταρρύθμισης και αντιπαρατέθηκε προς τη συντηρητική αντίστοιχη των Αθηνών: πρόεδρος στο νεοσύστατο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο ανέλαβε ο Ι.Θ. Κακριδής και προσείλκυσε θρυλικές συνεργασίες όπως του αείμνηστου Νίκου Χουρμουζιάδη. Οι στήλες της «Καθημερινής» προσφέρθηκαν στη Φιλοσοφική Αθηνών, όπου επιστήμονες του ύψους του Κοντολέοντος και του Ζακυθηνού, μεταξύ άλλων γλωσσαμυντόρων, κατακεραύνωναν τη χρήση μεταφράσεων αρχαίων κειμένων στο σχολείο. Ο αντίλογος, που ερχόταν από τις στήλες του «Βήματος», με τα βαριά ονόματα των Μιχαήλ Σακελλαρίου, Ι.Θ. Κακριδή, Ν. Ανδριώτη και Μ. Ανδρόνικου, συγκροτούσε μια στιβαρή προοδευτική επιχειρηματολογία.
Αυτήν τη στιγμή, με μία κίνηση πολιτικής διορατικότητας, αναλαμβάνει ο Μαρωνίτης να κάνει ορατή τη δύναμη των αποφοίτων της Φιλοσοφικής του ΑΠΘ: (συν)οργανώνει τον γνωστό «Σύλλογο Αποφοίτων της Φ.Σ.», μπαίνοντας ο ίδιος στο Δ.Σ. του και αναλαμβάνοντας, στο περιοδικό του Συλλόγου «Φιλόλογος», την καίρια στήλη. Η εκεί αρθρογραφία του έμεινε ιστορική για την καταλυτική της επιχειρηματολογία. Σε ηλικία 34 ετών αποκαλύφθηκε ολοκάθαρα η αρχή που σφράγιζε ό,τι καταπιανόταν: ότι στα έργα μας είναι απαραίτητο όλο το πάθος της ψυχής μας, όχι όμως ως ακατέργαστη ισχύς αλλά ως ισχυρή επιχειρηματολογία που θα πείσει φίλους και αντιπάλους.
Τα σύννεφα ξέσπασαν τελικά σε σφοδρή καταιγίδα. Όχι μόνον η Μεταρρύθμιση ανακόπηκε, αλλά κι η ίδια η ζωή του τόπου εκτροχιάστηκε το 1967. Η Φιλοσοφική πάγωσε όταν τον Φεβρουάριο του 1968 ανακοινώθηκε η μαζική απόλυση καθηγητών και υφηγητών -με πρώτο και καλύτερο τον Μαρωνίτη-, ο οποίος ήδη διεκπεραίωνε με τόση επιτυχία το βαρύ διδακτικό πρόγραμμα του Κακριδή, ο οποίος απουσίαζε διευθύνοντας το Π.Ι. στην Αθήνα. Η αντιστασιακή δράση που ανέλαβε ο Μαρωνίτης είναι γνωστή και συχνά εξιστορημένη. Όπως και το βαρύ της τίμημα.
*
Κατά τη Μεταπολίτευση όμως έπρεπε και οι προηγούμενοι αγώνες να δικαιωθούν και το στοίχημα του μέλλοντος να κερδηθεί. Επιστρέφοντας ο Μαρωνίτης στην έδρα, προσπάθησε να κερδίσει τον χαμένο χρόνο, αλλά όχι εις βάρος της δράσης του στα κοινά. (Στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση αλλά και στην πανεπιστημιακή ανανέωση υπήρχαν πολλά και επείγοντα να γίνουν, και από καμιά αξιόλογη πρωτοβουλία δεν απείχε. Ρίχτηκε με το ίδιο πάθος. Δεν έλειψε από καμιά γενικότερη πρωτοβουλία -και εκεί ακόμη όπου αυτή δεν ανήκε στον ίδιο, ήταν πάλι αδιαμφισβήτητος πρωταγωνιστής.) Ως προς την ίδια την επιστήμη: ο μεταπολιτευτικός Μαρωνίτης είναι φιλόλογος κλασικός και νεοελληνιστής: ή μάλλον κλασικός ακόμη κι ως νεοελληνιστής -διότι τώρα έχει αποφασίσει να μοιράζει τον διδακτικό του χρόνο ανάμεσα στην κλασική φιλολογία (στον Ηρόδοτο, στον Όμηρο και στον Ησίοδο, στο δράμα και στη λυρική ποίηση) αφενός, και, αφετέρου, στη νεοελληνική ποίηση: στον Καβάφη και τον Σεφέρη, στον Ελύτη και τον Σολωμό -αλλά και στον Αναγνωστάκη, τον Τίτο Πατρίκιο και τον Σαχτούρη. Τα μαθήματα γίνονταν με την ίδια προσήλωση στα πιο αυστηρά μέτρα και σταθμά της (κλασικής) φιλολογίας. Και συνάντησαν τη μεγαλύτερη αποδοχή. Τι εκόμισε ο Μαρωνίτης ως νεοελληνιστής θα το πουν οι ειδικότεροι -ίσως ο Γιώργος ο Κεχαγιόγλου, που συχνά μοιράστηκε τότε μαζί του τη σχετική διδακτική ευθύνη. Μπορώ μόνο να δηλώσω ότι οι φοιτητές του πειραματισμού εκείνου που κράτησε αρκετά χρόνια στάθηκαν πολύ τυχεροί. Επίσης μπορώ να βεβαιώσω με ποια λαχτάρα περίμενε κι εκείνος τα «κοινά» εκείνα μαθήματα -καρπός των οποίων, μάλιστα μια φορά, στάθηκε και ο συνεργατικός τόμος για τον Καβάφη. Το επίτευγμα του Μαρωνίτη στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας είναι ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο προσφοράς, που χρειάζεται αυτόνομη εξιστόρηση.
Τέλος, για πόσους άραγε θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι επιτέλεσαν στον ίδιο βαθμό και με την ίδια αποτελεσματικότητα με τον Μαρωνίτη το τριπλό καθήκον του πανεπιστημιακού δάσκαλου, όπως το όρισε ο E. R. Dodds: προς την επιστήμη (να την προαγάγει με πρωτότυπες συμβολές), προς τους μαθητές του (να βγάλει άξιους διαδόχους που θα συνεχίσουν το έργο του στην επιστήμη και στην εκπαίδευση), και προς την κοινωνία (η οποία μας συντηρεί όλους και χάριν της οποίας λειτουργούμε) να προσφέρει στο ευρύ κοινό κάτι από την επιστημονική του γνώση, με τη μορφή της υψηλής εκλαΐκευσης;
*
Ο Μαρωνίτης ευτύχησε να έχει μαθητές -και πολλούς. Θα έχετε ωστόσο ίσως ακούσει το: «μα, πόσοι τον καταλάβαιναν άραγε στα αμφιθέατρα;». Σίγουρα πάντως κανείς δεν κατάλαβε τίποτε από την περίτεχνη επιχειρηματολογία και την «ξένη» φράση, με τα οποία προσπαθούσε ένας κομψός υφηγητής με τουίντ σακάκι και μπλε μάλλινη γραβάτα να εξηγήσει στο μπαϊλντισμένο ακροατήριο, τέσσερις η ώρα το απόγεμα, τον Αισχύλο «ως σκηνοθέτη και θεολόγο», ούτε τι προσπάθεια πρέπει να κατέβαλε για να φέρει κοντά μας κάτι από το περιώνυμο ομότιτλο αυτό βιβλίο του Καρλ Ράινχαρτ, ενός από τους πλέον λεπταίσθητους και εμβριθείς φιλολόγους του εικοστού αιώνα. Πράγματι, εκπτώσεις από τα υψηλότερα standards δεν συνήθιζε να κάνει ο Μαρωνίτης ούτε στην επιστήμη ούτε στη ζωή. Έτοιμες απαντήσεις για τις εξετάσεις δεν καταδέχτηκε ποτέ να υπαγορεύσει, ούτε να παραπέμψει σε σύγγραμμά του -ήταν σφοδρός πολέμιος του ενός συγγράμματος. Έργο του θεωρούσε να μας οδηγεί να διατυπώνουμε νόμιμα ερωτήματα και να επιχειρούμε εύλογες απαντήσεις με συνεπή συλλογιστική. Τελικά η προσπάθεια των φοιτητών, όταν όντως την κατέβαλαν, υπερνικούσε τη βαρύτητα της παράδοσης, και στο τέλος του χρόνου υπήρχε συμπόρευση. Ο ίδιος ενθουσιαζόταν όταν κάποιος καταλάβαινε γρήγορα πού το πήγαινε. Μπορούσε τότε να αφήσει όλο το υπόλοιπο ακροατήριο στη μοίρα του και να συνεχίσει τη συζήτηση μόνο μαζί του. Τέτοιες ώρες θαρρείς και είχε αντιστραφεί η φορά του χρόνου -και ότι βρισκόσουν αντιμέτωπος με τον Σωκράτη.
* Ο Ιωάννης Ν. Καζάζης είναι καθηγητής του τμήματος Φιλολογίας ΑΠΘ, πρόεδρος του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου