Ενα κοπαδάκι αθερίνες
Με άλλα λόγια, δώδεκα μυθιστοριογράφοι και διηγηματογράφοι έθεσαν στο κέντρο της μυθοπλασίας τους τη θερινή εμπειρία και μας έστειλαν κείμενα νοσταλγικά, περιπλανητικά, παιγνιώδη, αλλά και δύσθυμα, ευθέως ή πλαγίως πολιτικά, ενδοσκοπικά, ή ανατρεπτικά - διηγήματα που θα μας συντροφεύσουν όλο το καλοκαίρι.
Το φετινό καλοκαιρινό αφιέρωμα ανοίγει ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης.
Επιμέλεια: Μισέλ Φάις
Μου έχουν γίνει εμμονή τις τελευταίες μέρες, που παραθερίζω εδώ στο Πήλιο, και βουτώ σε αυτόν τον βραχώδη ορμίσκο όπου ευτυχώς δεν πατάει πόδι ανθρώπου.
Βυθίζομαι και παρατηρώ τα ελάχιστα αυτά ιχθύδια, από κοντά, σταθερά, κι ακόμα καλύτερα όταν φορώ τη μάσκα με τον αναπνευστήρα και μπορώ από την επιφάνεια να τα παρακολουθώ όση ώρα θέλω – τότε, επειδή είμαι ακίνητος, έρχονται κοντά, πολύ κοντά, πάντα σε κοπαδάκια, με πλησιάζουν εν είδει μπαλέτου, ή μικρής συμμορίας, κολυμπώντας αργά, νωχελικά, με προσεγγίζουν σε απόσταση πόντων και με παρατηρούν με περιέργεια.
Με περιεργάζονται σχεδόν ασάλευτα, μετέωρα, κυμαίνοντας ελαφρά τα πλευρικά και ραχιαία τους πτερύγια και, μόλις ανοιγοκλείνω τα μάτια, όλα μαζί εκσφενδονίζονται ακτινωτά προς διάφορες κατευθύνσεις και μετά πάλι ανασυγκροτούνται σαν εκπαιδευμένος λόχος επιδείξεων σε ίσες αποστάσεις κι επανέρχονται, επαληθεύοντας, θαρρείς, ασκήσεις ακριβείας.
Παρατηρώντας τες, τις πρώτες μέρες, όλες οι αθερίνες μού φαίνονταν ίδιες, σαν να ήταν πολλαπλές δίδυμες, αλλά σιγά σιγά άρχισα να παρατηρώ τα ελάχιστα διαφορετικά χαρακτηριστικά της κάθε μιας, την ξεχωριστή οντότητα, την προσωπικότητα, τις ανεπαίσθητα αποκλίνουσες κινήσεις, τα κάπως διαφορετικά μαύρα στίγματα στην πλευρική γραμμή ή στο σχήμα των ματιών – τα μάτια τους, ολοστρόγγυλα, είναι υπερμεγέθη σχετικά με το σώμα τους, και αυτό είναι περίεργο γιατί μεγαλο-οφθαλμία έχουν μόνο τα ψάρια που ζούνε σε θολά βάθη, όπου φτάνει αδύναμα το φως – ενώ η αθερίνα είναι αφρόψαρο.
Πιθανώς να έχουνε αυξημένη όραση, γιατί δεν διαθέτουν άλλα όπλα, ούτε μέγεθος ούτε δόντια - συνήθως τρέφονται με πλαγκτόν.
Οπότε είναι λογικά δειλές, λόγω αδυναμίας, γι’ αυτό και οι Βυζαντινοί τους άνανδρους τους έλεγαν «αθερινόψυχους».
Ομως, εμένα, μερικές στιγμές, μου φαίνονται ιδιαίτερα τολμηρά ψάρια: είναι τα μόνα που με πλησιάζουνε τόσο, πιο πολύ και από τις μουρμούρες ή τις τσέρουλες, που συχνά μου τσιμπούνε, μου βυζαίνουν στιγμιαία τους αστραγάλους ή τις γάμπες και μετά απομακρύνονται για να ξανάρθουν, ψάχνοντας στη θολούρα που δημιουργεί στην άμμο το σύρσιμο των ποδιών μου.
Οι αθερίνες έχουν μεγάλη αυτοπεποίθηση, παρότι είναι τόσο μικρές που σχεδόν δεν υπάρχουν, παρά σαν φαεινές πιθανότητες ή σαν ελάχιστα ανύσματα.
Τόσο αδύναμες που η σάρκα τους είναι περίπου διαφανής, και μπορώ να δω τα εσωτερικά τους όργανα σε μια ορισμένη πρόσπτωση του φωτός, που τις διαπερνά πέρα πέρα, λες και το κορμάκι τους είναι από αραιωμένο ασήμι ή από αργυρό ζελέ.
Βλέπω τα κάπως σκούρα σπλάχνα τους εντός, σαν εγκάρσιες υδατογραφίες.
Τις παρατηρώ επίμονα και σήμερα: αβρές, τρυφερόβιες, γλιστρούν και συναθλούνται σε μικρά βάθη - ένα σμήνος μικροσκοπικά καταδιωκτικά με αλουμινένιες ατράκτους αεροδυναμικές, που διακτινίζονται σαν όχλος υπαινιγμών.
Και επιστρέφουν σε παρεάκια, σε απρόσμενους σχηματισμούς μάχης ή παιχνιδιού - ξαφνικά εκτινάσσονται κλιμακωτά, εξακολουθητικά, σαλτέρνοντας κατά σειρά εκτός νερού, στον αέρα, αψιδωτά, ιριδίζοντας ή ξαστράφτοντας στον ήλιο (όπως όταν ξαφνικά φυσάει αεράκι και γυρίζουν για μια στιγμή, ανάποδα, ασημίζοντας, τα φύλλα της ελιάς) και νιώθουν τον αιθέρα, βλέπουν, για κλάσματα, τον έξω κόσμο, τον ουρανό και τα βουνά του Πηλίου, το επέκεινα των υδάτων και το αντιπέραν.
Και ενώ ξαναπέφτουν, μοιραία, και ποντίζονται, η μια μετά την άλλη σε ακολουθία, η επιφάνεια μοιάζει με μεταξωτό, γαλάζιο ύφασμα, που δέχεται τα αλλεπάλληλα τσιμπήματα απ’ τη βελόνα βολφραμίου μιας ραπτομηχανής.
Προσπαθώ σήμερα, όπως και πολλές άλλες φορές, να πιάσω, να αρπάξω μέσα στο νερό μια αθερίνα με το χέρι.
Είναι αδύνατον - έχουν πολλαπλάσια αντίληψη της ταχύτητας και των μεγεθών του χώρου τους από εμάς, βαθύτερη πονηρία, εμπειρία κίνησης και διαφυγής.
Παρατηρώ τώρα μια, που πλησιάζει πιο πολύ, πιο τολμηρά απ’ όλες. Στέκεται πέντε πόντους από τα γυαλάκια μου.
Ακίνητη. Με κοιτάζει θαρραλέα κυμαίνοντας ελαφρά τα πλευρικά της πτερύγια.
Με περιεργάζεται σταθερά, σχεδόν επιθετικά - σαν να με κρατάει ακίνητο στην άκρη του σπαθιού της.
Βλέποντάς την από τόσο κοντά, σαν με μικροσκόπιο, επίμονα, λεπτομερώς, σιγά σιγά μεγεθύνεται μέσα μου, μεγαλώνει.
Διαστέλλεται, γιγαντώνεται. Γίνεται μια τεράστια ασημί αθερινο-φάλαινα, αλλά χωρίς φυσητήρα. Ο δικός μου Μόμπι Ντικ.
Και είμαι, νιώθω, πια, ένας μεγιστάνας του ελάχιστου - με χτυπάει με το τεράστιο, πανίσχυρο ουραίο της πτερύγιο και με διαλύει σε άπειρα φωσφορίζοντα σωματίδια στο νερό, γίνομαι φωτο-πλαγκτόν στον άμετρο πόντο, μέσα στο σιωπηρό θαύμα του απογεύματος, ενώ αυτή αναδύεται και αρχίζει να τριγυρίζει ήρεμα, ηγεμονικά στον Παγασητικό, βουτώντας καμπυλωτά, ξαναβγαίνοντας και παφλάζοντας.
Οι λουόμενοι έχουνε μαζευτεί στις παραλίες και τη θαυμάζουνε αλαλάζοντας και τη φωτογραφίζουν κι άλλοι τραβούνε βίντεο, οι σέρφερ κατέρχονται από τις ιστιοσανίδες τους στο νερό, βλέποντας θαυμαστικά, έκπληκτοι, μιαν αθερίνα-κήτος, που για πρώτη φορά δείχνει, χωρίς συστολή, τη χάρη, το εκτόπισμα και το πραγματικό μέγεθος της μοναξιάς της.
Σε λίγο εμφανίζεται στα νερά του κόλπου ένα τεράστιο ταχύπλοο, βαμμένο πανηγυρικά ολοκόκκινο.
Είναι το επιβατικό καταμαράν της Vodafone, με ευδιάκριτο το όνομα της εταιρείας στα πλευρά του - το κήτος σπεύδει προς τα εκεί και αρχίζει να εκτινάσσεται και να βυθίζεται παίζοντας γύρω απ’ το σκάφος το οποίο, ξαφνικά, δίπλα στην αθερίνα-φάλαινα, συστέλλεται, μικραίνει.
Οι επιβάτες του πλοίου, που συνωστίζονται ήδη στα καταστρώματα να δούνε το αναπάντεχο θέαμα, φαίνονται, σε σύγκριση με την αθερινοφάλαινα, μικροσκοπικοί από τις ακτές, ελάχιστοι, χωρίς πεπρωμένο, σαν παστωμένοι, σχεδόν ανύπαρκτοι γαύροι, μέσα στην πλέουσα κονσέρβα των παιδικών τους χρόνων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου