Δευτέρα, Αυγούστου 17, 2015

Ομιλείτε την Ιαπωνικήν;



 
ΠΡΟΣΦΥΜΑ ΓΙΑ ΠΟΥΛΙΑ

(Τίτλος του πρωτοτύπου: An Affix for Birds)

Του Σεντ Κλερ Μακελγουέι (St. Clair McKelway)*


Απόδοση από τα Αγγλικά:
 Βασίλης Κ. Μηλίτσης

Όταν προ ετών ήμουν στο Τόκιο, αποφάσισα να μελετήσω τη γιαπωνέζικη γλώσσα. Ο δάσκαλός μου για τα γιαπωνέζικα, που τον έλεγαν Ουάταναμπι-σαν, ερχόταν σπίτι μου με το μοτοποδήλατό του κάθε πρωί. Φορούσε ένα τσόχινο καπέλο γυρισμένο προς τα πάνω στο μπροστινό μέρος, φτερωτό κολάρο με ριγωτό παπιγιόν και γιλέκο με άσπρο σιρίτι, κοντό μαύρο σακάκι, και μακριά φανελένια σώβρακα. Το παντελόνι του το κουβαλούσε στη σχάρα του μοτοποδηλάτου του διπλωμένο και δεμένο για να μη λασπωθεί καθώς το μοτοποδήλατό του όργωνε τους άστρωτους δρόμους του Τόκιο. Ακριβώς στις οχτώ το πρωί άκουγα το γουργουρητό και κατόπιν τα αγκομαχητά της εξάτμισης του μοτοποδηλάτου του που εξέπνεε, και κατέβαινα να του ανοίξω την πόρτα. Έμπαινε στο χολ υποκλινόμενος και εισπνέοντας με θόρυβο μέσα από τα δόντια του. Κατόπιν φορούσε το παντελόνι του και καθόμασταν στο τραπέζι όπου εγώ έπαιρνα το πρωινό. Δική μου ιδέα ήταν να έρχεται εκείνη την ώρα. Έπρεπε να βρίσκομαι στη δουλειά στις εννιά, κι έτσι σκέφτηκα πως αυτή η ώρα μου εξοικονομούσε κάποιο χρόνο. Όταν του πρωτοείπα πως θα έπαιρνα το πρωινό μου ενώ αυτός θα μου έκανε μάθημα, δεν μου πέρασε από το νου ότι θα έπαιρνε κι αυτός το πρωινό του μαζί μου. Σκέφτηκα πως θα κολάτσιζε στο δικό του σπίτι πριν καβαλήσει το μηχανάκι του. Κι επειδή ποτέ δεν είχα για πρωινό τίποτε εκτός από χυμό πορτοκαλιού και καφέ, σκέφτηκα πως δεν πείραζε να κάθομαι και να παίρνω το γλίσχρο πρωινό μου ενώ αυτός θα μου μάθαινε τη γλώσσα της χώρας. Όλα πήγαιναν μια χαρά με τον Ουάταναμπι-σαν, αλλά μετά από τις πρώτες δυο μέρες έφερε και το δικό του πρόγευμα μαζί του, μέσα σ’ ένα κόκκινο λακαρισμένο ξύλινο κουτί, που το έδενε κι αυτό μαζί με το παντελόνι του στη σχάρα του μοτοποδηλάτου του. Έτρωγε ένα πλήρες γιαπωνέζικο πρόγευμα: Υπήρχαν μικρά λακαρισμένα πιατάκια και μπολάκια, όλα περίτεχνα προσαρμοσμένα μέσα στο κόκκινο λακαρισμένο κουτί. Τα πιατάκια και τα μπολάκια ήταν γεμάτα πρασινάδες και λιμνούλες. Κομματάκια από παστό ψάρι, διατηρημένα γογγύλια, πηκτή φασολιών, ψήγματα από κρύο τηγανιτό βοδινό, χλιαρή μοβ σούπα, και βραστό ρύζι, όλα στρώνονταν πάνω στο τραπέζι του πρωινού, και ο Ουάταναμπι-σαν ορμούσε πάνω τους με τα ξυλάκια του, τα οποία κουβαλούσε στην πάνω τσέπη του γιλέκου του. «Τούτο», έλεγε, κρατώντας έναν κύβο από διατηρημένο ραδίκι, «είναι νταϊκόν. Στα γιαπωνέζικα το λέμε νταϊκόν. Επαναλάβετε κι εσείς, νταϊκόν». «Νταϊκόν», έλεγα κι εγώ με τη σειρά μου.
Ο Ουάταναμπι-σαν ήταν καθηγητής αγγλικών σ’ ένα γυμνάσιο του Τόκιο. Ήταν ένας φιλόδοξος άντρας, μικρόσωμος και παχουλός, γεμάτος ενεργητικότητα. Είχε προεξέχοντα δόντια σαν τον Γουίλι Στίβενς. Τα δόντια του Ουάταναμπι-σαν ήταν τόσο μεγάλα και αραιά που είχες την εντύπωση πως μπορεί να τα σταυρώσει, σαν τα δάχτυλά του, αν προσπαθούσε. Όταν μιλούσε ζωηρά, φαινόταν να σου κουνάει το χέρι. Το χαμόγελό του ήταν κυκλικό εξαιτίας αυτών των δοντιών, και ως εκ τούτου, ήταν συνεχές. Οι περισσότεροι Γιαπωνέζοι που έχω συναντήσει έχουν ένα νευρικό γέλιο, αλλά το χαμόγελο του Ουάταναμπι-σαν ήταν καθαρά φυσικό. Θα έπρεπε να ζοριστεί πολύ για να φέρει τα χείλη του να σμίξουν. Ήταν ο πιο υπομονετικός άνθρωπος που είχα ποτέ γνωρίσει και κατέβαλε επίπονες προσπάθειες να μου διδάξει πώς να προφέρω γιαπωνέζικες λέξεις. Ποτέ δε συζητούσε για κάτι που δεν αφορούσε άμεσα το μάθημα, το οποίο πάσχιζα να κατανοήσω. Ποτέ δεν άκουσα να εκφέρει οποιαδήποτε γνώμη για κάτι. Ήταν πρόσχαρος αλλά απαθής. Οι εξαίρετες συστάσεις του έδειχναν ότι ήταν έμπειρος στο να διδάσκει γιαπωνέζικα σε πολλούς νεαρούς ξένους.
Καθώς προχωρούσαν τα μαθήματα, η συνήθης παρατήρηση του Ουάταναμπι-σαν ήταν «λάθος πρόσφυμα, λυπάμαι πολύ. Αυτό είναι πρόσφυμα για πουλιά». Τα χείλη του άρχισαν να σέρνονται πλησιάζοντας το ένα το άλλο όταν το έλεγε για να μου δείξει ότι δε γέλαγε περιπαικτικά, αλλά ποτέ δεν τα έβλεπα να συναντιούνται. Αυτό που μου συνέβαινε με τα μαθήματα της ιαπωνικής γλώσσας ήταν ότι ο Ουάταναμπι-σαν προσπαθούσε να μου μάθει δώδεκα απλά προσφύματα για κάθε ρήμα που μάθαινα και τα μόνα προσφύματα που φαινόταν να θυμάμαι ήταν τα προσφύματα που κάποιος υποτίθεται πως χρησιμοποιούσε όταν αναφερόταν ή μιλούσε σε πουλιά. Ίσως εδώ καλά θα κάνω να επεκταθώ λίγο στο σημείο αυτό. Το θέμα έχει ως εξής: στα γιαπωνέζικα όταν λες πήγαινε και μιλάς ή αναφέρεσαι σε υπηρέτη, χρησιμοποιείς ένα ορισμένο πρόσφυμα, κι όταν πρόκειται για τον πατέρα σου, χρησιμοποιείς άλλο. Επίσης, βάζεις ένα εντελώς καινούριο πρόσφυμα όταν πρόκειται για τη μητέρα σου, καθώς κι ένα άλλο εντελώς διαφορετικό για τα πουλιά. Υπάρχουν διαφορετικά επιπλέον προσφύματα για άλογα, στρατιώτες, ψάρια, αστυνομικούς, αλιγάτορες, σοφέρ, και ούτω καθεξής – δώδεκα απλά προσφύματα, όπως λένε, και ένα σωρό άλλα πιο σύνθετα για κάθε ρήμα στα γιαπωνέζικα. Οι γονείς μου δεν έμεναν στην Ιαπωνία, πράγμα που καθιστούσε το θέμα απλούστερο, αλλά περίπου μετά από τις δυο πρώτες βδομάδες, και για κάποιο ανεξήγητο λόγο που δεν μπορώ να κατανοήσω, φαινόταν να ξεχνώ όλα τα προσφύματα των ρημάτων που μάθαινα εκτός εκείνων για τα πουλιά. Έτσι λοιπόν, κάθε φορά που έλεγα κάτι στα γιαπωνέζικα, έδειχνα να αναφέρομαι ή να μιλάω για πουλιά. Για παράδειγμα: έμαθα ή νόμισα ότι έμαθα να λέω σ’ έναν ταξιτζή. «Παρακαλώ στρίψε στην επόμενη γωνία και σταμάτησε δεξιά μπροστά στο πέτρινο σπιτάκι». Αυτό όμως που πράγματι έλεγα ήταν, σύμφωνα με τον Ουάταναμπι-σαν, το εξής: «Πουλιά, παρακαλώ στρίψτε στην επόμενη γωνία και σταματήστε να πετάτε μπροστά στο μικρό πέτρινο πτηνοτροφείο δεξιά». Το δοκίμασα σε ταξιτζήδες και αυτοί πάντοτε γυρνώντας να με κοιτάξουν γελούσαν νευρικά. Αφού τούτο δεν τελεσφορούσε, τους έδειχνα τη γωνία όπου έπρεπε να στρίψουμε και όταν φτάναμε στο σπίτι μου, άρπαζα τον οδηγό από τον ώμο φωνάζοντας Στόπο! Στόπο! Οι περισσότεροι οδηγοί γνώριζαν αυτή την υβριδική γλώσσα, αλλά μερικές φορές ήμουν αναγκασμένος να προφασίζομαι πως θα πηδήξω από το ταξί καθώς περνούσαμε έξω από το πέτρινο σπιτάκι δεξιά ή αλλιώς να σκύψω προς τα μπρος και να σηκώσω το χειρόφρενο.
Θα πάσχιζα να κατανικήσω αυτή την τάση να αναφέρομαι στα πουλιά και θα έβγαινα νικητής, όμως ανακάλυψα τις επακόλουθες βδομάδες ότι υπήρχαν πάρα πολλά ακόμη που σχετίζονταν με τη γιαπωνέζικη γλώσσα από ό, τι τα προσφύματα. Πάρε για παράδειγμα τη διάταξη των λέξεων, αν παραδεχτούμε για χάρη διευκρίνισης πως αυτά που μελετούσα ήταν όντως λέξεις. Ανακάλυψα ότι αν έβαζα μια λέξη σε λάθος θέση, η πρόταση άλλαζε ουσιαστικά και η όλη η παράγραφος, κατά πάσα πιθανότητα, δε θα σήμαινε ποτέ το ίδιο πράγμα ξανά. Αυτό που γίνεται σε μια τέτοια περίπτωση είναι χειρότερο από την κατάρρευση μιας κατασκευής από τραπουλόχαρτα. Η πρόταση δεν καταρρέει απλώς. Παίρνει καινούρια ζωή, όλες οι λέξεις αναδιαρθρώνονται, τα ουσιαστικά μετατρέπονται σε ρήματα, τα ρήματα σε επίθετα, εδώ κι εκεί κάποια λέξη κλονίζεται και γίνεται κάτι άλλο. Έχω δει περιπτώσεις μια λέξη να χάνεται εντελώς. Ανακάλυψα φερ’ ειπείν πως μια απλή σύσπαση των χειλιών μου όταν έδινα οδηγίες στον ταξιτζή να σταματήσει στο πέτρινο σπιτάκι άλλαζε την πρόταση ως εξής: εγώ σαν σκύλος τώρα έδινα οδηγίες στον ταξιτζή που τώρα είχε γίνει αστυνομικός να με ρίξει κάτω από τις ρόδες του ταξί και να βάλει τα πουλιά να με πετροβολήσουν. Βέβαια κάθε ξένη γλώσσα έχει τις ιδιαιτερότητές της που μπορούν να παραπλανήσουν τον σπουδαστή για λίγο, η γιαπωνέζικη όμως έχει ιδιαιτερότητες που δεν έχουν ταίρι σχεδόν με καμιά άλλη. Όταν μια πρόταση ξεστρατίζει κατά τέτοιο τρόπο, ακόμη κι οι Γιαπωνέζοι δεν έχουν καμιά σίγουρη μέθοδο να καταλάβουν τι εννοείς. Κάποιος που μαθαίνει μια γλώσσα μπορεί να πει πέτρινο σπίτι σταμάτα δεξιά  και να δώσει σε κάποιον που ξέρει αυτή τη γλώσσα να καταλάβει ακριβώς τι θέλει ο συνομιλητής του. Αλλά όταν λες σε δήθεν γιαπωνέζους αστυνομικούς να βάλουν τα πουλιά να σε πετροβολήσουν, τότε αυτοί παίρνουν στην κυριολεξία αυτά που λες, και από τον τρόπο που διάρθρωσες τις λέξεις και τα προσφύματα, δεν υπάρχει κανείς λόγος να σκεφτούν διαφορετικά.
Η αίσθηση του να ξεκινάς να πεις κάτι και μετά να σου βγαίνει ότι έχεις πει κάτι εντελώς διαφορετικό είναι συναρπαστική, μιας και το συνηθίσεις. Ένα πρωί, θυμάμαι, δοκίμασα να πω τα μπουμπούκια της κερασιάς στο Πάρκο Χιμπίγια είναι μια ομορφιά την άνοιξη,  και ο Ουάταναμπι-σαν μου επεσήμανε κατόπιν πως αυτό που πραγματικά είπα ήταν εμείς τα κερασόχρωμα πουλιά πάντα πετάμε στο πάρκο Χιμπίγια την άνοιξη. Να ένα ενδεικτικό παράδειγμα εξαφάνισης λέξης. Η λέξη μπουμπούκια είχε εξαφανιστεί. «Τι απέγινε αυτή η λέξη;» ρώτησα τον Ουάταναμπι-σαν. «Η λέξη μπουμπούκια», είπε, «έγινε η λέξη χρώμα και σε συνδυασμό με τη λέξη κερασιά η φράση έγινε περιγραφική. Βλέπεις», πρόσθεσε, «έβαλες το πρόσφυμα για πουλιά». Ο Ουάταναμπι-σαν μου έκανε αυτές τις παρατηρήσεις χαμογελώντας πρόσχαρα καθώς τον κοίταζα από την απέναντι πλευρά του τραπεζιού όπου παίρναμε το πρωινό μας.
Μετά από προτροπή του, αγόρασα ένα μεγάλο και περιεκτικό δίγλωσσο λεξικό, πράγμα που μου επέτρεπε να εμβαθύνω περισσότερο στο θέμα όταν έλειπε ο Ουάταναμπι-σαν. Έλεγα μόνος μου στα γιαπωνέζικα κάτι σχετικά απλό και άμεσο, και κατόπιν με τη βοήθεια του λεξικού και των φωνητικών συμβόλων, ήμουν σε θέση λίγα λεπτά αργότερα να ξέρω τι ακριβώς είχα πει στον εαυτό μου. Μιας και κάποιος αρχίζει να κάνει κάτι τέτοιο, δεν ξέρει ποτέ που θα καταλήξει. Στη αρχή εύρισκα τι είχα πει και μετά το άφηνα. Για παράδειγμα, έχοντας βρει ότι αντί να πω πολύ παλιά η καμπάνα του αρχαίου ναού που χτυπάει δίπλα στη λιμνούλα, είχα πει, σκυλιά συνεχίστε να γαυγίζετε μέχρι να βάλουμε τη μητέρα μας κάτω από το νερό, το σκεφτόμουν για λίγο και κατόπιν προσπαθούσα κάτι άλλο. Το όλο θέμα δε μου έβγαινε όπως το περίμενα, διότι όταν ξεκινούσα να απαντώ σ’ αυτό που είχα πει και κατόπιν να κοιτάζω τις σωστές απαντήσεις στο λεξικό, κουβάλησα κι εγώ το λεξικό στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς και το πούλησα.
Ο Ουάταναμπι-σαν συμπεριφέρθηκε με ευγένεια και κατανόηση για όλο το ζήτημα, όπως θα μπορούσε να συμπεριφερθεί ο καθένας. Είχα την αίσθηση ότι κι αυτός είχε περάσει όλα αυτά αμέτρητες φορές στο παρελθόν, όπως θα τα περάσει και στο μέλλον. Αφού ξεφορτώθηκα το λεξικό το επόμενο πρωινό τακτοποίησα το λογαριασμό για το μαθήματά του και ο Ουάταναμπι-σαν μ’ αποχαιρέτησε με χάρη, πήρε το παντελόνι του και έφυγε.


*Ο Σεντ Κλερ Μακελγουέι (1905 - 1980) ήταν συγγραφέας και εκδότης του περιοδικού The New Yorker το 1933. Ξεκίνησε τη δημοσιογραφική του καριέρα στην εφημερίδα Washington Herald και κατόπιν εργάστηκε στις εφημερίδες New York και Herald Tribune

Δεν υπάρχουν σχόλια: