Δευτέρα, Νοεμβρίου 26, 2007

ΟΛΑ ΕΝΑ ΨΕΜΑ (19 β)

Wassily Kandinsky, Ζευγάρι που κάνει ιππασία, 1916.

ΟΛΑ ΕΝΑ ΨΕΜΑ

19 β

Με είχε πιάσει η συνηθισμένη τάση φυγής , η καταραμένη τυφλή παρόρμηση που ένιωθα κάθε φορά που αντιμετώπιζα μια δύσκολη κατάσταση .
Όλο το πρωινό η διάθεσή μου ήταν καλή, αλλά όταν πήγα στο νοσοκομείο όλα ήρθανε τα πάνω κάτω. Το ’σκασα σαν να με κυνηγούσαν. Μπήκα στο αυτοκίνητο και τράβηξα προς την έξοδο της πόλης. Ήθελα να ξεφύγω από το χώρο που τον τελευταίο καιρό βάραινε πάνω μου σαν μια πελώρια ταφόπλακα.
Μπήκα στην Α 81 και χίμηξα στην τρίτη λωρίδα.
Οδηγούσα αφηρημένα , χωρίς συγκεκριμένο προορισμό. Περνώντας έξω από το Λ. , μου πέρασε η τρελή ιδέα να επισκεφθώ την Αναστασία, αλλά θυμήθηκα την απόφαση που είχα πάρει . Όφειλα να κρατηθώ όσο γινόταν πιο μακριά από το θηλυκό πειρασμό. Αποφάσισα τελικά να κατευθυνθώ προς την Τ. Εκεί θα έπινα τον καφέ μου και θα προσπαθούσα να βάλω σε μια τάξη τις σκέψεις που βασάνιζαν υο μυαλό μου.
Ο καιρός ήταν άσχημος . Η δυνατή βροχή και ο άνεμος πολυβολούσαν κατά ριπάς το αυτοκίνητο. Ευτυχώς η κυκλοφορία ήταν αραιή και έφτασα χωρίς προβλήματα στην πόλη.
Πέρασα την κεντρική γέφυρα και στάθμευσα σε ένα παραδρόμι της Μάρκτπλατς. Ήπια ένα διπλό εσπρέσο σε μια ιταλική τρατορία , αλλά μια παρέα εύθυμων αυστριακών εκδρομέων δε μ’ άφησε να συγκεντρωθώ στις σκέψεις μου. Τράβηξα προς το ποτάμι και χώθηκα στο σπίτι του Χέντερλιν. Ανέβηκα στον πρώτο όροφο. Στην άδεια αίθουσα που βλέπει στο ποτάμι κάθησα στο μοναδικό πάγκο που υπάρχει για να ξεκουράζουν οι επισκέπτες το σώμα τους και να ξεφυλλίζουν τον οδηγό με τη βιογραφία του ποιητή.
Θυμήθηκα πόσο όμορφα ένιωσα σ΄ αυτόν το χώρο πριν από πολλά χρόνια . Ήταν το πρώτο μας ταξίδι στη Γερμανία . Φτάσαμε με την Αρετή ένα αυγουστιάτικο σούρουπο. Στον ανέφελο ουρανό η πανσέληνος λικνιζόταν νωχελικά χύνοντας ένα ασημί χρώμα στις κωνικές στέγες των σπιτιών. Τα μαγαζιά και τα μουσεία ήταν ανοιχτά, πράγμα παράδοξο για γερμανική πόλη, που συνήθως κατέβάζει τα ρολά μετά τις έξι.
Εκλάβαμε το γεγονός σαν ένα καλό οιωνό, σαν ένα δώρο της όμορφης πόλης στην τρίτη επέτειο του γάμου μας . Τακτοποιηθήκαμε σ’ ένα ξενοδοχείο και βγήκαμε αμέσως για ένα περίπατο. Θαυμάσαμε σαν επαρχιώτες το αναγεννησιακό δημαρχείο με το αστρονομικό του ρολόι. Ανεβήκαμε στο φρούριο, περιδιαβήκαμε την περιοχή του παλιού πανεπιστημίου και καταλήξαμε για ένα σύντομο προσκύνημα στο σπίτι του Χέντερλιν.
Στο ισόγειο περιεργαστήκαμε τα προσωπικά ενθυμήματα του τρελού ποιητή . Ύστερα ανεβήκαμε στον πρώτο όροφο . Μπήκαμε στο γραφείο του , στην ίδια αίθουσα που βρισκόμουν τώρα. Μοναδικά της αντικείμενα ο ίδιος πάγκος αλλά και μια τεράστια πήλινη γλάστρα με μια υπέροχη τριανταφυλλιά με ανθισμένα κόκκινα τριαντάφυλλα. Βγήκαμε στο μπαλκόνι και χαζέψαμε μαγεμένοι την Αλέα των πλατάνων κατά μήκος του Νέκαρ, ώσπου ήρθε ο φύλακας που βιαζόταν να κλείσει το μουσείο. Τον παρακαλέσαμε να μας επιτρέψει να βγάλουμε μερικές αναμνηστικές φωτογραφίες.
Μπήκαμε ξανά στην αίθουσα και έβαλα την Αρετή να καθίσει στο πάτωμα δίπλα σ΄ ένα παράθυρο. Μετακίνησα τη γλάστρα με την τριανταφυλλιά . Κεντράρισα γυναίκα και λουλούδι στο φακό και τράβηξα πολλές φωτογραφίες προσπαθώντας να εκμεταλλευτώ το φως της σελήνης , που ασήμωνε τα μαλλιά της. Ύστερα τη σήκωσα και τη γέμισα φιλιά ψιθυρίζοντας στο αυτί της ένα σωρό ερωτόλογα.
Πήγαμε αμέσως στο ξενοδοχείο και κάναμε έρωτα σαν τρελοί . Ξημέρωνε όταν σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι και δίπλα από το παραδομένο στον ύπνο κορμί της ξανάρχισα να ερωτοτροπώ με την ποίηση. Το ποίημα που της έγραψα ήταν το καλύτερο δώρο των τελευταίων δύο ετών -όπως μου είπε ενθουσιασμένη- , όταν της το διάβασα σ’ ένα συμπαθητικό καφενεδάκι, δίπλα στο ποτάμι, όπου πήραμε το πρωινό μας.
Κοιτούσα συγκινημένος το ποτάμι και αναπολούσα τις αλησμόνητες στιγμές, που ταξίδευαν πια στον αστρικό χρόνο. Τότε ήταν που στο μυαλό μου εισέβαλε ξανά η εικόνα της αίθουσας του νυχτερινού εφιάλτη . Αναπήδησα σαν να με είχε τσιμπήσει σφήκα . Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι επρόκειτο για τον ίδιο χώρο ! Τι χαζός που ήμουν και δεν το είχα προσέξει! Η γλάστρα, το φως της σελήνης , η μπαλκονόπορτα , το παράθυρο, το ποτάμι , όλα ήταν έτσι ακριβώς όπως τα βίωσα κάποτε με την αγαπημένη μου γυναίκα στο σπίτι του τρελού ποιητή!
Βγήκα από το σπίτι σε κατάσταση συναγερμού . Περιφερόμουν ξανά και ξανά στα στενοσόκακα της πόλης ώσπου καταλήγω στην πλατεία της Χολτσμαρκτ .Ο ήχος από το εκκλησιαστικό όργανο που έβγαινε από την ανοιχτή πόρτα του Αγίου Γεωργίου με τράβηξε σαν μαγνήτης .
Μπήκα στην εκκλησία. Ήταν άδεια . Κάθησα σ’ ένα στασίδι και μέσα στη διαπεραστική παγωνιά και το απειλητικό σκοτάδι , που μάταια προσπαθούσαν να απωθήσουν μερικά κεριά ακουμπισμένα στις ταφόπλακες των ιπποτών κτητόρων του ναού, προσπαθούσα να βάλω σε μια τάξη τις σκέψεις μου για το νυχτερινό εφιάλτη. Ένιωθα πως ήμουν κοντά στο τέλος. Όλα σχεδόν τα κομμάτια του παζλ είχαν μπει στην κατάλληλη θέση. Χρειαζόμουν μόνο ένα κομμάτι για να το συμπληρώσω, αλλά αυτό το κομμάτι ήταν και το πιο σημαντικό.
Εγκατέλειψα το καταθλιπτικό περιβάλλον του ναού και ανηφόρισα μες στη βροχή για τον πύργο . Διέσχισα την έρημη αυλή και ασθμαίνοντας ανέβηκα το κλιμακοστάσιο του πιο ψηλού πύργου του φρουρίου . Μέσα από τις πολεμίστρες διέκρινα το σκοτεινό όγκο των Γιούρα . Νύχτωνε . Σύννεφα κάλπαζαν σαν μανιασμένα αραβικά άλογα στον ουρανό. Η βροχή με μαστίγωνε αδυσώπητα κι ο αέρας λυσσομανούσε πίσω από την πλάτη μου λες και ήθελε να με γκρεμίσει στα μαύρα χάη.
Τρόμαξα . Ροβόλησα σχεδόν τις σκάλες και γύρισα τρέχοντας στο αυτοκίνητο . Πήρα το δρόμο της επιστροφής παραβιάζοντας συνεχώς τα όρια ταχύτητας . Λίγο πριν μπω όμως στο τούνελ του Λε... κόλλησα σ’ ένα απερίγραπτο μποτιλιάρισμα. Ένα δυστύχημα με καθήλωσε επί μία ώρα αυξάνοντας στο έπακρο τον εκνευρισμό μου. Περιπολικά της τροχαίας και αυτοκίνητα του Ερυθρού Σταυρού περνούσαν συνεχώς από τη βοηθητική λωρίδα.
Κάποια στιγμή μας έδωσαν την άδεια να ξεκινήσουμε . Τη στιγμή που προσπερνούσα αργά τον τόπο του δυστυχήματος οι τραυματιοφορείς μετέφεραν κάποιον σε ένα φορείο. Από το σκεπασμένο με μια βελουτέ κουβέρτα σώμα πρόβαλλαν δύο γυναικεία πόδια χωρίς παπούτσια, το ένα κρεμόταν καταματωμένο στο πλάι και πηγαινοερχόταν στον αέρα.
Βγαίνοντας από το τούνελ είχα χάσει εντελώς το ηθικό μου. Αντί να πατήσω το γκάζι και να αφήσω το αυτοκίνητο να ξεχυθεί, με την άνεση των δύο χιλιάδων κυβικών του, στη λωρίδα ταχείας κυκλοφορίας, παρέμεινα στη λωρίδα των φορτηγών ελαττώνοντας μάλιστα την ταχύτητα . Η δυσφορία του οδηγού της νταλίκας που ακολουθούσε εκδηλώθηκε με έναν ορυμαγδό από παρατεταμένα κορναρίσματα . Από τον καθρέφτη είδα τον τεράστιο όγκο που είχε κολλήσει πίσω μου και τα πρώτα κύματα του πανικού άρχισαν να εισορμούν από παντού στο κλυδωνιζόμενο μυαλό μου. Τα μάτια μου είχαν πεταχτεί από τις κόγχες , ενώ πυκνός ιδρώτας έλουζε το φλεγόμενο μέτωπό μου .
Πατώντας εναλλάξ γκάζι και φρένο διήνυσα δύο τρία μαρτυρικά χιλιόμετρα , ενώ τα χέρια μου έσφιγγαν με λύσσα το τιμόνι .
Είχε ξαναεμφανιστεί η καταραμένη φοβία μου για την οδήγηση , που εκδηλώθηκε ένα χρόνο μετά το γάμο μου. Επέστρεφα με την Αρετή από μια κυριακάτικη εξόρμηση στ’ Αμπελάκια . Μια αδέξια προσπέραση που έκανα στο ύψος της Κατερίνης προκάλεσε μια καραμπόλα, με συνέπεια να τραυματιστούν ελαφρά δύο άνθρωποι . Η υπόθεση αυτή μου κόστισε αρκετή ταλαιπωρία και άφθονα χρήματα για την επισκευή των αμαξιών τους. Το κυριότερο όμως ήταν οι ενοχές που άρχισα να νιώθω μετά από αυτό το επεισόδιο, ενοχές που άλλαξαν τη σχέση μου με τη οδήγηση κατά τρόπο παράλογο , αφού το τιμόνι, από έρωτας άνευ ορίων μετατράπηκε σε μίσος μέχρι θανάτου .
Όσες φορές ήμουν υποχρεωμένος να κυκλοφορώ έξω από την πόλη , περνούσα τα μαρτύρια της κολάσεως. Οδηγούσα διστακτικά, ενώ συχνά πυκνά με έπιαναν κρίσεις πανικού, που ήταν τόσο πιο σφοδρές , όσο πιο πυκνή ήταν η κυκλοφορία. Τις νύχτες ειδικά στην εθνική, με εγκατέλειπε εντελώς το θάρρος μου. Ακόμη και όταν ο δρόμος ήταν σχεδόν άδειος , δεν είχα καθόλου αυτοπεποίθηση και πήγαινα σαν τον κάβουρα . Στα σημεία που πύκνωνε η κυκλοφορία, κολλούσα πίσω από κάποιο φορτηγό που έτρεχε με ογδόντα, αλλά μόλις με πλησίαζε ένα άλλο όχημα , αδημονούσα να εγκαταλείψω το δρόμο και να καταφύγω κάθιδρος σε κάποιο πάρκιν.
Χωρίς την Αρετή δε θα τα είχα καταφέρει. Θα είχα αποχαιρετήσει την οδήγηση για πάντα. Σε όλα τα μακρινά ταξίδια επέμενε να βρίσκεται δίπλα μου, παίζοντας άψογα το ρόλο του γαλήνιου συντρόφου και του φύλακα-άγγελού μου. Έτσι εμπιστοσύνη που μου έδειχνε στις δύσκολες στιγμές, η αταραξία της , η ικανότητά της να με αποφορτίζει, όταν τα έχανα από τον πανικό και ήμουν έτοιμος να ρίξω το αυτοκίνητο στις ρόδες κάποιου τριαξονικού, σιγά σιγά καταλάγιασαν τις φοβίες μου και έβγαλαν στην επιφάνεια τον παλιό καλό οδηγό .
Προσπέρασα την έξοδο του Μ. σε κατάσταση πανικού . Το μυαλό μου είχε κυριευτεί από τη σκέψη πως δε θα τα καταφέρω να διανύσω τα σαράντα χιλιόμετρα που χρειάζονταν ως την επόμενη έξοδο . Ο φορτηγατζής πίσω μου συνέχιζε να παίζει σαδιστικά με τα φώτα του. Παίρνοντας μια βαθιά αναπνοή μπήκα στη μεσαία λωρίδα , αλλά δεν είχα κάνει καλά καλά εκατό μέτρα, όταν το μετάνιωσα και , στρίβοντας απότομα το τιμόνι , ξαναχώθηκα στην ακριανή κι από εκεί στη βοηθητική, πατώντας πλάκα το φρένο. Η Μερσεντές σταμάτησε απότομα , ενώ το φορτηγό που ακολουθούσε περνούσε ξυστά από δίπλα μου , μέσα σε ένα ορυμαγδό από κορναρίσματα.
Κατέβασα το τζάμι του παραθύρου και ρούφηξα άπληστα τον κρύο αέρα , ενώ πυκνές ριπές βροχής μαστίγωναν το πρόσωπό μου. Αποφάσισα να μην ξαναβγώ στην αουτομπάν , αλλά να βάλω το αλάρμ και να τσουλήσω όσο πιο αργά μπορούσα στη βοηθητική, προσποιούμενος ότι είχα πάθει κάποια βλάβη.
Τα λίγα χιλιόμετρα που με χώριζαν από την επόμενη έξοδο μου φάνηκαν αιώνας. Με την ψυχή στο στόμα βγήκα στη λαντστράσε που οδηγούσε προς το Κ. Λίγα χιλιόμετρα οδήγησης μακριά από την αουτομπάν ήταν αρκετά για να ανακτήσω το θάρρος μου . Πατούσα τώρα με μεγαλύτερη άνεση το γκάζι, μολονότι η ομίχλη περιόριζε την ορατότητά μου και η άσφαλτος ήταν εξαιρετικά ολισθηρή λόγω της σφοδρής καταιγίδας που είχε προηγηθεί.
Είχα διανύσει πάνω από τη μισή απόσταση για το Κ. και έψαχνα να βρω την πινακίδα που θα με έβγαζε στον 22 και από κει στην πόλη μου. Ανέβηκα με δυσκολία στην κορυφή ενός μικρού λόφου. Στο βάθος κάποια αμυδρά φώτα συμβόλιζαν, απ’ ό,τι είδα στο χάρτη, την πολίχνη Φ. Σκέφτηκα ότι ήμουν σε καλό δρόμο και άρχισα να κατηφορίζω προσεκτικά .. Φτάνοντας όμως στις παρυφές του χωριού αναγκάστηκα να σταματήσω , επειδή η αστυνομία απαγόρευε την κυκλοφορία των αυτοκινήτων από τον 22 λόγω της καταιγίδας. Έτσι ήμουν υποχρεωμένος να ξαναβγώ στην αουτομπάν.
Πήρα το δρόμο της επιστροφής βρίζοντας θεούς και δαίμονες . Λίγο πριν μπω στην αουτομπάν, σταμάτησα στην άκρη του δρόμου και βγήκα από το αυτοκίνητο κάνοντας βόλτες μες στο ανεμόβροχο, ώσπου κατάφερα να ηρεμήσω . Ξαναμπήκα στο αμάξι , άναψα την πίπα μου και έβαλα στο κασετόφωνο μια κασέτα με τραγούδια του Χατζηδάκι για τον κινηματογράφο. Άφησα την πίπα στην κονσόλα και ξεκίνησα.
Στην Αουτομπάν η βροχή, ο αέρας και η ομίχλη μαζί με τα χιλιάδες τροχοφόρα όρμησαν απάνω μου για να με φάνε . Όμως αυτή τη φορά είχα την αίσθηση ότι όλα θα πάνε καλά . Διήνυσα μερικά χιλιόμετρα ακολουθώντας τη δεξιά λωρίδα . Κανένας πανικός ! Όλα έβαιναν καλώς . Αύξησα την ένταση του κασετόφωνου, και , τη στιγμή που ο Αυλωνίτης ξεκίνησε να εκφράζει το βαρύ καημό του για τα γυναικεία καμώματα, πέρασα στη μεσαία. Ανέβασα την ταχύτητα στα εκατόν είκοσι και άρχισα να προσπερνώ ,το ένα μετά το άλλο, τα βαριά φορτηγά , ενώ ένιωθα χωρίς ίχνος πανικού τους κραδασμούς που προκαλούσαν οι διχίλιαρες βολίδες που έτρεχαν από τ’ αριστερά. Αυτό ήταν λοιπόν ! Ένα αίσθημα ανακούφισης πλημμύρισε τα σωθικά μου. Πάτησα γκάζι και μπήκα στη λωρίδα ταχείας κυκλοφορίας. Η βελόνα του ταχύμετρου έδειχνε πια τα εκατόν εξήντα κι εγώ τραγούδύσα μαζί με τον Αυλωνίτη το ρεφρέν:
Αχ βρε παλιομισοφόρια
τι τραβάν για σας τ΄ αγόρια!
Έφτασα επιτέλους στη βάση μου και τράβηξα κατευθείαν στο νοσοκομείο με την ελπίδα ότι θα είχε συμβεί κάποιο θαύμα ανάλογο μ’ αυτό που συνέβη σε μένα . Στο μισοσκότεινο όμως δωμάτιο η εικόνα του ακίνητου διασωληνωμένου σώματος με προσγείωσε στην πραγματικότητα. Μεμιάς κατέρρευσα σε μια πολυθρόνα δίπλα απ’ το κρεβάτι της Αρετής . Ήθελα να της μιλήσω , να της ανοίξω την καρδιά μου , να ανακουφιστώ κι εγώ απ’ τα δικά μου πάθη.
Της έπιασα το χέρι κι ένα πελώριο αίσθημα ντροπής ήρθε και με τύλιξε σαν μαύρο σάβανο.
Μ’αυτή τη γυναίκα πέρασα τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου. Μού έδωσε τα πάντα κι εγώ της έδωσα ελάχιστα . Ο κατά τους άλλους μαλαματένιος Πέτρος , ο άψογος σύζυγος ! Όλοι αυτοί που με θεωρούσαν πρότυπο φυσιολογικού ανθρώπου δεν ήξεραν τίποτε για τις ανασφάλειες , την υποχονδρία και τις ψυχωτικές αντιδράσεις μου σε ζητήματα παιδαριώδη. Για τις μαλακίες και τα τσιλημπουρδήματά μου. Σκάλιζα το παρελθόν , μετρούσα τις πίκρες που της έδωσα και δεν μπορούσα να επανορθώσω. Το πιο φριχτό ήταν να έφευγε από τη ζωή χωρίς να νιώσει το θαύμα της μητρότητας. Και σ’ αυτό ήμουν ο απόλυτος φταίχτης.
Βέβαια, στην αρχή του γάμου μας είχαμε συμφωνήσει ότι δε θέλαμε παιδιά. Ήμαστε από άλλη πάστα εμείς! Παιδιά και έρωτας δε συμβαδίζουν, είπαμε . Εμείς δε θα πέσουμε στην παγίδα του μικροαστισμού. Ο δεσμός έπρεπε να μείνει αμόλυντος, δε θα εγκλωβιζόταν στην πνιγηρή καθημερινότητα της συμβατικής οικογένειας . Τρομάζαμε στην προοπτική μιας συνήθους οικογενειακής πραγματικότητας νευρωτικού τύπου, που στο μέσα σε μια πενταετία όχι μόνο κρυώνει τη σχέση αλλά και σε πετάει στα αζήτητα.
Φτιάξαμε μια όαση ραφιναρισμένων ηδονών, ένα ιδιωτικό δρυμό σπανίων απολαύσεων, καλά προστατευμένο . Βιβλία , πνευματώδεις συζητήσεις, μουσική , έρωτας, καλό φαγητό, ταξίδια... Είχα επινοήσει ένα δίστιχο για το μικρόκοσμο στον οποίο είχαμε ασφαλίσει τη σχέση μας : Αγάπη μου εσύ κι εγώ στο ανοιχτό λαντό κι άσε τον κόσμο να πλέει στο σκατό. Η απομόνωσή μας στον περιχαρακωμένο κόσμο του εκλεκτισμού δεν άφηνε χώρο για φρουτόκρεμες και ξεσκατώματα . Δε μπορούσαμε να φανταστούμε ένα παιδί να μπουσουλάει στο πάτωμα ανάμεσα στα πόδια μας , να μας κλέβει τα κυριακάτικα πρωινά ή να σκορπίζει με τις τσιρίδες του τη μαγεία από το αυγουστιάτικα ηλιοβασιλέματα στο Θερμαϊκό . Δε θα αλλάζαμε με στράτες στρατούλες τις ανεπανάληπτες στιγμές μας : εγώ να ρουφώ το τελευταίο βιβλίο της Δημουλά και η Αρετή σκυμμένη στο πιάνο να ταξιδεύει στους εφτά ουρανούς ακολουθώντας τις νότες μιας μαζούρκας , που μπαινόβγαιναν σαν λευκά περιστέρια από την ανοιχτή μας μπαλκονόπορτα.
Στιγμές ανείπωτης ευτυχίας . Πλησίαζα αθόρυβα, έσκυβα πάνω από τον αλαβάστρινο λαιμό της και τον φιλούσα γλυκά. Παρέλυε από το ανατριχιαστικό άγγιγμα των χειλιών μου και μ’ ακολουθούσε σαν τρυφερή παιδούλα ως παράθυρο . Η πόλη βυθιζόταν μελαγχολικά στο σκοτάδι . Κάποιο πλοίο έμπαινε ολόφωτο στο λιμάνι. Της ψιθύριζα λόγια ευγνωμοσύνης για την ευτυχία που μου χάριζε. Εγώ ήμουν το παιδί κι αυτή η μάνα . Κανένα αδερφάκι δε θα μου έκλεβε τη γλυκιά αγκαλιά της.
Ένα κυριακάτικο όμως απόγευμα, στον πέμπτο ήδη χρόνο του γάμου μας, η μαγεία εξαφανίστηκε , όπως ένα κρυστάλλινο ποτήρι Βοημίας που φεύγει από τα χέρια σου και γίνεται χίλια κομμάτια στο πάτωμα. Η Αρετή σηκώθηκε ξαφνικά από το πιάνο και μου είπε χωρίς προλόγους :
«Μαγκουφιάζουμε ! Δεν πάει άλλο . Πρέπει να κάνουμε παιδιά!».
Έμεινα άναυδος. Δεν περίμενα μια τόσο ριζική μεταστροφή στις πεποιθήσεις της . Της θύμισα τη συμφωνία μας .
«Πέτρο δεν ξεχνώ τη συμφωνία μας , αλλά είναι πάνω από τις δυνάμεις μου να πάω κόντρα στη φύση. Θέλω να γίνω μητέρα!» , μου απάντησε με υγρά μάτια .
«Ποιος ο λόγος να αναλώσω τον καλύτερο εαυτό μου σ’ αυτό που αποκαλείται ανατροφή των παιδιών;» , τη ρώτησα κυνικά . «Γιατί να ξεμάθω συνειδητά να ζω σαν άνθρωπος , να στριφογυρίζω σαν τη σβούρα γύρω από τα κακομαθημένα τερατάκια, να θάψω δηλαδή την υπόλοιπη ζωή μου στους τέσσερις τοίχους , για να περνάνε καλά αυτά κι εγώχειρότερα;»
«Εντάξει! Δε θα ξαναμιλήσουμε γι’ αυτό το θέμα.», ήταν η μόνη φράση που βγήκε από τα χείλη της και ξανακάθισε στο πιάνο της.
Δεν ξαναμιλήσαμε έκτοτε πάνω στο θέμα αυτό. Αλλά στα χρόνια που κύλησαν ήταν φανερό ότι κάτι είχε ραγίσει μέσα της . Τη βασάνιζε ασφαλώς η έλλειψη του παιδιού που δεν μπορούσε να αποκτήσει εξαιτίας της δικής μου αυτιστικής ακαμψίας . Καμωνόμουν πως δεν έβλεπα με τι λαχτάρα πλησίαζε τα παιδιά των φίλων , πόσο αχόρταγα τα φιλούσε, τι δώρα τα γέμιζε. Μπόρα είναι , θα περάσει , σκεφτόμουν . Αργά ή γρήγορα θα καταλάβαινε σε τι παγίδα μπορούσε να πέσει και θα με ευγνωμονούσε.
Σηκώθηκα βαρύθυμος . Έσκυψα και τη φίλησα στο στόμα . Το χνώτο της μύριζε φαρμακίλα και ένιωσα ένα είδος ναυτίας να ταράζει τα σωθικά μου.
Έξω από το νοσοκομείο ο χώρος έμοιαζε βομβαρδισμένος . Η καταιγίδα που είχε περάσει κι από την πόλη μας είχε αφήσει πίσω της τα ευδιάκριτα σημάδια της . Πήρα ν’ ανηφορίζω την έρημη Κένιγκς Αλέε που έβγαζε προς την Τράπεν Σέε. Το ρολόι της πόλης άρχισε να σημαίνει δέκα , τη στιγμή που πίεζα το κουδούνι του σπιτιού της Ιωάννας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: