Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Τζουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα, " Γατόπαρδος"
Πάντα πίστευα πως τα βιβλία είναι ένα υλικό δύσκολα διαχειρίσιμο. Δεν μπορείς εύκολα να τα κουμαντάρεις. Δε μπορείς να τα κάνεις καλά. Έπειτα τα βιβλία έχουν κλειδί αθέατο, άφαντο πολλές φορές. Και δεν υπάρχει πασπαρτού που ξεκλειδώνει όλα τα κείμενα-κι ας λένε οι θεωρητικοί. Με λίγα λόγια ο αναγνώστης δεν είναι διαχειριστής κοινοχρήστων. Δεν εμπίπτουν στη συλλογιστική της λογιστικής. Δεν προσλαμβάνονται εύκολα, χωρίς κόπο και μόχθο. Πάντα πίστευα πως ο αναγνώστης είναι συνήθως ή ενίοτε εντελέστερος του συγγραφέα. Καλείται να τα βγάλει πέρα μ’ ένα σωρό βιβλία που κρύβουν τα κλειδιά τους στον πάτο των σελίδων τους.
Όταν μάλιστα τα βιβλία μιλάνε για πραγματικά γεγονότα και πρόσωπα τότε η μετάλλαξή τους σε αξιανάγνωστο λογοτεχνικό ανάγνωσμα απαιτεί μεγαλύτερη μαεστρία.
Ο Γατόπαρδος [1958] του Τζουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα διαδραματίζεται σε ένα υπαρκτό ιστορικό πλαίσιο που έφερε και την πτώση μιας τάξης αυτής των αριστοκρατών και συνακόλουθα την άνοδο της αστικής τάξης, όπως διαφαίνεται άλλωστε μέσα απ’ το ειδύλλιο του αγαπημένου ανιψιού του Σικελού Πρίγκιπα ντι Σαλίνα, του γοητευτικού όσο και άφραγκου Ταγκρέντι, με την κόρη του άξεστου όμως βαθύπλουτου ντον Καλότζερο, την όμορφη Αντζέλικα. Η πλοκή είναι μάλλον υποτυπώδης, η αφήγηση είναι περισσότερο εσωτερική, ένας στοχασμός βουτηγμένος στην ειρωνεία αλλά και με τους αδιόρατους τόνους ρεμβασμού ανάμεικτου με μελαγχολία.
«Μέσα στη σκιά που μεγάλωνε, δοκίμασε να υπολογίσει πόσο χρόνο είχε ζήσει πραγματικά. Το μυαλό του μπερδευόταν ακόμη και με αυτούς τους απλούς υπολογισμούς: τρεις μήνες, είκοσι μέρες, σύνολο έξι μήνες, έξι επί οχτώ ογδόντα τέσσερα… σαράντα οχτώ χιλιάδες… 840.000… Συνήλθε. ‘’Είμαι εβδομήντα τριών χρόνων, χοντρικά έχω ζήσει, στην πραγματικότητα έχω ζήσει, δύο… τρία χρόνια, το πολύ’’. Και οι στενοχώριες, η ανία, πόσο διήρκεσαν; Ήταν περιττό να προσπαθήσει να το υπολογίσει: το υπόλοιπο, εβδομήντα χρόνια. Ένιωσε τα χέρια του να αφήνουν τους αγαπημένους του. Ο Τανκρέντι σηκώθηκε γρήγορα και βγήκε… Δεν ήταν πια ένας ποταμός αυτό που ανάβρυζε από μέσα του, αλλά ένας ωκεανός, θυελλώδης, γεμάτος αφρούς και μανιασμένα κύματα… Μάλλον είχε πάθει μιαν ακόμη ανακοπή, γιατί ξαφνικά αντιλήφθηκε πως τον είχαν ξαπλώσει στο κρεβάτι – κάποιος του κρατούσε τον καρπό. Το αμείλικτο αντιφέγγισμα της θάλασσας έμπαινε από το παράθυρο και τον τύφλωνε – μέσα στο δωμάτιο ακουγόταν ένα σφύριγμα: ήταν το δικό του ψυχορράγημα αλλά δεν το ήξερε, μια μικρή ομάδα ξένων ανθρώπων έστεκαν γύρω του με προσηλωμένο το βλέμμα πάνω του και με φοβισμένη έκφραση. Άρχισε σιγά-σιγά να τους αναγνωρίζει: ο Τανκρέντι, η Κοντσέτα, η Αντζέλικα, ο Φραντσέσκο Πάολο, η Καρολίνα, ο Φαμπριτσιέτο. Αυτός που του κρατούσε τον καρπό ήταν ο γιατρός Καταλιότι. Δοκίμασε να του χαμογελάσει για να τον καλωσορίσει, αλλά κανείς δεν το κατάλαβε. Όλοι, εκτός από την Κοντσέτα, έκλαιγαν. Ακόμη και ο Τανκρέντι, ο οποίος έλεγε: «Θείε μου, αγαπημένε μου θείε!»
Οικόσημο των Λαμπεντούζα είναι η λεοπάρδαλη ένα ευγενές αιλουροειδές που τον 19ο αιώνα ήταν υπό εξαφάνιση στη Σικελία, όπως ακριβώς το είδος του άντρα που σκιαγραφείται στο πρόσωπο του Πρίγκιπα ντι Σαλίνα, ενός ανθρώπου που βλέπει τις ιστορικές εξελίξεις να τον ξεπερνούνε, χωρίς να μπορεί να κάνει τίποτα για να τις ανατρέψει – αφού πρόκειται για την ίδια την Ιστορία – και μια νέα τάξη χυδαίων νεόπλουτων αναδύεται και παίρνει τα ηνία.
«Αν θέλουμε να μείνουν όλα όπως είναι, τότε πρέπει όλα ν’ αλλάξουν». Αυτή η πιο διάσημη αλλά και η πιο μεταχειρισμένη φράση από το βιβλίο – αφού δημοσιολόγοι και αρθρογράφοι την έχουν χρησιμοποιήσει ακόμα και στην δεκαετή οικονομική κρίση ή στην πανδημία – είναι η ευφυής σκέψη του πρίγκιπα προκειμένου, αν όχι να ανατρέψει, τουλάχιστον να καθυστερήσει, τον εκφυλισμό και συνακόλουθα την πτώση της τάξης του. Αλλά αυτή η αποστροφή δε στάθηκε αρκετή για ν’ ανακόψει κάτι που νομοτελειακά θα συνέβαινε.
Στο ιστορικό φόντο κυριαρχεί η εποχή του Risorgimento, η επανένωση δηλαδή της Ιταλίας από τον Γαριβάλδη και τα στρατεύματά του ανάμεσα στα 1860 και 1871, οπότε και οι Βουρβόνοι απέσπασαν τη Σικελία.
Πηγή έμπνευσής για το μυθιστόρημα αποτέλεσε ο προπάππος του συγγραφέα – αν και στην πραγματικότητα ο Γατόπαρδος είναι η μυθιστορηματική αυτοβιογραφία του Λαμπεντούζα.
Ο Πρίγκηπας αποκαρδιωμένος σκεφτόταν: «Όλα αυτά δεν θα έπρεπε να διαρκέσουν για πολύ ακόμη. Και όμως θα διαρκέσουν για πάντα∙ πάντα, σύμφωνα με τους ανθρώπινους νόμους, σημαίνει ένα δύο αιώνες… έπειτα θα αλλάξουν όλα, αλλά προς το χειρότερο. Εμείς ήμασταν οι Γατόπαρδοι, οι Λέοντες∙ εκείνοι που θα μας αντικαταστήσουν θα είναι τα τσακάλια, οι ύαινες∙ κι όλοι μαζί, Γατόπαρδοι, τσακάλια και πρόβατα, θα εξακολουθήσουμε να πιστεύουμε ότι είμαστε το άλας της γης».
Ο απαισιόδοξος αυτός στοχασμός βασίζεται στη χρονική απόσταση που χωρίζει τον συγγραφέα από τα αναπότρεπτα ιστορικά γεγονότα που σηματοδότησαν την πτώση των ομοίων του. Ο Λαμπεντούζα φαίνεται να πιστεύει πως εκ των πραγμάτων η ιστορία σημαδεύεται από μια διαδοχή, ένα δίπολο ακμής και παρακμής κι όχι προόδου και οπισθοδρόμησης.
«Η έπαυλη της οικογένειας Σαλίνα πριν ογδόντα χρόνια είχε αποτελέσει τόπο συνάντησης εκείνων των σκοτεινών απολαύσεων που είχαν διασκεδάσει τον ετοιμοθάνατο δέκατο όγδοο αιώνα∙ η αυστηρή βασιλεία όμως της Πριγκίπισσας Καρολίνας, η νεοθρησκευτικότητα της Παλινόρθωσης, ακόμη και η μειλίχια σαρκική φύση του ίδιου του Ντον Φαμπρίτσιο, είχαν σβήσει τα αλλόκοτα παραπτώματά του∙ τα πουδραρισμένα μικρά δαιμόνια είχαν τραπεί σε φυγή. Ήταν ακόμη παρόντα, βέβαια, αλλά σε λήθαργο. Είχαν πέσει σε χειμερία νάρκη, κάτω από σωρούς σκόνης, σε κάποια από τις σοφίτες του κολοσσιαίου κτιρίου. Ο ερχομός της όμορφης Αντζέλικα στην έπαυλη τα είχε κάπως ξυπνήσει, όπως ίσως θυμάται κανείς∙ αυτό όμως που ξαναζωντάνεψε στ’ αλήθεια τα θαμμένα ερωτικά ένστικτα του σπιτιού ήταν κυρίως ο ερχομός των δύο ερωτευμένων νέων. Τους έβρισκες παντού, αγνούς ίσως αλλά ιδιαίτερα ζωηρούς, σαν μυρμήγκια που έχουν ξυπνήσει από τον ήλιο. Η αρχιτεκτονική, η ροκοκό διακόσμηση με τις απρόβλεπτες καμπύλες έφερναν στο νου εκτάσεις γης και στητά στήθη. Κάθε εσωτερική πόρτα που άνοιγε θρόιζε σαν κουρτίνα ερωτικής κλίνης».
[...........................................] ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ
Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Τζουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα ..
Σταυρούλα Παπασπύρου=>Γατόπαρδος»: Μια εξαίσια νωπογραφία της παρακμής(lifo)
Η ΤΑΙΝΙΑΗ ταινία Ο Γατόπαρδος, γνωστή και ως Η Λεοπάρδαλη της Σικελίας, είναι ιστορικό επικό δράμα παραγωγής 1963 σε σκηνοθεσία Λουκίνο Βισκόντι και αποτελεί κινηματογραφική μεταφορά του ομώνυμου μυθιστορήματος του Τζουζέππε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου