- καστράτος < (άμεσο δάνειο) ιταλική castrato + -ς,[1] Αναδανεισμός, ετυμολογικό ζεύγος με τη μεσαιωνική ελληνική καστράτος < λατινική castratus (ευνουχισμένος)
Ουσιαστικό
καστράτος αρσενικό
- (μουσική) άνδρας ερμηνευτής της εκκλησιαστικής μουσικής και της όπερας από το 16ο έως τα τέλη του 18ου αιώνα, ο οποίος είχε υποστεί ευνουχισμό στην παιδική ηλικία, ώστε η φωνή του να διατηρήσει την ικανότητα να αποδίδει πολύ ψηλές νότεςel.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου