Κυριακή, Μαΐου 07, 2023

Το χιούμορ ως προωθητική δύναμη της καλής λογοτεχνικής συγγραφής

Διήγημα: “Πώς πούλησα την καλύτερη ιστορία μου. Ένα αληθινό γεγονός”

 
Της Μαρίας Γαβαλά*
Πηγή: fractalart.gr

 

g1

 

Πάει αρκετός καιρός, πρωί ήταν, στη λαϊκή της γειτονιάς μου (εκεί όπου μπορεί να συμβεί οτιδήποτε), κι ενώ διάλεγα φρούτα και λαχανικά, με πλησιάζει ένας άγνωστος άνδρας με χαρτοφύλακα, γύρω στα πενήντα, καλοστεκούμενος, ευγενικός, μειλίχιος, ντυμένος στην τρίχα, και μου λέει:

«Είστε η κυρία …;»

«Μάλιστα. Με ποιον έχω την τιμή;»

«Καμιά σημασία… Αυτό που θέλω να συζητήσουμε είναι το εξής. Γνωρίζω το έργο σας, το εκτιμώ πολύ και επιθυμώ να αγοράσω μια ιστορία σας. Την καλύτερη όμως. Το “καλύτερη” το αφήνω στην κρίση σας».

Η πρώτη σκέψη μου ήταν πως ο άνθρωπος με δούλευε. Δεν έχω πουλήσει ποτέ ιστορία μου και μάλιστα στη λαϊκή. Οι ιστορίες που γράφω δεν σχετίζονται με εμπορεύσιμα είδη. Ο άνδρας όμως, χωρίς δεύτερη σκέψη και χωρίς άλλη επεξήγηση, έβγαλε απ’ τον χαρτοφύλακά του ένα μπλοκ επιταγών. Σημείωσε στα γρήγορα το νούμερο, υπέγραψε, και μου έδωσε το απόκομμα.

Η τελευταία επιταγή που έπιασα στα χέρια μου, πριν πέντε περίπου χρόνια, ως αμοιβή λογοτεχνικής εργασίας, ήταν ακάλυπτη. Ακόμα υπάρχει, ξεχασμένη, σε κάποιο συρτάρι. Ποτέ δεν κατάφερα να βρω το δίκιο μου. Τώρα, ο άνδρας που στεκόταν απέναντί μου συνέχιζε ακάθεκτος:

«Χίλια ευρώ για τις χίλιες λέξεις. Το κείμενο δεν πρέπει να ξεπερνά τις τρεις χιλιάδες λέξεις. Η επιταγή που σας δίνω, χίλια πεντακόσια ευρώ, είναι προκαταβολή. Τα υπόλοιπα θα τα πάρετε μόλις μου παραδώσετε το κείμενο ολοκληρωμένο».

Δέχτηκα την επιταγή με το δεξί, με το αριστερό τσίμπησα τον γοφό μου για να σιγουρευτώ πως δεν ονειρευόμουν, και ρώτησα:

«Και τι θα την κάνετε την ιστορία; Πού θα τη δημοσιεύσετε;»

Απάντησε με μεγάλη προθυμία.

«Δεν νομίζω πως θα τη δημοσιεύσω πουθενά. Ένας απλός συλλέκτης ιστοριών είμαι. Θα την κρατήσω ως κομμάτι της συλλογής μου, να τη διαβάζω για προσωπική μου ευχαρίστηση. Κι εσείς, θα μου δώσετε τον λόγο της τιμής σας πως δεν θα τη δημοσιεύσετε πουθενά αλλού. Μια συμφωνία μεταξύ έντιμων ανθρώπων».

Του έδωσα τον λόγο μου, απρόθυμα μεν, αλλά του τον έδωσα. «Βλέποντας και κάνοντας» σκεφτόμουν τσεπώνοντας την επιταγή.

 

Την ίδια κιόλας ημέρα πήγα στην Τράπεζα και εξαργύρωσα την επιταγή. Την ώρα που τακτοποιούσα τα χίλια πεντακόσια ευρώ στο πορτοφόλι μου, ήμουν πεπεισμένη πως έπεσα θύμα μιας πρωτοφανούς πλεκτάνης. Ο άνδρας μου είχε πει: «Μόλις ετοιμάσετε την ιστορία, θα την εκτυπώσετε, θα τη βάλετε σε φάκελο κραφτ και θα την αποστείλετε σε αυτήν εδώ τη διεύθυνση».

Ήταν η διεύθυνση μιας θυρίδας των ΕΛΤΑ. Επίσης είχε επιμείνει στο εξής: «Μη μου στείλετε ό, τι να ’ναι. Θέλω την καλύτερη».

Προσεβλήθην κι ετοιμαζόμουν να διαμαρτυρηθώ. «Και τι σημαίνει “η καλύτερη”; Αυτό είναι υποκειμενικό, άνθρωπέ μου».

Συγκρατήθηκα όμως. Σκεφτόμουν τα χρήματα.

«Η καλύτερη, κατά την άποψή σας» με πρόλαβε ο άγνωστος. Και τόνισε ιδιαιτέρως το «κατά την άποψή σας».

Στο σπίτι είχα ήδη έτοιμες δύο ιστορίες. Πίστευα πως η μία, η Α, ήταν καλύτερη από την άλλη, τη Β. Χωρίς καμιά αμφιβολία. Τη Β τη θωρούσα απλώς μια ενδιαφέρουσα συγγραφική απόπειρα. Η Α όμως, όπως εκτιμούσα, ήταν πράγματι η καλύτερη ιστορία που είχα γράψει ποτέ. Ποια από τις δύο, σύμφωνα με τη λογική, έπρεπε να θυσιάσω για τρεις χιλιάδες ευρώ; Δεν δυσκολεύτηκα να αποφασίσω. Θα έστελνα τη Β που έκρινα πως ήταν κατώτερη. Ποιος θα αποδείκνυε, και με τι τεκμήριο, πως η Α ήταν αυτή που έπρεπε να βρίσκεται στη θέση της Β μιας και, κατά την κρίση μου, ήταν η καλύτερη; Κανείς δεν με υποχρέωνε να βγάλω στο φως την πραγματική μου εκτίμηση. Την αληθινή γνώμη μου, την ισχύουσα, θα την κρατούσα αποκλειστικά για τον εαυτό μου, μυστική, προκειμένου να εξασφαλίσω τα καλά και συμφέροντα. Ποιος μπορούσε να με ξεμπροστιάσει και να ισχυρισθεί το αντίθετο;

Πήρα, λοιπόν, τη δεύτερη ιστορία, τη «χτένισα» όσο γινόταν καλύτερα, την επιμελήθηκα γλωσσικά, την περιόρισα στις τρεις χιλιάδες λέξεις, την εκτύπωσα, τη χώρεσα σε έναν κανονικού μεγέθους φάκελο κραφτ, και την απέστειλα στον αριθμό της ταχυδρομικής θυρίδας που μου είχε υποδειχθεί. Όταν ολοκληρώθηκαν όσα έπρεπε να γίνουν, δεν παρέλειψα και τον μικρό μου απολογισμό. «Για τρεις χιλιάδες ευρώ δεν χάλασε ο κόσμος να μη διαβαστεί από κανέναν άλλο, πέρα από αυτόν τον εκκεντρικό. Καλά να είμαι και θα γράψω κι άλλες ιστορίες. Η καλύτερη ιστορία που έχω γράψει ως τώρα εξακολουθεί να βρίσκεται μες στον υπολογιστή μου μη διατρέχοντας κανέναν απολύτως κίνδυνο. Με την πρώτη ευκαιρία, θα την παραδώσω στο “μεγάλο κοινό”. Στο εγκυρότερο λογοτεχνικό περιοδικό, το οποίο διαθέτει και εξίσου έγκυρο διαδικτυακό site».

Αφού εισέπραξα λοιπόν και τα υπόλοιπα χίλια πεντακόσια ευρώ, κατέληξα στο συμπέρασμα πως ήμουν μία από τις τυχερότερες και ευφυέστερες γυναίκες συγγραφείς που έχει βγάλει ποτέ αυτός ο τόπος.

Ακολούθησαν δύο ολόκληροι μήνες εφιαλτικών αϋπνιών, συνοδευόμενων από σφοδρές αμφιβολίες και αντικρουόμενες σκέψεις. Ποια ακριβώς ήταν η καλύτερη ιστορία και ποια η κατώτερη; Δεν τολμούσα να ανοίξω τον υπολογιστή, να βρω τις δύο ιστορίες και να τις συγκρίνω μεταξύ τους, εκ νέου, με άλλο μάτι τώρα. Περισσότερο ώριμο, έμπειρο και αντικειμενικό.

«Άστο να πάει» προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου, «ό, τι έγινε, έγινε, άλλωστε χωρίς μεγάλο κόπο κέρδισα τρεις χιλιάδες ευρώ, δεν είναι λίγο αυτό».

Το βάσανο όμως ήταν ανυπέρβλητο, δεν μπορούσα να το αγνοήσω, να το ελέγξω, να το διαχειριστώ, να το βάλω στην άκρη, να το προσπεράσω και να συνεχίσω τη ζωή μου όμορφα, καλά και ήρεμα. Ένιωθα πως εξαπατούσα τον ίδιο μου τον εαυτό. Είχα την υποψία και κατόπιν τη βεβαιότητα πως διέπραξα γκάφα ολκής. Για τρεις χιλιάδες ευρώ, πολύ το φοβόμουν, πούλησα, ξεπούλησα για την ακρίβεια, την καλύτερή μου ιστορία, καταδικάζοντάς την παράλληλα σε αφάνεια. Μόνο αυτός ο περίεργος θα τη διάβαζε. Κανείς άλλος.

Με τα πολλά, αποφάσισα να προχωρήσω σε μια σχολαστική πραγματογνωμοσύνη. Σηκώθηκα νυχτιάτικα, προχωρημένα μεσάνυχτα, κάθισα στον υπολογιστή, έβαλα κάτω τις δύο ιστορίες και τις συνέκρινα, παράγραφο-παράγραφο, πρόταση-πρόταση, λέξη-λέξη. Το πρωί είχα σχηματίσει ολοκληρωμένη άποψη και συμπληρώσει μια εμπεριστατωμένη έκθεση. Σίγουρα, και δεν χωρούσε καμιά αμφιβολία, στον άνδρα είχα πουλήσει την καλύτερή μου ιστορία. Διότι η δεύτερη, η Β, αυτή που πουλήθηκε, ήταν όντως η καλύτερη από τις δύο, ενώ η πρώτη, η Α, που βρισκόταν πάντα ασφαλής στον υπολογιστή και την οποία κακώς μέχρι τώρα είχα τόσο περί πολλού, στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά μια κοινότοπη ιστορία που δεν άξιζε και πολλά, πέρα από μερικά προφορικά συγχαρητήρια και πιθανόν κάποια γραπτή εύφημη μνεία.

 

Στη συνέχεια, όσες προσπάθειες κι αν έκανα για να επανακτήσω την ιστορία, στέλνοντας πίσω στον συλλέκτη τα τρεις χιλιάδες ευρώ και ζητώντας να μου επιστραφεί το έργο μου, έπεσαν στο κενό. Ο τύπος είχε οικειοποιηθεί, ανέκκλητα, την καλύτερη ιστορία μου και μάλιστα δωρεάν. Άρα, ο γέγονε, γέγονε. Ιστορία και χρήματα, αμφότερα έγιναν καπνός. Σίγουρα υπήρξα το μεγαλύτερο κορόιδο στην Ιστορία…, αλήθεια ποια

Ιστορία; Διότι οι κριτικοί και οι ιστορικοί της λογοτεχνίας δεν ασχολούνται με τέτοιου είδους γκάφες. Άλλα τους απασχολούν.

Εν κατακλείδι… Μετά από καιρό, κατάφερα να δημοσιεύσω την ιστορία που διασώθηκε, την Α, την οποία κάποτε θεωρούσα ως την καλύτερη ιστορία της συγγραφικής καριέρας μου, σε κάποιο διακεκριμένο λογοτεχνικό περιοδικό, δεν ξέρω αν είναι το εγκυρότερο, πάντως έγκυρο είναι… Οι κριτικές που πήρα είναι επαινετικές, από αρκετά μέχρι πολύ. Μάλιστα δύο κριτικοί υποστήριξαν πως είναι, αναντίρρητα, η καλύτερη ιστορία που έγραψα μέχρι σήμερα. Για τη δημοσίευση, φυσικά δεν πήρα δεκάρα. Δεν αμείβονται τα διηγήματα που δημοσιεύεις στα λογοτεχνικά έντυπα ή στις αντίστοιχες ιστοσελίδες. Χάρη σου κάνουν…

Ο κουβαρντάς συλλέκτης φυσικά και έγινε καπνός. Προσωπικά, κάπως παρηγορήθηκα με τα καλά λόγια που διάβασα για το δημοσιευμένο γραπτό μου. Με αποκάλεσαν μάλιστα και «υπολογίσιμη δύναμη του εγχώριου πεζογραφικού γίγνεσθαι». Λίγο είναι αυτό; Από χείλια ειδικών;

 

Τι άλλο έμεινε απ’ όλη αυτή την αντάρα; Οι συνεχιζόμενες αϋπνίες και το βάσανο των αναπάντητων ερωτημάτων. Η αμφιβολία με άλφα κεφαλαίο.

Τι στην ευχή πήγα και πούλησα, ή μάλλον χάρισα, σε αυτόν τον μυστηριώδη συλλέκτη, του οποίου ποτέ δεν έμαθα την αληθινή ταυτότητα;

Έτσι, λοιπόν, πήρα μια νέα απόφαση. Να πηγαίνω κάθε Πέμπτη, ανελλιπώς, στη λαϊκή της γειτονιάς μου, για φρούτα και λαχανικά, μήπως και συναντήσω τον τύπο ξανά. Ποτέ δεν ξέρεις… Άλλωστε είναι και η μοναδική ευκαιρία να αποκτήσω πνεύμα και συνήθειες καλής νοικοκυράς. Επιπλέον, τα λαχανικά και τα φρούτα, όντως, μου άνοιξαν τα μάτια… «Τι και ποιος με εμποδίζει», σκέφτηκα μια μέρα, «να χρησιμοποιήσω στο μέλλον, δηλαδή να δημοσιεύσω, την επίμαχη ιστορία την οποία θεωρώ ως την καλύτερη της καριέρας μου; Αφού έστειλα τα χρήματα πίσω, πώληση δεν υφίσταται».

Δέκα φορές μέχρι σήμερα πήγα στη λαϊκή και μήτε ίχνος απ’ τον μυστηριώδη συλλέκτη, τίποτα που να μαρτυρά το αλλόκοτο πέρασμά του από έναν τόσο οικείο σε όλους μας χώρο. Λες κι ένα φάντασμα έκανε μία και μοναδική βιαστική επίσκεψη. «Θα περιμένω λιγάκι ακόμα, κι αν δεν εμφανιστεί να προβάλει αξιώσεις –αλλά τι αξιώσεις μπορεί να έχει, στο κάτω-κάτω, ένα φάντασμα; –, θα πάρω την καλύτερη ιστορία μου και θα τη δημοσιεύσω στο εγκυρότερο λογοτεχνικό περιοδικό, με ό, τι συνεπάγεται αυτή η μελλοντική δημοσίευση. Ίδωμεν λοιπόν. Για το καλύτερο δεν πασχίζουμε όλοι άλλωστε;» Αυτά σκεφτόμουν.

 

 g3

 

Επίλογος. Ο συλλέκτης είναι υπαρκτό πρόσωπο. Ουδόλως φάντασμα. Ονομάζεται Ανάργυρος Ηλιάδης, επιχειρηματίας, λάτρης της λογοτεχνίας, κάτοικος Παλαιάς Πεντέλης. Αντί να ρίχνει το χρήμα σε offshore εταιρείες, το επενδύει στην τέχνη. Μπράβο του. Πρόσφατα έδωσε συνέντευξη σε γνωστό περιοδικό free press. Μίλησε με μεγάλη αγάπη για τη συλλογή του, η οποία αποτελείται από σαράντα δύο ιστορίες Ελλήνων λογοτεχνών της προτιμήσεώς του. Ανακοίνωσε, επίσης, πως θεωρώντας εξαιρετικά εγωιστικό να κρατά τη συλλογή αποκλειστικά για τον εαυτό του, σχεδιάζει να την εκδώσει, στο άμεσο μέλλον, θέτοντάς την υπό την αιγίδα της επιχείρησής του, αλλά μέσω του ονόματος γνωστότατου και πολύ εκλεκτικού στις επιλογές του αθηναϊκού εκδοτικού οίκου. Ανάμεσα στα ονόματα των συγγραφέων είναι και το δικό μου… Ο άνθρωπος κράτησε τον λόγο του καιδεν έστειλε το διήγημά μου στην ανακύκλωση. Ούτε στα πιο ευτυχισμένα όνειρά μου, δηλαδή, θα μπορούσε να συμβεί κάτι καλύτερο, αν έλειπε φυσικά κι αυτή η καταραμένη, λόγω ηλιθιότητας και βιασύνης, απώλεια του διόλου ευκαταφρόνητου ποσού των τριών χιλιάδων ευρώ. Αλλά στερνή μου γνώση, να σ’ είχα πρώτα…

 

Η συλλογή με τα διηγήματα θα κάνει την εμφάνισή της στα βιβλιοπωλεία με την καινούρια εκδοτική χρονιά. Σας τη συνιστώ ανεπιφύλακτα. Εμπεριέχει έργα όλων των επιφανών, των μεγάλων ονομάτων της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας.

Ένα πραγματικό απόκτημα για τη βιβλιοθήκη σας.

Μαρία Γαβαλά - Βικιπαίδεια


Δεν υπάρχουν σχόλια: