«Aγγελικό και μαύρο φως» στα χρόνια του ’60
Σήμερα φοβόμαστε όλοι για το ευρωπαϊκό μέλλον, για την Ευρώπη της αλληλεγγύης και των ανοιχτών οριζόντων
Φέτος που κλείνουν 56 χρόνια από την επιβολή της Χούντας, είναι μια καλή ευκαιρία να ρίξει κανείς το βλέμμα προς τα πίσω στο πολιτιστικό, κοινωνικό πλαίσιο της μικρής αλλά τόσο γόνιμης και ταραγμένης δεκαετίας του ’60, σε όλα αυτά που από τη ζωογόνα ελπίδα κατέληξαν στο βάρβαρο σκοτάδι της δικτατορίας.
Τη δεκαετία του ’60 γεννήθηκαν οι φιλίες, οι ουτοπίες και οι ψευδαισθήσεις, προκλήθηκαν μέσα μας τριγμοί στα αυτονόητα, ακούστηκαν αιρετικές φωνές και προκλητικά παραμερίστηκαν κούφιες δοξασίες, καλλιεργήθηκε η νεανική χειραφέτησή μας, δεμένη με το αίσθημα ενός πολύτιμου πληθυντικού αριθμού. Τα φοιτητικά χρόνια, η χαμένη και η διαρκώς κερδισμένη άνοιξη, η μαχόμενη αμφιβολία και η απτή, σωματική σχέση με την Ιστορία. Αλλά και με την ιστορία της καθημερινότητάς μας, που, χαμένοι μέσα της, αισθανόμασταν πως βασικό καθήκον προς αυτή ήταν να επιχειρήσουμε να την ξαναδιαβάσουμε και, ει δυνατόν, να την ξαναγράψουμε με άλλη σύνταξη και άλλη γραμματική.
Κυπριακό, διαδηλώσεις για την Παιδεία, Ιουλιανά, ανένδοτα βήματα στο βασίλειο της νεανικής μας ελευθερίας και των νεανικών μας ψευδαισθήσεων. Και μέσα σ’ αυτή τη μαχητική κινητικότητα, αυτά που ζούσαμε το πρωί τα ζωγραφίζαμε το βράδυ. Η ζωή και η Τέχνη σε μια ενότητα σχεδόν αξεχώριστη. Τα λόγια και οι ιδέες γύρω μας μας δίδασκαν, οι πράξεις και τα παραδείγματα μας γοήτευαν, μας προσέλκυαν και μας παρακινούσαν. Τα παραδείγματα μιας κοινωνίας σε κίνηση, σε αναβρασμό, σε διαμαρτυρία ήταν η πρώτη ύλη στη δράση αλλά και στην τέχνη μας. Και μιλάω στον πληθυντικό για να εκφράσω καθαρότερα τη γενική διάθεση της εποχής για έναν λόγο κοινό και συλλογικό, για μια ζωή διεκδικητική, προσωπική αλλά και μοιρασμένη.
Ενας ιδιότυπος ηρωισμός στη δράση, μια κριτική συλλογικότητα στη νοοτροπία, το αυθεντικό αίσθημα μιας βιωμένης αντίφασης - ως τρυφερή ελαφράδα και ως σκοτεινός κλαυσίγελος. Ένα απελπισμένο πείσμα και ένας αισιόδοξος πεσιμισμός έσπρωχναν τη ζωή στα άκρα.
Στην πολυχρωμία της ταραγμένης δεκαετίας του ’60 η εικαστική έκφραση σημαδεύτηκε έντονα από τους πνευματικούς κραδασμούς, τους πολιτικούς ανέμους και τις κοινωνικές θύελλες του καιρού της.
Τέχνη και καλλιτέχνες ζητούσαν να αμφισβητήσουν ριζοσπαστικά τον ελιτισμό, την αριστοκρατική αντίληψη μιας «καθαρής» Τέχνης, την υποδούλωση της δημιουργικής έκφρασης στο εμπόριο, στον νεοπλουτισμό και στις αγορές. Και να συνδέσουν τον κόσμο της εργασίας με τον κόσμο της καλλιτεχνικής εργασίας, να βρεθούν δίαυλοι επικοινωνίας ανάμεσα σε κοινωνικά στρώματα, να αρθούν ταξικοί προκαθορισμοί και ιδεολογικές αγκυλώσεις.
Ηδη από τις αρχές του ’60 γεννήθηκαν -σαν παιδιά μιας βαθύτερης ιστορικής ανάγκης- καλλιτεχνικές ομάδες και συσπειρώσεις (Ομάδα Τέχνης Α, Νέοι Έλληνες Ρεαλιστές, Κέντρο Εικαστικών Τεχνών), αμφισβητήθηκαν τα αισθητικά στερεότυπα και η επικυριαρχία των αιθουσών τέχνης και των μεσαζόντων, αναζητήθηκε ως συνομιλητής ένα «διαφορετικό» κοινό, έξω από τα ασφυκτικά περιθώρια του αστικού κέντρου με έντονες συγκρούσεις και ιδεολογικές αντιπαραθέσεις γύρω από τη σύγχρονη καλλιτεχνική έκφραση στήθηκαν καλλιτεχνικές εκθέσεις, ανοιχτές συζητήσεις και παρεμβάσεις σε συνεργασία με τους πιο απόμακρους δήμους.
Αναδείχθηκαν και συμπορεύτηκαν διαφορετικές καλλιτεχνικές γενιές (Ομάδα Τέχνης Α), κουβαλώντας την τέχνη τους στους ώμους, ταξιδεύοντας με φορτηγά στην περιφέρεια, δείχνοντας και κουβεντιάζοντας για τη δουλειά τους, χαμένοι και γοητευμένοι μέσα στις μνήμες και στις ψευδαισθήσεις της μεγάλης ουτοπίας των επαναστατικών ιδεών των αρχών του 20ού αιώνα.
Ως φυσική συνέχεια των ηρωικών χρόνων της Κατοχής και της αντίστασης, καλλιτεχνική έκφραση της δεκαετίας του ’60 -έκφραση μεγάλης κοινωνικής-υπαρξιακής τομής- πάλευε να μιλήσει με τρυφερή ωμότητα, με ελεγμένη συγκίνηση και πάθος -συχνά νηφάλιο, συχνά όχι- για τις νέες αλήθειες γύρω της, πάλευε να αντιπαλέψει μια επίπλαστη «ελληνικότητα», στην τουριστική γραφική της εκδοχή, να αναδείξει μια άλλη Ελλάδα, που είχε λογαριαστεί με το παρελθόν της και αναζητούσε το μέλλον της.
Η ζωντανή Τέχνη εκείνων των χρόνων ισορροπούσε ανάμεσα στην κοινωνική στράτευση, στη μαχητική αποδέσμευση από τα ιδεολογικά και αισθητικά δόγματα και στην ανάγκη για μορφολογική ανατροπή κάθε συμβατικής, ακαδημαϊκής φόρμας. Και ξανασκεφτόταν κριτικά πάνω στον ρόλο της Τέχνης, στον ρόλο των δημιουργών και των διανοουμένων σε μια εποχή που τα παράσερνε όλα ο άνεμος της αμφισβήτησης και της εξέγερσης.
Ο Μάης του ’68 στη Γαλλία και οι φοιτητικές κινητοποιήσεις στα αμερικανικά και τα γερμανικά πανεπιστήμια μάς βρήκαν και στην Ελλάδα - χωρίς απαραίτητα σε επικοινωνία με την υπόλοιπη Ευρώπη, σαν «έτοιμους από καιρό».
Δοκιμασμένους και ετοιμοπόλεμους στα σκληρά πεζοδρόμια των αντιδογματικών ιδεών και με ανοιχτούς λογαριασμούς απέναντι στην κοινωνία, που τα «κατά συνθήκη» ψεύδη της ήταν ήδη διάτρητα. Και η εμπροσθοφυλακή της νέας γενιάς, βγαίνοντας μέσα από τη μετεμφυλιακή οδύνη, τη φτώχεια, την κοινωνική αδικία και το κράτος του ζόφου, ζητούσε να σταθεί όρθια απέναντι στη βάναυση, αδίστακτη «ανασυγκρότηση» και στις «αντιπαροχές» του καιρού της και με πείσμα και πάθος να διεκδικήσει μια «άλλη» ζωή.
Η δημοκρατική κοινωνική αλλαγή έγινε το βαθύτερο αίτημα σε κάθε μας σκέψη και πράξη.
Και όπως έχει γράψει και ο αγαπημένος μου αδελφός: «Η δολοφονία του Λαμπράκη, οι μεγάλες κινητοποιήσεις του Ιουλίου του 1965 και η επιβολή της δικτατορίας του 1967 συνέβαλαν αποφασιστικά στη διαμόρφωση της πολιτικής μας ταυτότητας, αλλά και στην αναζήτηση ενός τρόπου πολιτικής σκέψης, μιας “φιλοσοφίας” θεμελιωμένης στην ιδέα της κριτικής όσων σχέσεων συγκροτούνται υπό όρους εξουσιαστικούς, άδικους και εκμεταλλευτικούς».
Και μαζί με την πολιτική μας ιδιότητα διαμορφώθηκε και η καλλιτεχνική μας ταυτότητα, η κοινωνική μας συνείδηση και το αισθητικό μας στίγμα, θα πρόσθετα εδώ.
Δικτατορία, Μεταπολίτευση, η Ελλάδα στον σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα νέα πολιτικά τζάκια και τα πολιτικά ήθη, η επικυριαρχία και ο θρίαμβος ενός κυνικού νεοπλουτισμού, η μετάλλαξη των ιδεών της αλλαγής σε ένα νέο -και πολύ παλιό- πολιτικό/κοινωνικό κατεστημένο.
Από τη μοιραία ρήτρα «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» του Μάη του ’68 φαινόταν πια να απομένει (στην Ελλάδα, στην Ευρώπη και όχι μόνο) η βαρβαρότητα των ψευδεπίγραφων οραμάτων και να αναδύεται ένας απάνθρωπος, νεοφιλελεύθερος Μεσαίωνας.
Σήμερα φοβόμαστε όλοι για το ευρωπαϊκό μέλλον, για την Ευρώπη της αλληλεγγύης και των ανοιχτών οριζόντων. Είμαστε μάρτυρες μιας ανθρωπιστικής καταστροφής, τόσο στη γειτονιά μας όσο και στον τόπο μας. Σ’ αυτόν τον όχι πια ακήρυχτο πόλεμο πρέπει να σταθούμε συμπαραστάτες σε όλους γύρω μας, «ασθενείς και οδοιπόρους», σε όλους τους ξεριζωμένους που αναζητούν ύστατο καταφύγιο στις χώρες αυτών που τους ξερίζωσαν.
Δεν πρέπει να αφήσουμε να χαθούν οι μεγάλες αξίες αυτού που θεωρήσαμε ότι ήταν η ευρωπαϊκή ταυτότητα, αυτά που μας δίδαξε ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός της αλληλεγγύης και του ανθρωπισμού. Ανοιχτές, πλουραλιστικές κοινωνίες, χωρίς φόβο, σαν το βασικό όπλο ενάντια στον φασισμό και στον ρατσισμό, στον σκοταδισμό που πλανιέται πάνω από την Ευρώπη -και όχι μόνο- και απειλεί να επαναφέρει στον κόσμο μας τα εφιαλτικά φασιστικά φαντάσματα ενός όχι και τόσο μακρινού παρελθόντος.
Ο Γιάννης Ψυχοπαίδης είναι ομότιμος καθηγητής Ζωγραφικής ΑΣΚΤ Αθηνών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου