Luigi De Pascalis: «Η σφραγίδα του Καραβάτζο»
Πόσο γρήγορα τρέχει ο καιρός! Βιαστικός, λες και μας έχει πάρει στο κατόπι ή μας έβαλε σημάδι· ο χρόνος, αυτός ο επίμονος κυνηγός. Αλλά πώς να τον τοποθετήσω απέναντί μου, τότε. Τόσα που μου χάρισε και, μάλιστα, δίχως να τα ζητήσω.
Αρχές Δεκεμβρίου, δεκαετία του ’60, από το σπίτι μας της οδού Κυδαθηναίων βάδιζα προς το Ζάππειο Μέγαρο και είχα μια χαρά, ανάμεικτη με ανησυχία, εάν τα εκτιθέμενα έργα θα ανταποκρίνονταν στις προσδοκίες μου και εάν ο Καραβάτζο θα ήταν ο μέγας και ο ανθρώπινος. Από τους μεγάλους, ελεύθερους εξανθρωπιστές της εικονογραφίας, καθώς διάβαζα. Τότε, νεαρή, ξενυχτούσα διαβάζοντας. Τα πάντα!
Έτσι γνωρίστηκα και «διά ζώσης» με τον Μικελάντζελο Μερίζι ντα Καραβάτζο. Στην έκθεση Ο Καραβάτζο και οι μαθητές και συνεχιστές του· όπου αφηνόσουν ολοκληρωτικά σε σαράντα τρία έργα των μαθητών, αλλά συγκλονιζόσουν εμπρός στα τέσσερα του Δασκάλου. Σε μια μεγάλη αίθουσα, αισθανόμουν ωσάν η ποθητή και ακριβή καλεσμένη του πιο μυστηριώδους, ίσως, ασύγκριτου και ασυγκράτητου επαναστάτη ζωγράφου στην ιστορία της τέχνης! Του ανθρώπου που μίλησε μιαν άλλη γλώσσα στη ζωγραφική επιλέγοντας ως μοντέλα ανθρώπους βάναυσους, σκληρούς, συχνά ανενδοίαστους, του δρόμου άτομα. Του περιγύρου του, με άλλα λόγια. Άλλωστε αυτούς συναναστρεφόταν – το πλείστον. Σε σκοτεινά σοκάκια και δωμάτια παγωμένα. Ευέξαπτος, αδέκαρος, ορφανεμένος από παιδί, δεν στέριωνε πουθενά· εν μέρει λόγω του ασύλληπτου και ασύγκριτου ταλέντου του, ή λόγω του ότι παρέμεινε μέχρι το τέλος απείθαρχος, ριψοκίνδυνος, εριστικός και έκλυτος. Χρησιμοποίησε το σκοτάδι σαν ουσιαστικό στοιχείο του έργου του. Της ψυχής του αντανάκλαση. Ζωγράφιζε με μεγάλη ταχύτητα, χωρίς σχέδια προπαρασκευαστικά, χρησιμοποιώντας μοντέλα εκ του φυσικού. Όσοι όμως γνώριζαν, στέκονταν άλαλοι εμπρός στα έργα του. Εντούτοις η επίγεια ζωή του ήταν σύντομη και πικρή. Συχνά βέβαια αναρωτιέμαι, ποιος θα μπορέσει σήμερα να ισχυριστεί ότι η ζωή τον εγκατέλειψε διά παντός...
Αυτές τις μέρες διάβασα με εξαιρετική προσήλωση το βιβλίο του Λουίτζι Ντε Πασκάλις (γενν. 1943, Αμπρούτσι, Κάτω Ιταλία) Η σφραγίδα του Καραβάτζο. Σπουδαία συντροφιά! Έργο σημαντικό – πώς να το αποχωριστώ εύκολα; Εφόσον οι σελίδες του σπαρταρούν περιγράφοντας γεγονότα μιας άλλης ζωής, διαφορετικών και μακρινών τοπίων και οριζόντων και ανάμεσά τους ένα ανθρώπινο ξεχωριστό, προικισμένο πλάσμα, που ζητά πότε αγκομαχώντας και ικετεύοντας, πότε οργισμένα ή απειλώντας, μια ζωή που δεν του χαρίστηκε και έρωτες που δεν ήταν ανθεκτικοί. Ζωή στην κόψη του ξυραφιού. Ζωή όμως η οποία, παρά τις κακουχίες, το κυνηγητό και τα λογής μαρτύρια, στερήσεις και ταπεινώσεις, δεν ακυρώθηκε μήτε βυθίστηκε στα ανίδωτα, παγωμένα πελάγη. Τελικώς, και δεν πρωτοτυπώ αναφέροντάς το, ο χρόνος είναι ο μεγαλύτερος και ο πιο δίκαιος κριτής. Ο χρόνος ήταν με το μέρος του Μικελάντζελο Μερίτζι ντα Καραβάτζο. Μα και με τα αναρίθμητα πλήθη των ανθρώπων, που συρρέουν σε μουσεία και ανάλογους χώρους για τη γνωριμία και την απόλαυση των έργων του Ιταλού ζωγράφου που σηματοδότησε το τέλος του μανιερισμού, αρνούμενος τις συμβατικές τάσεις του παρελθόντος, πραγματοποιώντας μια πελώρια στροφή από το θρησκευτικό, αλληγορικό, μυθολογικό και εξιδανικευμένο, στο ανθρώπινο, το καθημερινό και το κοινό.
Χρησιμοποίησε το σκοτάδι σαν ουσιαστικό στοιχείο του έργου του. Της ψυχής του αντανάκλαση.
...Σινιόρα μαρκησία, το μόνο που κατάφερα είναι να παραμείνω αυτός που ήμουν: ένας καλός και άξιος άνθρωπος σε μόνιμη διαμάχη με τον εαυτό του. Η τέχνη μου υπήρξε καρπός όχι μόνο του ταλέντου μου, αλλά και των ελαττωμάτων μου· και την αναζήτησα ανάμεσα στις σκιές όταν κατάλαβα πως το φως ήταν σκέτη οφθαλμαπάτη... καθώς ο μόνος παράδεισος που έχουμε στη διάθεσή μας εμείς οι άνθρωποι βρίσκεται σ’ αυτήν τη λατρευτή επίγεια κόλαση...
έγραψε στην τελευταία του επιστολή προς τη μαρκησία Κολόνα, γυναίκα που τον αγάπησε από παιδί, τον τάισε, τον έντυσε, του έμαθε γράμματα, λογαριασμούς, τον μεγάλωσε μαζί με τα παιδιά της, τον στήριζε οσάκις «διολίσθαινε», τον έκλαψε μαθαίνοντας το οδυνηρό τέλος του.
Ο Μικελάντζελο Μερίζι (Merisi, 1571-1610) είδε το φως της πολυτάραχης ζωής του στο Καραβάτζο (Caravaggio) της βόρειας Λομβαρδίας· στον γενέθλιο τόπο οφείλει το όνομα με το οποίο έγινε γνωστός. O πατέρας του, Φέρμο, βοηθός αρχιτέκτονα στην αυλή του Φραγκίσκου Σφόρτσα, δούκα του Μιλάνου, καθώς και άλλα μέλη της οικογένειάς του απεβίωσαν από την πανώλη. Ο Μικελάντζελο ήταν τότε εξάχρονος. Και καταπονημένος· ψυχικά, πνευματικά, σωματικά. Όσοι απέμειναν στο σπιτικό ζούσαν στην ένδεια, ο δε μελλοντικός μέγας ζωγράφος πήρε τους δρόμους. Κατάντησε «σχεδόν ανέστιος και πένης./ Αυτή η μοιραία πόλις...» Το Μιλάνο. Άλλωστε, με τη μητέρα του δεν είχαν και τις καλύτερες σχέσεις. Χαρακτηριστικό είναι το παράπονό του στη μαρκησία Κολόνα: «...η μητέρα μου δεν αγάπησε κανέναν άλλο εκτός από τον Παντοδύναμο». Εντεκάχρονος, πάντοτε με τη συνδρομή της μαρκησίας, άρχισε σπουδές κοντά στον Μιλανέζο ζωγράφο Σιμόνε Πετερτσάνο. Τέσσερα χρόνια μαθήτευσε εκεί. Έπειτα οι δρόμοι τού έγνεψαν και εκείνος έσπευσε...
Η Ρώμη ήταν ο πρώτος σταθμός. Σημαντικός σταθμός. Δεν ήταν η λαμπρή, πάλλευκη ομορφιά της που τον έλκυσε, ήταν τα καλλιτεχνικά ρεύματα όλης της Ευρώπης που έβρισκαν την έκφραση και την ολοκλήρωσή τους στην αιώνια πόλη· την περίοδο εκείνη και για πολλά χρόνια ακόμη, η Ρώμη ήταν το μεγάλο κέντρο συνάντησης των καλλιτεχνών της Αναγέννησης. Το έμφυτο, πρωτοφανές ταλέντο του είχε ήδη μερικώς επηρεαστεί από τον Πετερτσάνο. Στη Ρώμη όμως έλαμψε και πολύ νέος απόκτησε φήμη. Ήταν και οι ανώτεροι εκκλησιαστικοί κύκλοι του καιρού που παθιάζονταν για πίνακες με θρησκευτικά θέματα – μόνο που, ορισμένοι, εάν έβαζαν στο μάτι έναν καλλιτέχνη, έκαναν τα πάντα για να τον παγιδεύσουν με τον Νόμο. Το δίκτυό τους τους ενημέρωνε για τις όποιες παρεκκλίσεις του ζωγράφου. Ένας από αυτούς, ίσως ο πλέον πανούργος, ήταν ο καρδινάλιος Μποργκέζε. Το αγγελικό του πρόσωπο δεν ξεγέλασε ποτέ κανέναν. Και έτσι οι ίδιοι οι δημιουργοί, ακόμα και οι φημισμένοι, τον ικέτευαν να δεχτεί έστω και ένα από τα έργα τους – ως αντάλλαγμα απαλλαγής από την πλεκτάνη την οποία είχε στήσει ο ίδιος ο λειτουργός του Υψίστου! Ας σημειωθεί ότι ήταν ο πιο πλούσιος από όλους τους ιερωμένους και, επίσης, ήταν υπουργός Δικαιοσύνης. Έτρεφε δε πάθος για τη μαγεία και την αλχημεία. Το ίδιο πάθος όριζε και τον καρδινάλιο ντελ Μόντε, ο οποίος στήριζε τον ανέμελο μα μεγαλοφυή Καραβάτζο.
Εν τω μεταξύ ο Καραβάτζο, θαμώνας των καπηλειών, συχνά και των χαμαιτυπείων, είχε σκοτώσει σε μονομαχία, για την εύνοια μιας εκδιδόμενης γυναίκας, έναν άθλιο μαστροπό, άτομο με διασυνδέσεις και εξ αυτού είχε καταδικαστεί σε θάνατο. Πιθανότατα ο Μποργκέζε συνετέλεσε στην επιβολή της ποινής αυτής, δεδομένου ότι έκρυβε μεγάλο θαυμασμό για τα έργα του ευέξαπτου καλλιτέχνη. Ο Μερίζι, γνώστης της κατάστασης, του έστειλε με την αίτηση χάριτος τον πίνακα του Δαβίδ να βαστά στο χέρι το ματωμένο κεφάλι του Γολιάθ. Το κεφάλι ήταν ολόιδιο με αυτό του Καραβάτζο. «Ήθελε το κεφάλι μου κι εγώ του το ’στειλα ζωγραφιστό». Δεν του άρκεσαν όμως αυτά του πλεονέκτη καρδινάλιου. Τα ήθελε όλα. Λαχταρούσε αχόρταγα και έναν πίνακα, εντυπωσιακό και παράξενο, τον οποίον ο Μικελάντζελο είχε αντιγράψει και είχε εξαφανίσει προνοητικά δίχως να γνωρίζει τι ακριβώς παρίσταναν όλα τα μπλεγμένα σαν σκουλήκια σώματα, αντρικά και γυναικεία, τα πρόσωπα των δαιμονικών τεράτων, το φανταστικό, ανατριχιαστικό τοπίο. Αλλόκοτος πίνακας. Αλλά τότε αντέγραφε για να συντηρείται, έργα Φλαμανδών και Ολλανδών, κι ετούτος εδώ ήταν καμωμένος από τον Ολλανδό Ιερώνυμο Μπος, που μάλλον ασκούσε τις απόκρυφες τέχνες (μαγεία, αλχημεία κ.ά.). Ο ζωγράφος δεν ζούσε πια, αλλά υπήρχε η πεποίθηση ότι οι πίνακές του μιλούσαν με σύμβολα και ο μικρός πίνακας που ο Καραβάτζο είχε αντιγράψει εξηγούσε πώς ακριβώς, από ταπεινά μέταλλα, παρασκευάζεται ο χρυσός. Ο λόγος, λοιπόν, για τον οποίο είχε εξαπολυθεί ανθρωποκυνηγητό για τη σύλληψη και δολοφονία του Μικελάντζελο ήταν, στην πραγματικότητα, αυτός.[..............................]
ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου