Ρώμη, αρχές του εβδομήντα. Ο Λέο Γκατζάρα, ένας νεαρός
μποέμ από το Μιλάνο, ζει εδώ και μερικά χρόνια στην αιώνια πόλη, στη
Ρώμη της dolce vita. Περνάει τον χρόνο του ανάμεσα σε πρόσκαιρες
εργασίες, ταπεινά δωμάτια ξενοδοχείων, δείπνα σε πλούσιους και
μορφωμένους φίλους του, στοίβες βιβλίων και ποτάμια αλκοόλ.
Τη
βραδιά των τριακοστών γενεθλίων του θα γνωρίσει την Αριάννα, μια
πληθωρική κοπέλα, σαγηνευτική κι ευαίσθητη μαζί. Ανήμπορη να εκφράσει τα
πραγματικά της συναισθήματα, η Αριάννα εισβάλλει στη ζωή του Λέο με την
εφήμερη παρουσία της, αναστατώνοντας τη μελαγχολική καθημερινότητα ενός
ανθρώπου που μόνο εκείνη μπορεί να σώσει από το υπαρξιακό του τέλμα,
από την απέραντη μοναξιά στην οποία έχει βυθιστεί μέσα στην πολύβουη
πόλη.
Ένα μυθιστόρημα ύμνος στη Ρώμη. Ένα ξεχασμένο διαμάντι της
ιταλικής λογοτεχνίας. Ένα cult μυθιστόρημα που πρωτοανακάλυψε η Natalia
Ginzburg, και σήμερα, σχεδόν πενήντα χρόνια μετά, μεταφράζεται σε
περισσότερες από 20 χώρες.
Η τέλεια ομορφιά της "αιώνιας πόλης"
Διαβάζοντας «Το τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη» του Gianfranco Calligarich που κυκλοφορεί, σε θαυμάσια μετάφραση της Δήμητρας Δότση, από τις εκδόσεις Ίκαρος, είναι αδύνατον να μην περάσει από το μυαλό σου η κομψή αθάνατη φιγούρα του Μαρτσέλλο Μαστρογιάννι στην θρυλική «La Dolce Vita» του Φεντερίκο Φελίνι, όπως επίσης και η μορφή του Τόνι Σερβίλο στην πιο πρόσφατη «Τέλεια ομορφιά» του Πάολο Σορεντίνο. Ο ήρωας του βιβλίου, ο τριαντάχρονος δημοσιογράφος Λέο Γκατζάρα, είναι φτιαγμένος από τα ίδια υλικά με τους παραπάνω.
Το βιβλίο πρωτοεκδόθηκε το 1973, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Garzanti σε 17.000 αντίτυπα, έγινε ανάρπαστο μέσα σε ένα και μόνο καλοκαίρι, στη συνέχεια εξαφανίστηκε από την αγορά μέχρι το 2010 όταν, αφού έγινε αντικείμενο μελέτης σε πανεπιστημιακές διατριβές και βιβλιοφιλικές λέσχες, επανακυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Aragno, όπου και πάλι έγινε ανάρπαστο για να κυκλοφορήσει εντέλει από τρίτο εκδοτικό οίκο, τις εκδόσεις Bompiani, και να αρχίσει να μεταφράζεται σε πάνω από είκοσι χώρες, μεταξύ αυτών και στην Ελλάδα. Η σπουδαία Natalia Ginzburg λέει για τον ήρωα του Καλίγκαριτς: «Εκείνος όμως ξέρει ότι ανήκει στην κατηγορία των ανθρώπων που ηττώνται, όχι μόνο λόγω της αδυναμίας του να πάρει τη ζωή στα χέρια του, αλλά και λόγω μιας σκοτεινής απέχθειας απέναντι σε κάθε νίκη».
Αλλά και ο ίδιος ο Γκατζάρα, όταν αναγκάζεται, για ακόμη μία φορά, να απευθυνθεί σε κάποιον για δουλειά, όντας ηττημένος από τις απανωτές του αποτυχίες, αλλά και λόγω αυτού του εσωτερικού σκοτεινού υπαρξιακού «κάτι» που δεν τον άφηνε στιγμή, λέει το εξής: «Κατά την παράδοση των όπλων – άγνωστο γιατί – ο ηττημένος είναι πάντα πιο κομψός από τον νικητή, προκειμένου ίσως να πετύχει καλύτερες συνθήκες ή ίσως επειδή, όταν πλέον δεν απομένει τίποτε άλλο, ανακαλύπτει ότι ακόμη και η εμφάνιση είναι κάτι».
Ηττημένος ως το κόκκαλο ο Γκατζάρα, ξεκίνησε από το Μιλάνο να πάει στη Ρώμη, δίχως πραγματικά να προσπαθεί να κερδίσει κάτι. Γεννημένος πλάνητας, δίχως σκοπούς, στόχους και φιλοδοξίες, περισσότερο φεύγει από το ασφυκτικό – καίριες και συνταρακτικές οι περιγραφές της σχέσης του κυρίως με τον πατέρα του - οικογενειακό πλαίσιο του Μιλάνου και λιγότερο πηγαίνει στη Ρώμη που, έτσι κι αλλιώς, αυτό που περισσότερο τον δελεάζει σε εκείνη είναι το ό,τι βρίσκεται κοντά στη θάλασσα. Η Ρώμη όμως, με την αιώνια ομορφιά της, τον υποβάλει. Η πόλη άλλωστε είναι η δεύτερη ηρωίδα του βιβλίου. Κομψή, σαγηνευτική, φιλική όταν πρέπει και άλλο τόσο αφιλόξενη, δημιουργεί μία σχέση έλξης και απώθησης με τον Γκατζάρα, ο οποίος περιφέρεται, από φύση μοναχικός και από θέση μόνος, μέσα στους πολύβουους δρόμους της.
Λέει η Ginzburg: «Το κύριο χάρισμα του μυθιστορήματος αυτού είναι ότι φώτισε με απελπιστική σαφήνεια τη σχέση ανάμεσα σ’ έναν άνθρωπο και μια πόλη, με άλλα λόγια τη σχέση ανάμεσα στο πλήθος και τη μοναξιά». «Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους» για να θυμηθούμε και τον Αναγνωστάκη. Όρθιος και μόνος λοιπόν σε μια Ρώμη που «πιο πολύ κι από πόλη είναι ένα μυστικό κομμάτι του εαυτού σου, ένα κρυμμένο αγρίμι. Δεν υπάρχουν ημίμετρα μαζί της. Ή θα γίνει ο έρωτας της ζωής σου ή θα πρέπει να την παρατήσεις, διότι ένα πράγμα απαιτεί το γλυκό αγρίμι: να το αγαπήσεις».
Ο Γκατζάρα αλλάζει δουλειές συχνότερα από ό,τι αλλάζει πουκάμισα, κοιμάται σε δωμάτια φτηνών ξενοδοχείων, εναλλάσσει ερωτικές συντρόφους δίχως να επενδύει τίποτε σε αυτές, βουτηγμένος καθώς είναι σε τόνους αλκοόλ αλλά και σε στοίβες βιβλίων, περιφέρεται σε αστικά σαλόνια καλοβαλμένων φίλων του, εκμεταλλευόμενος την αδυναμία που του δείχνουν, κοιτάζοντάς τους κατάματα αλλά, συγχρόνως, όντας αποστασιοποιημένος, σαν να βρίσκεται πίσω από ένα τζάμι – καθρέφτη το οποίο δεν επιτρέπει σε εκείνους να τον δουν.
Όταν γνωρίζει την Αριάννα, μια αινιγματική όμορφη νεαρή γυναίκα την οποία ερωτεύεται, μοιάζει να ξεφεύγει για λίγο από τη μοναξιά, αλλά μοιραία η σχέση τους αποτυχαίνει, και τότε επανέρχεται, με μια ένταση που μοιάζει σαν σύγκρουση πάνω σε τσιμεντένιο τοίχο, στην πρότερη κατάστασή του, μαθαίνοντας πως, εντέλει, κανείς – δίχως να αποτελεί εξαίρεση η Αριάννα – δεν μπορεί να γλιτώσει από τον εαυτό του. Το υπαρξιακό κενό ελλοχεύει. Μόνο ο έρωτας το αναχαιτίζει για μια στιγμή αλλά, ως φαίνεται, ούτε κι αυτός είναι παντοδύναμος. Το τέλος της σχέσης τους σηματοδοτεί και το τέλος της διαδρομής του. Ένα τέλος που περιγράφεται στις καταληκτικές, και μερικές από τις ωραιότερες, σελίδες του βιβλίου, με τα πιο μελαγχολικά και πικρά χρώματα.
Ο Καλίγκαριτς γράφει ένα μυθιστόρημα ατμόσφαιρας, ένα κομψοτέχνημα για τη φύση της νεότητας που τα θέλει όλα, δίχως να ξέρει τι περιλαμβάνεται μέσα σε αυτό το «όλα» και δίχως να ξέρει πώς να τα αναζητήσει, για τα όνειρα, τον έρωτα και τις ματαιώσεις, για όλα όσα είναι εκεί για μια στιγμή – τόσο όσο κρατάει η νεότητα – και μετά παύουν να είναι. Για το φευγαλέο πέρασμα που δεν προλαβαίνει να αφήσει αποτύπωμα, αλλά και που λίγο νοιάζεται γι’ αυτό.
Gianfranco Calligarich, «Το τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη»
Μετάφραση: Δήμητρα Δότση
Εκδ. Ίκαρος
216 σελ. Τιμή:10,99€
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου