«Το χέρι του Θεού» του Πάολο Σορεντίνο – Ο θρύλος του Μαραντόνα και το νόημα της Τέχνης
Μονοπλάνο στη ναπολιτάνικη νεότητα του Πάολο Σορεντίνο, μέσα από την τελευταία του ταινία με τίτλο «Το χέρι του Θεού».
Του Νίκου Ξένιου
bookpress.gr
Με μνήμες από το «Θυμάμαι» (“Amarcord” 1973) του Φεντερίκο Φελλίνι και του Τονίνο Γκουέρρα, το «Ξαναρχίζω απ’ το τρία» του Μάσιμο Τροίζι και το «Ρόμα» του Αλφόνσο Κουαρόν, ο Πάολο Σορεντίνο κινηματογραφεί το «Χέρι του Θεού» ("È Stata La Mano Di Dio"). Δεν είναι τυχαίο ότι ο Σορεντίνο είχε σκηνοθετήσει το ναπολιτάνικο σκηνικό του «σπιτικού» στο «Σάββατο-Κυριακή-Δευτέρα» (1959) του Εντουάρντο ντα Φιλίππο: πιο θεατρικός από κάθε άλλη φορά, ο Σορεντίνο τολμά -με βοηθό του την Ντάρια Ντ’Αντόνιο- να υλοποιήσει ένα ζήτημα που τον απασχολεί για δεκαετίες: το σενάριο και την ταινία της απώλειας.
Περνώντας από τον θρύλο στην πραγματικότητα
Δεν θα ξεχάσω την έκπληξη και την έκστασή μου όταν είχα πρωτοδεί το οπτικό ποίημα «Η νιότη» του Σορεντίνο, που μου’χε φέρει στον νου ταινίες σαν τις «Τρεις γυναίκες» του Άλτμαν ή το «Πέρυσι στο Μάριενμπαντ» του Αλαίν Ρεναί. Ο Χάρβεϊ Καϊτέλ εκεί γυρίζει την ταινία-απολογισμό της ζωής του και φέρνει τον συνθέτη Μάικλ Κέιν αντιμέτωπο με τη ματαιότητα των φιλοδοξιών του. Μια κρίσιμη, αποφασιστική στιγμή καθορίζει την άποψη του καλλιτέχνη για το μέλλον: αυτή η στιγμή είναι περαστική, συχνά δύσληπτη, και απαιτεί υψηλό βαθμό συγκέντρωσης και αυτοσαρκασμού ώστε να μπορέσει ο δημιουργός να την αδράξει. Η Τέχνη από μόνη της δεν έχει την παραμικρή ιερότητα, ή αξία. Το «ανοικτό» ζήτημα για τον εκλεκτικιστή Σορεντίνο ήταν και είναι η οικειότητα των συναισθημάτων και η γνησιότητα του ανθρώπινου αγγίγματος.
Τι Μαραντόνα, τι Μαντόνα! Ένα και το αυτό! Η πρώτη γεύση καλλιτεχνικής δημιουργίας, ο Μαραντόνα που «κεντάει» στο γήπεδο!
Με ένα μονοπλάνο που ξεκινά από τη θάλασσα και οδηγεί στην αντίκα Ρολς Ρόις του πολιούχου της Νάπολης, του Αγίου Τζενάρο, που εμφανίζεται φορώντας σμόκιν (τον υποδύεται ο Έντζο Ντεκάρο) η θεία Πατρίτσια (την υποδύεται η εξαίσια, πληθωρική Λουίζα Ρανιέρι), που δεν τα καταφέρνει να μείνει έγκυος, οδηγείται στον μαγικό χώρο μιας «θείας πορνείας»: ο Άγιος Τζενάρο τής βάζει χέρι μπροστά στη λαϊκή, καλικαντζαρίστικη φιγούρα του Μικρού Μοναχού («munaciello»), που συνοψίζει τις δοξασίες και τα θρησκευτικά μυστήρια που έχουν να κάνουν με την πραγματοποίηση του απραγματοποίητου: αυτός ο «νάνος μοναχός» που είναι ταυτόχρονα ένα τρομακτικό παιδί είναι φορέας μιας μοχθηρής ελπίδας για αποκατάσταση της διαταραγμένης σχέσης ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασίωση: όμως ο σύζυγος της θείας Πατρίτσια δεν πιστεύει στο θαύμα της εγκυμοσύνης της, ζηλεύει, την αποκαλεί «πουτάνα» και την κακοποιεί. Και εκείνη βρίσκει καταφύγιο στην ψυχιατρική κλινική, ενώ ο μόνος που την πιστεύει είναι ο ανηψιός της, ο έφηβος Φάμπιο - δηλαδή το alter ego της νεότητας του Σορεντίνο. Αυτή η πινελιά της θείας Πατρίτσια πραγματοποιεί τη δήλωση του δημιουργού απέναντι στον θάνατο, τη φθορά της έμπνευσης, την εκποίηση του έρωτα και τη σκληρότητα της αποκοπής των ανθρώπων από τη ζωντανή πηγή του συναισθήματός τους.
Ο έφηβος Φάμπιο (ευαίσθητη, ακριβής ερμηνεία του πρωτοεμφανιζόμενου Φιλίππο Σκότι) έχει μια εκπληκτική μητέρα με υψηλή ενσυναίσθηση και αίσθηση του χιούμορ (πανέμορφη και γνήσια στην ερμηνεία της η Τερέζα Σαπονάντζελο), έναν πατέρα με διπλή ερωτική ζωή (εξαιρετικός ο Τόνι Σερβίλιο στον ρόλο του πατέρα) και έναν αδελφό (Μαρλόν Ζουμπέρ) που ως επίδοξος ηθοποιός δεν θα τολμήσει την υπέρβαση που οδηγεί στην Τέχνη, αλλά θα προτιμήσει τις όμορφες διακοπές, τα γυναικεία στήθη και την καλοπέραση. Η κοινή τους αγάπη, το γήπεδο του ποδοσφαίρου, παίρνει σάρκα και οστά με τη μετεγγραφή του Ντιέγκο Μαραντόνα στην τοπική ομάδα της Νάπολης (1987), γεγονός που παίρνει θρυλικές διαστάσεις και αφήνει τη σφραγίδα μιας «μεγάλης μαγείας» στην εφηβική μνήμη του δημιουργού. Τι Μαραντόνα, τι Μαντόνα! Ένα και το αυτό! Η πρώτη γεύση καλλιτεχνικής δημιουργίας, ο Μαραντόνα που «κεντάει» στο γήπεδο!
Η «μεγάλη μαγεία» και η θεϊκή παρέμβαση
Με προκατόχους του το “Παϊζά ” (1946) του Ρομπέρτο Ροσελλίνι, το «Χρυσάφι της Νάπολης» (1954) του Βιττόριο ντε Σίκα και το «Γάμο α-λα ιταλικά» (1964) που βασίστηκε στη «Φιλουμένα Μαρτουράνο» του Εντουάρντο ντε Φίλιππο, το «Επιχείρηση Άγιος Τζενάρο» (1966) του Ντίνο Ρίζι, το «Γόμορρα» (2008) του Ματτέο Γκαρόνε και το «Κρυφή Νάπολη» (2017) του Φερζάν Όζπετεκ, το «Χέρι του Θεού» είναι ένας ακόμη ύμνος στη Νάπολη. Ανάμεσα σε σκάφη μεγάλης ταχύτητας ανοιχτής θαλάσσης -που κάνουν τον μαγικό, επαναλαμβανόμενο ήχο του παφλασμού τους στο κύμα-, ανάμεσα στις ξεκαρδιστικές-και γκροτέσκες- φιγούρες παχύσαρκων γυναικών ενός φασαριόζικου σογιού, στον θύλακα του Βομέρο, της παλιάς συνοικίας των Ανδεγαβών, αρχίζει και πλέκεται το υφάδι της grande maggia, με τη νοηματοδότηση που της προσέδωσε ο Εντουάρντο ντα Φιλίππο. Οι γονείς του χάνονται σε ένα ατύχημα διαρροής μονοξειδίου του άνθρακα κατά την απόδρασή τους στο εξοχικό τους, εκείνο το Σαββατοκύριακο όπου ο Φάμπιο επιλέγει να μην τους ακολουθήσει, αλλά να παρακολουθήσει τον αγώνα του Μαραντόνα: αυτό είναι το απτό γεγονός που προσλαμβάνει στο φιλμ μυθικές διαστάσεις και επιβεβαιώνει τη «μεγάλη μαγεία» του ποδοσφαιριστή, θεοποιημένου πια, μόνιμα εγκαθιδρυμένου στο φαντασιακό του θεατή ως μεταφυσικού παράγοντα που επεμβαίνει στην πραγματικότητα και τον διασώζει: «το χέρι του Θεού»!
Ο νεαρός Φάμπιο εκμυστηρεύεται στον σκηνοθέτη Αντόνιο Καπουάνο - που βρίσκεται στην πόλη και κάνει audition για τα γυρίσματα της «Σκόνης της Νάπολης» («Polvere di Napoli»)- την αδυναμία του να αντέξει την πραγματική ζωή, και ακολουθεί ένας εκπληκτικός διάλογος όπου ο Καπουάνο (τον ερμηνεύει ο Τσίρο Καπάνο) τού αποκαλύπτει τις πραγματικές διαστάσεις της καλλιτεχνικής δημιουργίας: «Μην διαλύεσαι! Πες αυτό που έχεις να πεις! Αν, βέβαια, έχεις να πεις κάτι!»
«Σε όρους πένθους, η τραγωδία του θανάτου των γονιών μου μου άφηνε τη μοναδική επιλογή να επιδιώξω μια παράλληλη πραγματικότητα, έναν κόσμο κατασκευασμένο όπου θα μπορούσα να δραπετεύσω και να βρω ανακούφιση», δηλώνει σε συνεντεύξεις του ο Πάολο Σορεντίνο, αποκαλύπτοντας ότι η οικογενειακή τραγωδία του ήρωά του είναι η προσωπική του τραγωδία της εφηβείας, το δικό του Bildungsroman. Η φιγούρα της αλαζονικής Βαρώνης που τελικά μυεί τον Φάμπιο στο σεξ (Μπέτυ Πετράτσι) και εκείνη της κακιάς και χοντρής Σινιόρα Τζεντίλε που απαγγέλλει τα παρηγορητικά λόγια στο νεκροταφείο ενισχύουν την τοποθέτηση του Σορεντίνο απέναντι στους περιθωριοποιημένους, πραγματικούς καλλιτέχνες, που μόνο θυμό μπορούν να τρέφουν απέναντι στην καθημερινότητα και τους συνανθρώπους τους. Μια ταινία-σταθμός στην ιστορία του σύγχρονου κινηματογράφου, όπου όλα τα σπουδαία, περίπλοκα φιλοσοφικά ζητήματα της ανθρώπινης ζωής χωνεύονται σε μια μαγική σεναριακή συνταγή για να δώσουν τον καρπό της απέριττης, απόλυτα ποιητικής τους καταδήλωσης.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου