Εξαιρετικά εμπιστευτικό παράρτημα σε μια Έκθεση της επιθεώρησης Εργασίας
ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
«Πρέπει να ταξιδεύουμε», έγραφε ο Μονταίν. «Αυτό μας κάνει πιο σεμνούς», πρόσθετε ο Φλομπέρ. «Ταξιδεύουμε για να αλλάξουμε, όχι τόπο, αλλά ιδέες», υπερθεμάτιζε ο Ταιν. Μήπως όμως είναι ακριβώς το αντίθετο. Σε έναν ταξιδιωτικό οδηγό για την Ινδοκίνα του 1923, μετά από μια ολοσέλιδη διαφήμιση του οίκου Ridet & Cie, οπλοπωλείου στο κέντρο του Ανόι, που προμήθευε «κυνηγετικά και πολεμικά όπλα και πυρομαχικά, κάθε είδους εξαρτήματα για κυνηγούς και τουρίστες, αυτόματα πιστόλια ή καραμπίνες», πριν ακόμα γίνει λόγος για «το πιο γραφικό μέρος του Άνω Τονκίνο όπου υπάρχουν πάμπολλα φυσικά αξιοθέατα», πέφτουμε πάνω σε ένα μικρό λεξικό, ένα πρακτικό οδηγό συνεννόησης για παραθεριστές, και ιδού οι πρώτες του βασικές φράσεις στα γαλλικά: «βρες μου ένα πους-πους, τρέχα πιο γρήγορα, πήγαινε πιο αργά, στρίψε δεξιά, στρίψε αριστερά, κάνε πίσω, σήκωσε την κουκούλα, κατέβασε την κουκούλα, περίμενέ με εδώ μια στιγμή, πήγαινέ με στην τράπεζα, στο κοσμηματοπωλείο, στο καφέ, στο αστυνομικό τμήμα, στη γαλλική συνοικία». Αυτό ήταν το βασικό λεξιλόγιο του Γάλλου τουρίστα στην Ινδοκίνα.
Στις 25 Ιουνίου 1928, τα ξημερώματα, τρεις αυστηρές φιγούρες άφηναν την Σαϊγκόν για ένα μικρό ταξίδι. Ένα λεπτό στρώμα ομίχλης πλανιόταν πάνω από τα κτίρια. Το αυτοκίνητο κινούνταν με μεγάλη ταχύτητα. Παρόλο που η κουκούλα ήταν κατεβασμένη, έκανε κρύο και ο ταξιδιώτης που καθόταν μπροστά τυλίχτηκε γρήγορα με μια κουβέρτα. Αλλά στην πραγματικότητα, ο Τολάνς, ο Ντελαμάρ και ο γραμματέας τους δεν ήταν ακριβώς κοινοί ταξιδιώτες, αποτελούσαν τον πυρήνα μιας καινούριας αποικιακής διοικητικής υπηρεσίας, ήταν οι πρώτοι επιθεωρητές εργασίας που διορίστηκαν στη γαλλική Ινδοκίνα. Καθώς υπήρξαν υπόνοιες κακομεταχείρισης σε φυτεία της Michelin, κακομεταχείρισης που ακολούθησε προηγούμενες ταραχές στους κόλπους των εργαζομένων και που είχε προκαλέσει σάλο, τους ανατέθηκε η αποστολή να ελέγξουν την τήρηση των ελάχιστων εκείνων διαταγμάτων που επείχαν θέση Εργατικού Κώδικα και που υποτίθεται προστάτευαν τον βιετναμέζο κούλη. Το αυτοκίνητο άφησε γρήγορα πίσω του τα περίχωρα της πόλης και τώρα κινούνταν δίπλα σε σειρές από αχυροκαλύβες. Το τοπίο ήταν εκπληκτικά όμορφο, είχε ένα χρώμα πράσινο σχεδόν βίαιο, το ποτάμι ξεχείλιζε και, πίσω από μια στενή λωρίδα γης, διέκρινε κανείς ένα πλήθος λαμπυρίζοντα νεροχώραφα.
Εντέλει, ο δρόμος χώθηκε στο δάσος και οι ταξιδιώτες ένιωσαν, μαζί με ένα είδος μαγείας, ένα αδιανόητο άγχος. Και από τις δύο πλευρές του δρόμου, υπήρχε μια ακίνητη και αδυσώπητα επαναλαμβανομένη παρέλαση. Χώνονταν σε ένα απέραντο δάσος. Αλλά δεν ήταν ένα δάσος σαν τα άλλα, δεν ήταν ούτε ένα τροπικό δάσος, αδιαπέραστο ή άγριο, ούτε το πυκνό δάσος των παραμυθιών, το σκοτεινό δάσος όπου τα παιδιά χάνονται· ήταν ένα ακόμα πιο παράξενο δάσος, πιο άγριο ίσως, πιο σκοτεινό. Ο ταξιδιώτης, καθώς μπαίνει, αναριγεί. Έχει την αίσθηση ότι σε αυτό το δάσος, χάρη σε ένα παράξενο μαγικό ξόρκι, όλα τα δέντρα φυτρώνουν στην ίδια ακριβώς απόσταση το ένα από το άλλο. Ένα δέντρο, μετά ένα άλλο δέντρο, το ίδιο πάντα, κι ένα άλλο, κι ακόμα ένα άλλο, σαν το δάσος να αποτελούνταν από ένα και μοναδικό υπόδειγμα που πολλαπλασιαζόταν επ’ άπειρον.
Τη νύχτα, τις κρύες ώρες, βλέπεις άνδρες να περπατούν σε τακτά χρονικά διαστήματα από δέντρο σε δέντρο. Κρατούν ένα μικρό μαχαίρι. Κάνουν, μέσα σε πέντε δευτερόλεπτα, μερικά μικρά βήματα, σκύβουν, ανασηκώνονται και αφήνουν πίσω τους μια χαρακιά στο φλοιό του δέντρου. Αυτό τους παίρνει το πολύ δεκαπέντε δευτερόλεπτα κι έτσι, περίπου κάθε είκοσι δευτερόλεπτα, ο άνδρας πηγαίνει σε ένα άλλο δέντρο, και στη διπλανή δεντροστοιχία ένας άλλος άνδρας κάνει το ίδιο, και σε εκατοντάδες εκατοντάδων μέτρων, εκατοντάδες άνδρες, ξυπόλητοι, με το βαμβακερό τους ρούχο, προχωρούν, με το φαναράκι στο ένα χέρι, το μαχαίρι στο άλλο και χαράσσουν το φλοιό. Αρχίζει τότε η εκροή σταγόνα-σταγόνα. Μοιάζει με γάλα. Αλλά δεν είναι γάλα, είναι λάτεξ. Και κάθε νύχτα, κάθε άνδρας αφαιμάσσει περίπου χίλια οκτακόσια δέντρα, χίλιες οκτακόσιες φορές ο άνδρας ακουμπάει το μαχαίρι του στο φλοιό, χίλιες οκτακόσιες φορές κάνει την εντομή του, κόβοντας μια λεπτή λωρίδα πάχους περίπου δύο χιλιοστών, χίλιες οκτακόσιες φορές πρέπει να προσέξει να μην κάνει ζημιά στην καρδιά του ξύλου. Κι ενόσω οι επιθεωρητές μας διασχίζουν με το αυτοκίνητό τους την απέραντη φυτεία, ενόσω θαυμάζουν την ορθολογικότητα επί το έργον, πώς ο Τέιλορ και ο Μισελέν κατάφεραν να ξορκίσουν τη «φυσική τάση για χασομέρι» του αναμίτη εργάτη μέσω μιας ορθολογικής οργάνωσης της εργασίας, ενόσω οι επιθεωρητές θαυμάζουν το πόσο πολύ αυτό το δάσος, η αμείλικτη οργάνωση αυτού του δάσους, εκπροσωπεί έναν πρωτόγνωρο αγώνα ενάντια στον χαμένο χρόνο, με βλέμμα μαγνητισμένο από την παγερή, τεράστια έκταση του έργου, αισθάνονται ένα είδος φρίκης.
Ακόμα και το πιο μεθοδικό σύστημα έχει τις αποτυχίες του. Και στις εννιά το πρωί, περίπου είκοσι χιλιόμετρα πριν να φτάσουν στα γραφεία της φυτείας, ο Εμίλ Ντελαμάρ, επιθεωρητής εργασίας, είδε τρεις νεαρούς από το Τονκίνο στην άκρη του δρόμου. Έκανε το λάθος να σκύψει και είδε ότι ήταν δεμένοι μεταξύ τους με σύρμα. Πρέπει να του φάνηκε περίεργο, ανάρμοστο, αυτοί οι τρεις ξυπόλητοι άνδρες να είναι δεμένοι μεταξύ τους, διέταξε αμέσως τον οδηγό να σταματήσει.
Οι τρεις άνδρες ήταν βρώμικοι, φορούσαν κουρέλια, περπατούσαν υπό την επιτήρηση κάποιου επιστάτη. Ο Ντελαμάρ βγήκε λίγο ζαλισμένος από το αυτοκίνητο, στραβοπάτησε στη λάσπη και προχώρησε με κόπο μέχρι τους κρατούμενους. Όταν έφτασε κοντά τους, κοίταξε για λίγο τον επιστάτη ο οποίος, βλέποντας το ακριβό κοστούμι του Ντελαμάρ, έβγαλε το καπέλο του. Είχε ήδη ζέστη και υγρασία. Ο Ντελαμάρ παρατήρησε ότι οι κρατούμενοι είχαν ψώρα από πάνω μέχρι κάτω. Είδε με την πρώτη ματιά ότι το σύρμα πλήγωνε άσχημα τους καρπούς τους και αποφάσισε να τους ανακρίνει κατευθείαν στα βιετναμέζικα. Αφού αντάλλαξαν κάποια τετριμμένα λόγια και δίστασαν για λίγο, ένας από αυτούς του εξιστόρησε ότι είχε δραπετεύσει. Ήταν αυτό που λέμε λιποτάκτης, είχε φύγει από τη φυτεία μέσα στη νύχτα, αλλά τον είχαν μόλις ξαναπιάσει. Του Ντελαμάρ πρέπει η μεταχείριση αυτή να του φάνηκε κάπως υπερβολική, αλλά αυτό δεν ήταν ακριβώς της αρμοδιότητάς του. Αρκέστηκε λοιπόν σε μια παρατήρηση με κοφτό ύφος προς τον επιστάτη και ύστερα πήγε πίσω, σκούπισε τις σόλες του στο πλάι του δρόμου και ξαναμπήκε στο αυτοκίνητο. «Στη φυτεία», πρόσταξε.
Στην υπόλοιπη διαδρομή, προσπάθησε να ξεχάσει αυτή την οδυνηρή σκηνή και, δόξα τω Θεώ, όταν έφτασαν στη φυτεία, τους υποδέχτηκαν θερμά. Αφού πήραν μια πρώτη γεύση από τις εγκαταστάσεις, τους σύστησαν στον διευθυντή Κοχινκίνας της Michelin, τον κ. Αλφά, ο οποίος συνοδευόταν από τον υπεύθυνο της φυτείας, κ. Τριέρ, και από μερικούς ευρωπαίους υπαλλήλους. Ξεκίνησαν όλοι μαζί την ξενάγηση: κατοικίες των κούληδων, κηπάρια, ντους, ιατρείο, καταστήματα τροφίμων, υδατόπυργος. Οι επιθεωρητές έκαναν έναν γύρο, όλο θαυμασμό, αυτές τις καινούριες εγκαταστάσεις. Ξαναβγήκαν από τα κτίρια και ο Ντελαμάρ, εκμεταλλευόμενος μια στιγμή που περπατούσε μόνος του με τον διευθυντή, τον ρώτησε για τις υποδοχές για σιδερένια δεσμά ποδών που είχε διακρίνει στην αρχή της ξενάγησης δίπλα στις κατοικίες. Ο κ. Αλφά έδειξε να εκπλήσσεται δυσάρεστα, στράφηκε προς τον βοηθό του, τον κ. Τριέρ, και με ένταση στη φωνή, του ζήτησε διευκρινίσεις.
«Αυτή η κατασκευή φτιάχτηκε για να κρατούνται εκεί οι λιποτάκτες», είπε ο Τριέρ, λίγο αμήχανα. «Δεν τους κρατάμε εκεί πάνω από μια νύχτα, και δεμένους μόνο από το ένα πόδι!»
«Υπάρχουν άλλες τέτοιες κατασκευές για σιδερένια δεσμά στη φυτεία;» έκανε μια ακόμη ερώτηση ο Ντελαμάρ.
«Δεν υπάρχουν», απάντησε κατηγορηματικά ο Τριέρ.
Η ξενάγηση συνεχίστηκε. Τώρα, έβλεπαν τις κουζίνες. Είχε οργανωθεί γι’ αυτούς μια πλήρης περιήγηση στους χώρους. Ο Τριέρ περηφανευόταν για τη μοντέρνα διαρρύθμιση, για την καθαριότητα, όταν ξαφνικά, καθώς περνούσαν μπροστά από μια κλειστή πόρτα, ο Ντελαμάρ ρώτησε τι υπήρχε πίσω της. Ως απάντηση έλαβε ένα ανασήκωμα των ώμων, ήταν πιθανόν κάποια αποθήκη, δεν είχαν τα κλειδιά. Καθώς ο Ντελαμάρ επιμένει να μπει, ο Τριέρ τρέχει να τα φέρει. Τελικά, έρχεται φέρνοντας μαζί του τον λαχανιασμένο φύλακα που ανοίγει την πόρτα. Το δωμάτιο είναι άδειο, αλλά στο βάθος υπάρχει μια κατασκευή για σιδερένια δεσμά με εννέα τρύπες.
Ο διευθυντής στρέφεται απότομα προς τον Τριέρ και απαιτεί εξηγήσεις. Ο Τριέρ τραυλίζει, ο διευθυντής υψώνει τον τόνο της φωνής του. Αλλά, όπως στο θέατρο μια σκηνή στο βάθος διαψεύδει ξεκάθαρα μια άλλη που διαδραματίζεται στο προσκήνιο, ξαφνικά ακούγονται βογκητά σε ένα διπλανό δωμάτιο. Και για μια ακόμη φορά η πόρτα είναι κλειδωμένη, πρέπει να πάνε να φέρουν τα κλειδιά. Οπότε, κάνοντας χρήση της εξουσίας του, ο επιθεωρητής εργασίας διατάζει εκνευρισμένος την παραβίαση της πόρτας. Και να που αμέσως ανοίγει, τα κλειδιά βρέθηκαν ως εκ θαύματος, τι επιπόλαιος αυτός ο Τριέρ! Αλλά αντί να αποδραματοποιηθεί η κατάσταση, αυτή η παράξενη επιπολαιότητα αυξάνει αυτό τον διάχυτο φόβο που, εδώ και μερικά λεπτά, καταλαμβάνει τους επιθεωρητές εργασίας. Και τη στιγμή που η πόρτα ανοίγει, το νιώθουν καθαρά τώρα, ενώ τα βογκητά δυναμώνουν, μπαίνουν σε έναν άλλο κόσμο.
Ένας άνδρας κείτεται ανάσκελα, χωρίς δυνάμεις, εξαντλημένος, με τα δύο πόδια αλυσοδεμένα, ημίγυμνος. Ο άνδρας αυτός στριφογυρίζει κατάχαμα, προσπαθώντας απεγνωσμένα να καλύψει τα γεννητικά του όργανα με ένα βρώμικο κουρέλι που το βάζει πάνω του όπως μπορεί. Τότε, καθώς η μικρή κουστωδία έχει μείνει εμβρόντητη από αυτό που μόλις ανακάλυψε, ο Τριέρ ορμάει και, αρπάζοντας το κουρέλι με το οποίο ο καημένος άνδρας σκέπαζε τρέμοντας το κοκαλιάρικο σώμα του, φωνάζει: «Ελπίζω να μην έχει αυτοτραυματιστεί!». Η παρατήρηση είναι ανάρμοστη, τόσο που ο επιθεωρητής εργασίας στάθηκε μια στιγμή για να συλλάβει το νόημά της. Ήθελε ο Τριέρ να τους κάνει να πιστέψουν ότι ο άνδρας αυτός είχε δεθεί κατ’ αυτό τον τρόπο για το καλό του;
Ο κούλης ήταν τώρα σχεδόν γυμνός, εκτεθειμένος στα βλέμματα όλων. Ήταν μια σκηνή φρίκης. Τον ελευθέρωσαν όπως-όπως από τα δεσμά του, τον σήκωσαν και οι φύλακες εξέτασαν βίαια την κάθε γωνιά του σώματός του, σαν να είχε επιχειρήσει να αυτοκτονήσει ή σαν να έκρυβε κάτι. Το δωμάτιο ήταν κακοφωτισμένο, βρομερό. Ο άνδρας ήταν εντελώς αποστεωμένος. Μετά βίας στεκόταν όρθιος. Ήταν τρομοκρατημένος.
Ο διευθυντής μίλησε απότομα στον Τριέρ, «μα, τι είναι αυτή η ιστορία!» φώναζε, «δεν έχω ιδέα κύριε», επαναλάμβανε ο Τριέρ, βάζοντας με τη σειρά του τις φωνές σε έναν φύλακα ώστε να πάει επί τόπου να φέρει τον νοσοκόμο. Έπρεπε να περιμένουν. Η αναμονή τούς φάνηκε ατελείωτη. Ο Βιετναμέζος ήταν σκελετωμένος, ετοιμοθάνατος, αναγκασμένος να στέκεται όρθιος μπροστά στους διευθυντές και σε δύο αγνώστους τη γλώσσα των οποίων αυτός δεν την μιλούσε. Παρέπαιε, οι Γάλλοι σώπαιναν. Πού και πού μια σταγόνα έπεφτε με θόρυβο στον τσίγκο. Ένα ρεύμα δροσερού αέρα διέσχιζε το δωμάτιο. Και ο Τριέρ μιλούσε μόνος του και, επαναλάμβανε: «Δεν καταλαβαίνω».
Επιτέλους έφτασε ο νοσοκόμος. Φαντάστηκε ότι ίσως θα καθησύχαζε τους επιθεωρητές λέγοντας: «Πρόκειται για δυσεντερικό που του κάνω θεραπεία». Αλλά αυτή η απροσδόκητη δήλωση το μόνο που έκανε ήταν να βαρύνει κι άλλο την ατμόσφαιρα. Ο Ντελαμάρ σκέφτηκε: «Και έτσι τον θεραπεύετε εσείς, δένοντάς τον σε ένα πάσσαλο, ημίγυμνο!». Πρόσταξε ψυχρά: «Γδύστε εντελώς αυτόν τον άνθρωπο!». Ο Τριέρ έκανε νόημα στους δύο φύλακες, ο κούλης αντέδρασε φοβισμένα, αλλά παραήταν αδύναμος για να μπορεί να κάνει το παραμικρό βήμα. Του έβγαλαν το ρούχο. Ο άνδρας ήταν τώρα ολόγυμνος, όπως θα είμαστε μια μέρα ενώπιον των κριτών μας. Στεκόταν με το κεφάλι κατεβασμένο, έμοιαζε με νεκρό. Ο επιθεωρητής Ντελαμάρ τον πλησίασε αργά, πολύ αργά, τον περιεργάστηκε ένα γύρο. Έκανε νόημα στον συνάδελφό του να πλησιάσει: «Σας ζητώ να καταγράψετε ότι αυτός ο άνδρας έχει στην πλάτη φανερά σημάδια από έξι ραβδιές με καλάμι».
Την επομένη, ο Ντελαμάρ πήγε στην άλλη φυτεία της Michelin όπου πρόσφατα είχαν αναφερθεί αρκετές αυτοκτονίες δι’ απαγχονισμού. Η εταιρεία Michelin αναρωτιόταν για «τους λόγους αυτής της επιδημίας αυτοκτονιών», κατά την έκφραση της έκθεσης της Επιθεώρησης Εργασίας. Σύμφωνα με τη λίστα που του δόθηκε, οι αυτοκτονίες πραγματοποιούνταν με απίστευτους ρυθμούς. Φαμ-τι-Νι, απαγχονίστηκε στις 19 Μαΐου· Φαμ-βαν-Απ, απαγχονίστηκε στις 21 Μαΐου· Τα-ντιν-Τρι, απαγχονίστηκε την ίδια μέρα· Λε-μπα-Χαν, απαγχονίστηκε στις 24· Ντο-τε-Τουάτ, απαγχονίστηκε στις 10 Ιουνίου· ο Νγκουγιέν-Σανγκ, απαγχονίστηκε στις 13 Ιουνίου· ο Τραν-Κουκ, απαγχονίστηκε σήμερα το πρωί. Συνολικά, επτά αυτοκτονίες σε ένα μήνα. Και κατά τη διάρκεια του ελέγχου που πραγματοποιεί, ο επιθεωρητής ανακαλύπτει στα σώματα των κούληδων βαθιά ίχνη από ραβδιές και όταν τους ανακρίνει, διαδέχονται η μία την άλλη διηγήσεις ταπείνωσης και τρόμου και, παρά τις αμφισβητήσεις, ο Ντελαμάρ βρίσκει εντέλει ένα μεγάλο απόθεμα από καλαμένια ραβδιά σε μια αποθήκη, και ως συνήθως, ο διευθυντής της φυτείας δεν ήξερε τίποτα, και ως συνήθως, δείχνει πολύ αναστατωμένος, δηλώνει ότι ακόμη και αν είχε πράγματι πάρει το αυτί του για κάποιες υπερβολές, κι ακόμη και αν είχε λάβει αμέσως μέτρα μεταθέτοντας έναν νεαρό βοηθό που επεδείκνυε υπερβολικό ζήλο, δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι λάμβαναν χώρα τέτοιες ακρότητες, και ως συνήθως, ο διευθυντής εκφράζει τη βαθιά του λύπη, και ως συνήθως, οι κακοποιήσεις παρουσιάζονται ως εξαιρέσεις, καταχρήσεις εξουσίας, ως βαναυσότητα κάποιου φύλακα, ως σαδιστική συμπεριφορά ενός υφισταμένου. Ο επιθεωρητής συνέταξε σχολαστικά την αναφορά του, η διοίκηση έκανε κάποιες συστάσεις. Δεν ακολούθησε όμως καμία μεταρρύθμιση ούτε καμία καταδίκη. Εκείνη τη χρονιά, η εταιρεία Michelin είχε κέρδη-ρεκόρ ύψους ενενήντα τριών εκατομμυρίων φράγκων.
Λίγα χρόνια νωρίτερα, ο Αντρέ Μισελέν είχε γνωρίσει τον Φρέντερικ Ουίνσλοου Τέιλορ με την ευκαιρία ενός γεύματος που οργανώθηκε προς τιμήν του στο Prunier στο Παρίσι. Στο επιδόρπιο, ο Τέιλορ, ο οποίος, σύμφωνα με την αφήγηση του Μισελέν, ήταν «η σεμνότητα προσωποποιημένη», τους είχε περιγράψει ταπεινά τις αρχές της μεθόδου του. Αλλά προκειμένου να κατανοήσουμε καλύτερα τον θαυμασμό του Αντρέ Μισελέν για τις θεωρίες του Τέιλορ, προκειμένου να αντιληφθούμε καλύτερα τη φρίκη που ένιωσαν οι επιθεωρητές εργασίας όταν το αυτοκίνητό τους άρχισε τα χαράματα να προχωράει κατά μήκος αυτού του γεωμετρικού δάσους, όπου όλα τα δέντρα είχαν φυτευτεί σε αυστηρά ίση απόσταση το ένα από το άλλο, έτσι ώστε ο κάθε κούλης να έχει να κάνει λίγα μόνο βήματα, τον ίδιο αριθμό πάντα, στον ίδιο ρυθμό, προκειμένου να κατανοήσουμε πλήρως τι ακριβώς σημαίνει η σεμνότητα του Τέιλορ, αυτή η αρετή που του αποδίδει ο Μισελέν, ας παραθέσουμε τούτο το μικρό απόσπασμα του σπουδαίου βιβλίου του Φρέντερικ Ουίνσλοου Τέιλορ, Οι Αρχές της Επιστημονικής Διαχείρισης: «Ένας άνθρωπος με την ευφυΐα ενός μέσου εργαζόμενου μπορεί να εκπαιδευτεί να κάνει ακόμα και την πιο λεπτή και δύσκολη εργασία αν την επαναλαμβάνει διαρκώς, και η υποδεέστερη νοοτροπία του τον καθιστά πιο ικανό από τον ειδικευμένο εργάτη στο να αποδέχεται τη μονοτονία της επανάληψης».
Έτσι, σύμφωνα με τον Τέιλορ, ο Φαμ-τι-Νι, με αριθμό δελτίου ταυτότητας 2762, ο οποίος κρεμάστηκε στις 19 Μαΐου 1928 στη φυτεία Ντάου Τιενγκ, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένας άνθρωπος με την ευφυΐα ενός μέσου εργαζόμενου εκπαιδευμένου να κάνει την πιο μονότονα επαναλαμβανόμενη εργασία, αλλά φαίνεται ωστόσο ότι, παρά την υποδεέστερη νοοτροπία του, δεν κατάφερε να αποδεχτεί τη μονοτονία της επανάληψης· και ο Φαμ-βαν-Απ, με αριθμό δελτίου ταυτότητας 1309, ο οποίος κρεμάστηκε στις 21 Μαΐου 1928, δεν ήταν ίσως παρά ένας άνθρωπος με την ευφυΐα ενός μέσου εργαζομένου εκπαιδευμένου να κάνει την πιο μονότονα επαναλαμβανόμενη εργασία, και ωστόσο φαίνεται να μην άντεξε, ούτε αυτός, τη μονοτονία της επανάληψης.
Την ίδια χρονιά, το τριάντα τοις εκατό των εργαζομένων πέθαναν στη φυτεία, περισσότεροι από τριακόσιοι άνθρωποι. Ο Ντελαμάρ θυμήθηκε τους κομμένους από το σύρμα κοκαλιάρικους καρπούς των τριών αποχαυνωμένων αιχμαλώτων, εκείνων των λιποτακτών που είχε συναντήσει χαράματα, το χαμένο τους βλέμμα. Ντράπηκε. Η αλήθεια ήταν εκεί, μπροστά στα μάτια του. Και λίγη σημασία είχε τώρα η καταραμένη σύμβαση εργασίας τους, στο όνομα της οποίας ήταν δυνατός ένας τέτοιος εξαναγκασμός. Καθώς έπαιρνε τον δρόμο της επιστροφής, εκείνο το βράδυ, ο επιθεωρητής Ντελαμάρ συνειδητοποίησε ότι με το να το σκάνε από τη φυτεία, αυτοί οι άνδρες προσπαθούσαν απλώς να σώσουν το τομάρι τους.
Μετάφραση: Μανώλης Πιμπλής
* Στα ελληνικά κυκλοφορούν τα βιβλία του Ερίκ Βυϊγιάρ «Ημερήσια διάταξη», «Κογκό», «14η Ιουλίου», «Ο πόλεμος των φτωχών», όλα από τις εκδόσεις Πόλις.
_________________________
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου