Αποχαιρετισμός στις λέξεις
«Να είναι ο θάνατος ένα είδος διακοπών;», είχε αναρωτηθεί ο Βασίλης Αλεξάκης σε μια –όχι και τόσο– παλιότερη συνέντευξη που μου είχε δώσει. Ήταν καλοκαίρι του 2016 και μόλις είχε βγει από την πιο δύσκολη περιπέτεια της ζωής του, την εγχείρηση και την πολύμηνη θεραπεία από ένα διπλό καρκίνο: σε γάγγλια του αυχένα και στον πνεύμονα. Επιπλέον στη διάρκεια της νοσηλείας κόλλησε κάποια ενδονοσοκομειακή λοίμωξη και έμεινε διασωληνωμένος εννέα μέρες. Εκεί πίστευε ότι θα πεθάνει.
Στη συνέντευξη εκείνη, που δημοσιεύτηκε στα «Νέα», μου είχε περιγράψει ως εξής το πώς είχε αισθανθεί: «Είδα τον εαυτό μου σε ένα χώρο μικρό σαν θεατράκι. Δεν υπήρχε κανένα έπιπλο, τίποτα που να θυμίζει θέατρο εκτός από τη σκηνή. Εγώ καθόμουν οκλαδόν στο πάτωμα, κάτι που δεν κάνω ποτέ. Ήταν σκληρό πάτωμα αλλά δεν θυμάμαι αν ήταν χώμα, παρκέ ή πλακάκια. Δεν υπήρχαν έπιπλα αλλά ούτε τοίχοι. Ένας μικρός χώρος χωρίς όρια. Γύρω μου τίποτα. Μόνο ένα αδύναμο κιτρινωπό φως που ερχόταν από κάπου πίσω από τη σκηνή και που άρχιζε σιγά σιγά να δυναμώνει. Ήταν πολύ ανάλαφρο και πολύ γοητευτικό. Εκείνη την ώρα νιώθω ότι πεθαίνω. Το δυνάμωμα του φωτός με προειδοποιεί ότι τελειώσαμε με τη ζωή. Δεν σκέφτομαι κάτι, ούτε καν τα παιδιά μου. Απλώς ότι τώρα θα είμαι εδώ. Εδώ πού; Αντιμετωπίζω το θέμα ήρεμα, δεν είμαι βέβαια γελαστός, υπάρχει θλίψη, αλλά όχι τραγική, το αποδέχομαι. Το μόνο που δεν αποδέχομαι και με συνεφέρνει είναι η ανάγκη της συγγραφής. Σκέφτομαι ότι είμαι ίσως ο μόνος συγγραφέας που έζησα το θάνατό μου. Αλλά, λέω, πώς θα το διηγηθώ αφού πεθαίνω; Να τα πω στο γιο μου. Αλλά πώς; Πρέπει οπωσδήποτε να τα γράψω. Κι εκεί συνήλθα, ξύπνησα (...) Ήταν άπλετα φωτισμένο μέρος, σχεδόν ωραίο. Να είναι ο θάνατος ένα είδος διακοπών;»
Ήταν αποφασισμένος
Εκείνη τη φορά τα κατάφερε. Από τον καρκίνο βγήκε νικητής, όμως το τίμημα ήταν βαρύ. Αφαιρέθηκε κομμάτι πνεύμονα, η ποιότητα ζωής του σταδιακά χειροτέρευε, δεν ήθελε να κόψει και το κάπνισμα που ήταν πια η μόνη του απόλαυση. Ήταν αποφασισμένος. Το ζήτημα εξάλλου του θανάτου τον είχε απασχολήσει πολύ και είχε εξοικειωθεί αρκετά μαζί του. Υπήρχε άλλωστε και προϊστορία. Ήταν η προηγούμενη περιπέτειά του στις αρχές της ελληνικής κρίσης. Έπρεπε να πάει να μιλήσει σε εκδήλωση της Fnac στην Αιξ-αν-Προβάνς, στη νότια Γαλλία. Στο Παρίσι κινδύνευε να χάσει το τρένο γιατί υπήρχε τεράστιο μποτιλιάρισμα. Κάλεσε μοτοταξί. Πάνω στη μοτοσικλέτα που «ελισσόταν σα διάολος», στους δρόμους του Παρισιού, άρχισε να πονάει, όπως μου είπε στη σχετική συνέντευξη που πάλι είχαμε κάνει. Το βράδυ, στην εκδήλωση στη νότια Γαλλία, κατέρρευσε. Είχε ανεύρυσμα στο πόδι. Την πρώτη αυτή μεγάλη περιπέτεια υγείας την περιέγραψε στον «Μικρό Έλληνα». Εκεί λέει το εξής συγκλονιστικό για τον οδηγό του μοτοταξί: «Συνειδητοποίησα ότι το πρόσωπο αυτού του ανθρώπου μου ήταν άγνωστο, ότι δεν είχε βγάλει ούτε μια στιγμή το κράνος του, ούτε καν όταν χωρίσαμε μπροστά στο καμπαναριό του σταθμού. Ήταν ο θάνατος, σκέφτηκα. Ο θάνατος δεν δείχνει ποτέ το πρόσωπό του».
Όπως πάντα εξαιρετικός
Στις αρχές του 2019, ως υπεύθυνος τότε της παρουσίας της Ελλάδας και του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού σε εκθέσεις βιβλίου του εξωτερικού, ζήτησα από τον Βασίλη Αλεξάκη να συμμετάσχει στην ελληνική αποστολή στην έκθεση του Παρισιού, τον Μάρτιο. Ήταν παρακινδυνευμένη και μόνο η σκέψη, καθώς το χειμώνα πάθαινε εύκολα λοιμώξεις του αναπνευστικού. Το συζητήσαμε εκτενώς, ήθελε πολύ να το κάνει, ταξίδεψε. Ήταν η πρώτη φορά μετά από πάρα πολλά χρόνια που ο Βασίλης Αλεξάκης εκπροσωπούσε την Ελλάδα στη δεύτερη πατρίδα του, τη Γαλλία! Η εκδήλωση πήγε καταπληκτικά, η αίθουσα φίσκα, ο ίδιος όπως πάντα εξαιρετικός. Τη νύχτα έπαθε κρίση και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. Είχε κουραστεί ή είχε απλώς καπνίσει υπερβολικά – ο ξενοδόχος διαμαρτυρήθηκε ότι το κάπνισμα στα δωμάτια απαγορεύεται και το δικό του το βρήκε ντουμάνι.
Στην Ελλάδα είχε ελάχιστους φίλους δημοσιογράφους – στη Γαλλία είχε σαφώς περισσότερους. Με ρωτούσε τακτικά για θέματα τρέχουσας πολιτικής καθώς για μεγάλα διαστήματα ξέκοβε από την επικαιρότητα. Δεν είχε άλλωστε ούτε μέιλ, ούτε ενημερωνόταν από σάιτ, δεν είχε καν υπολογιστή. Όταν όμως έγραφε είχε πάντα ένα παράλληλο πολιτικό θέμα στα βιβλία του για το οποίο δεν είχε ανάγκη από την ενημέρωση κανενός φίλου. Έκανε εκτενές προσωπικό ρεπορτάζ και ο πολιτικός του λόγος ήταν καίριος. Κι ας διατεινόταν ότι δεν ήθελε καθόλου να εμπλέκει το πολιτικό επιχείρημα στα βιβλία του, αφού η λογοτεχνία ήταν γι’ αυτόν – και σωστά – κάτι που δεν ήθελε να μοιάζει καθόλου με δοκίμιο ή άρθρο εφημερίδας.
Δεν χαριζόταν στην εξουσία
Ωστόσο τα θέματά του μιλούν από μόνα τους. Όταν έγραψε τις Ξένες λέξεις κινητοποίησε ολόκληρο γαλλικό κράτος να οργανώσει αποστολή στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία (πρώην γαλλική αποικία) με τον ίδιο πρωταγωνιστή για να πείσουν την τοπική κυβέρνηση να βάλει τα σάνγκο (την τοπική γλώσσα) στα σχολεία και να μη μιλούν και γράφουν μόνο γαλλικά. Πίεσε μάλιστα να γραφτούν και τα πρώτα λογοτεχνικά κείμενα σε αυτή τη γλώσσα.
Όταν έγραψε το Κλαρινέτο, μαζί με το θέμα του θανάτου του εκδότη και φίλου του, Ζαν-Μαρκ Ρομπέρτς ανέπτυξε και το θέμα της ελληνικής κρίσης, βάζοντας σε πρωταγωνιστικό ρόλο αστέγους, το περιοδικό «Σχεδία» και την ποδοσφαιρική τους ομάδα, την Εθνική Αστέγων που συμμετείχε στο αντίστοιχο Μουντιάλ.
Όταν πάλι έγραψε το μ.Χ, που πήρε και το Μεγάλο Βραβείο Μυθιστορήματος της Γαλλικής Ακαδημίας, τα έβαλε ανοιχτά με τους αγιορείτες και το καθεστώς των Μονών στο Άγιο Όρος, θεωρώντας τους επιχειρηματίες. Σε άλλη συνέντευξή μας εκείνη την εποχή, έλεγε: «Ώρες ώρες μου φαίνεται ότι ορισμένοι έχουν ψεύτικα γένια πιασμένα με σπάγγο. Τα βγάζουν και πάνε στο χρηματιστήριο, τα ξαναβάζουν και πάνε στο Μοναστήρι. Ούτως ή άλλως μόνο να παίρνουν ξέρουν, χίλια χρόνια τώρα. Να δίνουν ποτέ».
Ένα χαρακτηριστικό του Βασίλη Αλεξάκη ήταν ότι δεν χαριζόταν και ότι δεν είχε κανένα απολύτως ενδοιασμό να τα βάλει με οποιαδήποτε εξουσία. Ένα άλλο το απαράμιλλο χιούμορ του. Και ένα τρίτο ότι ήταν το ίδιο γοητευτικός όταν έγραφε και όταν μιλούσε.
Πιστός φίλος
Ήταν επίσης πιστός σε τρία θέματα: στις λέξεις, δηλαδή στη γλώσσα, στην ταυτότητα και στη μνήμη. Και ήταν πιστός και στις φιλίες του. Κάτι που αφορούσε κατεξοχήν στους εκδότες του. Στην Ελλάδα εκδότριά του ήταν η Μάγδα Κοτζιά, στον Εξάντα, και ενώ είχε πάθει εγκεφαλικό και ο εκδοτικός οίκος υπολειτουργούσε, εκείνος δεν έφευγε. Και περίμενε περισσότερο από ένα χρόνο μετά το θάνατό της για να μετακομίσει (στο Μεταίχμιο), γιατί είχε συναίσθηση ότι ο εκδοτικός οίκος, όσο υπήρχε, στηριζόταν πια σχεδόν αποκλειστικά σε εκείνον. Το ίδιο και στη Γαλλία. Ο εκδότης του, αλλά με την έννοια που έχει εκεί ο éditeur, δεν ήταν ένας εκδοτικός οίκος αλλά ένας άνθρωπος, εν προκειμένω ο Ζαν-Μαρκ Ρομπέρτς, τον οποίο ακολουθούσε σε όποιον εκδοτικό οίκο αυτός κατά καιρούς εργαζόταν.
Αν κάτι τον ενοχλούσε και ταυτόχρονα τον ιντρίγκαρε, ήταν ότι στη Γαλλία το πολυπληθές κοινό του γερνούσε μαζί του. Έβλεπε στις παρουσιάσεις των βιβλίων του τις ηλικίες να μεγαλώνουν μαζί του, συχνά και τους ίδιους ανθρώπους. Μπορεί το εκεί κοινό του να μην ανανεωνόταν, του ήταν όμως και αυτό πιστό όπως κι εκείνος στους φίλους του.
Ανεξάντλητος
Στο τέλος αποφάσισε να τελειώσει τη ζωή του στην Ελλάδα. Η κρίσιμη καμπή ήταν μάλλον η κρίση. Που συνέπεσε και με την αρχή των περιπετειών της υγείας του. Δεν ήθελε, νομίζω, να είναι αλλού όταν η Ελλάδα υπέφερε. Τη Γαλλία την αγάπησε πολύ αλλά τον κούρασε και αυτή στο τέλος. Οι φίλοι του εκεί αποσύρονταν άλλωστε και, εκείνος, αν έπρεπε να αποσυρθεί σιγά σιγά, και πάντα με δηλητηριώδες χιούμορ και δυναμισμό, ακόμα και όταν το οριστικό τέλος ήταν σοβαρό ενδεχόμενο, έπρεπε να είναι στον τόπο από τον οποίο ξεκίνησε και ο οποίος χειμαζόταν.
Το κείμενο αυτό, που είναι μόνο μια από τις πολλές εκδοχές κειμένου που θα μπορούσαν να γραφτούν για τον ανεξάντλητο Βασίλη Αλεξάκη, ας είναι –για να παραφράσουμε τον Χεμινγουέι– ένας αποχαιρετισμός στις λέξεις, που ήταν η μεγάλη του αγάπη και το μεγάλο όπλο του. Και ας ελπίσουμε και ότι στο ερώτημα της αρχής, αν δηλαδή ο θάνατος είναι τόπος διακοπών, η απάντηση να είναι καταφατική. Κι ας μην μπορεί πια να την γράψει.
***
Ο Βασίλης Αλεξάκης έγραφε αρχικά τα βιβλία του πρώτα στα γαλλικά και μετά τα μετέφραζε ο ίδιος στα ελληνικά.
Το πρώτο του βιβλίο που έγραψε στα ελληνικά είναι το Τάλγκο. Έγινε και ταινία (Ξαφνικός έρωτας) από τον Γιώργο Τσεμπερόπουλο
Σκηνοθέτησε και ο ίδιος ταινίες ενώ ασχολήθηκε και με το θέατρο.
Συνεργάστηκε ως δημοσιογράφος με την εφημερίδα Le Monde, το ραδιοφωνικό σταθμό France Culture κ.ά.
Πήρε το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για τις Ξένες λέξεις και στη Γαλλία το βραβείο Médicis για τη Μητρική Γλώσσα και το Μεγάλο Βραβείο Μυθιστορήματος της Γαλλικής Ακαδημίας για το μ.Χ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου