Τρίτη, Ιανουαρίου 12, 2021

Η Ανταρσία του Μπάουντι: Από τον Φώτη Κόντογλου στον Κινηματογράφο

https://www.history.com/.image/ar_16:9%2Cc_fill%2Ccs_srgb%2Cfl_progressive%2Cg_faces:center%2Cq_auto:good%2Cw_768/MTU3OTIzNTc5NjA1Mjk2Nzg2/mutiny-on-the-bounty-225-years-agos-featured-photo.jpgΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ http://www.snhell.gr/images-writers/19.jpg

Η ανταρσία του «Μπάουντυ»

ΠΗΓΗ:sarantakos.com /ΚΕΙΜΕΝΑ

    Το «Μπάουντυ» τ’ αρμάτωσε η εγγλέζικη κυβέρνηση στα 1787, για να κουβαλήσει κάμποσα δέντρα από κείνα που τα λένε ψωμόδεντρα από το νησί του Ταϊτί στις Αντίλλες, για να θρέφουνται οι σκλάβοι αραπάδες που δουλεύανε στους άσπρους. Ο καπετάνιος λεγότανε Μπλάι, θαλασσινός άξιος, που ‘χε ταξιδέψει με τον ξακουσμένον καπετάν Κουκ.

    Σαν κάνανε πανιά, σηκωθήκανε ανάποδοι καιροί, που μποδίσανε το «Μπάουντυ» να βγει στην ανοιχτή θάλασσα. Τέλος, στις 23 Δεκεμβρίου βγήκανε στο πέλαγο. Μα τα σημάδια για το ταξίδι ήτανε άσκημα. Κατά πρώτο, τη μέρα που ανεβάσανε την άγκουρα, έπεσε από το μεγάλο άλμπουρο ένας ναύτης, και γλίτωσε παρά τρίχα, γιατί άρπαξε ένα σκοινί κι έπεσε στα μαλακά. Την ίδια νύχτα η θάλασσα φουρτούνιασε κι η φουρτούνα βάσταξε πολλές μέρες. Από τη μεγάλη μανία που είχε, έσπασε τις βάρκες κι άρπαξε κάμποσα τσουβάλια γαλέτα. Τέλος ο καιρός καλοσύνεψε λίγο και πιάσανε στην Τενερίφα κι εκεί ξεκουραστήκανε και βολέψανε τις αβαρίες, που είχανε πάθει. Ύστερ’ από πέντε μέρες κάνανε πανιά, μα τους πιάσανε οι μπουνάτσες και τους καρφώσανε στον τόπο.

    Κατά το τέλος Φεβρουαρίου ετοιμαστήκανε, για να περάσουνε τον Κάβο Χορν, στη νοτινή άκρη της Αμερικής, που ήτανε, κι είναι ακόμα, ο φόβος των θαλασσινών. Βάλανε στις αντένες καινούρια πανιά κι οι ναύτες ντυθήκανε με ζεστά ρούχα.

    Στις 23 Μαρτίου είδανε την παγωμένη Στεριά της Φωτιάς. Ο καπετάν Μπλάι ήξερε καλά με τι είχε να παλέψει. Ο Κάβο Χορν δεν αφήνει κανέναν να περάσει δίχως να κιντυνέψει, λες και φυλάγει το πέρασμα από τον έναν ωκεανό στον άλλον, από τον Ατλαντικό στον Ειρηνικό. Ένας δαιμονισμένος άνεμος φυσούσε κάμποσες μέρες από γαρμπή (ΝΔ). Στις 2 Απριλίου η φουρτούνα ήτανε τόσο άγρια, που ο καπετάν Μπλάι έγραψε στο ημερολόγιό του πως δεν είχε ξαναδεί τέτοια θαλασσοταραχή. Ο καιρός πηδούσε από τη μια μεριά στην άλλη και σήκωνε κάτι κύματα που φτάνανε ίσαμε τις αντένες του καραβιού. Ωστόσο, το «Μπάουντυ» αρμένιζε καλά, έχοντας ισαρισμένη μοναχά τη μαΐστρα και τον τρίγκο.

    Έτσι παλεύανε μερόνυχτα ολάκερα. Με το κούνημα είχανε ανοίξει οι αρμοί του καραβιού. Ένας ναύτης σφεντονίστηκε κι έβγαλε την πλάτη του κι ο μάγερας έσπασε το ‘να το πλευρό του. Τον κανονιέρη τον πιάσανε ρευματισμοί και κειτότανε στην κουκέτα του. Η βάρδια βαστούσε αναμμένη τη φωτιά μέρα νύχτα.

    Στις 20 Απριλίου έπεσε ο αγέρας κι ησυχάσανε για λίγο. Σφάξανε ένα γουρούνι και ξεφαντώσανε. Μα δεν προφτάξανε ν’ αποφάγουνε και πήρε ένας διαβολόκαιρος με χιόνι και με χαλάζι. Πίσσα ο ουρανός. Η θάλασσα είχε τέτοια όψη, που τρόμαζε το μάτι που την έβλεπε. Σήκωνε κάτι νερόβουνα μελανά και το καράβι χανότανε ανάμεσά τους. Τριάντα μέρες παλεύανε άδικα, δίχως να μπορέσουνε να πάνε μπροστά. Μάλιστα είχανε ξουριάσει κατά πίσω. Σκαμπανεβάζανε μέρα νύχτα και πότε τους ξεγελούσε η ελπίδα πότε τους παράλυνε η απελπισία.

    Σαν είδε ο καπετάνιος πως δεν θα κατάφερνε να καβατζάρει τον καταραμένον Κάβο Χορν, το πήρε απόφαση και γύρισε την πλώρη κατά το μέρος απ’ όπου είχε έρθει. Οι ναύτες κάνανε μεγάλη χαρά, γιατί πολλοί απ’ αυτούς ήτανε άρρωστοι κι οι άλλοι ήτανε ξεθεωμένοι από τις μανούβρες.

    Τώρα είχανε πρίμο τον αγέρα που τους μπόδιζε πρωτύτερα να περάσουνε στον Ειρηνικόν Ωκεανό και που τους έσπρωχνε κατά τον Κάβο της Καλής Ελπίδας, στη νοτινή άκρη της Αφρικής. Στις 22 Μαΐου είδανε τη λεγόμενη Τράπεζα από πάνω απ’ αυτόν τον κάβο, και σε λίγο πήγανε και ρίξανε άγκουρα κοντά στην πολιτεία του Καπ (Πόλη του Ακρωτηρίου).

    Εκεί πέρα καθίσανε τριανταοχτώ μέρες, για να καλαφατίσουνε το καράβι και για να κάνουνε την κουμπάνια τους, επειδής οι ζωοθροφίες τους είχανε πολύ λιγοστέψει. Ύστερα σηκωθήκανε στα πανιά και βάλανε πλώρη στο νησί τ’ Άγιου Παύλου και φτάξανε κει στις 28 Ιουλίου, γιατί παλέψανε με κακοκαιριά. Η κακοκαιριά βάσταξε ώσπου φτάξανε στην Τασμάνια, κοντά στην Αυστράλια. Ο καπετάν Μπλάι γνώρισε το μπουγάζι το λεγόμενο «του Περιστατικού» από τον καιρό που ταξίδευε με τον καπετάν Κουκ, στα 1777.

    Καθίσανε λίγες μέρες σ’ αυτό το μέρος και κάνανε ξύλα και νερό. Θελήσανε να πιάσουνε δοσοληψίες με τους αγριανθρώπους αλλά τ’ αντιμάμαλο της ακροθαλασσιάς ήτανε τόσο δυνατό, που δεν μπορέσανε να το περάσουνε οι βάρκες. Κάνανε πανιά και βάλανε πλώρη νοτινά από τη Νέα Ζελάντα, με την ελπίδα πως θα βρίσκανε καλόν αγέρα. Μα η κακοκαιριά βάσταξε και κόντεψε να τους ρίξει απάνω σε κάτι βραχόνησα. Ύστερα ο καιρός καλυτέρεψε και τραβήξανε κατά τον μαΐστρο-τραμουντάνα (ΒΔ), για να φτάξουνε στα Νησιά της Κοινωνίας και να πάρουνε τα ψωμόδεντρα. Περάσανε ανάμεσα σε κάτι νησιά που τα λένε Νησιά τους Μπας και σ’ ένα άλλο με τ’ όνομα Πίτκαιρν.

    Στις 25 Οκτωβρίου φτάξανε στο Ταϊτί. Καβατζάροντας τον Κάβο της Αφροδίτης, την άλλη μέρα το ξημέρωμα, είδανε τριγυρισμένο το καράβι από ένα μελίσσι από μονόξυλα κι οι Ταϊτινοί φωνάζανε: «Είσαστε τίο;», δηλαδή, είσαστε φίλοι μας; Ακόμα ρωτούσανε αν το καράβι ερχότανε από την Αγγλία, «από την Πιριτάνια», όπως λέγανε, ή από τη Λίμα. Σαν ακούσανε πως ερχότανε από την Αγγλία, σκαρφαλώσανε στα ξάρτια κι ανεβήκανε στην κουβέρτα και τη γεμίσανε. Οι ναύτες, με τις μανούβρες που είχανε να κάνουνε, δεν μπορέσανε να τους διώξουνε. Στις εννιά η ώρα το πρωί, το «Μπάουντυ» έριξε άγκουρα στο μπουγάζι του Ματαβάι. Το ταξίδι του είχε βαστάξει δέκα μήνες, όλο φουρτούνες, κρύο κι αρρώστιες.

    Στο Ταϊτί βρήκανε καλόκαρδη φιλοξενία, μόλο που γινήκανε κάποιες παρεξηγήσεις με κάτι μικροπράγματα που κλέψανε οι αραπάδες. Ωστόσο, οι Εγγλέζοι περάσανε καλά. Ο καπετάνιος μοίρασε στους Ταϊτινούς κάτι μικρά δώρα και βγήκε στη στεριά, για να κάνει επίσκεψη στους αρχηγούς τους, στον Οταΐι, στον Οτόν, στον Ορίπια και στον Ποΐνο, που είχανε πάγει στο καράβι.

    Οι Ταϊτινές ντύσανε τον καπετάν Μπλάι μ’ ένα έμορφο ρούχο, από κείνα που υφαίνανε στον αργαλειό και τον πήγανε με τιμή ως την ακροθαλασσιά. Απάνω στο καράβι ένας Ταϊτινός έδειξε στον καπετάνιο μια ζωγραφιά που παρίστανε τον καπετάν Κουκ, τον καπετάν «Τουτ», όπως τον λέγανε και τον παρακάλεσε να διορθώσει την κορνίζα που είχε σπάσει. Αυτή τη ζωγραφιά την είχανε καλά φυλαγμένη οι Ταϊτινοί, για να θυμούνται τον Κουκ και γιατί τους είχανε πει οι Εγγλέζοι πως έφτανε να τη δείχνανε, αν τύχαινε ν’ αράξει κανένα εγγλέζικο καράβι στο νησί τους, για να είναι σίγουροι για τη φιλία τους. Πολλές κοπέλες κοιμόντανε μέσα στο «Μπάουντυ», γιατί όλοι οι ναύτες είχανε από μια φιληνάδα, μια «τίο».

    Όσον καιρό χρειαστήκανε για να μαζέψουνε τα ψωμόδεντρα και να τα βάλουνε στο καράβι, μπαινοβγαίνανε στο «Μπάουντυ» οι ντόπιοι κι οι Εγγλέζοι και περνούσανε ζωή χαρούμενη. Η μονάχη θλίψη που τους βρήκε, ήτανε ο θάνατος του γιατρού του καραβιού μα κι αυτόν δεν τον πολυλυπηθήκανε, γιατί ήτανε ένας μπεκρής που από την τεμπελιά του δεν περπάτηξε μήτε δέκα φορές απάνω στην κουβέρτα, όπως έγραψε ο καπετάνιος στο ημερολόγιό του.

    Αλλά κι ο καπετάν Μπλάι, μόλο που ήτανε σπουδαίος ναυτικός, σταθερός σ’ ό,τι αποφάσιζε και γενναίος, ωστόσο ήτανε σκληρός κι ανυπόφορος, γεμάτος θυμό κι υποψία. Από τη μέρα που πιάσανε ν’ αρματώσουνε το καράβι, ολοένα επεισόδια έκανε. Ύστερα κατά το ταξίδι, πότε γινότανε σκύλος από τον θυμό του, πότε έλεγε πως οι αξιωματικοί κλέβανε τις μερίδες, μόλο που ο ίδιος τις λιγόστευε και παραπονιόντανε οι ναύτες βλέποντας πως τα καλύτερα κομμάτια πηγαίνανε στο τραπέζι του καπετάνιου, που έτρωγε μαζί με τον λοστρόμο και με τον μπεκρή τον γιατρό, που είπαμε πως πέθανε στο Ταϊτί. Το λοιπόν μέσα στο καράβι κανένας δεν τον χώνευε. Όλοι τον οχτρευόντανε.

    Στις 3 Απριλίου το «Μπάουντυ» ήτανε έτοιμο, για να κάνει πανιά. Τα ψωμόδεντρα και τ’ άλλα δέντρα ήτανε βαλμένα μέσα στο καράβι. Χίλια δεκαπέντε δέντρα και εφτακόσιες εβδομηντατέσσερις γλάστρες. Στις 4 Απριλίου, πήρανε απάνω την άγκουρα και πιάσανε το πέλαγο, ύστερ’ από εικοσιτρείς βδομάδες που περάσανε πολύ έμορφα σε κείνο το καλό το νησί.

    Τραβήξανε κατά το βασίλεμα και φτάξανε στα νησιά Τόγκα-Ταμπού κι αράξανε στον κόρφο της Αναμούκας. Πολλοί αραπάδες ανεβήκανε στο καράβι κι ο καπετάνιος γνώρισε κάμποσους ντόπιους, που τον θυμότανε από τον καιρό που είχανε πάει με τον Κουκ στο νησί τους. Πήρανε κι άλλες ζωοθροφίες μαζί με κάποια βότανα, στον τόπο εκεινών που είχανε χαλάσει στο ταξίδι, και φύγανε.

    Τη νύχτα, ενώ βρισκόντανε κοντά στο νησί Τόφο, κατά τη νοτιά, αποβραδίς φύλαγε την πρώτη βάρδια ο λοστρόμος Φράυερ. Κατά τα μεσάνυχτα, παράδωσε στον κανονιέρη και κείνος στον δεύτερο λοστρόμο Κρίστιαν, δίχως να παρουσιαστεί τίποτα που να ‘ναι ύποπτο.

    Λίγο πριν να βγει ο ήλιος, μπήκανε στην κάμαρη του καπετάνιου μαζεμένοι κάμποσοι νοματαίοι και κείνος  ξύπνησε απότομα. Ανάμεσά τους είδε τον Κρίστιαν, τον οπλονόμο Τσώρτσιλ, τον δεύτερο κανονιέρη Μιλς και τον ναύτη Μπάρκιτ. Δεν είπανε τίποτα παρά πιάσανε τον καπετάνιο και δέσανε τα χέρια του πίσω από τη ράχη του, φοβερίζοντάς τον πως θα τον σκοτώνανε αν έβγαζε μιλιά. Ο Κρίστιαν βαστούσε ένα σπαθί κι οι άλλοι ήτανε αρματωμένοι με τουφέκια με τις μπαγιονέτες. Τον σύρανε από το κρεβάτι του και τον ανεβάσανε στην κουβέρτα, όπως ήτανε με το πουκάμισο. Θέλησε να φωνάξει βοήθεια, ρωτώντας τους για ποια αιτία τον δέσανε, μα εκείνοι του ξαναείπανε να σωπάσει, αν ήθελε τη ζωή του. Στην πόρτα είδε να φυλάγουνε τρεις ναύτες.

    Στην κουβέρτα στεκότανε αρματωμένοι κι άλλοι ναύτες και κάποιοι απ’ αυτούς σαν να φυλάγανε τα καπάκια του αμπαριού, για να μη βγει κανένας. Μήτε ο Φράυερ μήτε ο Έλφινσον βρισκόντανε εκεί πέρα. Κατά τα φαινόμενα, οι περισσότεροι αξιωματικοί ήτανε πιασμένοι αιχμάλωτοι από τους συνωμότες, που είχανε για αρχηγό τον Κρίστιαν.

    Ο καπετάν Μπλάι στάθηκε κοντά στο πρυμιό άλμπουρο κι έπιασε να φωνάζει και να δίνει διαταγές στους ναύτες, μα κανένας δεν έδωσε σημασία κι όλοι του λέγανε: «Πάψε, γιατί αλλιώς σε σκοτώνουμε!»

    Απάνω σ’ αυτό ανεβάσανε στην κουβέρτα τον Φράιερ, τον λοστρόμο, και τον διατάξανε να ρίξει στη θάλασσα τη σκαμπαβία και κείνος έκανε ό,τι τον προστάξανε, με τη βοήθεια που του δώσανε τρεις τέσσερις ναύτες. Ύστερα τον κατεβάσανε στην κάμαρά του. Κατόπι προστάξανε να μπούνε στη βάρκα οι δόκιμοι Χόλλιτ και Χάιουερτ, μαζί με τον γραμματικό του καπετάνιου, τον Σάμουελ. Ύστερ’ ανεβάσανε απάνω κάμποσους ναύτες και τους μπαρκάρανε κι αυτούς στη σκαμπαβία.

    Τότε ο καπετάν Μπλάι κατάλαβε τι τον περίμενε, δηλαδή πως θα τον αφήνανε στον ωκεανό μαζί με τους πιστούς ναύτες του μέσα σε κείνη τη βάρκα. Ο Φλέτσερ Κρίστιαν στεκότανε κοντά του, αγριεμένος και καραμουντζωμένος, τραβώντας τον με το σκοινί που ήτανε δεμένος, κι έβαζε το σπαθί του στο στήθος του φωνάζοντας: «Μαμού!», που θα πει στην ταϊτινή γλώσσα: «Σκάσε!»

    Βάλανε μέσα στη βάρκα λίγες ζωοθροφίες, ένα βαρέλι νερό, μια κάσα γαλέτα, λίγο ρούμι και λίγο κρασί, πεντ’ έξι όρνιθες, λίγο σπάγκο, λίγο καραβόπανο, πεντ’ έξι πετονιές και λίγα σκοινιά.

    Κοντά στην κουπαστή μαζευτήκανε οι ναύτες και κοροϊδεύανε εκείνους τους δυστυχισμένους που ήτανε στριμωγμένοι μέσα στη βάρκα. Ο Σάμουελ ζήτησε να πάρει έναν τεταρτόκυκλο κι ένα κουμπάσο και του τα δώσανε, μα του είπανε να μην αγγίξει τις χάρτες και τ’ άλλα εργαλεία. Αλλά κι ο μαραγκός ζήτησε να πάρει κάποια εργαλεία της δουλειάς του κι ο Κρίστιαν του είπε να τα πάρει. Ο Φλέτσερ θέλησε μάλιστα να κρατήσει και τον μαραγκό στο καράβι, μα μετάνιωσε και κράτησε τα δυο τσιράκια του. Κράτησε και κάποιους άλλους άθελά τους και τρεις απ’ αυτούς το είπανε στον καπετάν Μπλάι και κείνος τους αποκρίθηκε πως θα το θυμηθεί κάποια μέρα, θέλοντας να πει πως αυτοί δεν θα λογαριαζόντανε με τους επαναστάτες.

    Ως να τα βολέψουνε μέσα στη βάρκα, ο Κρίστιαν είπε να κεράσουνε από ένα ρούμι στους ναύτες που θ’ απομένανε μαζί του στο καράβι. Ο οπλονόμος ανάφερε πως η βάρκα ήτανε έτοιμη και πως μοναχά ο καπετάνιος δεν είχε μπαρκάρει ακόμα. Τότες ο Κρίστιαν φώναξε: «Μπρος, καπετάν Μπλάι, οι αξιωματικοί κι οι ναύτες σου βρίσκουνται μέσα στη βάρκα. Πρέπει να πας μαζί τους, αλλιώς, αν κάνεις πως αντιστέκεσαι, θα σκοτωθείς στη στιγμή!»

    Την ώρα που τον σπρώχνανε προς τη σκάλα, ο καπετάνιος γύρισε κι είπε στον λοστρόμο για τελευταία φορά: «Αυτή είναι η ευγνωμοσύνη σου για όσα καλά σου έκανα;» Ο Κρίστιαν φάνηκε ταραγμένος κι είπε:«Ναι, καπετάν Μπλάι, είμαι κολασμένος, είμαι κολασμένος!»

    Ύστερα σπρώξανε τον καπετάνιο μέσα στη βάρκα και τότε πια λύσανε τα χέρια του. Τραβήξανε τη βάρκα στην πρύμη του καραβιού. Οι επαναστάτες λέγανε ένα σωρό πειραχτικά λόγια σε κείνον που ήτανε πριν από λίγο ο αρχηγός τους καθώς και στους συντρόφους του. Σαν να θέλανε να τους βασανίσουνε περισσότερο, βαστούσανε τη βάρκα κάμποση ώρα λίγες οργιές μακριά από το καράβι. Σε μια στιγμή φάνηκε πως τους λυπηθήκανε και τους ρίξανε ένα κομμάτι πανί και λίγο χοιρινό παστωμένο. Ο καπετάνιος, την ώρα που βρισκότανε ακόμα στο καράβι, είχε ζητήσει να του δώσουνε κανένα τουφέκι, μα δεν του δώσανε. Μόνο την τελευταία στιγμή πασάρανε στους συντρόφους του τρία τέσσερα σπαθιά κι άλλα τόσα μαχαίρια, μα δεν τους δώσανε κανένα τουφέκι. Στο τέλος, αμολήσανε τη βάρκα και κείνη ξεμάκρυνε από το καράβι και σε λίγο φαινότανε σαν ένα μικρό μαυράδι μέσα στον ατέλειωτον ωκεανό. Το «Μπάουντυ» τράβηξε για το Ταϊτί.[..............]https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/3/38/Mutiny_on_the_Bounty.jpg/220px-Mutiny_on_the_Bounty.jpg

ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ

 


 

Ανταρσία του Μπάουντι - Βικιπαίδεια

https://chasingtotality.files.wordpress.com/2019/08/pitcairn-fdc.jpg
Οι αντάρτες υποχρεώνουν τον καπετάνιο Μπλάι και τους υποστηρικτές του να εγκαταλείψουν το πλοίο, 29 Απριλίου, 1789. Η ανταρσία του Μπάουντι έλαβε χώρα ...

https://upload.wikimedia.org/wikipedia/el/thumb/c/ca/MutinyontheBounty1962.jpg/300px-MutinyontheBounty1962.jpgΗ Ανταρσία του Μπάουντι (ταινία, 1962) - Βικιπαίδεια

Η Ανταρσία του Μπάουντι (1962) Το Μπάουντι αφήνει το λιμάνι του Πόρτσμουθ, το 1787. Αποστολή του να μπαρκάρει στην Ταϊτή και να φορτώσει φρούτα. Ο καπετάνιος Μπλάι είναι ένας σκληρός άνθρωπος και δεν έχει σκοπό να ανεχτεί κάποια περίεργη στάση του πληρώματος, που δεν θα αργήσει να συμβεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Γάλλοι σεφ μαγειρικής: εκπαιδευτές και συνεργάτες ή σαδιστές που κάνουν εφιαλτική τη ζωή των εκπαιδευομένων και των υφισταμένων τους;

  Εφιάλτες στην κουζίνα Από τα μικρά μπιστρό ώς τα φημισμένα πολυτελή εστιατόρια, οι...