Η Φλωρεντία την εποχή του Δάντη (*)
efsyn.gr
Ενώ εορταζόταν στη Ρώμη το Ιωβηλαίο του 1300, ο Φλωρεντινός χρονικογράφος Τζιοβάνι Βιλάνι (1276-1348), «θεωρώντας ότι η πόλη μας η Φλωρεντία, δημιούργημα και κόρη της Ρώμης, βρισκόταν στο απόγειό της για να ακολουθήσει μεγαλειώδη επιτεύγματα, επειδή η Ρώμη παρήκμαζε» (Χρονικό, VII, 36), αποφάσιζε ν’ αρχίσει τη συγγραφή του Χρονικού. Με τον Βιλάνι αρχίζει ο μύθος της Φλωρεντίας που οι συγγραφείς της φλωρεντινής αναγέννησης θα τη φέρουν στην κορυφή ώστε να αποκαλέσουν την πόλη τους «νέα Αθήνα».
Για την ώρα ο Βιλάνι είναι ο πιο μετριοπαθής, αν και δεν χάνει την ευκαιρία να συγκρίνει τη δύναμη της Φλωρεντίας μ’ εκείνη των άλλων πόλεων, ακόμη και με ορισμένα βασίλεια, όπως στην περιγραφή του 1338, όπου διαβεβαιώνει ότι τα έσοδα της πόλης του είναι μεγαλύτερα από εκείνα του βασιλιά Ροβέρτου της Νάπολης ή του βασιλιά της Σικελίας ή εκείνου της Αραγωνίας, και ότι ο ταξιδιώτης που ανακαλύπτει για πρώτη φορά «τα πλούσια κτίρια και τα όμορφα παλάτια που βρίσκονταν έξω από την πόλη, γύρω στα τρία μίλια» (Χρονικό, XI, 94) πιστεύει ότι έφτασε την αίγλη της Ρώμης. Ετσι, όταν αρχίζει να διαγράφει το πορτρέτο του Δάντη, αντιλαμβάνεται ότι βρίσκεται μπροστά στον μεγαλύτερο συγγραφέα που η Φλωρεντία δώρισε στην Ιταλία (Χρονικό, IX, 136).
Και ακριβώς ο Δάντης είναι ένας από τους λίγους Φλωρεντινούς της εποχής που δεν συμμερίζεται τον θαυμασμό γι’ αυτή την πόλη. Φυσικά είχε πολλούς λόγους για να αισθάνεται αυτή την εχθρότητα προς τη γενέθλια πόλη, αλλά αυτό το συναίσθημά του δεν γνωρίζει όρια. Από τα εβδομήντα εννέα πρόσωπα που τοποθετεί στην Κόλαση τα τριάντα δύο είναι Φλωρεντινοί. Αντίθετα, συναντά μόλις τρεις στο Καθαρτήριο και μόνο δύο στον Παράδεισο, μεταξύ των οποίων ένας είναι προ-προπάππος του.
Γιατί όμως αυτή του η αυστηρότητα; Γιατί η Φλωρεντία είναι, εδώ και δυο ή τρεις γενιές, γεμάτη «ζήλια και τσιγκουνιά κι αλαζονεία (Κόλαση, VI, 74, και XV, 68). Αυτά τα τρία αμαρτήματα είναι τα ίδια που ονομάτισε συμβολικά στο πρώτο τραγούδι της Κόλασης, με τα τρία θηρία (λεοπάρδαλη, λέοντα, λύκαινα) που τον εμποδίζουν να ανεβεί στον λόφο της σωτηρίας. Ο Δάντης επίσης στιγματίζει τη φιληδονία, τη λαιμαργία, τη σπατάλη, την υποκρισία, την αδικία, την πολιτική ανευθυνότητα, την άκρατη επιθυμία για κάθε νεωτερισμό, την αστάθεια των κομμάτων, τα μίση και τις διαμάχες, ακόμη και την οικονομική ευμάρεια της πόλης του που συμβολίζεται από το χρυσό φιορίνι που του φαινόταν «…το άνομο λουλούδι / που πρόβατα κι αρνιά παραστρατίζει / αφού τον λύκο έκανε τσοπάνη» (Παράδεισος, IX, 130-132).
Αυτή η αδιάλλακτη αποστροφή βρίσκεται στην απόλυτη αντίθεση της Φλωρεντίας στα σχέδια του αυτοκράτορα Αρίγου (Ερρίκου) του 7ου του Λουξεμβούργου και στη διαρκή υποστήριξη στους πάπες στους οποίους ο Δάντης καταλογίζει μόνο σκοτεινά και άθλια κίνητρα.
Ανάμεσα στον εκθειασμό του χρονικογράφου και τα αναθέματα του ποιητή είναι εύκολο για τον ιστορικό να διατρέξει μια μέση οδό που είναι εκείνη του λελογισμένου θαυμασμού προς μια πόλη που, ήδη την εποχή Δάντη, έπαιξε έναν σημαντικό ρόλο στην ιταλική και ευρωπαϊκή πολιτική και πνευματική ιστορία.
(*) 700 χρόνια από τον θάνατο του Δάντη (1265-1321)
** ομότιμος καθηγητής ΑΠΘ
____________________
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
1. Δάντης Αλιγκέρι
Θεία Κωμωδία
Κόλαση «Άσμα τρίτο» (απόσπασμα)
μτφ. Νίκος Καζαντζάκης
Εγώ οδηγώ προς τη θλιμμένη χώρα, εγώ προς τον απέθαντο τον πόνο, εγώ προς τις ψυχές τις κολασμένες. Δικαιοσύνη τον Πλάστη μου έχει σπρώξει κι η Δύναμη μαστόρεψέ με η θεία, η υπέρτατη Σοφία κι η πρώτη Αγάπη. Πριν από με δεν ήταν πλάσματα άλλα παρά αιώνια μοναχά κι εγώ 'μαι αιώνια. Την πάσα ελπίδα αφήστε όσοι περνάτε». Τα λόγια αυτά τα σκοτεινά βαμμένα ξαγνάντεψα γραφτά σε απανωπόρτι. «Ω δάσκαλε, βαρύ το νόημά τους!» του λέω, κι αυτός νογώντας με αποκρίθη: «Εδώ πρεπό ν' αφήσεις κάθε φόβο, εδώ κάθε ατολμιά πρεπό να σβήσει! Φτάσαμε πια στον τόπο που έλεγά σου, τα πλήθη όπου θα δεις τα πονεμένα,
2 που το αγαθό του λογικού 'χουν χάσει». Κι ως πίθωσε στο χέρι μου το χέρι, με πρόσχαρη θωριά που γκάρδιωσέ με, στη μυστικιά με μπάζει εντός την πλάση. Εδώ σκουξιές και στεναγμοί και θρήνοι στον άναστρον αγέρα αχολογούσαν, που απ' την αρχή τα κλάματα με πήραν. Γλώσσες λογής λογής, βαριές βλαστήμιες, ουρλιάγματα θυμού και λόγια πόνου, δαρμοί χεριών κι αχνές φωνές ή γαύρες, σηκώναν χλαλοή που αιώνια γύρα στον άχρονο, μουντό σβουρίζει αγέρα, σαν άμμος που στροβίλα στροβιλίζει. Κι εγώ, την κεφαλή ζωσμένη τρόμο: «Δάσκαλε, κάνω, τι 'ναι αυτό που ακούω; Και ποιοι 'ναι αυτοί που ο πόνος τόσο λιώνει;» Κι αυτός: «Την άθλια τούτη ζήση, λέει, οι θλίβερες ψυχές περνούν εκείνων που δίχως ατιμιά και δόξα εζήσαν. Με τον κακό των άγγελων συσμίγουν χορό που ουδέ πιστοί μηδέ κι αντάρτες σταθήκαν του Θεού, μόν' για δικού τους! Διώχνει τους ο ουρανός μην ασκημίσει κι ουδέ ο βαθύς τούς δέχεται άδης, κάποια μην πάρουν κείθε δόξα οι κολασμένοι». «Ω δάσκαλε, ρωτώ, ποιος μέγας πόνος τόσο βαριά τους κάνει να θρηνούνε;» «Κοντολογίς σου το εξηγώ, αποκρίθη ελπίδα αυτοί για θάνατο δεν έχουν και τόσο ταπεινή η τυφλή ζωή τους, που κάθε ξένο ριζικό ζουλεύουν.
3 Φήμη γι' αυτούς στον κόσμο δεν πομένει, η δικαιοσύνη κι η σπλαχνιά τους διώχνουν μιλιά γι' αυτούς μόν' κοίτα τους και πέρνα!» Κι εγώ, κοιτώντας, φλάμπουρο ξεκρίνω, που με γοργάδα τόση στρουφογύρναε, που εφάνη μου δε σταματάει ποτέ του. Και πίσω του λαός ακλούθαε τόσο πυκνός, που απίστευτο μου εφάνη τόσες να 'χει ζωές ο χάρος θερισμένες. Σα μερικούς ξεχώρισα στο ασκέρι, είδα κι απείκασα τον ίσκιο εκείνου που από αναντριά το μέγα φώναξε όχι! Κι ευτύς βαθιά κατάλαβα και βρήκα, το τιποτένιο ετούτοι ψυχολόι, σιχαμερό στο Θεό και στους οχτρούς του. Τούτοι οι χαμένοι που ποτέ δε ζήσαν, ολόγυμνοι γυρνούν και τους δαγκάνουν αλύπητα χοντρόμυγες και σφήκες. Το πρόσωπό τους μ' αίμα χαρακώναν, που, ανάκατο με κλάματα, βρωμιάροι στα πόδια τους το μάζωναν σκουλήκοι. Κι ως έριξα πιο πέρα τη ματιά μου, πλήθος στον όχτο ποταμού μεγάλου τηρώ και κράζω: «Δάσκαλέ μου, στέρξε και μάθε μου ποιοι να 'ν' και ποιος ο νόμος που τόσο να περάσουν λαχταρίζουν, καθώς στο μουχρωμένο φως ξεκρίνω». Κι αυτός: «Το λόγο θα τον νιώσεις, είπε, τα βήματά μας όντας πια σταθούνε στου αραχνιασμένου Αχέροντα τον όχτο». Με ντροπαλά, σκυφτά τα μάτια τότε,
4 μην τον βαρύνει ο λόγος μου, δειλιώντας ως το ποτάμι τη μιλιά κρατούσα. Και να, σε βάρκα κατά μας κινήθη με τις παλιές, ολάσπρες τρίχες γέρος κι έσκουζε: «Αλί, ψυχές αφορεσμένες! ποτέ σας ουρανό να μην ελπίσετε! Στον άλλον έρχουμαι όχτο να σας πάω, στο αιώνιο σκότος, στη φωτιά, στον πάγο! Και συ, που ζωντανή ψυχή κατέβεις, ξεμάκρυνε από αυτούς τους πεθαμένους!» Μα ως είδε πως δε σάλευα, μου κράζει: «Από άλλη στράτα, απ' άλλα εσύ λιμάνια, γιαλό θα φτάσεις κι όχι εδώ για διάβα λαφρότερο ταιριάζει σου καράβι». Γυρνά ο μπροστάρης: «Χάρο, μην αγριεύεις, τέτοια η βουλή ψηλά των που μπορούνε τέτοια που θεν, και μη ζητάς πιο πέρα!» Πραγάλιασαν οι μαλλιαρές μασέλες του ναύλερου του χλεμπονιάρη βάλτου, με τους φλεγόμενους τροχούς στα μάτια. Μα οι ολόγυμνες ψυχές οι κουρασμένες αλλάξαν χρώμα κι έτριξαν τα δόντια, τ' άσπλαχνα ευτύς τα λόγια ως εγρικήξαν. Βλαστήμουν το Θεό και τους γονιούς τους, το σόι του ανθρώπου, τον καιρό, τον τόπο, πατέρων τους και πρόγονων το σπόρο. Κι ευτύς σωροβολιές αποτραβιούνται, θρηνώντας βογκερά στο μαύρον όχτο, που προσδοκάει τον που Θεό δεν τρέμει. Και δαίμονας με μάτια αθράκια ο Χάρος τους έγνεφε και τις περμάζωνε όλες
5 και κάθε οκνό με το κουπί του εχτύπα. Ως πέφτουν το χινόπωρο τα φύλλα το ένα με τ' άλλο, ωσότου το κλωνάρι πίσω στη γης το ντύμα του όλο δώσει, όμοια του Αδάμ ο κακόσπορος, πέφταν ψυχή ψυχή, απ' τον όχτο μες στη βάρκα, γνεφάτα ως τα πουλιά υπακούν στον κράχτη. Έτσι στα μουχρωπά νερά αλαργαίνουν και πριν αντίπερα να πιάσουν, νέο στον πρώτο όχτο ανασμαριάει κοπάδι. «Γιε μου, μ' ευγένεια ο δάσκαλός μου κρένει, όσοι σε οργή πεθαίνουν του Κυρίου κατασταλάζουν δω από κάθε τόπο και πρόθυμα διαβαίνουν το ποτάμι, τι τόσο η θεία κεντά τους δικαιοσύνη, που ο φόβος τους σε πεθυμιά γυρίζει. Καλή ποτέ ψυχή δε διάβη εδώθε, κι αν σε μαλώνει ο Χάρος, τώρα νιώθεις τι νόημα που τα λόγια του κρατούνε». Είπε, κι ευτύς ο βουρκωμένος κάμπος με τόσο βρούχος σείστη που απ' τον τρόμο μ' ιδρώτα η μνήμη ακόμα με μουσκεύει. Έβγαλε η δακρυσμένη γης αγέρα κι άστραψε εντός του πορφυρή μια λάμψη που κάθε μέσα μου αίστηση νικήθη και σαν υπνοκρουσμένος πέφτω χάμω. [Δάντης, Η Θεία Κωμωδία: Κόλαση, Στα ελληνικά από τον Ν. Καζαντζάκη, Eκδόσεις Ελένη Καζαντζάκη, Αθήνα 1965]
2. Δάντης Αλιγκέρι - Βικιπαίδεια
3. Φλωρεντία - Βικιπαίδεια
4. Dante's Florence Walking Tour (Self Guided), Florence, Italy
5. Η Κόλαση του Δάντη εικονογραφημένη από τον Αύγουστο Ντορέ
6. LISZT~Dante Symphony S.109 HD Complete *ft. Gustave Doré Scenic Storyline* Complete
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου