Παρασκευή, Δεκεμβρίου 13, 2019

Ο μεγάλος ελληνιστής Έντμουντ Κίλι



Edmund Keeley: «Αναπλάθοντας τον παράδεισο»

Ανθούλα Δανιήλ





Edmund Keeley: «Αναπλάθοντας τον παράδεισο»
Το να γνωρίσεις πέρα ως πέρα την Ελλάδα είναι αδύνατο· για να την καταλάβεις, χρειάζεται να είσαι ιδιοφυΐα· το να την ερωτευτείς είναι το ευκολότερο πραγμα στον κόσμο. Είναι σαν να ερωτεύεσαι το δικό σου θεϊκό είδωλο, που αντικατοπτρίζεται σε χιλιάδες εκθαμβωτικές όψεις.
Έτσι έγραφε ο Χένρι Μίλερ όταν έφτασε στην Ελλάδα το 1939 και γνώρισε τον Σεφέρη, τον Κατσίμπαλη και τους άλλους της Γενιάς του ’30. Ήρθε μαζί με έναν άλλο γοητευμένο, τον Λόρενς Ντάρελ, και έζησαν μυθικά, σαν έξω από τον καιρό και μέσα στον παράδεισο που συνιστούσε η Ελλάδα γι’ αυτούς· έναν Αμερικανό κι έναν Ευρωπαίο.
Στους δύο προαναφερθέντες γοητευμένους πρέπει να προστεθεί και ο συγγραφέας Έντμουντ Κίλι, γνωστός από τα τόσα βιβλία του που κυκλοφορούν στην Ελλάδα – και, φυσικά, πρέπει να προστεθεί και ο κάθε τυχερός αναγνώστης.
Το Αναπλάθοντας τον παράδεισο παρουσιάστηκε πριν από είκοσι χρόνια και είχε κάνει αίσθηση. Ο σημερινός αναγνώστης που θα το διαβάσει θα γοητευτεί επίσης, αλλά και όποιος παλιός επανέλθει θα ξαναγοητευτεί. Το βιβλίο αναπλάθει «Το ελληνικό ταξίδι 1937-1947». Την εμπειρία του συγγραφέα που μεταφέρει τις εκθαμβωτικές εντυπώσεις του Αμερικανού και του Ευρωπαίου από μία Ελλάδα, λίγο πριν και λίγο μετά τη συμφορά του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Άνθρωποι του λαού, άθικτοι από τον πολιτισμό, αλλά και, κυρίως, άνθρωποι των Γραμμάτων, λαμπρές προσωπικότητες, οι οποίοι προσπαθούσαν να αναδείξουν μια Ελλάδα νέα που αναδύεται μέσα από το αρχαίο τοπίο της, με τον πλούσιο μύθο της, το αρχαίο πνεύμα της και το ζωντανό αίμα της. Οι ξένοι επιφανείς δεν έρχονται στην Ελλάδα για να θαυμάσουν τον σύγχρονο νέο πολιτισμό, που ούτως ή άλλως δεν έχει, αλλά για να ζήσουν τον αναγεννημένο μύθο στο συγκεκριμένο τοπίο, όπως φαίνεται από τα επεισόδια που αφορούν τον Χένρι Μίλερ και τον Λόρενς Ντάρελ.
Στα εννέα κεφάλαια, με τους ποιητικούς τίτλους «Η πρώτη Εδέμ», «Ήταν κάποτε ένα νησί…», «Οι μυθοπλάστες», «Ταξίδι στο φως», «Περί θεών, ημιθέων και δαιμόνων», «Ο κήπος των επίγειων απολαύσεων», «Αποπλέοντας από τον παράδεισο», «Η Εδέμ στις φλόγες», «Αναγγενημένη από τις στάχτες» και στις σημειώσεις, ο αναγνώστης γίνεται συνδαιτυμόνας στο τραπέζι των σπουδαίων εκείνων προσώπων.
Θα έλεγα επαναλαμβάνοντας τους στίχους του Κόλεριτζ από το μότο που προτάσσει ο Έντμουντ Κίλι «…με μάννα έχει τραφεί/ Και του παράδεισου το νέκταρ έχει πιει»· και από τον δικό μας Καβάφη, «Πάντα στο νου σου να ’χεις την Ιθάκη…». Έτσι, με μάννα, νέκταρ και Ιθάκη στον νου, πιάνει το νήμα από το 1939, όταν «ο Χένρι Μίλερ ένιωθε να μην τον χωράει το Παρίσι» και ο Ντάρελ ένιωθε «σαν λιοντάρι στο κλουβί». Ο ένας ήθελε να πάει σε μια έρημο στην Αμερική κι ο άλλος στην Κορνουάλη. Αντί αυτών ή για τον γύρο του κόσμου, επέλεξαν την Κέρκυρα.
Ο ρομαντικός Μίλερ είχε ερωτευτεί την Ελλάδα πριν καν τη γνωρίσει. Ένιωθε τόση ευδαιμονία που «αν είχε θάρρος […] θα σκοτωνόταν επί τόπου», στην Ελλάδα, την «ιερή περιοχή».
Ο Ντάρελ, που έλεγε ότι «Η Ελλάδα σού προσφέρει την ανακάλυψη του εαυτού σου», έρχεται στην Κέρκυρα και γράφει το πρώτο του μυθιστόρημα. Ο Μίλερ γράφει τον Κολοσσό του Μαρουσιού με όλη εκείνη τη μυθική παρέα των Ελλήνων διανοουμένων. Τον Γιώργο Κατσίμπαλη, τον Σεφέρη, 39 ετών, ευρυμαθέστατο και ερωτευμένο με την ελληνική παράδοση, που «ωριμάζει μέσα του ο παγκόσμιος ποιητής». Ο συγγραφέας θα μιλήσει με την πλατιά γνώση του και τη βαθιά κατανόησή του για τον ποιητή που, στενεμένος στις μυλόπετρες των δύο αφεντάδων –την «απεχθή θέση του» στο Υπουργείο Τύπου και Πληροφοριών, από τη μία, και την Ποίησή του από την άλλη–, είχε γράψει τον περίφημο στίχο «Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει»· ο στίχος δηλώνει μια νοσταλγία, λέει ο Κίλι, και όχι όλα τα άλλα που έχουν ειπωθεί και γραφτεί.
Όποιος δεν διάβασε το βιβλίο θα πρέπει να το διαβάσει και όποιος το διάβασε θα το ξαναδιαβάσει, στην ωραία μετάφραση της Χρύσας Τσαλικίδου. Μονορούφι, με λαχτάρα, αλλά και γουλιά γουλιά, για την απόλαυση της κάθε λέξης.
Ο άλλος της παρέας των Ελλήνων ήταν ο Γιώργος Κατσίμπαλης, που οι δύο ξένοι –Μίλερ και Ντάρελ– ανέβηκαν στο σπίτι του στο Μαρούσι για να τον ακούσουν να απαγγέλλει ποιήματα του Σεφέρη στα αγγλικά. Ψηλός, ογκώδης, θεωρητικός, ευθυτενής, με στεντόρεια φωνή και το μπαστούνι του. Η περιγραφή του Κατσίμπαλη από τον Σεφέρη –σπουδαίος, εξαιρετικός, ανθρώπινο φαινόμενο– παρακίνησε τον Μίλερ να μετατρέψει την «κολισσιαία» προσωπικότητα του Κατσίμπαλη σε μύθο. «Εμείς έχουμε γλώσσα για ποιητές όχι για εμπόρους», έλεγε.
Έτσι, με μύθους και μυθοπλάστες, ο Κίλι μπαίνει στα τοπία και στο μυαλό των ανθρώπων, παρατηρεί και περιγράφει, μελετά τα ποιήματα και κάνει εξαιρετικές παρατηρήσεις, δίνει πληροφορίες και φέρνει στην επιφάνεια αρκετά, εν πολλοίς, άγνωστα στους πολλούς. Το Κολωνάκι, η ελίτ, ο λαός, οι ανθρώπινες σχέσεις, και τα ποιήματα του Σεφέρη και άλλων στα ενδιάμεσα σαν ιντερμέδια. Ο Μπέρναντ Σπένσερ, ο Νάνος Βαλαωρίτης, ο Στεφανίδης, ο Αντωνίου, ο Σικελιανός κάνουν την εμφάνισή τους. Στις κουβέντες τους έρχεται και ο Εδουάρδος Λιρ που έβλεπε, ζωγράφιζε, τραγουδούσε και απάγγελλε τους «Λωτοφάγους» του Τένισον, και έγραψε ύμνους για τις καλλονές της Παλαιοκαστρίτσας της Κέρκυρας.
Ο Ντάρελ στο Κελί του Πρόσπερο αναβίωνε τις ωριμότερες στιγμές της φαντασίας του Σαίξπηρ. Σαν να είχε έρθει στην Κέρκυρα ο βάρδος και είχε δοκιμάσει νερό με γλυκό του κουταλιού, μια «σκουρόχρωμη παχύρρευστη μαρμελάδα από βύσσινα», που τη βρίσκουμε στη συνομιλία του Κάλιμπαν με τον Πρόσπερο στην Τρικυμία: «μου ’δινες μούρα μες σε νερό», πράγμα που αίρει κάθε αμφιβολία ότι είναι η Κέρκυρα, «η Κορκύρα αναγραμματισμένη στη λέξη Σίκοραξ».
Από την Κέρκυρα στην Αθήνα, οι δύο «μυθοπλάστες» θα συναντήσουν τον Κολοσσό Κατσίμπαλη, που ήξερε όλες τις καλές ταβέρνες και με το μπαστούνι έδειχνε και υπογράμμιζε τα λεγόμενά του. Πήγε στα Μέθανα για κούρα και κάθε μέρα από ταβέρνα σε ταβέρνα και από βαρέλι σε βαρέλι: «Έτσι άρχισα την κούρα μου. Έτσι την ξακολούθησα και χτες. Έτσι –αμφιβάλλεις;– και σήμερα και αύριο κι ο Θεός να βάλει το χέρι του!» έγραφε στον Σεφέρη. Στον Σεφέρη έγραψε πάνω από εκατό επιστολές. Ο Σεφέρης, λέει ο Μίλερ, «κοίταζε ένα ακρωτήρι και διάβαζε την ιστορία των Μήδων, των Περσών, των Δωριέων, των Κρητών, των Ατλάντων… Τον τραβούσε ο χαρακτήρας του σιβυλλικού χρησμού που είχε καθετί που έπεφτε στα μάτια του». Επισημαίνει επίσης την προφητική ματιά του, είχε πλήρη επίγνωση για τον δεσμό της σύγχρονης Ελλάδας με το παρελθόν της και τον μύθο της, αλλά ένιωθε και τον φόβο μιας απώλειας και απειλής.
Σχολιάζει το ποίημα «Ο βασιλιάς της Ασίνης», υποθέτει ότι στις «λίγες νύχτες με φεγγάρι» που αρέσουν στον ποιητή δεν συμπεριλαμβάνεται η νύχτα του «Τελευταίου σταθμού». Ο Περικλής Γιαννόπουλος ήταν παράφρων, όπως κάθε «γνήσιος Έλληνας είναι ένας θεός… ήταν αετός που πέταξε πολύ ψηλά σαν τον Ίκαρο»! Ο Καρυωτάκης τον ακολούθησε 18 χρόνια μετά με μια σφαίρα στην καρδιά. Ο Σεφέρης θεωρούσε τον Καρυωτάκη μοναδικό εκπρόσωπο της ποίησης «της μεγάλης πολιτείας στην Ελλάδα».
Στο ταξίδι Ύδρα, Πόρο, Σπέτσες, Κρήτη, Πελοπόννησο, ο Μίλερ θα αισθανθεί ότι το ελληνικό φως θα ξεσκεπάσει τα μυστήρια του τόπου και θα αλλάξει η ζωή του. Στον Πόρο, θα νιώσει τη χαρά της αναγέννησης. Ενώ ο Σεφέρης νιώθει τον πόλεμο που έρχεται, ο Μίλερ αποστασιοποιείται: «άσε τον κόσμο να λουστεί στο αίμα, εγώ θ’ αγκιστρωθώ στον Πόρο». Η Ύδρα είναι ένα «πελώριο πετρωμένο ψωμί», «ένα σκαλοπάτι που χάραξαν οι θεοί». Ο Χατζηκυριάκος Γκίκας είναι «ιδιοφυΐα» που ζωγραφίζει το «αποκορύφωμα της αψεγάδιαστης αναρχίας […] που κλείνει μέσα της κάθε μορφή, κάθε σχήμα που μπορεί να πάρει η φαντασία». Το νησί των Σπετσών «έπλεε κάτω από την Αφροδίτη σαν μεγαλειώδης μαύρη φάλαινα μέσα σε μια νυχτωμένη θάλασσα που είχε το χρώμα του αμέθυστου», κατά τον Τζον Φάουλς.
Ο Σεφέρης με τη «μυθική μέθοδο» ήθελε να δείξει τη συνέχεια αλλά και την ασυνέχεια του ελληνικού παρελθόντος. Ο Ρίτσος, μια έντονη προσωπικότητα, μαζί με τον Ελύτη είναι «δύο μεγάλοι ποιητές της σύγχρονης Ελλάδας, διάδοχοι του Σεφέρη». Ο Ρίτσος, που οι ποιητές των Νέων Γραμμάτων «δεν διανοούνταν ν’ αναγνωρίσουν δημόσια το ταλέντο του», κατάφερε να τους τη φέρει και να δημοσιεύει δίπλα τους με ψευδώνυμο.
Ο Μίλερ είναι πάλι «χτυπημένος από μια ελαφριά τρέλα» στη Φαιστό, τέτοια που κάθε απόπειρα περιγραφής θα σπάσει το εύθραυστο υλικό του οράματός του. Ο «τελευταίος παράδεισος επί γης», γράφει στον Κολοσσό. Αλλά είναι και οι Δελφοί, η Θήβα, η Ελευσίνα, που πρέπει, πριν φύγει, να δει. Η «Αθήνα λαμποκοπά σαν πολυέλαιος», το Ζάππειο σαν «Γεθσημανή». Γεμάτες πάθος οι αποχαιρετιστήριες εικόνες «της μικρής συμμορίας των φίλων». «Αγαπώ αυτούς τους ανθρώπους […] Η Ελλάδα είναι η μητέρα των εθνών… η πηγή της σοφίας και της έμπνευσης», έλεγε.
Τα χρόνια τρέχουν, ο πόλεμος έρχεται, οι φίλοι φεύγουν, αλλάζουν, χάνονται. Περιγραφές από τη φρίκη. Ο Σεφέρης φτάνει στην Αίγυπτο: «Πού είναι ο Τόνιο;», «Και ο Ελύτης;», «Στην πρεσβεία οι άνθρωποι αμέριμνοι […] γι’ αυτούς ο E Keeleyπόλεμος γίνεται στον Άρη», «Ο πρωθυπουργός είναι σαν το φάντασμα του πατέρα του Άμλετ». Η Εδέμ της μικρής συμμορίας ήταν το πρώτο θύμα του πολέμου…
Ο Έντμουντ Κίλι αναπλάθει τον παράδεισο, την ιστορία του, τον μύθο και τη λογοτεχνία του, την αυταπάτη και την αλήθεια του και, στα τελευταία κεφάλαια, τα πάθη του. Τα πρόσωπα του παραδείσου δεν ζουν πια. Είναι ήδη στον άλλο Παράδεισο, εκπληρώνοντας την υπόσχεση: «Θα ξανασυναντηθούμε». Όποιος δεν διάβασε το βιβλίο θα πρέπει να το διαβάσει και όποιος το διάβασε θα το ξαναδιαβάσει, στην ωραία μετάφραση της Χρύσας Τσαλικίδου. Μονορούφι, με λαχτάρα, αλλά και γουλιά γουλιά, για την απόλαυση της κάθε λέξης.
Αναπλάθοντας τον παράδεισο
Το ελληνικό ταξίδι 1937-1947
Edmund Keeley
μετάφραση: Χρύσα Τσαλικίδου
Εκδόσεις Πατάκη
378 σελ.
ISBN 978-960-16-8265-5
Τιμή €18,80


Η Ανθούλα Δανιήλ είναι δρ Φιλολογίας, συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας, μέλος της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών.

*Έντμουντ Κίλι - Βικιπαίδεια

  Ο αλησμόνητος Ανταίος Χρυσοστομίδης και η Μικέλα Χαρτουλάρη συνάντησαν τον Έντμουντ Κίλι πριν από χρόνια στο Πρίστον και συνομίλησαν με τον με τον μεγάλο ελληνιστή .Καρπός της συνάντησης αυτής είναι το βίντεο που προβλήθηκε στην ΕΡΤ , στο πλαίσιο της περίφημης σειράς "Οι κεραίες της εποχής μας".

Δεν υπάρχουν σχόλια: