Τετάρτη, Δεκεμβρίου 11, 2019


Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΒΙΑ ΤΟΥ 1944 ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΙΑΣ ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΗΣ ΝΟΣΟΚΟΜΑΣ

Καλοντυμένοι και ξυπόλητοι

Τάσος Κωστόπουλος






Καλοντυμένοι και ξυπόλητοι

Δεκέμβρης του 1944, γωνία Θέσπιδος και Σέλλεϋ στην Πλάκα. «Οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες» δεν αποστρατεύτηκαν με το τέλος της Κατοχής.
Σ. ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ, «ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1944» (Αθήνα χ.χ.) 

Δύο δεκαετίες κλείνουν πια από την έναρξη της δημόσιας συζήτησης για την «εμφύλια βία» της Κατοχής και των κατοπινών χρόνων –συζήτηση, οι εμπνευστές της οποίας διακήρυξαν εξαρχής πως απέβλεπαν στην αξιακή ισοπέδωση των «δύο πλευρών», Αντίστασης και δωσιλογισμού. Το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ δεν πάλεψε φυσικά κατακτητές και δωσίλογους με γυμνά χέρια: ανταπέδωσε τα χτυπήματα που δεχόταν από τον πάνοπλο κατοχικό μηχανισμό, τρομοκράτησε -όσο μπόρεσε- τους τρομοκράτες. Την ίδια άλλωστε συνταγή χρησιμοποίησαν και οι εθνικόφρονες ομόλογοί του, όσοι και όποτε πολέμησαν τον κατακτητή, όπως έχουμε δείξει παλιότερα («Εφ.Συν.» 9/9/2017).
Η ποιοτική διαφορά μεταξύ Αντίστασης και δωσιλογισμού δεν μετριέται φυσικά με βάση τις φονικές επιδόσεις τους, αλλά το ουσιαστικό περιεχόμενο της εκατέρωθεν στοχοθεσίας. Εξίσου κρίσιμος δείκτης είναι οι σχέσεις που κάθε πλευρά οικοδόμησε με τον πληθυσμό, η δυνατότητά της να συνομιλεί μαζί του, να αναγνωρίζεται απ’ αυτόν ως δικό του κομμάτι.
Το ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε σήμερα αποτελεί εύγλωττη μαρτυρία αυτής της διαφοράς, από πολιτικά ουδέτερη οπτική γωνία. Πρόκειται για το προσωπικό ημερολόγιο της Μαρίας Τσουλατζή, εθελόντριας νοσοκόμας και προϊσταμένης του πρεβαντορίου «Αγιος Δαμασκηνός», που λειτουργούσε τότε στον Καρέα για την περίθαλψη υποσιτισμένων παιδιών και εφήβων.
Στις σελίδες του περιγράφονται με εξαιρετικά γλαφυρό τρόπο τέσσερα επεισόδια του 1944: δύο επιδρομές Γερμανών και ταγματασφαλιτών τον Ιούνιο, η πρώτη δημόσια εμφάνιση «συνεργείου» της ΕΠΟΝ στις παραμονές της απελευθέρωσης (2/10) και, τέλος, οι εκτελέσεις που πραγματοποίησε εκεί ο ΕΛΑΣ ή η Εθνική Πολιτοφυλακή (πρώην ΟΠΛΑ) κατά το ξέσπασμα των Δεκεμβριανών. Εκτελέσεις επώνυμων δωσίλογων, όπως ο στρατηγός Καβράκος, και ανώνυμων «προδοτών» που μεταφέρθηκαν από άλλα σημεία της Αθήνας για να καταλήξουν, με μια σφαίρα στο κεφάλι, στο τοπικό ξεροπήγαδο.
«Δεν σας φαίνεται πολύ καλοντυμένος; Απάνω του! Ετσι τον πιάσαμε και τότε είδαμε ποιος είναι» - Περιγραφή της σύλληψης του δωσίλογου στρατηγού Καβράκου από ανώνυμο ΕΠΟΝίτη
Ο τρόμος είναι πανταχού παρών, ένας τρόμος όμως ποιοτικά διαφορετικός σε κάθε περίπτωση. Οι γερμανοτσολιάδες περιγράφονται σαν ένα πανικόβλητο αφηνιασμένο μπουλούκι που τρομοκρατεί τους πάντες, αντιμετωπίζοντας με απροκάλυπτη εχθρότητα κάθε πολίτη που συναντά. Οι μαχητές του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ κολυμπούν, αντίθετα, σαν το ψάρι στο νερό μέσα στον κόσμο και η βία τους δεν είναι καθόλου τυφλή· μπορεί να προκαλεί φρίκη, όχι όμως ανασφάλεια -για τα μέτρα, τουλάχιστον, της εποχής.
Διαφωτιστικότατη αποδεικνύεται, τέλος, η ματιά της αφηγήτριας όσον αφορά την ταξική πόλωση των ημερών -ιδίως οι παρατηρήσεις της για τον ρουχισμό, την υπόδηση και εν γένει την εμφάνιση εκτελεστών και εκτελουμένων.
Τα αποσπάσματα του ημερολογίου που παρατίθενται εδώ εντοπίστηκαν στο Αρχείο Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, στο Μουσείο Μπενάκη, μαζί με καταθέσεις πρώην ομήρων του ΕΛΑΣ, οι εμπειρίες των οποίων καταγράφηκαν από επώνυμες κυρίες της αθηναϊκής υψηλής κοινωνίας. Ο αρχικός σκοπός της αντιγραφής, όπως και των υπόλοιπων καταγραφών, προδίδεται από τη μεταγραφή των ονοματεπωνύμων με κεφαλαία, κατά την πάγια πρακτική του στρατού και των υπηρεσιών ασφαλείας.
Η φύση και το εύρος αυτής της αποδελτίωσης δεν επιτρέπουν δυστυχώς να γνωρίζουμε τι άλλο περιείχε το ημερολόγιο, που δεν κρίθηκε πολιτικά ή αστυνομικά αξιοποιήσιμο από τους υπηρεσιακούς αντιγραφείς. Από άλλες πηγές γνωρίζουμε, πάντως, πως ο Καρέας αποτέλεσε εκείνη τη χρονιά θέατρο επανειλημμένων συγκρούσεων ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και τους γερμανοτσολιάδες.
Στάθηκε επίσης αδύνατον να βρεθεί οποιαδήποτε πληροφορία για τη συντάκτρια του ημερολογίου, πέρα απ’ όσα η ίδια αναφέρει στις διαθέσιμες σελίδες του. Η Μαρία Τσουλατζή εμφανίζεται εκεί ως γυναίκα συντηρητική, βαθιά θρησκευόμενη και διαποτισμένη από έναν εθνικισμό απόλυτα εναρμονισμένο με τον προπολεμικό κρατικό λόγο: ο Ελληνισμός, ως «γενιά» και «φυλή», συγκροτεί το μόνο πολιτικοϊδεολογικό πλαίσιο που φέρεται να υπαγορεύει τη δράση της.
Ο συντηρητισμός της αυτός καθιστά, ωστόσο, ακόμη πιο ενδιαφέρουσα τη μαρτυρία της· ιδίως την εκτίμηση ή υπόρρητη συμπάθεια που της εμπνέουν οι ΕΛΑΣίτες, ακόμη κι όταν επικρίνει επιλογές τους, σε αντιδιαστολή με το μίγμα φόβου και περιφρόνησης που της προκαλούν οι ταγματασφαλίτες.
Δύο σημεία της μαρτυρίας της, που δεν χώρεσαν στις επόμενες σελίδες, αξίζει τέλος να αναφερθούν εδώ. Το πρώτο είναι η διευκρίνιση πως «η ιστορία του πηγαδιού», που χρησιμοποιήθηκε τον Δεκέμβρη ως τόπος εκτελέσεων, «δεν αρχίζει εδώ ούτε τελειώνει εδώ. Ο πρώτος που ρίξανε μέσα στο πηγάδι ήταν ο Γερμανός διοικητής της Καλλιθέας, που τον ανεβάσανε και τον σκοτώσανε εδώ πέρυσι (αν δεν γελιέμαι) τον Μάη».
Το δεύτερο είναι η απεγνωσμένη έκκληση για συμφιλίωση με την οποία κλείνει το ημερολόγιο, μετά την εκταφή των πτωμάτων του πηγαδιού τον Απρίλιο του 1945, υπενθυμίζοντας διακριτικά το κοινωνικό υπόστρωμα της πρόσφατης θύελλας: «Ας σταματήση εδώ. Οχι αντεκδίκησι. Τι ωφελεί; Οχι άλλον κατήφορο. Οχι άλλη καταστροφή, όχι άλλο αίμα σ’ αυτό τον δυστυχισμένο τόπο. [...] Η ιστορία θα μιλήση· ποιοι έσφαλαν, ποιοι είχαν δίκιο, ποιοι άδικο. Η πείνα, η φτώχεια, είναι πάντα σύμβουλοι κακοί».

15/6/1944
Το πρώτο μπλόκο

Ξύπνησα το πρωί στις 5.30 από πιστολιές, από κίνηση και από μπότες που βροντούσαν απάνω στις πέτρες. Εμενα μόνη σ’ ένα μικρό σπιτάκι από τα τέσσερα οικήματα του Πρεβεντόριου. Θέλησα ν’ ανοίξω το παντζούρι να ιδώ τι συμβαίνει, όμως σταμάτησα. Από μια χαραματιά που ανεκάλυψα είδα πολύ κοντά επάνω στο μονοπάτι ένα παιδί ώς 14 χρονών που το είχαν Γερμανοί και Τσολιάδες και είχαν το όπλο στηριγμένο επάνω από το κεφάλι του και πυροβολούσαν.
«Μίλησε, θα πεις;». Ο μικρός έκλαιγε και φώναζε «Δεν ξέρω, δεν είδα». «Μαρτύρησε γιατί θα σε σκοτώσουμε», και τον χτυπούσαν. Ο μικρός τρομοκρατημένος φώναζε «Σας είπα, δεν ξέρω τίποτα». Τότε είδα πως προχωρούσαν πολλοί Γερμανοί με τσολιάδες και έζωσαν το βουνό. Ανοιξα σιγά το παντζούρι, μια πολύ μικρή λουρίδα, ώστε να μπορώ να παρακολουθώ. Τρεις Γερμανοί πηδήσανε τη στιγμή εκείνη τον φράχτη μας. Ο ένας -είναι περίεργο- με αντελήφθηκε και προχώρησε ίσια προς το παράθυρο, κρατώντας το πιστόλι. Μέσα από το μικρό άνοιγμα δεν κουνήθηκα, κοιταζόμασταν οι δυο. Μόλις πλησίασε, άνοιξα το παντζούρι και στάθηκα μπροστά στο παράθυρο. Μου μίλησε γερμανικά. Εγώ του απήντησα γαλλικά. «Δεν καταλαβαίνω τη γλώσσα σας», του είπα.
Ητανε αυστηρός και άγριος. Δεν ξέρω τι μου έλεγε, εγώ του έκαμα νόημα πως δεν καταλαβαίνω. Τότε πλησίασε ένας Ελληνας με στρατιωτικά. Στο μεταξύ αυτό άκουγα πολλές φωνές και κλάματα από γύρω. Με ρώτησε απότομα, κρατώντας το ντουφέκι στο χέρι. «Ποια είσαι συ; Ανδρες έχεις εδώ; Δείξε μου πού είναι οι άνδρες». Ητανε νέος με αδρά χαρακτηριστικά και μεγάλο μουστάκι. Σαν αστραπή πέρασε από το μυαλό μου μια ολόκληρη σειρά από σκέψεις. Τι τους ήθελαν τους άνδρες; Στο μεταξύ αυτό άκουγα φωνές και κλάματα. Τότε αρνήθηκα. «Οχι, δεν έχουμε άνδρες», τους είπα.
Ελεγα ψέμματα, είχαμε άνδρες στο προσωπικό και παιδιά μεγάλα. «Λες αλήθεια; Ανοιξέ μας την πόρτα, εσύ τι θέλεις εδώ;». Τότε τους εξήγησα τι ήμουνα και τι ήθελα. Να σώσουμε μερικά προφυματικά παιδιά, να μην πεθάνουν στον δρόμο, να καλυτερέψουμε τη γενιά μας. Με κοίταξε δύσπιστα. Υστερα επανέλαβε στον Γερμανό ό,τι του είπα, εκείνος κούνησε το κεφάλι και διέταξε έρευνα. «Εσύ κρατάς όλα τα κλειδιά;», με ρώτησε και με κοίταζε προσεκτικά, «τα έχεις τώρα όλα μαζί σου;» «Ναι», του απήντησα χωρίς δισταγμό, «τα έχω όλα μαζί μου και θα σας ανοίξω ευχαρίστως παντού». Ανάμεσα στο προσωπικό ήτανε κι ένας που μόλις είχε βγει από το Χαϊδάρι.
Τα παιδιά που είχα εδώ, πολλά ήτανε εκτελεσθέντων ή αιχμαλώτων στη Γερμανία ή πολεμιστών της Αιγύπτου. Είχα και παιδιά μεγάλα ώς 17 ετών. Συγκεκριμένως ένα αγόρι 17 ετών, ο Νίκος Αλεβιζάκης, που τον αδελφό του τον εκτελέσανε στο σαμποτάζ στου Μαλτσινιώτη, δεν είχε ταυτότητα. Ο Κώστας Παπαγεωργίου ήτανε που μόλις είχε βγη από το Χαϊδάρι (προσωπικό). Τους άνοιξα πρόθυμα όλα τα δωμάτια και τα ντουλάπια. Φρόντιζα να τους παρασύρω προς την άλλη πλευρά, που δεν ήταν τα μεγάλα παιδιά ούτε οι άνδρες του προσωπικού.
Ολοι οι μπλόκοι που γίνουνταν στο Παγκράτι, Βύρωνα, Ηλιούπολη, Καισαριανή, κατέληγαν και τελείωναν πάντα εδώ, στο βουνό. Αυτός ήταν από τους πιο μεγάλους. Κράτησε 6 ώρες. Αφού φύγαν αυτοί, το κατόπι ήρθαν άλλοι Γερμανοί με τσολιάδες. Δεύτερη έρευνα. «Ελα δω», με φώναξε ένας λοχίας. «Τι είδες; Ποιος τον σκότωσε τον τσολιά;».
Ο υπάλληλος του Πρεβεντορίου Κώστας Παπαγεωργίου ήρθε και μου είπε τρομαγμένος πως πηγαίνοντας στην Αθήνα για ψώνια (ήτανε κάπου περί τις 10 Ιουνίου) είδε έξω από το ξεροπήγαδο ένα σκοτωμένο παλλικάρι ώς 20 με πολιτικά και καλοντυμένο. Την άλλη μέρα είδε πως του λείπαν τα παπούτσια και έπειτα από λίγες μέρες τον βρήκε γδυτό μόνο με τα εσώρουχά του και πρησμένο.
Με ξαναρωτάει λοιπόν αγριεμένα ο λοχίας «Λέγε τι ξέρεις γι’ αυτό». Του απάντησα πως δεν είδα τίποτα. Με κοίταξε δύσπιστα και με απειλούσε.
Η δεύτερη έρευνα ήτανε πιο συστηματική. Στο μεταξύ αυτό εστήσανε το πολυβόλο ακριβώς έξω από τον θάλαμο που ήτανε τα μεγαλύτερα παιδιά και τον κυκλώσανε. Ενας τσολιάς έβαλε τα χέρια του από τα πλάγια και κοίταξε μέσα απ’ το παντζούρι στον θάλαμο. «Είναι άδεια», είπε στους άλλους κι αρχίσαν να πυροβολούν για φοβέρα. Ο ήχος γίνεται πιο μεγάλος εδώ στο βουνό και πιο άγριος.
Σε λίγο η έρευνα τελείωσε αφού ανοίξαν όλα τα ντουλάπια και τα σακκιά της αποθήκης ψάχνοντας για όπλα, μου ζήτησαν συγγνώμην που με ανησύχησαν και τότε μου εξήγησαν πως ο σκοτωμένος ήταν τσολιάς και πως ανεβαίνοντας εδώ τον βρήκαν χωρίς να το περιμένουν. (Την ίδια μέρα φώναξαν παπά και τον θάψαν έξω από το πηγάδι.
Σιγά σιγά άρχισαν να κατεβαίνουν και οι άλλοι Γερμανοί με τους τσολιάδες από τα γύρω βουνά. Ενας αξιωματικός ήρθε και ρώτησε τον λοχία που μιλούσα αν έγινε έρευνα παντού και μου ζήτησε το κλειδί από τον κλειστό θάλαμο. Το αίμα πάγωσε στις φλέβες μου, αισθάνθηκα πως όλα τελειώνουν πια. Του είπα «θα σας το δώσω αμέσως» και γύρισα -μην ξέροντας πια τι να κάμω- για να πάω δήθεν να του φέρω το κλειδί. Στο μεταξύ άκουσα τον λοχία που του έλεγε «Αφήστε, έγινε λεπτομερής έρευνα παντού». Τελευταία πήρανε το πολυβόλο από τον κλειστό θάλαμο -που ήταν δέκα μεγάλα παιδιά και δύο άνδρες του προσωπικού- και ξεκίνησαν για την πόλη.
Χτύπησα ελαφρά την πόρτα. «Ανοίξτε παιδιά», τους είπα. Τους βρήκα όλους πλαγιασμένους κάτω από τα κρεβάτια, ωχρούς. Δακρύσαμε και σφίξαμε τα χέρια.
«Αδελφή προϊσταμένη», μου είπαν, «υπάρχει θεός». Γεμάτη συγκίνηση απάντησα: «Ναι, παιδιά, υπάρχει θεός». Κάναμε σιγά τον σταυρό μας, το νιώθαμε όλοι - μας είχε φανερωθεί.

28/6/1944
Ενας αξέχαστος υπολοχαγός

Καθισμένη στο μικροσκοπικό φαρμακείο του Πρεβεντόριου έγραφα μια σημείωσι για να ζητήσω φάρμακα από το Πολυϊατρείο Βύρωνος. Ακούω «Φωνάξτε την αδελφή προϊσταμένη. Φωνάξτε την». Ξεχώρισα κάποιον κίνδυνο στην αλλοιωμένη φωνή των παιδιών. Πετάχτηκα έξω. Είδα στη σειρά τα μεγάλα παιδιά και τον Ν. Αλεβιζάκη (παιδί του ιδρύματος) στο μέσον και έναν έλληνα αξιωματικόν που του στήριζε το πιστόλι επάνω στην καρδιά του. «Τι κάνεις εκεί;», του φώναξα και, προτού κινηθώ, εκείνος σα θηρίο με το πιστόλι στο χέρι βρέθηκε κοντά μου. «Ελα εσύ, εσύ θα πληρώσης», φώναζε, μ’ έσπρωξε μέσα στο φαρμακείο και έκλεισε την πόρτα. Είμαστε οι δύο. «Τώρα θα πεθάνης», μου είπε και έκαμε μια κίνησι για να περάση τα χέρια του στον λαιμό μου. «Θα σε στραγγαλίσω».
Το πρόσωπό του το είχε φέρει στο δικό μου κοντά κοντά. Ητανε νέος άνδρας, με μάλλον χαμηλό ανάστημα. Μέσα από τα γυαλιά του ξεχώριζα τα μάτια του, μεγαλωμένα, αλλοίθωρα και κόκκινα. Ολος ήταν κόκκινος, ιδρωμένος και οι φλέβες του λαιμού του χονδρές και τεταμένες. Αισθάνθηκα πως θα πεθάνω. Δεν έχασα όμως την ψυχραιμία μου, ούτε αντέδρασα. Είχα την εντύπωσι πως εκείνη τη στιγμή ήμουνα κλεισμένη μ’ ένα τρελλό, ό,τι και να έλεγα δεν θα με καταλάβαινε ούτε θα μ’ άκουγε.
Με κίνησι απότομη με στρίμωξε στη γωνιά. Τότε του μίλησα. «Τι ζητάς από μένα;», ρώτησα απότομα. Ενοιωθα να γίνομαι δυνατή στην ψυχή και στα χέρια μου. Αρπαξε όλα τα χαρτιά, πέρασε τα χέρια του, τα έψαξε και τα πέταξε από το τραπέζι μου. «Σε ποιον γράφεις; Με ποιον συνεννοείσαι; Πες. Πες». Τα τσαλάκωσε στη μανία του. Τον κοιτούσα χωρίς να κινιέμαι ούτε να μιλώ. Πήγε στο δωμάτιό μου και τον ακολούθησα. «Πού τους έχεις κρυμμένους;». Τότε είχε γίνει τρομερός.
Ακούσαμε έξω πιστολιές. Απ’ το παράθυρο είδα πως κυκλώθηκε το Πρεβαντόριο και είχαν έρθει και λίγοι Γερμανοί. Ο υπολοχαγός όρμησε έξω και ρώτησε από πού πυροβολούν. «Να μην κουνηθή κανένας». Ολοι είχαν μια τρομερή νευρικότητα· ένα κλαδάκι αν έτριζε πετάγονταν απάνω. Δεύτερος πυροβολισμός ακούστηκε πολύ κοντά. Τα μεγάλα παιδιά ήταν παρατεταγμένα και αυτά στη σειρά και ακάλυπτα. «Μπείτε μέσα παιδιά», τους φώναζα.
Ο υπολοχαγός διέταζε: «Να μην κουνηθή κανένας γιατί πυροβολώ». Ρίχναν τώρα από δω οι τσολιάδες. Τα παιδιά είχαν γίνει ωχρά και έτρεμαν δίχως να κουνηθούν από τη θέσι τους. Ετρεξα πλάι στον θάλαμο που είχαν μαζευτή τα μικρά. Ηταν με την παιδαγωγό τους τη Δέσποινα. Εκείνη είχε πέση μπρούμυτα σ’ ένα κρεβάτι, μισολιπόθυμη. Μερικά μικρά είχαν γονατίσει κοντά της και έκλαιγαν. Τα άλλα είχαν πηδήσει στην ταράτσα και έφευγαν. «Γυρίστε πίσω», φώναξα. Μόλις με είδαν μαζεύτηκαν όλα γύρω μου. Εκλαιγαν τρομοκρατημένα. «Αδελφούλα, αδελφούλα μας...». Πέρασα γρήγορα το χέρι μου επάνω από μερικά κεφάλια, τα χάιδεψα, τους χαμογέλασα. «Κουτά, κουτά, μη φοβάστε, εγώ είμαι εδώ». Σηκώθηκε η Δέσποινα και μ’ αγκάλιασε. «Αδελφούλα μου...». Κουράγιο Δέσποινα -της είπα- μείνε εδώ με τα μικρά.
Από μακριά ακούστηκαν πυροβολισμοί. Τα μεγάλα παιδιά παρατεταγμένα στη σειρά ήταν αγνώριστα απ’ την αγωνία. «Για όνομα του θεού, θα μου τα σκοτώσετε. Σας παρακαλώ πέστε μου τι θέλετε, για ό,τι ζητάτε την ευθύνη την έχω εγώ». Τότε ο υπολοχαγός μαλάκωσε και με κοίταξε πάλι μέσα από τα γυαλιά του. Το μάτι του μου φάνηκε λιγώτερο αλλοίθωρο τώρα. «Δεν θα πάθουν τίποτα». «Εστω, από αδέσποτη φοβάμαι. Δεν θέλω να μου λείψη κανένα παιδί».
Τους επέτρεψε να μπούνε μέσα και κράτησε τον Ν. Αλεβιζάκη. [Σημ. Ο Ν. Αλεβιζάκης, όπως γράφω αλλού, ήταν ένα από τα μεγάλα παιδιά του ιδρύματος. Τον αδελφό του τον εξετέλεσαν οι Γερμανοί, έπειτα από το σαμποτάζ του Μαλτσινιώτη. Λένε πως στάθηκε ώς το τέλος σαν ένας μικρός ήρωας. Ο Ν. Αλεβιζάκης ήτανε άλλοτε φυλακισμένος στο Χαϊδάρι και δεν είχε ταυτότητα.] «Θα μιλήσω ιδιαιτέρως μ’ αυτόν». Καθώς γύρισε πρώτος να μπη στο φαρμακείο, έσφιξα το χέρι του Νίκου. «Μη φοβάσαι -ψιθύρισα μέσ’ απ’ τα δόντια μου-, είμαι κοντά σου». [...]
Αμέσως σχεδόν μπήκα στο φαρμακείο. Προτού προφθάση ο αξιωματικός να κάμη ερωτήσεις στον Αλεβιζάκη, επενέβηκα. «Ελάτε μαζί μου», του είπα, «θα σας οδηγήσω όπου θέλετε και να μου κάνετε ό,τι ερωτήσεις θέλετε». Με κοιτάζει προσεκτικά. «Μου δίνετε τον λόγο σας ότι θα μου πήτε την αλήθεια;» «Τον έχετε». Το πόδι του Αλεβιζάκη ήταν δεμένο. «Από τι είναι το τραύμα;». «Οχι από όπλο». Εκαμε μια λεπτομερή έρευνα. Ανοίγοντας τα ντουλάπια μου με μια γρήγορη κίνησι άρπαξε τη βούρτσα των δοντιών μου. «Ενα πιστόλι», φώναξε. «Τέτοια είναι τα πιστόλια μας», του απαντώ. «Και όμως, έχουμε την πληροφορία ότι έχεις κρυμμένα όπλα. Σε πρόδωσαν».
(Τώρα εξηγώ την τόσο μεγάλη επιμονή τους. Τώρα που στην επανάστασι όπως ήμουνα εδώ αποκλεισμένη δυο αντάρτες αρχηγοί, θαυμάσια ντυμένοι και ωραιότατοι τύποι που ήρθαν δυο απογεύματα στη σειρά, μου ζήτησαν νερό και κάθησαν και κουβεντιάσαμε -ήσαν καλλιεργημένοι άνθρωποι και με ευρύτητα. Τους είπα -με κίνδυνο της ζωής μου και γιατί δεν μπορούσα να υποκρίνομαι- πως έκαναν πολλά πράγματα που δεν ήταν σωστά και το παραδέχτηκαν. Συζητώντας για το περιστατικό αυτό μου ομολόγησαν πως ο υπολοχαγός είχε δίκαιο να με υποπτεύεται γιατί τα περισσότερα ιδρύματα τους τροφοδοτούσαν με όπλα).
Ο υπολοχαγός συνεχίζει: «Στο αντικρυνό σπιτάκι τώρα που ανεβήκαμε βρήκαμε έναν πολύ βαριά τραυματισμένο και θα τον κατεβάσουμε κάτω· έχει σπασμένο στον μηρό το πόδι του· γιατί δεν πήγες να του δέσεις την πληγή;». «Δεν είμαι γι’ αυτόν τον σκοπό εδώ». Η αλήθεια είναι πως πριν από λίγες μέρες ήρθαν στο ίδρυμα και με ζητήσαν να δέσω ένα μεγάλο τραύμα σε κάποιον που είχε πληγωθή. Ελειπα τότε στην Αθήνα και όταν γύρισα μου το είπαν.
Ο υπολοχαγός αφού έψαξε και την πιο μικρή γωνιά άφησε το πιστόλι του επάνω στο τραπέζι και μου είπε: «Με συγχωρείτε που σας ανησύχησα, είναι όμως πολύ ύποπτη η διαμονή σας εδώ στο βουνό. Τι θέλετε εσείς μέσα στους βράχους; Για ποιον σκοπό;». «Εχει πολύ ωραίο κλίμα. Για τα παιδιά, πρέπει να μείνουν αυτά γερά... εντελώς γερά». Τότε ήρθε πολύ κοντά και με κοίταξε. «Τι σε νοιάζει γι’ αυτά; Πεθαίνουν χιλιάδες κάτω απ’ την πείνα· σκοτώνονται· άσ' τα να πεθάνουν...». «Μην ξεχνάτε πως είμαστε Ελληνες, δεν πρέπει να σβύσουμε εμείς». Κούνησε το κεφάλι. «Εχετε δίκαιο», είπε. «Ξέρετε τι ζητούμε τώρα εδώ;», εξακολούθησε. «Να, πριν από μια ώρα κάτω, μπρος απ’ τα μάτια μας, μέσα απ’ τα χέρια μας, μας πήραν τρεις της ασφαλείας και τους τράβηξαν στο βουνό. Αυτούς ψάχνουμε τώρα και δεν τους βρίσκουμε. Και θα γυρίσουμε πίσω χωρίς αυτούς». «Τι κρίμα -του είπα- είμαστε όλοι Ελληνες».
Σε λίγο κατέβηκαν και οι άλλοι απ’ το βουνό· δεν τόλμησαν να πλησιάσουν στο δάσος. Ηρθε ένας λοχαγός και ένας ταγματάρχης. «Εντάξει είναι;», τον ρώτησαν. «Μάλιστα», απάντησε. «Κι εμείς ψάξαμε παντού, τίποτα δεν κάναμε». Ολοι μαζί μου είπαν «Αντίο αδελφή». «Αντίο· να μην είστε τόσο άγριοι σαν εχθροί, μας τρομάξατε». «Θέλετε μια συμβουλή;», είπε ο υπολοχαγός. «Κατεβείτε από το βουνό. Πάτε οπουδήποτε αλλού -στην Κηφισιά, στο Μαρούσι. Κατεβείτε».

2/10/1944
Το συνεργείο της ΕΠΟΝ

Το απόγευμα ανεβήκαν και εδώ επάνω τα χουνιά. Ηταν προς το τέλος όταν πλησιάζαμε να ελευθερωθούμε. Ενα μπουλούκι από 25 κορίτσια και αγόρια· τραγουδούσαν και γράφανε στους τοίχους με καφετιά γράμματα για το ΚΚΕ και για τη Λαοκρατία. (Στο σπιτάκι κοντά μας υπάρχουν ακόμα τα γράμματα και οι ζωγραφιές· έρχονταν δε μυστικά τα βράδια και κοιμούνταν εκεί).
Μόλις ακούσαν τις φωνές τα παιδιά ξεχυθήκαν και μερικά από τα μεγάλα βγήκαν από την περιοχή και πήγαν κοντά τους. Τους ειδοποίησα να γυρίσουν αλλά δεν με ακούσαν. Τότε τα φώναζα με τα ονόματά τους, εκείνα μου είχαν γυρίσει τις πλάτες και έμεναν (ήταν η πρώτη φορά σε όλη την περίοδο που απειθάρχησαν σε μένα). Ο Ν. Αλεβιζάκης, που ήτανε πλάι μου, μου είπε να μην τα φωνάζω γιατί θα με πυροβολήσουν.
Φεύγοντας εκείνοι, τους ακολούθησαν 5 έως 6 παιδιά. Τότε έστειλα και ζήτησα τον αρχηγό τους και τον ρώτησα αν αυτό που κάνει είναι σωστό και αν η οργάνωσι παίρνει υπεύθυνα τα παιδιά· αλλιώς να μου τα στείλη πίσω. Μου απάντησε πως η οργάνωσι δεν τα θέλει και τον παρακάλεσα να τα ομιλήση να μείνουν. Τότε μου ομολόγησε πως τα παιδιά με κατηγορήσαν ότι δεν τα επιτρέπω να τραγουδούν τα κομμουνιστικά τραγούδια και πως τα εμποδίζω να εκδηλώνονται. Του είπα ότι αυτό είναι αλήθεια αλλά εδώ είναι Πρεβεντόριο και έχει άλλο σκοπό και εκείνος το παραδέχθηκε. Τους συνέστησε να τραγουδήσουν όταν τους το επιτρέψω και να πούνε ό,τι τραγούδια τους υποδείξω εγώ· επίσης να με ακούνε, γιατί εγώ θέλω το καλό τους.
Ο αρχηγός ήταν ένας άντρας ώς 30 ετών αξύριστος με γκρίζο κοστούμι και ρεπούμπλικα, με αδέξιες κινήσεις· φορούσε και γυαλιά. Χωρίς να έχη συμπαθητική φυσιογνωμία, είχε συμπαθητικούς τρόπους και ήτανε άνθρωπος πολύ λογικός. Τα παιδιά δεν ικανοποιήθηκαν και όταν έφυγε μου είπαν πως αυτός δεν είναι ο αρμόδιος και πως θα αναφερθούν αλλού.
Αυτά τα ίδια με κατηγόρησαν ότι είμαι χίτισα - λέξι που άκουγα τότε για πρώτη φορά και τους ζήτησα μάλιστα να μου την εξηγήσουν. Αυτά τα ίδια ήταν εκείνα που βοήθησα όταν ήρθαν οι Γερμανοί με τους τσολιάδες και τα κρατήσαμε με στοργή -μαζί με την κ. Πενθερουδάκη- όλον τον τελευταίο δύσκολο καιρό στο ίδρυμα για να μη δεινοπαθήσουν.

Ειδοί του Δεκέμβρη

1 Δεκεμβρίου 1944

Πήγα να κάμω ένεσι σε μια φυματική εις τον Αγ. Γιάννη τον Καρρέαν στον Υμηττό. [...] Εις ερώτησίν μου «Γιατί βάλανε στη σκυλίτσα τους κουδουνάκι», ο αδελφός της Λάμπρος Χορταριάς μου απήντησε: «Επειδή αυτές τις τελευταίες μέρες τη χάναμε και όταν γύριζε ήτανε χορτάτη, θέλησα να ιδώ τι συμβαίνει. Την παρακολούθησα, άκουσα από μακριά το κουδουνάκι της και είδα πως γύριζε από μια χαράδρα. Πήγα και είδα μαζεμένα και άλλα σκυλιά και είδα μέσ’ απ’ τα χώματα κάτι πόδια ανθρώπινα φαγωμένα. Το υπόλοιπο σώμα δεν το είχαν ξεθάψει ακόμα, το ξεσκέπαζαν σιγά σιγά τρώγοντας. Ητανε εκεί και το δικό σας σκυλί, ο Ντικ και πρέπει να τον δέσετε». Με ρώτησε αν ήθελα να πάμε να μου τα δείξη αλλά δεν θέλησα. Κατεβαίνοντας για να πάω στον Βύρωνα πέρασα από ένα καταφύγιο που ήταν μέσα στο βουνό και εκεί είδα μια νέα γυναίκα με κεφάλι απάνου σ’ ένα μαξιλάρι ολόγυμνη και σφαγμένη.

2 Δεκεμβρίου

Το βράδυ κατά τις 9 ενώ τρώγαμε οι δυο μας με την κ. Πενθερουδάκη (πρόεδρο του ιδρύματος) ακούσαμε μια ανθρώπινη πνιγμένη φωνή, ένα ρόγχο όπως όταν κόβης το λαρύγγι με το μαχαίρι αλλά μ’ ένα μαχαίρι που δεν κόβει καλά και βασανίζει. Το άλλο πρωί είδαμε αίματα επάνω στο μονοπάτι.

3 Δεκεμβρίου

Στο μονοπάτι κοντά στο Πρεβαντόριο καθώς περνούσαμε με την κ. Πενθερουδάκη είδαμε σε μια μεγάλη έκταση αίμα. Η γη είχε ποτιστεί βαθειά και ήτανε παχιά η λάσπη. Εκεί μέσα ήταν πατησιές και αποτυπώματα από καρφιά και γύρω γύρω οι πέτρες είχαν ξεκολλήσει· φαίνεται πως είχε γίνει πάλη και το αίμα ήταν τόσο όπως όταν σφάζουμε πολλά ζώα μαζί.
Το βράδυ ξύπνησα και άκουσα βήματα έξω από τα παράθυρά μας και τον θόρυβο που κάνουν τα κορμιά όταν παλεύουν σιωπηλά. Ξύπνησα τον Ευάγγ. Χαραλαμπίδη (υπάλληλο του Πρεβεντορίου) που κοιμότανε στο διπλανό δωμάτιο. Σε λίγο τα βήματα απομακρύνθηκαν κι ακούσαμε πιστολιές· την άλλη μέρα η γη γύρω γύρω στο ξηροπήγαδο ήταν ποτισμένη με αίμα. Το ξηροπήγαδο αυτό είναι ο περίφημος τόπος των εκτελέσεων και εχρησιμοποιείτο και πριν από την επανάστασι. Είναι πολύ βαθύ και γνωστό σ’ όλη την περιφέρεια με το όνομα «Αγιος Πέτρος», βρίσκεται επάνω σε μια πλαγιά του Υμηττού 200 περίπου μέτρα από το Πρεβεντόριο («Ο Αγ. Δαμασκηνός») και στους πρόποδας είναι ο συνοικισμός της Καισαριανής, του Βύρωνος και η Ηλιούπολις.

4 Δεκεμβρίου

Τη νύχτα ακούσαμε κοντά πιστολιές και την άλλη μέρα είδαμε καινούρια αίματα έξω από το πηγάδι. Καθώς έσερναν επάνω στο χείλος του πηγαδιού τα κορμιά οι πέτρες είχαν κυλήσει και έλειπαν από κει. Ηταν και αποτυπώματα από ματωμένα χέρια. Εσκυψα και είδα μέσα, το αίμα που είχε τρέξει ώς κάτω ήτανε πηγμένο και επάνω κάθονταν χιλιάδες μύγες χρυσές. Κι είδα μέσα εκεί με καθρέφτη ένα σώμα γυμνό νέου ανδρός και πιο βαθειά φαίνονταν άλλο, επίσης γυμνό.

5 Δεκεμβρίου

Ακούσαμε πάλι πιστολιές το βράδυ καθώς κοιμόμασταν με την κ. Παπαδάκη και το πρωί περάσαμε απ’ το πηγάδι και είδαμε καινούρια αίματα που δεν τα είχε ρουφήξει ακόμα η γης. Τα κοράκια πετούσαν χαμηλά επάνω από το βουνό και στις γύρω χαράδρες και έκραζαν.

6 Δεκεμβρίου

Το πρωί στις 7.30 με 8 άκουσα πάλι πολύ κοντά πιστολιές και πετάχτηκα από το κρεβάτι. Τότε άκουσα την Τασία Μαρκοπούλου τη μαγείρισσα που φώναζε: «Κάποιον κυνηγούν». Ετρεξα στη βεράντα του πρώτου οικήματος (γιατί το Πρεβεντόριο είναι τέσσαρες μικρές οικοδομές), εκεί ηύρα την κ. Παπαδάκη (διαχειρίστρια του ιδρύματος), την Τασία Μαρκοπούλου και τον Ευάγγελο Χαραλαμπίδη (προσωπικό). Τότε είδα έναν νέο άνδρα που έτρεχε και όταν έφτασε μπροστά στο Πρεβεντόριο στάθηκε σαν ζαλισμένος, έβγαλε το παλτό του και το κράτησε στο χέρι. Αυτό ήταν η καταστροφή του γιατί ώς τότε πυροβολούσαν στον αέρα και δεν τον είχανε ιδή. Αμέσως ένας με τα χακί έτρεξε προς τη διεύθυνσι του φυγάδος και πυροβόλησε. Ο διωκόμενος πηδούσε τους φράχτες και ταλαντεύονταν σαν μεθυσμένος και καθώς επιχείρησε να πηδήξη έναν άλλο φράχτη έπεσε και τότε τον έφτασε εκείνος με τα χακί και πίσω δύο άλλοι με τα πολιτικά οπλισμένοι· όλοι νέοι άνθρωποι μεταξύ 20 με 30 (ετών). Και καθώς δεν κουνήθηκε καθόλου (φαίνεται να ήταν λιπόθυμος) οι άλλοι άρχισαν να τον κλωτσούν. «Σήκω επάνου παληοτόμαρο» του φώναζαν. Τότε εκείνος με πάρα πολύ μεγάλο κόπο σηκώθηκε και ήταν έτοιμος να ξαναπέση. Τον πήραν και μιλούσε πολύ σιγανά και δεν ήθελε να προχωρήση. «Βρε παιδιά, σας ορκίζομαι δεν έχω κάμει τίποτα, είμαι αθώος» έλεγε· και του απαντούσαν: «Ναι, ναι, τώρα θα ιδής».
Τότε ήρθε ο Νίκος Σταφυλαράκης (προσωπικό του Πρεβεντόριου) και είπε: «Τους έφυγε και ένας άλλος και τον ψάχνουν μέσα στη χαράδρα. Το έβαλε για την Ηλιούπολι. Εχουν φέρει κι άλλους, δηλαδή όλους τους φέραν μ’ ένα μεγάλο μαύρο αυτοκίνητο, έξι νοματαίους και μια γυναίκα μαζί. Καθώς τους κατεβάζανε μπρος στο πηγάδι οι δυο τούς φύγανε. Πρώτη σκοτώσαν τη γυναίκα· τη βάλαν και γονάτισε· οι άλλοι παραμέναν στη σειρά. Ηταν άσπρη, γιομάτη, φορούσε μαύρα φορέματα κι έκλαιγε. “Τι σας έκαμα εγώ;”, “Πόσους έστειλες στο Χαϊδάρι;”, “Λυπηθείτε με, γιατί να το κάνω αυτό;”, “Ημουνα στο σπίτι μου...”. Την πυροβολήσαν στο αυτί και ύστερα τη ρίξαν στο πηγάδι».
Πήγα κι εγώ και τότε είδα εκεί έναν άνδρα μισόγυμνο γονατιστό που τον πυροβόλησαν στον κρόταφο και τον έρριξαν σχεδόν ακόμα ζωντανό στο πηγάδι. Ο δεύτερος μελλοθάνατος, που είδε όλη τη σκηνή και περίμενε τη σειρά του, δυο φορές επιχείρησε να γδυθή όπως τον διέταξαν αλλά ζαλιζόταν και στηρίζονταν στο χώμα. Τότε πολύ άγρια τον ξεντύσανε εκείνοι. Τον πυροβόλησαν κατά τον ίδιο τρόπο. Το πρόσωπό του δεν το έβλεπα, το είχε γυρισμένο από την αντίθετη πλευρά. Τον πέταξαν έπειτα κι αυτόν όπως τους άλλους μέσα στο ξηροπήγαδο. Αμέσως κατόπιν έφεραν κι εκείνον που συνέλαβαν και που περιέγραψα τη σκηνή παραπάνω. Με μεγάλο κόπο γδύθηκε μονάχος· όταν σταματούσε τον έσπρωχναν· ήταν πολύ ωχρός κι έτοιμος να λιποθυμήση. Φορούσε φανέλλα κι εσώρουχα απ’ αυτά τα μαλλοβάμβακα του Αμερικανικού Ερ. Σταυρού! Του τα αφήσανε αυτά. Τον πυροβόλησε εκείνος με τα χακί. Υστερα ζεστόν τον έσυραν επάνω στις πέτρες και τον έριξαν στο πηγάδι. Καθώς πέρασε μπρος μας ο εκτελεστής με τα μάτια θολά σα μεθυσμένος, η κ. Παπαδάκη τον ρώτησε: «Γιατί τον σκοτώσατε;». Γύρισε και μας είδε, έσφιξε το όπλο κάτω από τη μασχάλη του. «Ηταν προδότης», απάντησε και τράβηξε την ανηφοριά. Επειτα από λίγη ώρα είδαμε το μεγάλο μαύρο αυτοκίνητο που κατέβαινε τώρα στην πόλι. [...]
Μετά παρέλευσι μιας ώρας είδαμε μια συνοδεία πεζών που ανέβαινε προς το βουνό. Ητανε τέσσερεις άνδρες· οι τρεις ντυμένοι πολιτικά κι ο τέταρτος με στρατιωτικά. Ο ένας με τα πολιτικά ήτανε ψηλός και καλοντυμένος· αυτόν τον είχανε στη μέση. Οι τρεις ήταν οπλισμένοι. Πιο πίσω ανέβαιναν τρεις άλλοι κακοντυμένοι και άοπλοι. Ηρθανε όλοι στο πηγάδι. Εκεί κάτι είπαν στον καλοντυμένο κι άρχισε να γδύνεται. Ητανε πάρα πολύ ωχρός. Φορούσε καλά εσώρουχα κι ένα ωραίο θαλασσί πουκάμισο. Δεν άνοιξε το στόμα του τίποτα να πη. Τον πρόσταξαν και γονάτισε μπροστά στο ξηροπήγαδο.
Παρακολουθήσαμε τη σκηνή πίσω από ένα φράχτη κι ύστερα πίσω από κάτι λιθάρια, η κ. Παπαδάκη, η Τ. Μαρκοπούλου, η Μ. Σταφυλαράκη, ο Ευάγγ. Χαραλαμπίδης κι εγώ. Κάποιος από μας φώναξε από φρίκη· τότε ο εκτελεστής γύρισε και μας ένευσε με το χέρι του να φύγουμε. Τότε γονατίσαμε όλοι και κρυφτήκαμε κι εγώ τότε έτρεξα από μια άλλη πλευρά κι είδα πως ο μελλοθάνατος ήταν γονατιστός και του στηρίζαν το πιστόλι στον κρόταφο. Τα μάτια του είχανε γίνει πάρα πολύ μεγάλα κι ακούνητα· αμέσως άκουσα τον πυροβολισμό και τον είδα που ξαπλώθηκε στη γης. Τότε συνέχεια του ρίξανε πάλι με το πιστόλι. Επειτα αμέσως γύρισε και πυροβόλησε μέσα στο πηγάδι, γιατί οι άλλοι δεν είχανε πεθάνει και βογγούσαν από μέσα. Κατόπιν, όπως ήταν ματωμένος και μισόγυμνος, τον έπιασαν από το ένα χέρι και το ένα πόδι, τον έσυραν επάνω στα χαλίκια και τον ρίξαν μέσα. Εκαμαν μπόγο τα ρούχα του και κατηφόρισαν προς την πόλι, ενώ οι δυο τον κρατούσαν από τα άδεια τα μανίκια.
Τότε ήρθε γελαστός και χαρούμενος ένας ξυπόλητος κοντά μας, με σκούρα πονεμένα μάτια, ένας απ’ αυτούς που ανέβηκε μαζί τους, κι ενώ έτριβε γελώντας τα χέρια του μας είπε: «Ξέρετε ποιος είναι αυτός; Ο στρατηγός ο Καβράκος. Εγώ τον γάντζωσα. Περπατούσαμε κοντά στην οδό (δεν θυμάμαι ακριβώς τον δρόμο που μας είπε, αλλά ήταν μία από τις πιο κεντρικές εκεί κοντά στο Σύνταγμα). Γύρισα, κοίταξα, αυτός περπατούσε αδιάφορα. Τον ξανακοίταξα και είπα αμέσως στους πλαϊνούς μου: Δεν σας φαίνεται πολύ καλοντυμένος; Απάνω του, φώναξα δυνατά· έτσι τον πιάσαμε και τότε είδαμε ποιος είναι».
Δεν πέρασε πολλή ώρα κι είδα άλλη συνοδεία ν’ ανεβαίνη στο βουνό με κατεύθυνσι πάλι το πηγάδι. Τότε αισθάνθηκα τα νεύρα μου πάρα πολύ τεταμένα και μου ήταν αδύνατο να παρακολουθήσω πια. Ακούγαμε μονάχα ώς το βράδυ και τη νύχτα τον θόρυβο που κάνει το πιστόλι στην εκτέλεσι από επαφή. Ολοι είχαμε αγριέψει και δεν μπορούσαμε να κοιμηθούμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Spotlight/ Όλα στο Φως (2015) : Ένα κύκλωμα παιδεραστίας και συγκάλυψης από την ίδια την Καθολική Εκκλησία έρχεται στο φως χάρη στην ερευνητική δημοσιογραφία

Πόλυ Λυκούργου flix.gr 4–5 λεπτά Βοστώνη, 2002. Τα μέλη της ομάδας ερευνητικών ρεπόρτερ της Boston Globe (που ονομάζεται «Spotlight») ακολου...