Κύριε Σαραντάκο ή κύριε Σαραντάκε;
Πηγή : sarantakos.wordpress.com
31 Ιανουαρίου, 2019
Σαραντάκο βεβαίως. Βεβαίως; Για μένα ναι, όχι όμως για όλους. Κάμποσες φορές με έχουν αποκαλέσει «Σαραντάκε» και τους διορθώνω -ή μάλλον δεν τους διορθώνω, επισημαίνω: «Εμείς στην οικογένεια το προτιμάμε ‘Σαραντάκο'».
Δεν είναι μόνο θέμα προτίμησης: ο κανόνας που θα δείτε παρακάτω προκρίνει το «Σαραντάκο» στην κλητική. Αλλά Καμμένο ή Καμμένε; Βαρεμένο ή Βαρεμένε; Βενιζέλο ή Βενιζέλε;
Μ’ άλλα λόγια, πώς σχηματίζεται η κλητική των αρσενικών ονομάτων σε -ος; Είναι σε -ο ή σε -ε;
Ευτυχώς από εδώ και μπρος δεν έχω πολλή δουλειά να κάνω. Θα κοπιπαστώσω ένα πολύ καλό παλιότερο άρθρο του φίλου Γιάννη Χάρη, που θα το σχολιάσω στο τέλος. Δεδομένου μάλιστα ότι και ο Χάρης στο άρθρο του παραθέτει αποσπάσματα από συγγράμματα αναφοράς, έχουμε εγκιβωτισμένη παράθεση.
Ο λόγος στον Γιάννη Χάρη:
ΘΡΥΛΟ, ΘΕΟ ΜΟΥ, ΟΛΥΜΠΙΑΚΟ ΜΟΥ!», ΑΛΛΑ ΚΑΙ «ΠΑΝΑΘΗΝΑΪΚΑΡΑ, ΜΕΓΑΛΟ ΚΑΙ ΤΡΑΝΑΡΑ!», ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΗΘΟΥΜΕ ΓΙΑ ΜΟΝΟΠΑΝΤΟ ΟΠΑΔΙΣΜΟ
Ακούστηκαν ποτέ έτσι, το σύνθημα για τον Ολυμπιακό απ΄ τη μια, το τραγούδι του Παναθηναϊκού απ΄ την άλλη; Προφανώς όχι. Υπάρχει περίπτωση να ακουστούν έτσι; Προφανώς όχι, και πάντως όχι στο άμεσο μέλλον!
Απλώς ήθελα να παρατηρήσουμε, σκόπιμα σε μεγέθυνση, μια τάση, μια σχεδόν ανεπαίσθητη, μικρή αλλαγή, με κεφαλαιώδη ωστόσο, από μιαν άποψη, σημασία.
Αναφέρομαι σε μια ελαφρά σύγχυση ως προς την κλητική των ονομάτων σε- ος, που άλλοτε σχηματίζεται σε- ε και άλλοτε σε- ο: Νίκο αλλά Αλέξανδρε, Ευαγγελάτε και Ευαγγελάτο , αλλά μόνο Παναγιωτόπουλε. Και λέω ότι η μικρή αυτή αλλαγή, αν όντως βρισκόμαστε μπροστά σε αλλαγή, έχει από μιαν άποψη κεφαλαιώδη σημασία, γιατί μας δείχνει πολύ παραστατικά τον τρόπο με τον οποίο κινείται, εξελίσσεται, αλλάζει η γλώσσα, κάθε γλώσσα.
Είναι δηλαδή μια ευκαιρία να δούμε τη γλώσσα εν κινήσει, να δούμε πώς οι μικρές ή μεγάλες παρεκκλίσεις διαμορφώνουν σταδιακά μια καινούρια γλωσσική πραγματικότητα, η οποία, εντελώς χαρακτηριστικά στο προκείμενο, περνά μάλλον απαρατήρητη και δεν συνοδεύεται από τις γνωστές θρηνωδίες για «αλλοίωση» και «αφανισμό» της γλώσσας.
Ας δούμε τα πράγματα από την αρχή, ξεκαθαρίζοντας ότι αναφερόμαστε, σχεδόν αποκλειστικά για την ώρα, στα κύρια ονόματα, τα ονόματα προσώπων. Ο γνωστός κανόνας λέει ότι τα αρσενικά σε- ος: χρόνος, άγγελος κτλ., σχηματίζουν την κλητική σε- ε: χρόνε, άγγελε κτλ. Έτσι έχουμε και «καλημέρα, Άγγελε» ή «Αλέξανδρε» κτλ., ενώ από την άλλη έχουμε: «γεια σου, Νίκο», και όχι «Νίκε», «τι νέα, Σπύρο», και όχι «Σπύρε»! Όμως, λέμε και «Παύλο» και «Παύλε». Τι στο καλό λοιπόν συμβαίνει; Υπάρχουν κανόνες;
Αντιγράφω από τη μεγάλη γραμματική του Τριανταφυλλίδη (1941):
«Η κλητική του ενικού σχηματίζεται σε- ε: γιατρέ, στρατηγέ. Τη σχηματίζουν σε- ο από τα παροξύτονα αρσενικά: (α) Τα βαφτιστικά: Αλέκο, Γιώργο, (…) Δημητράκο κτλ. · το Παύλος έχει κλητική Παύλε και Παύλο.-(β) Μερικά κοινά ουσιαστικά καθώς γέρο, διάκο · το καμαρότος και το καπετάνιος έχουν την κλητική και σε- ε ». Και με μικρότερα τυπογραφικά στοιχεία:
«Σχηματίζουν την εν. κλητική σε- ο και μερικά οξύτονα χαϊδευτικά βαφτιστικά: Γιαννακό, Δημητρό, Μανολιό, Τοτό , καθώς και μερικά οικογενειακά ονόματα που τονίζονται στην παραλήγουσα, ιδίως σε- άκος,- ούκος,- ίτσος: κύριε Δημητράκο ».
Μοιάζει αναπόφευκτα χαώδης η κωδικοποίηση: παροξύτονα αρσενικά, βαφτιστικά, κάποια κοινά ουσιαστικά, οξύτονα χαϊδευτικά, παροξύτονα επώνυμα κτλ. Μπορούμε άραγε να ανιχνεύσουμε κάποια λογική, να βοηθηθούμε δηλαδή να καταλάβουμε τον κανόνα και να τον ακολουθήσουμε; Δύσκολο. Ας πούμε χοντρικά ότι σχηματίζουν την κλητική σε- ο τα δισύλλαβα βαφτιστικά (αλλά ο Παύλος; και ο τρισύλλαβος Αλέκος; ) και τα πολυσύλλαβα οικογενειακά σε- άκος,- ούκος, ίτσος, με τις καταλήξεις δηλαδή που μοιάζουν ή είναι καταλήξεις υποκοριστικών, έτσι όπως λέμε φερειπείν «γεροντάκο» και «Μπουμπούκο» (προσοχή στο κεφαλαίο Μ).
Μια νεότερη κωδικοποίηση (2007) βρίσκουμε στην ευσύνοπτη Σύγχρονη πρακτική Γραμματική της Γεωργίας Κατσούδα (εκδ. Άγκυρα, σ. 43):
«Μερικά ονόματα (…) σχηματίζουν την κλητική ενικού σε- ο. Τέτοια είναι: »α. τα αρσενικά δισύλλαβα βαφτιστικά ( Γιώργο, Πέτρο, Νίκο, Παύλο ) και τα υπερδισύλλαβα οξύτονα χαϊδευτικά ( Μανολιό, Δημητρό )
»β. τα παροξύτονα επώνυμα, συνήθως αυτά που δεν έχουν σημασιολογική αναλυσιμότητα ( Αλεβίζο, Βενιζέλο ), σε αντίθεση με αυτά που έχουν ( κ. Καμένε , κ. Δευτεραίε )
»γ. τα βαφτιστικά, επώνυμα αλλά και υποκοριστικά σε- άκος ( Κυριάκο, Αντωνάκο , ανθρωπάκο )
»δ. τα παροξύτονα κοινά ουσιαστικά γέρος, διάκος ( γέρο, διάκο ), ενώ το καπετάνιος και το καμαρότος παρουσιάζουν διτυπία (…)».
Mε βάση τώρα και το (β), που εισάγει μια ουσιαστική διάκριση, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η «απόκλιση» από τον γενικό κανόνα που θέλει την κλητική σε- ε σχετίζεται με πιο καθημερινούς τύπους (υποκοριστικά, χαϊδευτικά), με ονόματα που δεν έχουν κάποια ετυμολογική διαφάνεια, που δεν έχουν προφανή σημασία, όπως συμβαίνει ιδιαίτερα με τα επώνυμα, κτλ.
Γι΄ αυτό και δεν λέμε «κ. Καμένο», λέμε όμως «κ. Βενιζέλο». Αλλά μόνο «Βενιζέλο»; Λέμε και «Βενιζέλε». Ή όχι; Παίξτε το παιχνίδι αυτό μόνοι σας ή με φίλους: έχει ενδιαφέρον πόσο ρευστά είναι τα κριτήρια εντέλει. Αμέσως αμέσως, εκεί που είπα ότι δεν λέμε «κ. Καμένο», ακούω την προσφώνηση: «κ. Βαρεμένο», πλάι στο «ομαλότερο»: «κ. Βαρεμένε».
Η δική μου συνεισφορά στο παιχνίδι, τύποι από την τηλεόραση:
«Μου λέει: κύριε Γιακουμάτο» διηγείται ο Γιακουμάτος· και σκέφτομαι, ίσως βοηθάει εδώ η ξενική κατάληξη άτος, όπως και στο Ευαγγελάτος. Αλλά: «Δήμο Βερύκιο, μας ακούς;» με αιφνιδιάζει η ερώτηση του παρουσιαστή. Ή η παρουσιάστρια του Άλφα που απευθύνεται στον ρεπόρτερ ο οποίος λέγεται Γιώργος Αλοίμονος: «Γιώργο Αλοίμονο»: ίσως, σκέφτομαι, επειδή είναι ισχυρό το πρότυπο της λέξης αλίμονο. Ή «κύριε Καραμάνο»: ίσως, αμπελοφιλοσοφώ και πάλι, γιατί εδώ ακούγεται το βαφτιστικό «Μάνο». «Κύριε Μαρίνο» προσφωνούν εύλογα τον Γιάννη Μαρίνο· όμως το βαφτιστικό, εφόσον η αλλαγή περιορίζεται για την ώρα στα δισύλλαβα, εξακολουθεί να σχηματίζει την κλητική σε- ε: «γεια σου, Μαρίνε». Εξακολουθεί όμως; Άρα; Αυθαιρεσία και χάος;
Και ο δικός μου επιλογικός σχολιασμός.
Η κωδικοποίηση της φίλης Γεωργίας Κατσούδα είναι πολύ καλή και χρήσιμη, αν και δεν καλύπτει στις περιπτώσεις της τον Αλέκο, που έχει σαφώς κλητική «Αλέκο!».
Η παρατήρηση για την αναλυσιμότητα είναι βέβαια εύστοχη και ισχύει. Λέμε «κύριε Καμένε» επειδή το επίθετο κάτι σημαίνει (και λέμε και «καημένε!») ενώ «κύριε Συρίγο» επειδή το επίθετο δεν μας φαίνεται να σημαίνει τίποτα.
Τα προπαροξύτονα επίθετα (πχ. Σόμπολος, Γκλίναβος) κανονικά έχουν την κλητική σε -ε (κύριε Σόμπολε). Στα παραδείγματα που κατέγραψε ο Χάρης, όπου αυτό δεν τηρείται, ίσως να οφείλεται σε επίδραση του βαφτιστικού ονόματος που προηγείται (Δήμ-ο Βερύκι-ο).
Τέλος, αν κάποιος αναδιφήσει σε παλιές εφημερίδες της εποχής του διχασμού, ας πούμε, θα δει τίτλους κύριων άρθρων όπως «Αρκετά πια, κύριε Βενιζέλε!» Σήμερα, που έχουμε όχι τον εθνάρχη Βενιζέλο αλλά τον απεχθή Βενιζέλο στην επικαιρότητα, επικρατεί μάλλον η κλητική σε -ο, κάτι που το θεωρώ σημάδι μιας γενικότερης, πολύ αργής πάντως, τάσης προς τις κλητικές σε -ο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου