Δευτέρα, Φεβρουαρίου 18, 2019


«Το επιτύμβιο επίγραμμα του Αισχύλου: Από τον Καβάφη στον Μπανβίλ» 

 

του Φάνη Κωστόπουλου

diastixo.gr

 



«Το επιτύμβιο επίγραμμα του Αισχύλου: Από τον Καβάφη στον Μπανβίλ» του Φάνη Κωστόπουλου
Πολύς λόγος έχει γίνει για το επίγραμμα του Αισχύλου, το οποίο αποδίδεται στον ίδιο τον ποιητή, που γεννήθηκε το 525 π.Χ. στην Ελευσίνα και πέθανε το 455 π.Χ. στη Γέλα της Σικελίας. Διαβάζοντας κανείς το επιτάφιο αυτό επίγραμμα για τον τραγικό ποιητή, εκπλήσσεται επειδή δεν γίνεται καθόλου λόγος για το ποιητικό έργο που άφησε φεύγοντας από τη ζωή. Το μόνο που αναφέρεται εκεί είναι ο τόπος όπου πέθανε και η πληροφορία ότι πολέμησε τους Πέρσες στον Μαραθώνα. Το παραθέτω εδώ για να το φέρουμε πάλι στη μνήμη μας:
Αισχύλον Ευφορίωνος Αθηναίον τόδε κεύθει
Μνήμα καταφθίμενον πυροφόροιο Γέλας·
αλκήν δ’ ευδόκιμον Μαραθώνιον άλσος αν είποι
και βαθυχαιτήεις Μήδος επιστάμενος.
Σε μετάφραση Γ.Π. Σαββίδη, το επίγραμμα αυτό λέει:
Τούτο το μνήμα σκεπάζει τον Αισχύλο του Ευφορίωνος,
Αθηναίον, που πέθανε στη σιτοφόρα Γέλα·
για την ευδόκιμον ανδρεία του μπορεί να πει το Μαραθώνιον άλσος
και ο Πέρσης με την πυκνή χαίτη που τον γνώρισε.
Διαβάζοντας κανείς αυτό το επίγραμμα, αναρωτιέται γιατί ο Αισχύλος δεν θέλησε να κάνει λόγο για το ποιητικό του έργο που τόση δόξα τού έδωσε. Ο Γ.Α. Σαρεγιάννης, γνωστός από τον κύκλο του Καβάφη, γράφει γι’ αυτό το θέμα τον Δεκέμβριο του 1927 στην Αλεξανδρινή Τέχνη τα εξής: «Τον ορισμόν αυτόν του εαυτού του, ο Αισχύλος θα τον έγραψε γέρος και, ίσως, μετά μια ήττα στο θέατρο. Στον Σοφοκλή και στον Ευριπίδη άμεσα έτσι έλεγε: “Τι σημασία έχουν τα θεατρικά για τα οποία σεις καυχάσθε. Εγώ πολέμησα στον Μαραθώνα – πράγμα που εσείς τα παιδαρέλια δεν το κάνατε”». Με την υποθετική αυτή γνώμη του Σαρεγιάννη και τα παιδιάστικα λόγια που βάζει στο στόμα του Αισχύλου, επιστημονική εξήγηση στο θέμα δεν δίνεται. Το μόνο, ίσως, που μας φέρνει κοντά στην αλήθεια και μπορεί να δικαιολογήσει αυτή τη στάση του ποιητή είναι ότι μετά τις μεγάλες νίκες κατά των Περσών στον Μαραθώνα και στη Σαλαμίνα, στις οποίες έλαβε μέρος, η ιδέα της πατρίδας ήταν πάνω από κάθε άλλη ηθική αξία. Όταν τα έχεις δώσει όλα για την πατρίδα, τα άλλα όλα περισσεύουν, ακόμη και η ποιητική δόξα. Μήπως την ίδια ιδέα δεν είχε ενστερνιστεί και ο Σωκράτης στη φυλακή, όταν ο φίλος και μαθητής του, Κρίτων, τον προτρέπει να δραπετεύσει; Δεν του λέει ξεκάθαρα ότι «μητρός τε και πατρός και των άλλων προγόνων τιμιώτερον εστί η πατρίς»; (Κρίτων, 12) Το πιο πιθανό, λοιπόν, είναι ότι με αυτό το πνεύμα πήρε την απόφαση ο Αισχύλος να γράψει αυτό το επιτύμβιο επίγραμμα για τον εαυτό του.
Ας έρθουμε τώρα στο γνωστό ποίημα του Καβάφη «Νέοι της Σιδώνος (400 μ.Χ.)». Από τη χρονολογία που θέτει στον τίτλο του ποιήματος και από όσα λέγονται μέσα στο ποίημα, φαίνεται καθαρά ότι η ιδέα της πατρίδας σε αυτή την εποχή έχει γκρεμιστεί από την κορυφή που τη βρίσκουμε στην εποχή του Αισχύλου και του Σωκράτη. Παραθέτω το ποίημα ολόκληρο:
Ο ηθοποιός που έφεραν για να τους διασκεδάσει
απήγγειλε και μερικά επιγράμματα εκλεκτά.
Η αίθουσα άνοιγε στον κήπο επάνω·
κ’ είχε μιαν ελαφρά ευωδία ανθέων
που ενώνονταν με τα μυρωδικά
των πέντε αρωματισμένων Σιδωνίων νέων.
Διαβάσθηκαν Μελέαγρος και Κριναγόρας, και Ριανός.
Μα σαν απήγγειλεν ο ηθοποιός,
«Αισχύλον Ευφορίωνος Αθηναίον τόδε κεύθει» –
(τονίζοντας ίσως υπέρ το δέον
το «αλκήν δ’ ευδόκιμον», το «Μαραθώνιον άλσος»)
πετάχθηκεν ευθύς ένα παιδί ζωηρό,
φανατικό για γράμματα, και φώναξε·
«Α δεν μ’ αρέσει το τετράστιχον αυτό.
Εκφράσεις τοιούτου είδους μοιάζουν κάπως σαν λιποψυχίες.
Δώσε –κηρύττω– στο έργο σου όλην την δύναμί σου,
Όλην την μέριμνα, και πάλι το έργον σου θυμήσου
μες στην δοκιμασίαν, ή όταν η ώρα σου πια γέρνει.
Έτσι από σένα περιμένω και απαιτώ.
Κι όχι απ’ τον νου σου ολότελα να βγάλεις
της τραγωδίας τον Λόγον τον λαμπρό –
τι Αγαμέμνονα, τι Προμηθέα θαυμαστό,
τι Ορέστου, τι Κασσάνδρας παρουσίες,
τι Επτά επί Θήβας – και για μνήμη σου να βάλεις
μόνο που μες στων στρατιωτών τες τάξεις, τον σωρό
πολέμησες και συ τον Δάτι και τον Αρταφέρνη».
Πράγματι, μέσα στα τελευταία λόγια του ζωηρού και φανατικού για γράμματα παιδιού φαίνεται με σαφήνεια ότι η ιδέα της πατρίδας, εκείνη την εποχή, δεν είχε ως ηθική αξία τη σπουδαιότητα που είχε τον 5ο αιώνα π.Χ. Έτσι, μια από τις πιο μεγάλες στιγμές στην παγκόσμια ιστορία, η μάχη του Μαραθώνα, που ήταν σωτήρια όχι μόνο για την Αθήνα και την υπόλοιπη Ελλάδα, αλλά και για την Ευρώπη ακόμη, αναφέρεται εδώ σαν ένα συνηθισμένο και ασήμαντο πολεμικό γεγονός, και η συμμετοχή του ποιητή σε αυτή τη μάχη το ίδιο ασήμαντη μπροστά στην ποιητική του δόξα.
Όταν τα έχεις δώσει όλα για την πατρίδα, τα άλλα όλα περισσεύουν, ακόμη και η ποιητική δόξα.
Αυτό όμως που θέλω να δείξω και να υποστηρίξω σε αυτό το σημείωμα δεν είναι το νόημα και η θέση που παίρνει ο ποιητής στο ποίημα «Νέοι της Σιδώνος (400 μ.Χ.)», αλλά, ενώ ως τώρα πιστεύαμε πως ο Καβάφης είναι ο πρώτος, αν όχι και ο μόνος στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία, που χρησιμοποίησε ως θέμα στο έργο του το επιτύμβιο επίγραμμα του Αισχύλου, τα πράγματα δεν έτσι ακριβώς. Και δεν είναι, γιατί ένας από τους σημαντικότερους ποιητές του γαλλικού Παρνασσισμού, ο Τεοντόρ ντε Μπανβίλ (Τhéodore de Banville, 1823-1891), αναφέρεται στο ίδιο θέμα στο θεατρικό του έργο Socrate et sa Femme το 1886, σε μια εποχή δηλαδή που ο Καβάφης δεν είχε ίσως διαβάσει το επιτύμβιο επίγραμμα του Αισχύλου. Ο Μπανβίλ, μετά τη δημοσίευση της πρώτης ποιητικής συλλογής Les Caryatides (1841) και της δεύτερης Les Stalactites (1846), δημοσίευσε έναν μεγάλο αριθμό από άλλες ποιητικές συλλογές. Από τον τίτλο της δεύτερης ποιητικής συλλογής του πήρε ο Δροσίνης τον τίτλο για την επίσης δεύτερη ποιητική συλλογή του, Σταλακτίτες, το 1881.Την εποχή εκείνη, η ποίηση του γαλλικού Παρνασσισμού ήταν ακόμη επίκαιρη και ο Δροσίνης διάβαζε πολύ τους ποιητές αυτής της ποιητικής σχολής, ιδιαίτερα μάλιστα τον François Coppée (1842-1908). O Μπανβίλ, με το έργο του Petite traité de poésie française (1872), είναι, μπορούμε να πούμε, ο θεωρητικός της ποιητικής Σχολής του Παρνασσισμού. Ολοκληρώνοντας τα όσα είπα για τον Μπανβίλ, μου έρχεται στη μνήμη ένα σονέτο του Μποντλέρ, που έγραψε το 1842 και επιγράφεται «À Théodore Banville». Στην πρώτη στροφή του ποιήματος λέει για τον φίλο και συνάδελφό του, σε δική μου απόδοση:

Την κόμη της θεότητας αδράξατε
με μια λαβή, που ένας που σας βλέπει,
μ’ αυτό το ύφος της υπεροχής
κι αυτή την όμορφη νωχέλεια,
σας παίρνει για έναν νιο προαγωγό
που ρίχνει καταγής την ερωμένη του.

Στο θεατρικό του έργο Socrate et sa Femme, o Μπανβίλ, εκτός από τον Σωκράτη, που είναι το κύριο πρόσωπο του έργου, και δυο φανταστικά πρόσωπα, παρουσιάζει και δυο ιστορικά. Τον Εύπολη, τον κωμικό ποιητή του 5ου αιώνα (446-412 π.Χ.) που έγραφε κωμωδίες την ίδια εποχή με τον Αριστοφάνη, από τις οποίες σήμερα σώζονται μόνο αποσπάσματα· και τον Αντισθένη (444\45-360 π.Χ.), που υπήρξε μαθητής του Γοργία και του Σωκράτη και του οποίου η κυνική φιλοσοφία, που ονομάστηκε έτσι γιατί η Σχολή που ίδρυσε ήταν στο Γυμνάσιο Κυνόσαργες, άνοιξε τον δρόμο για τους άλλους φιλοσόφους της Σχολής. Η σκηνή του έργου διαδραματίζεται στην Αθήνα το 429 π.Χ., τότε που ο λοιμός θέριζε τους πολιορκημένους από τους Σπαρτιάτες Αθηναίους. Το 429, βέβαια, ο Αντισθένης δεν μπορούσε να είναι ένας από τους συμμετέχοντες σε αυτόν τον σωκρατικό διάλογο, αφού τότε ήταν γύρω στα δεκαπέντε του χρόνια. Η ιστορική όμως αυτή λεπτομέρεια, την οποία δεν είδα να πρόσεξαν οι σχολιαστές του έργου, δεν αποτελεί καθόλου εμπόδιο για την υπόθεση της θεατρικής αυτής δημιουργίας να εξελιχθεί κανονικά όπως ήθελε ο Μπανβίλ. Σε έναν από τους μονολόγους του Σωκράτη, το σοφό γερόντιο της Αθήνας, καθώς ο θάνατος χτύπαγε καθημερινά λόγω του λοιμού όλες τις πόρτες, απευθύνεται στη θεά Αθηνά, την πολιούχο της πόλης του, και λέει μεταξύ άλλων σε δική μου για την περίπτωση μετάφραση:

Όταν ο Ξέρξης, τρελός για τη στομφώδη δόξα του,
έριχνε εκατομμύρια πολεμιστές ενάντια στην Αττική,
όταν η Ασία με μανία πλημμύριζε τις πεδιάδες μας,
ο ζωγράφος, ο γλύπτης, ο ποιητής με τα ωραία άσματα,
ω θεά Παλλάδα! ήξεραν να μάχονται ηρωικά για την πόλη σου.
Και αυτός ο Αισχύλος υπήρξε πιστός υπερασπιστής της,
του οποίου ο τάφος δε λέει παρά μόνο μια λέξη,
σύμφωνα με τη θέλησή του, ότι γνώρισε καλά ο Πέρσης,
με την πυκνή χαίτη, την πολεμική του ανδρεία.
Παραθέτω αυτούς τους στίχους του Μπανβίλ στο πρωτότυπο:
Αlors que Xercés, fou de sa gloir emphatique,
Jetait de millions de guerriers sur l’Attique,
Quand l’Asie en fureur inondait tous nos champs,
Le peintre, le sculpteur, le poète aux doux chants
O Pallas! ont bien su combattre pour ta ville;
Εt ce fut un soldat fidéle, cet Eschyle
Dont la tombe ne dit qu’un mot, selon ses vœux,
C’est qi’il fut bien connu du Mède aux longs cheveux.

Αν και στο απόσπασμα αυτό προβάλλεται ο ένδοξος θάνατος για την πατρίδα, ύψιστος σκοπός στα χρόνια του Αισχύλου και του Σωκράτη, ο Μπανβίλ δεν μπορεί να κρύψει τελείως την έκπληξή του για το επιτύμβιο τετράστιχο του Αισχύλου. Αυτό φαίνεται στον έβδομο στίχο, όπου ο Γάλλος ποιητής –που δεν μπορεί να χωνέψει ότι ο Αθηναίος ποιητής δεν αναφέρεται σε αυτό το επίγραμμα καθόλου στο ποιητικό του έργο– θεωρεί απαραίτητο να εξηγήσει στον αναγνώστη του ή στον θεατή του θεατρικού του έργου ότι ήθελε ο Αισχύλος να μην κάνει καθόλου λόγο στο ταφικό του επίγραμμα για το ποιητικό του έργο, «selon ses voeux», όπως το διατυπώνει στη δική του γλώσσα. Ο Μπανβίλ, λοιπόν, και όχι ο Καβάφης, που πιστεύαμε ως τώρα, είναι ο πρώτος στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία που καταπιάνεται στο έργο του με το αισχύλειο αυτό θέμα, το οποίο όμως έκανε γνωστό σε όλο τον κόσμο ο Καβάφης με το ποίημα «Νέοι της Σιδώνος (400 μ.Χ.)».
Κλείνοντας αυτό το σημείωμα, θα ήθελα να προσθέσω ότι, με όσα ειπώθηκαν για τον Μπανβίλ, τον Καβάφη και το επιτύμβιο επίγραμμα του Αισχύλου, θα ήταν παράλογο να υποστηρίξει κανείς ότι υπήρχε πιθανότητα να διάβασε και να εμπνεύστηκε το ποίημα «Νέοι της Σιδώνος (400 μ.Χ.)» από τους στίχους του Μπανβίλ. Και αυτό γιατί είναι των αδυνάτων αδύνατο να είχε τόσο ελεύθερο χρόνο και τη διάθεση να διαβάζει όλα τα θεατρικά έργα που ανέβαιναν στα θέατρα του Παρισιού.

Δεν υπάρχουν σχόλια: