Τρίτη, Φεβρουαρίου 05, 2019

Στάλκερ: κυνηγώντας την ευτυχία στην περιοχή του δυστοπικού πουθενά

Αποτέλεσμα εικόνας για Сталкер movie

Στάλκερ (ταινία) - Βικιπαίδεια

Ελληνικοί υπόλογοι

***************

https://c.scdn.gr/images/sku_main_images/016630/16630025/large_20181128011447_stalker_to_megalo_pouthena.jpegStalker: Το μεγάλο πουθενά

Περίληψη

"Αυτό το μπουκάλι το ανοίξαμε την πρώτη ημέρα που άρχισαν τα γυρίσματα του Stalker, δηλαδή στις 15 Φεβρουαρίου 1977". Αυτά γράφει στο "Μαρτυρολόγιό" του ο Αντρέι Ταρκόφσκι κάτω από μια ετικέτα μπουκαλιού κάποιου ρώσικου κρασιού. Δύο χρόνια διήρκεσαν τα γυρίσματα του Stalker, της πέμπτης ταινίας που γύρισε στα περίχωρα του Τσερνόμπιλ ο μεγάλος αυτός σκηνοθέτης. Είχαν προηγηθεί οι ταινίες "Τα παιδικά χρόνια του Ιβάν" (1962), "Αντρέι Ρουμπλιόφ" (1966), "Σολάρις" (1972) και "Ο καθρέφτης" (1974). Το "Stalker" βγήκε στις κινηματογραφικές αίθουσες στις 25 Μαΐου του 1979. Στις 25 Μαΐου της ίδιας χρονιάς, ο Ταρκόφσκι έγραψε στο Ημερολόγιό του: "Νιώθω την παρουσία σου, Κύριε! Νιώθω την παλάμη σου επάνω στο κεφάλι μου. Θέλω να δω τον κόσμο όπως τον δημιούργησες εσύ, και τους ανθρώπους που έπλασες κατ’ εικόνα και ομοίωσή σου. Σ’ αγαπώ Κύριε, και δεν ζητώ να μου δώσεις τίποτα. Το βάρος της οργής και των αμαρτιών μου, το σκότος της ευτελούς ψυχής μου, με εμποδίζουν, Κύριε, να φανώ αντάξιος δούλος Σου! Βοήθησέ με και συγχώρησέ με, Κύριε! Η εικόνα είναι μια αποτύπωση της αλήθειας, που μας επέτρεψε ο Κύριος να βλέπουμε με τα τυφλά μάτια μας. [...]"
(Αλέξανδρος Ίσαρης, από την Εισαγωγή)
Η "Ζώνη" είναι αναμφίβολα όχι μονάχα ο πιο ερμητικός, μυστηριώδης και αινιγματικός τόπος του ταρκοφσκικού σύμπαντος, αλλά και ένα από τα πιο αλλόκοτα καιανοίκεια τοπία στην ιστορία του σινεμά. Αποκλεισμένη από τον έξω κόσμο, είναι μια μορφοποίηση του αγνώστου, προσβάσιμη μονάχα με την καθοδήγηση ενός Στάλκερ, ενός οδηγού, ιχνηλάτη (από το ρήμα stalk, που στα αγγλικά σημαίνει πλησιάζω έρποντας, προσεγγίζω λαθραία κάτι που μου είναι απαγορευμένο). Μονάχα αυτός γνωρίζει το πολύπλοκο σύστημα από παγίδες και τους απρόβλεπτους κινδύνους της "Ζώνης": χώρος του απροσδιόριστου, της ασάφειας, της αστάθειας, της ρευστότητας και της διαρκούς μεταβολής. "Ό,τι συμβαίνει εδώ εξαρτάται όχι από τη "Ζώνη" αλλά από εμάς τους ίδιους, από την δικιά μας πνευματική κατάσταση" διευκρινίζει ο Στάλκερ στους δύο συνταξιδιώτες του· κάθε στιγμή τα πάντα αλλάζουν, αναπλάθονται, μεταμορφώνονται, εξωτερικεύοντας τις ψυχικές τους μεταλλαγές και τις εσωτερικές τους μεταπτώσεις, καθώς στη "Ζώνη" απελευθερώνονται τα πιο καλά κρυμμένα μυστικά και οι πιο μύχιοι πόθοι. Η ύπαρξη του Δωματίου όπου πραγματοποιούνται οι επιθυμίες, είναι αυτό που τραβά σαν μαγνήτης τους ανθρώπους στη "Ζώνη". Τι αναζητούν ο Συγγραφέας και ο Επιστήμονας ριψοκινδυνεύοντας σ’ αυτόν τον κυκλοθυμικό τόπο; Τυπικά, ο ένας τη συγγραφική έμπνευση που τον έχει εγκαταλείψει και ο άλλος να εξηγήσει, με το όπλο της λογικής, το μυστήριο της ύπαρξης της "Ζώνης"· τελικά, το μόνο που θα αντικρύσουν, και οι δύο, είναι το πρόσωπο της απελπισίας, το οποίο κουβαλάνε μέσα τους, καθώς, όπως λέει ο Στάλκερ "η "Ζώνη" επιτρέπει την είσοδο μονάχα στους απελπισμένους, όχι στους καλούς ή στους κακούς, αλλά όσους δεν έχουν ελπίδα, στους δυστυχισμένους". Το να διεισδύσεις στη "Ζώνη" -πράγμα καθόλου εύκολο και εξαιρετικά επικίνδυνο- σημαίνει να αφεθείς σε μια εσωτερική περιπλάνηση, σε μια περιπέτεια αναζήτησης του Απόλυτου, με μόνη σκευή την αβεβαιότητα και την αμφιβολία. Ο προθάλαμος είναι το σκηνικό ενός εφιάλτη: τα 16 λεπτά (19.55-36.40) μέχρι να μπουν οι τρεις πρωταγωνιστές (και η ταινία) μέσα στη "Ζώνη", γυρισμένα σε σέπια (σ’ ένα εγκαταλελειμμένο, μισοπλημμυρισμένο υδροηλεκτρικό συγκρότημα κάπου στο Τάλιν της Εσθονίας) δεν είναι μονάχα μια λαμπρή εισαγωγή, αλλά κι ένας σκηνοθετικός θρίαμβος που σπάει το φράγμα γύρω από τη "Ζώνη". Οι φυγόκεντρες και ελικοειδείς, σχεδόν παραληρηματικές κινήσεις του τζιπ, οι απότομες στάσεις, τα συνεχή μπρος-πίσω, οι ξαφνικές αλλαγές πορείας για να ξεφύγουν από τον εντοπισμό της αστυνομίας, η οποία και ανοίγει πυρ εναντίον τους όταν τους αντιλαμβάνεται (οι μοναδικές στιγμές όπου βλέπουμε έναν υπαρκτό κίνδυνο και μια πραγματική απειλή στην ταινία) και η μηχανή του τρένου που θαρρείς πως εμφανίζεται από το πουθενά, μονάχα για να τους ανοίξει το δρόμο, ακυρώνουν κάθε αίσθηση κατεύθυνσης και προσανατολισμού, προκαλώντας στον θεατή ένα πρώτο σύμπτωμα οπτικής παράλυσης και ταραχής, στο πέρασμα από έναν κόσμο σε έναν άλλο. [...]
(από το κείμενο του Θωμά Λιναρά)

 ************************

Το Στάλκερ χωρίς θεολογία





Το Στάλκερ του Αντρέι Ταρκόφσκι πρωτοβγήκε στις κινηματογραφικές αίθουσες το 1979, ύστερα από μια μεγάλη περιπέτεια γυρισμάτων και μετά από πολλές καρατομήσεις συνεργατών. Έκτοτε ξέσπασε ο μεγάλος πόλεμος των ερμηνειών, που δεν έχει πάψει μέχρι και σήμερα: ερμηνείες αλληγορικές και συμβολικές, ερμηνείες πολιτικές, πρωτίστως ωστόσο θρησκευτικές ερμηνείες, χωρίς να λείψει πάντως και η συζήτηση περί επιστημονικής φαντασίας, ιδίως αν λάβουμε υπόψη και το προγενέστερο Σολάρις. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης είχε κατ επανάληψη εκφράσει τη δυσφορία του για κάθε ερμηνευτική μεταγωγή και μεσολάβηση, πιστεύοντας πως η «Ζώνη» στην οποία μπαίνουν οι ήρωες της ταινίας -ένας τόπος νεκρός και απαγορευμένος, που έχει προέλθει από πρόσκρουση μετεωρίτη- στη γη- δεν μιλάει ούτε για την πολιτική ούτε για τη θρησκεία παρά μόνο για τον απολύτως γυμνό και έκθετο εαυτό του.
Το σύντομο αλλά εξαιρετικά πυκνό κριτικό δοκίμιο του Θωμά Λιναρά, που τιτλοφορείται Stalker.Το Μεγάλο Πουθενά και μας έρχεται με τις εισαγωγικές συστάσεις του Αλέξανδρου Ίσαρη  (από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν της Θεσσαλονίκης), είναι σημαντικό όχι γιατί πριμοδοτεί την άποψη του Ταρκόφσκι για την ταινία του, αλλά επειδή καταφέρνει να αποδείξει (όσο μπορούμε να αποδείξουμε οτιδήποτε στην τέχνη) τη βασιμότητά της.
Το περίκλειστο σύμπαν στο οποίο εισβάλλουν οι τρεις πρωταγωνιστές της ταινίας -ο Συγγραφέας, ο Επιστήμονας και ο Σταλκερ (ο ιχνηλάτης τους)- δεν είναι μια επιμέρους αδιευκρίνιστη μονάδα που παραπέμπει αίφνης σε ένα σύνολο μεστό νοήματος, ανεξάρτητα από το αρνητικό ή το θετικό του πρόσημο, αλλά μια αρτισύστατη, μη διαιρετή και μη αναγώγιμη επιφάνεια, ένα σύμπαν κατακλυσμένο από τη διάβρωση και περιβεβλημένο από το κενό: ένα Μεγάλο Πουθενά  χωρίς αφετηρία, κέντρο και τέρμα, ικανό να προσελκύσει μόνο τους δυστυχισμένους και τους έκπτωτους.
Ο Λιναράς διαθέτει μεγάλη κριτική εμπειρία και κινηματογραφική και λογοτεχνική παιδεία που του επιτρέπουν να προσεγγίσει το θέμα του σε ανοιχτό πεδίο, μακριά από οποιονδήποτε δογματισμό. Το αποτέλεσμα είναι να αποφύγει εντέλει και τη θεολογία η οποία καταδίωκε ανέκαθεν τον Ταρκόφσκι (αν και όχι ακριβώς ερήμην των δηλώσεων και των συνεντεύξεών του). Ο Θεός υπάρχει και κυριαρχεί στη «Ζώνη» με τη διαφορά πως δεν είναι ουρανόπεμπτος, πως η παρουσία του δεν σαλπίζεται από τάγματα αγγέλων. Ο Θεός είναι εντός των ανθρώπων, μέρος της καθημερινής τους ζωής και της άμεσης πραγματικότητάς τους, δεν είναι όμως (και δεν μπορεί ποτέ να καταλήξει) υπερφυσικός μια και ως αποστολή του έχει  (αν δεχτούμε πως είναι επιφορτισμένος με κάποια αποστολή) να αντιπροσωπεύσει τον αγώνα τους να σταθούν στα πόδια τους. Το αν θα κατορθώσουν εντέλει να ορθοποδήσουν, δεν το ξέρει κανείς και με τον ίδιο αγνωστικισμό θα πρέπει να αναλογιστούμε τον ίδιο τον Θεό και την ταυτότητά του. Ιδού, λοιπόν, ο Ταρκόφσκι χωρίς αποξενωτικά και βαριά φιλοσοφικά (ή και απλώς φλύαρα) ματογυάλια – μόνο με την ποιητικότητα των εικόνων του και την ασίγαστη υπαρξιακή του αγωνία. Γιατί εκείνο που προκύπτει ως άσφαλτο συμπέρασμα από το κείμενο του Λιναρά, και το οποίο πρόθυμα θα υιοθετήσουν όσοι δεν βλέπουν την κινηματογραφία του Ταρκόφσκι ως ενσάρκωση του χριστιανικού πνεύματος, είναι το ρίγος που διαπερνά την ατομική και τη συλλογική ύπαρξη όταν καλείται να αναμετρηθεί με την απορριγμένη τύχη της στον κόσμο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: