Δευτέρα, Νοεμβρίου 19, 2018


Από τον Όμηρο στον Βεργίλιο (Ελπήνορας, Παλίνουρος, Φρόντης)

 

του Φάνη Κωστόπουλου

Πηγή: diastixo.gr


«Από τον Όμηρο στον Βεργίλιο (Ελπήνορας, Παλίνουρος, Φρόντης)» του Φάνη Κωστόπουλου
Η Ιλιάδα και η Οδύσσεια αντιπροσωπεύουν για τον κλασικό κόσμο τα ύψιστα επιτεύγματα της ελληνικής ποίησης. Ούτε και αυτοί οι κατακτητές της Ελλάδας, οι Ρωμαίοι, δεν έκρυβαν τον θαυμασμό τους για τα ομηρικά έπη, τα οποία μάλιστα, στα χρόνια του Βεργίλιου, θεωρούνταν ότι ενσωμάτωναν την τέλεια δομή του έπους στη μορφή και την οργάνωσή του. Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς, όταν οι Ρωμαίοι κατάφεραν να έχουν τον δικό τους ποιητή που θα έγραφε το έπος της πατρίδας τους, τη μεγάλη πρόοδο που είχαν σημειώσει τα ρωμαϊκά γράμματα, αλλά και τη φιλοδοξία των Ρωμαίων όχι πια να μιμηθούν τα ελληνικά πρότυπα, αλλά να τα συναγωνιστούν και να τα ξεπεράσουν. Και αυτό το τελευταίο δηλώνεται καθαρά στους πασίγνωστους στίχους του Προπέρτιου, του ελεγειακού ποιητή που έζησε τον 1ο αιώνα π.Χ. και ήταν σύγχρονος του Βεργίλιου:
Υποχωρήστε συγγραφείς της Ρώμης, υποχωρήστε και σεις Έλληνες·
Δεν ξέρω τι πιο μεγάλο γεννιέται από την Ιλιάδα.
Cedite Romani scriptores, cedite Grai:
Nescio quid maius nascitur Iliade. (2, 34, 65)
Δεν είναι βέβαια μόνο ο Προπέρτιος που τόλμησε να κάνει μια τέτοια σύγκριση· είναι και αρκετοί άλλοι. Και όλα αυτά, μολονότι ο Βεργίλιος όχι μόνο έμαθε πολλά από τον Όμηρο, αλλά και πολλά από αυτά που έμαθε τα χρησιμοποίησε πιστά και ανερυθρίαστα. Για παράδειγμα, αναφέρω τις παρομοιώσεις και τη διπλή δράση στον Όλυμπο και στη γη· επίσης, αρκετά επεισόδια όπως ο κατάλογος, η επίσκεψη στον Κάτω Κόσμο, οι νεκρικοί αγώνες και οι μονομαχίες. Ακόμη και οι χαρακτήρες της Αινειάδας μάς θυμίζουν, θέλουμε δε θέλουμε, εκείνους των ομηρικών επών. Δεν χρειάζεται, νομίζω, βαθιά σκέψη, για να καταλάβει κανείς ότι ο Αινείας και ο Τύρνος έχουν αρκετές ομοιότητες με τον Αχιλλέα και τον Έκτορα ή ο Πάλλας με τον Πάτροκλο. Αν και ο Παλίνουρος είναι ως άνθρωπος τελείως διαφορετικός από τον Ελπήνορα, μας τον θυμίζει χρησιμοποιώντας την ίδια φρασεολογία και το ίδιο παράπονο του άταφου νεκρού. Προσθέτουμε ακόμη πως έχει διατυπωθεί από πολλούς η γνώμη ότι ο Βεργίλιος θέλησε να συναγωνιστεί τον Όμηρο και στα δύο έπη. Και αυτή η γνώμη στηρίζεται στο γεγονός ότι στα πρώτα έξι βιβλία της Αινειάδας ο Βεργίλιος περιγράφει το θαλασσινό ταξίδι του Αινεία, έχοντας ως πρότυπο την Οδύσσεια, και στα υπόλοιπα έξι την Ιλιάδα. Θα έλεγα ακόμη ότι στο 12ο βιβλίο της Αινειάδας οι τελευταίες σκηνές θυμίζουν πιστά τα γεγονότα της ραψωδίας Χ της Ιλιάδας.
Με βάση τα παραπάνω, είναι φανερό ότι ο Λατίνος ποιητής, όσον καιρό έγραφε την Αινειάδα, είχε πάντα δίπλα του τα έπη του Ομήρου και τα συμβουλευόταν. Και αυτό ήταν πολύ φυσικό να το κάνει, αφού αυτά είχε ως πρότυπο για το δικό του έπος. Δύο από τα θέματα που υπάρχουν στην Οδύσσεια και ήθελε ο Βεργίλιος οπωσδήποτε να τα συμπεριλάβει και στο δικό του έπος ήταν η ταφή των νεκρών και η επίσκεψη στον Κάτω Κόσμο. Και τα δύο αυτά θέματα σχετίζονται στην Οδύσσεια με το επεισόδιο του Ελπήνορα. Το αντίστοιχο επεισόδιο γι’ αυτά τα θέματα στην Αινειάδα είναι ο θάνατος του Παλίνουρου. Συγκρίνοντας αυτά τα δυο επεισόδια, παρατηρούμε ότι αυτό που έχουν κοινό είναι ο ξαφνικός θάνατος συντρόφου, που για κάποιους λόγους μένει άταφος, και η συνάντηση του ήρωα με αυτόν τον σύντροφο κατά την επίσκεψή του στον Κάτω Κόσμο. Με τη συνάντηση αυτή δίνεται η ευκαιρία στον άταφο νεκρό, είτε αυτός είναι ο Ελπήνορας είτε ο Παλίνουρος, να ζητήσει τη φροντίδα για την ταφή του. Πρέπει ακόμη να προσθέσουμε ότι ο Ελπήνορας και ο Παλίνουρος, επειδή μένουν άταφοι, είναι οι πρώτοι από τους νεκρούς με τους οποίους ο Οδυσσέας και ο Αινείας αντίστοιχα έρχονται σε επαφή.
Ας εξετάσουμε τώρα τις διαφορές που εντοπίζονται ανάμεσα σε αυτά τα δυο επεισόδια, αρχίζοντας από τους άταφους νεκρούς συντρόφους. Τον Ελπήνορα, αν και είναι σε νεαρή ηλικία, δεν τον χαρακτηρίζει η γενναιότητα στον πόλεμο. Δεν είχε όμως ούτε γερό μυαλό για να μπορεί να κυριαρχεί στα πάθη του. Και αυτά όλα δεν τα υποθέτουμε. Τα λέει ξεκάθαρα στην αφήγησή του ο Οδυσσέας:
Είχαμε κάποιο Ελπήνορα, στα χρόνια παλικάρι,
όχι όμως και στον πόλεμο, μήτε γερό στο νου του,
κι εκείνος χώρια απ’ τους λοιπούς συντρόφους στο παλάτι
δροσιά ποθώντας πλάγιασε, γιατί ήταν μεθυσμένος. [1]
Ο Παλίνουρος όμως δεν είναι, όπως ο Ελπήνορας, ένα ασήμαντο άτομο. Είναι ο πηδαλιούχος στο πλοίο του Αινεία. Όταν το πλοίο κινδυνεύει στην τρικυμία, ο Αινείας και οι άλλοι σύντροφοι στηρίζουν τις ελπίδες τους στην πείρα και τη δεξιότητα του Παλίνουρου. Η απώλεια επομένως ενός τέτοιου συντρόφου ήταν μεγάλη. Αλλά και ο θάνατος του Παλίνουρου δεν οφείλεται στην ενέργεια κάποιου θεού ή σε δικό του σφάλμα. Ήταν ένα ατύχημα εντελώς τυχαίο. Επομένως, κανένας δεν θα μπορούσε να το προβλέψει και να το αποτρέψει. Ο ίδιος ο Παλίνουρος περιγράφει ως εξής αυτό το ατύχημα που του κόστισε τη ζωή:
Αφού έσπασε τυχαία και ξεκόλλησε με πολλή δύναμη
το πηδάλιο, για το οποίο είχα οριστεί εγώ κυβερνήτης
και το κρατούσα εκείνη τη στιγμή σταθερά, οδηγώντας
το πλοίο, έπεσα με ορμή στη θάλασσα και το παρέσυρα μαζί μου. [2]
Ο Παλίνουρος, βέβαια, ως θαλασσινός που ήταν, ήξερε καλό κολύμπι. Έτσι, μόλις βρέθηκε μέσα στην τρικυμισμένη θάλασσα, πάλεψε τρία μερόνυχτα με τα κύματα. Την τέταρτη μέρα είδε από μακριά, καθώς τον είχε σηκώσει ψηλά το κύμα, τις ακτές της Αυσονίας, όπως είναι η μυθική ονομασία στην ποίηση της Ιταλίας. Κολυμπώντας όμως και φτάνοντας στην ιταλική ακτή, έγινε αντιληπτός από ένα σκληρό γένος ανθρώπων, gens crudelis, όπως λέει ο ποιητής, οι οποίοι τον σκότωσαν. Τελείως αντίθετα είναι τα πράγματα με τον Ελπήνορα, ο οποίος με τη μέθη του προκάλεσε το ατύχημα που τον έστειλε στον Κάτω Κόσμο. Ο ίδιος όμως λέει πως έβαλε το χέρι του και κάποιος θεός:
Οργή θεού με τύφλωσε και το πολύ ποτό μου.
Πεσμένος όπως βρέθηκα στης Κίρκης το παλάτι,
δε σκέφτηκα να κατεβώ απ’ την ψηλή τη σκάλα
κι αντίκρυ της ήρθα σωρός απ’ τη σκεπή όσια κάτω
κι ο σβέρκος μου πετάχτηκε απ’ τα σφοντύλια του έξω
και μου ροβόλησε η ψυχή στον άχαρο τον Άδη. [3]
Αν και είναι φανερό πως το φταίξιμο είναι όλο δικό του, ο Ελπήνορας δεν δίστασε να πει ότι συνέβαλε και κάποιος θεός στην ατυχία που τον βρήκε. Ωστόσο, αυτό που λέει εδώ ο Ελπήνορας δεν είναι ούτε παράλογο, ούτε ασυνήθιστο στη συμπεριφορά των θεών. Και αυτό φαίνεται στο περιστατικό του θανάτου του Παλίνουρου. Μόλις ο Αινείας θα δει και θα αναγνωρίσει τον πηδαλιούχο του πλοίου του στον Κάτω Κόσμο, το πρώτο που θέλει να μάθει είναι ποιος από τους θεούς τού πήρε τη ζωή και τον έστειλε εκεί:
Παλίνουρε, ποιος από τους θεούς
σε άρπαξε από κοντά μας και σ’ έριξε
στη θάλασσα; Εμπρός, λέγε. [4]
Και λέει αυτά τα λόγια ο ευσεβής Αινείας, έχοντας στη σκέψη του τον Απόλλωνα, ο οποίος του είχε δώσει χρησμό, σύμφωνα με τον οποίον ο Παλίνουρος θα έφτανε σώος και αβλαβής στις ακτές της Αυσονίας. Ο Παλίνουρος όμως τον καθησύχασε λέγοντας:
Αρχηγέ μας, γιε του Αγχίση, ούτε τρίποδας
του Φοίβου σε εξαπάτησε, ούτε
με βύθισε θεός μέσα στο πέλαγος. [5]
Και με αυτή τη διαβεβαίωση του Παλίνουρου ο ποιητής θέλει να δηλώσει ότι δεν θα μπορούσε να είχε γίνει το ατύχημα διαφορετικά, τη στιγμή που εκείνο το οποίο χαρακτήριζε κυρίως τον Αινεία ως άνθρωπο ήταν η ευσέβειά του. Επομένως, καμία δυσαρέσκεια και καμία εκδίκηση δεν θα μπορούσε να υπάρχει από μέρους των θεών για τον άνθρωπο που είναι ευσεβής όπως ο Αινείας. Και πράγματι, ο Παλίνουρος έφτασε σώος και αβλαβής στην ιταλική ακτή, όπως ακριβώς το δήλωνε ο χρησμός του Απόλλωνα. Δεν πνίγηκε δηλαδή στη θάλασσα, αλλά σκοτώθηκε στην ξηρά από ανθρώπινο χέρι.
 Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς, όταν οι Ρωμαίοι κατάφεραν να έχουν τον δικό τους ποιητή που θα έγραφε το έπος της πατρίδας τους, τη μεγάλη πρόοδο που είχαν σημειώσει τα ρωμαϊκά γράμματα, αλλά και τη φιλοδοξία των Ρωμαίων όχι πια να μιμηθούν τα ελληνικά πρότυπα, αλλά να τα συναγωνιστούν και να τα ξεπεράσουν.
Κάνοντας εδώ μια παρένθεση, θα ήθελα να τονίσω ότι το περιστατικό με τον θάνατο του Παλίνουρου είναι τόσο όμορφα και περίτεχνα δοσμένο, ώστε θα ήταν αδύνατο να μη συγκινήσει τον André Chénier, τον Ελληνογάλλο ποιητή, που όχι μόνο διάβασε με πολλή αγάπη τους αρχαίους Έλληνες και Λατίνους ποιητές, αλλά και επηρεάστηκε στην ποίησή του απ’ αυτούς. Και το λέω αυτό γιατί διαβάζοντας κανείς το περιστατικό με τον θάνατο του Παλίνουρου, δεν μπορεί να μην πάει η σκέψη του στο θαυμάσιο ποίημα του Chénier που επιγράφεται «Η μικρή Ταραντίνη» (La Jeune Tarantine). Πράγματι, όπως ήταν άτυχος ο Παλίνουρος στο θαλασσινό του ταξίδι προς την Ιταλία, έτσι και εκείνη ήταν άτυχη στο θαλασσινό της ταξίδι προς τη Σικελία, όπου πήγαινε ν’ ανταμώσει τον αγαπημένο της, για να κάνουν τους γάμους τους. Στα ίδια νερά ταξίδευαν και στο ίδιο περίπου σημείο του καραβιού βρίσκονταν παρατηρώντας τα άστρα, όταν ήρθε η κακιά στιγμή και έπεσαν στη θάλασσα με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους. Τόσο το σώμα του Παλίνουρου όσο και αυτό της μικρής Ταραντίνης έχουν φτάσει με τη βοήθεια του κύματος το ένα, με τη μεσολάβηση των Νηρηίδων το άλλο, στην ποθητή ακτή. Το πρώτο περιμένει εκεί την ταφή του· το δεύτερο για να γίνει εκεί η ταφή του. Για χάρη του αναγνώστη που δεν έχει διαβάσει το ποίημα του Ελληνογάλλου ποιητή το παραθέτω σε δική μου απόδοση, ώστε να κάνει τις δικές του παρατηρήσεις και συγκρίσεις:
Η ΜΙΚΡΗ ΤΑΡΑΝΤΙΝΗ
Γλυκές αλκυόνες κλάψετε! Ιερά πουλιά, που είστε
στη Θέτιδα αγαπητά, κλάψτε γλυκές αλκυόνες!
Έσβησε, πάει η γλυκιά Μυρτώ η Ταραντίνη κόρη!
Μ’ ένα καράβι έφευγε να πάει στην Καμαρίνη:
Εκεί ο γάμος με αυλούς και της χαράς τραγούδια
αργά θα την οδήγαγε στη θύρα τ’ ακριβού της.
Ένα κλειδί κρατάει κλειστό, για κείνη την ημέρα,
σ’ ένα σεντούκι κέδρινο το φόρεμα του γάμου,
ό,τι χρυσό θα στόλιζε τα χέρια της στο γεύμα,
καθώς κι έτοιμα αρώματα για τα ξανθά μαλλιά της.
Μόνη στην πλώρη ζήταγε βοήθεια από τ’ αστέρια·
την άρπαξε ο άνεμος που στα πανιά φυσούσε
με δύναμη, και έκπληκτη και μακριά απ’ τους ναύτες
έβγαλε μόνο μια κραυγή και πέφτει απ’ το καράβι.
Στην αγκαλιά της θάλασσας η Ταραντίνη κόρη!
Τ’ ωραίο κορμί της γλίστρησε βαθιά κάτω απ’ το κύμα.
Την είδε η Θέτις, δάκρυσε· στο κοίλωμα ενός βράχου
θέλει να κρύψει το κορμί απ’ τ’ αδηφάγα κήτη.
Με διαταγές της οι γλυκές κι όμορφες Νηρηίδες
τη σήκωσαν, την έφεραν πάνω απ’ τις ενάλιες
τις διαμονές τους κι ύστερα τη βγάλαν στ’ ακρογιάλι,
Και με κραυγές από μακριά συντρόφισσες καλούνε
και όσες νύμφες κατοικούν βουνά, πηγές και δάση,
κι όλες μαζί, τα στήθια τους χτυπώντας και θρηνώντας,
λέγαν τα ίδια –αλίμονο!– γύρω στο φέρετρό της:
«Αλί! στ’ αγαπημένου σου το σπίτι δεν επήγες·
ούτε κι αυτό το φόρεμα εντύθηκες του γάμου.
Γύρω στα ωραία χέρια σου δεν έλαμψε χρυσάφι,
την κόμη σου δε στόλισε του γάμου το στεφάνι.
Επιστρέφοντας στο θέμα μας, θα ήθελα να πω ότι αρκετές από αυτές τις διαφορές που αναφέραμε έχουν επισημανθεί και από άλλους. Αν υπάρχει τώρα κάτι στο οποίο η φιλολογική έρευνα δεν έχει δώσει απάντηση είναι το ακόλουθο ερώτημα: «Το περιστατικό με τον θάνατο του Παλίνουρου είναι πράγματι δημιούργημα της φαντασίας του Βεργίλιου ή έχουμε και σε αυτή την περίπτωση κάποιο ανάλογο περιστατικό, το οποίο ο Λατίνος ποιητής άντλησε από τα ομηρικά έπη και έλυσε το πρόβλημα του άταφου συντρόφου, που χρειαζόταν για την επίσκεψη του Αινεία στον Κάτω Κόσμο;» Αυτό το ερώτημα στάθηκε αφορμή για να γραφεί αυτό το σημείωμα. Δεν θέλω να πω ότι είμαι μέσα στη σκέψη του Λατίνου ποιητή, αλλά οι ομηρικοί στίχοι που θα παραθέσω δίνουν αρκετά στοιχεία που ταιριάζουν στο περιστατικό του θανάτου του Παλίνουρου.
Στη γ ραψωδία της Οδύσσειας ο Τηλέμαχος, που έχει μεταβεί στην Πύλο για να πάρει πληροφορίες για τον πατέρα του, ανάμεσα στα όσα συζητούνται εκεί, ζητάει από τον Νέστορα να του μιλήσει για τον θάνατο του Αγαμέμνονα και ακόμη να του πει πού βρισκόταν τότε ο Μενέλαος. Ο Νέστορας ικανοποίησε την επιθυμία του Τηλέμαχου και αφού του είπε όσα γνώριζε για τον θάνατο του Αγαμέμνονα, στη συνέχεια του λέει ότι επιστρέφοντας ο ίδιος από την Τροία, ταξίδεψε μαζί με τον Μενέλαο. Σε αυτό το θαλασσινό ταξίδι της επιστροφής συνέβη και ένα περιστατικό, το οποίο ασφαλώς πρόσεξε ο Βεργίλιος. Στους ομηρικούς στίχους που ακολουθούν υπάρχουν και τα δύο θέματα που θίγονται στο επεισόδιο του Παλίνουρου, του θανάτου δηλαδή και της ταφής.
Κι όταν στο Σούνιο φτάσαμε, στων Αθηνών τον κάβο,
σκότωσε του Μενέλαου εκεί τον κυβερνήτη ο Φοίβος
χτυπώντας με σαΐτες του πυκνές, ενώ κρατούσε
το δοιάκι, κι έτρεχε γοργά στο κύμα το καράβι,
το Φρόντη, γιο του Ονήτορα, που δεν τον φτάνει άλλος,
όταν φουρτούνες πέφτανε, να κυβερνά καράβι.
Στάθηκε εκεί κι ας βιάζονταν να φύγει, για να θάψει
το σύντροφο και νεκρικά να του προσφέρει δώρα. [6]
Δεν χρειάζεται, νομίζω, μεγάλη προσοχή, για να καταλάβει κανείς ότι σε αυτούς τους στίχους του Ομήρου υπάρχουν αρκετές ομοιότητες με το περιστατικό που αναφέρεται στον θάνατο του Παλίνουρου. Αυτές οι ομοιότητες μας δείχνουν ακόμη μια φορά τον γνωστό τρόπο με τον οποίο προχωρούσε την αφήγησή του ο Λατίνος ποιητής. Πράγματι, ενώ θα μπορούσε ο Παλίνουρος να είναι οποιοσδήποτε άλλος σύντροφος του Αινεία, επιλέγεται από τον ποιητή ο πηδαλιούχος στο καράβι του αρχηγού των Τρώων, όπως ακριβώς ο Φρόντης στο καράβι του Μενέλαου. Με άλλα λόγια, έχουμε να κάνουμε και στις δυο περιπτώσεις με πρόσωπα στα οποία η αξία τους στηρίζεται στις ίδιες ακριβώς ικανότητες. Επίσης, όπως τον Φρόντη, έτσι και τον Παλίνουρο, τον βρήκε ο θάνατος την ώρα του καθήκοντος, την ώρα δηλαδή που κρατούσε στα χέρια του το πηδάλιο και κυβερνούσε το πλοίο. Και το λέω αυτό με την έννοια ότι ο Παλίνουρος, από τη στιγμή που έπεσε με το πηδάλιο στη θάλασσα, ήταν για τους συντρόφους του νεκρός, ενώ για τον ίδιο είχε αρχίσει η διαδικασία του θανάτου του. Η μόνη διαφορά είναι ο τρόπος με τον οποίο έχασαν τη ζωή τους. Αν και ο θάνατος ήταν ξαφνικός και στους δύο, ο ένας σκοτώνεται από τον Απόλλωνα και ο άλλος από ατύχημα. Ωστόσο, πρέπει να παραδεχτούμε ότι είναι λογικό να υπάρχει αυτή η διαφορά, γιατί ο Παλίνουρος, αντίθετα από τον Φρόντη, έπρεπε, σύμφωνα με την οικονομία του έπους, να μείνει άταφος και ο τρόπος που πεθαίνει να μην επιτρέπει στους συντρόφους του να τον θάψουν. Και αυτό για να συναντήσει τον Αινεία στον Κάτω Κόσμο, όπως ο Ελπήνορας τον Οδυσσέα. Αλλά και εδώ ο Βεργίλιος δεν άφησε την ευκαιρία να του ξεφύγει εντελώς ανεκμετάλλευτη. Και το λέω αυτό γιατί ο τρόπος με τον οποίο πεθαίνει ο Φρόντης είναι ακριβώς ο τρόπος με τον οποίον ο Αινείας νομίζει ότι ο Παλίνουρος έχασε τη ζωή του. Γι’ αυτό και μόλις τον βλέπει στον Κάτω Κόσμο, το πρώτο που τον ρώτησε είναι, όπως προανέφερα, ποιος θεός τού πήρε τη ζωή. Και ο θεός που ο Αινείας υποψιαζόταν ήταν ο Φοίβος, που πήρε τη ζωή και του Φρόντη.
Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να πει κανείς περισσότερα. Οι ομηρικοί στίχοι δηλώνουν με σαφήνεια αυτό που εδώ θέλουμε ν’ αποδείξουμε, ότι δηλαδή τον Φρόντη είχε στη σκέψη του ο Λατίνος ποιητής όταν προσπαθούσε να δημιουργήσει την περσόνα του άταφου συντρόφου διαφορετική από εκείνη του Ελπήνορα, αδιάφορο αν ο τρόπος με τον οποίο εκφράζει ο Παλίνουρος το παράπονο για την ταφή του θυμίζει στους μελετητές αυτών των επών τον Ελπήνορα και τον ταυτίζουν μαζί του.
ΣΗΜΕΩΣΕΙΣ
[1] Οδύσσεια, κ, 555-558 (μτφρ. Ζ. Σιδέρη).
[2] Αινειάδα, V, 349-352.
[3] Οδύσσεια, λ, 61-66.
[4] Αινειάδα, VI, 341-343.
[5] Ό.π., VI, 293-303.
[6] Οδύσσεια, γ, 295-302.

Δεν υπάρχουν σχόλια: