Η επίθεση εναντίον των μεταναστών στη Μυτιλήνη, και η υποστήριξη που βρήκαν οι δράστες από συντηρητικούς αρθρογράφους και σχολιαστές, με το επιχείρημα ότι αντιδρούν στην «υπερβολική πολιτική ορθότητα», θέτει ένα σοβαρό πολιτικό ζήτημα. Γιά να το δούμε.
Πριν από ένα μήνα, πήραν μεγάλη έκταση οι δηλώσεις ενός βουλευτή της Ν.Δ., ο οποίος δήλωσε «απαγορεύω σε οποιονδήποτε Αθίγγανο, γύφτο, και δεν συμμαζεύεται, να με ψηφίσει. […] Λυπάμαι που το λέω, λυπάμαι τα παιδάκια τα οποία γεννιούνται από αυτούς τους ανθρώπους χωρίς να το θέλουν και την κατάσταση στην οποία βρίσκονται». Τα λόγια αυτά κρύβουν μια νοοτροπία που παραπέμπει στη στείρωση και στην ευγονική, δηλαδή τον σκληρό πυρήνα του ρατσισμού.
Το αποκορύφωμα αυτής της καταγγελίας είναι ότι «σε αυτήν την “τοξικά νεωτερική” αρένα κυριαρχούν οι έννοιες σεξισμός, ρατσισμός και φασισμός». Δηλαδή, η κριτική του σεξισμού, του ρατσισμού και του φασισμού, σύμφωνα με τον φέρελπι συγγραφέα, είναι «πολιτική ορθότητα, ένα επιβαλλόμενο καθεστώς που επιδιώκει να μας αποστειρώσει τη σκέψη, να μας απονεκρώσει συναισθηματικά». Απότοκο όλων αυτών, η αυθόρμητη αντίδραση: «Να λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους», «να μη χάσουμε την αυθεντικότητα της ψυχής μας», «να μην αποκοπούμε από την παράδοσή μας» κ.λπ.Λογοτεχνικός κριτικός σχολίασε το γεγονός: «Αυτή η ιστορία με την πολιτική ορθότητα έχει παραγίνει». Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης διαβάσαμε ευφυολογήματα του τύπου «γιατί να μην λέμε τους γύφτους-γύφτους» και αν θα πρέπει να μετονομάσουμε τον «Δωδεκάλογο του Γύφτου» του Παλαμά σε «Δωδεκάλογο του Ρομά»!
Ευρεία δημοσιότητα πήρε επίσης άρθρο νεαρού λογοτέχνη «Εναντίον της πολιτικής ορθότητας», όπου η πολιτική ορθότητα χαρακτηρίζεται «μεταμοντέρνος μακαρθισμός», θεωρείται ότι θυμίζει το «1984» του Οργουελ, ότι παραπέμπει στην αστυνόμευση της σκέψης, στον ολοκληρωτικό έλεγχο της γλώσσας, στη δημιουργία ενδοτικών και ασπόνδυλων προσωπικοτήτων, και άβουλων όντων.
Να λέμε λοιπόν τα πράγματα με τ’ όνομά τους και χωρίς αυτολογοκρισία. Να αρχίσουμε να μιλάμε για μεγαλοκοπέλες και γεροντοκόρες, για ζωντοχήρες, για σακάτηδες, για καθυστερημένα και ανώμαλα παιδιά (υπήρχε στον Μεσοπόλεμο «Σχολή Ανωμάλων Παίδων»), για αράπηδες και γύφτους, για κύναιδους, για κουλούς, κουτσούς, μουγκούς και αόμματους, για λαθρομετανάστες. Γιατί αν χρησιμοποιούμε λέξεις που δεν πρέπει να στιγματίζουν και να καταδικάζουν, προφανώς υποκύπτουμε στη μεταμοντέρνα λογοκρισία και δεν αφήνουμε να μιλήσει η «αυθεντικότητα της ψυχής μας».
Υπερασπίζουμε λοιπόν την πολιτική ορθότητα; Αν μπορεί να ασκηθεί μια κριτική στην πολιτική ορθότητα, αυτή αφορά το γεγονός ότι με το να αλλάξουμε τον λόγο μας, με το να πάψουμε να μιλάμε προσβλητικά, δεν αίρονται οι διακρίσεις αν τις κρατάμε στην πράξη, αν δεν αλλάζουμε την πραγματικότητα αυτών που αφορούν.
Προφανώς είναι πολιτική ορθότητα να μην αποκαλείς καθυστερημένα και ανώμαλα, μια ειδική κατηγορία παιδιών. Αλλά αν δεν έχουν ειδική βοήθεια στο σχολείο, δεν αλλάζει η πραγματικότητα της τάξης και η επιθετικότητα των άλλων παιδιών ή και των γονιών τους Συμπερασματικά, η κοινωνική ιεραρχία και οι διακρίσεις που συνεχώς αναπαράγει δεν αλλάζουν με τα λόγια. Χρειάζονται πρακτικά μέτρα, ειδικές πολιτικές, θετικές διακρίσεις που βοηθούν τους πιο αδύναμους.
Ωστόσο, αν δεν αλλάξει ο λόγος μας, αν δεν προφυλάξουμε τους πιο αδύναμους και μέσα από τον τρόπο που αναφερόμαστε σε αυτούς, οι διακρίσεις θα βαθαίνουν και θα σκληραίνουν. Γιατί τα λόγια συγκροτούν τους βαθύτερους κώδικες, τα νοήματα μέσα από τα οποία καταλαβαίνουμε τον κόσμο μας – διαμορφώνοντας ανάλογα τις πράξεις μας.
Οι επικρίσεις στην πολιτική ορθότητα δεν οφείλονται στην ασυμφωνία λόγων και έργων. Γιατί οι αντιρρήσεις παίρνουν πολλές μορφές: «Τόσα κάνουμε για τους ξένους, ας κάνουμε και κάτι και για τους δικούς μας». Εντελώς υποκριτική δήλωση. Γιατί κανείς από όλους αυτούς που καταγγέλλουν την πολιτική ορθότητα δεν ενδιαφέρεται για τα δικαιώματα της εγκύου που απολύθηκε λόγω εγκυμοσύνης, όπως τόσες και τόσες ανυπεράσπιστες γυναίκες.
Γιατί κανείς από αυτούς δεν αναφέρθηκε στην απεργία των εργολαβικών εργατών, αυτού του σύγχρονου νόμιμου δουλεμπορίου. Ρωτήσατε ποτέ τον ταχυδρόμο που σας φέρνει την αλληλογραφία σας για τις εργασιακές του συνθήκες; Το πρόβλημα οφείλεται στον πανικό και στον κοινωνικό εγωισμό των μεσαίων στρωμάτων. Εκεί πρέπει να στραφεί η προσοχή μας.
* Αντώνης Λιάκος, ιστορικός, Πανεπιστήμιο Αθηνών
Πηγή: ΕΦΣΥΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου