Οι ζωές όλων μας αξεδιάλυτα δεμένες
Η Καθημερινή, 23/3/16
Ποιο είναι το ωραιότερο πράγμα στη
ζωή;» ρωτάει ο Δανός σκηνοθέτης Γιον Μπανγκ Κάρλσεν μια 90χρονη κυρία,
ιδιοκτήτρια ενός σχεδόν παροπλισμένου ξενοδοχείου στην εξοχή, στο
αυτοβιογραφικό ντοκιμαντέρ του «Déjà vu». «Κλείσε την κάμερα, για να
απαντήσω», του λέει εκείνη. Ο Κάρλσεν υπακούει και πάνω στο «μαύρο» της
οθόνης καταγράφεται η απάντηση: «...Να συνεχίσω να ζω».
Το εξαιρετικό ντοκιμαντέρ είναι ένα από αυτά που συναντάει κανείς αποκλειστικά σχεδόν σε φεστιβάλ (εν προκειμένω, στην πρόσφατη 18η διεθνή διοργάνωση Θεσσαλονίκης). Η φράση όμως της ηλικιωμένης κυρίας είναι κάτι που ο καθένας μπορεί να σκεφτεί, αλλά μόνο όταν διατυπωθεί αποκτά σημασία και μέγεθος.
Τα τρομοκρατικά χτυπήματα στις Βρυξέλλες την εβδομάδα που πέρασε άφησαν πίσω τους νεκρούς, τραυματίες, μια Ευρώπη με πολλαπλά κατάγματα, ενίσχυσαν τους πωλητές μίσους και τους επαγγελματίες της λύτρωσης. Η ψυχραιμία είναι διαρκώς το αιτούμενο, πολύ περισσότερο αυτήν την περίοδο, κατά την οποία ο εφιάλτης ανατροφοδοτείται και ο πόλεμος μαίνεται.
Ας στραφούμε και σε ένα παράλληλο σύμπαν. Οχι πυκνά στοχαστικό, που κινείται στο ολισθηρό έδαφος του εαυτού, όπως το «Déjà vu» του Κάρλσεν. Αλλά σκληρά ρεαλιστικό, όπως «Η Λαμπεντούζα τον χειμώνα», ενός νεαρού σκηνοθέτη, του Γιάκομπ Μπρόσμαν. Το περιεχόμενο μπορεί κανείς εύκολα μάλλον να το υποθέσει: μετανάστες, πρόσφυγες, οι ψαράδες του νησιού, τοπικές αρχές και κοινωνία. Λέει ο σκηνοθέτης: «Η Ευρώπη ως σύνολο έχει τη δυνατότητα να σώσει εκατοντάδες ζωές. Το ότι δεν το κάνει θέτει σε κίνδυνο όχι μόνον τις ζωές των ανθρώπων αυτών αλλά και την ίδια της την ύπαρξη. Εμείς έχουμε τη δύναμη να αποφασίσουμε πώς θα διαχειριστούμε τους πρόσφυγες, αλλά και πώς θα φερόμαστε ο ένας στον άλλον».
Αναφέρουμε το απόσπασμα όχι γιατί ο σκηνοθέτης περιγράφει ή προτείνει κάτι ρηξικέλευθο. Ομως, η άποψή του αυτή διαμορφώθηκε μέσα από την εμπειρία των γυρισμάτων. Από την επαφή του με το νησί (καταχείμωνο), την ιδιότυπη καθημερινότητά του, τα προβλήματα που δεν αφορούν μόνο τη Λαμπεντούζα, αλλά όλη την ήπειρο στην οποία ανήκει. Απλώς εκεί μπορεί κανείς να εισπνεύσει συμπυκνωμένη πραγματικότητα, όπως, σε μη συγκρίσιμο πλέον βαθμό, στην Ειδομένη.
Τα δυο ντοκιμαντέρ δεν συναντώνται πουθενά. Καταγράφουν όμως όψεις του ίδιου – άλλου κόσμου. Το πιθανότερο είναι ότι οι δύο κόσμοι δεν θα επικοινωνήσουν ποτέ. Τα πρόσωπα που συνθέτουν τη ζωή, τις περιέργειες, τις ανάγκες, τις ανησυχίες του Βορειοευρωπαίου Δανού δημιουργού δεν έχουν καμία σχέση ούτε με τους ψαράδες της Λαμπεντούζα ούτε με τους ταλαιπωρημένους μετανάστες από την Αφρική που φτάνουν (τρόπος του λέγειν) στα παράλιά της. Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος μουσουλμάνος για να είναι ξένος στην Ευρώπη. Ξένος, αν και είναι σάρκα από τη σάρκα της, μέρος της δυναμικής και της εξέλιξής της.
Ενα μεγάλο μέρος των μαχητών του ISIS είναι νέοι Ευρωπαίοι –Γάλλοι, Βέλγοι, Αγγλοι– που έζησαν σε ένα αστικό περιβάλλον, κάποιοι φτωχοί και περιθωριοποιημένοι, κάποιοι όχι. Η Ευρώπη απέτυχε να τους εντάξει στους κόλπους της. Δεν είναι λανθασμένη αλλά είναι εύκολη και μάλλον μονοδιάστατη η ερμηνεία της περιθωριοποίησης και η ταύτισή της με το μίσος. Το πρόβλημα (πολυ)πολιτισμικό, έχει αδιάγνωστα ακόμη πλοκάμια. Η ευρωπαϊκή εμπειρία δεν έγινε συλλογική. Η «αρμονική συνύπαρξη» αποδεικνύεται δοξαστικό ρεφρέν για μια μάχη που δεν κερδήθηκε.
Η απόκλιση ανάμεσα στους διαφορετικούς κόσμους δεν γεφυρώθηκε. Και αν κάπου γεφυρώθηκε, δεν θεμελιώθηκε ποτέ. Τώρα βιώνουμε το εξής παράδοξο: οι ζωές όλων σε αυτήν την ήπειρο να είναι αξεδιάλυτα δεμένες. Αν δεν σώσουμε τους «άλλους», δεν θα σωθούμε κι εμείς. Η ύπαρξη της Ευρώπης εξαρτάται από την ύπαρξη όλων, Βορειοευρωπαίων, ψαράδων της Λαμπεντούζα, μεταναστών.
Το εξαιρετικό ντοκιμαντέρ είναι ένα από αυτά που συναντάει κανείς αποκλειστικά σχεδόν σε φεστιβάλ (εν προκειμένω, στην πρόσφατη 18η διεθνή διοργάνωση Θεσσαλονίκης). Η φράση όμως της ηλικιωμένης κυρίας είναι κάτι που ο καθένας μπορεί να σκεφτεί, αλλά μόνο όταν διατυπωθεί αποκτά σημασία και μέγεθος.
Τα τρομοκρατικά χτυπήματα στις Βρυξέλλες την εβδομάδα που πέρασε άφησαν πίσω τους νεκρούς, τραυματίες, μια Ευρώπη με πολλαπλά κατάγματα, ενίσχυσαν τους πωλητές μίσους και τους επαγγελματίες της λύτρωσης. Η ψυχραιμία είναι διαρκώς το αιτούμενο, πολύ περισσότερο αυτήν την περίοδο, κατά την οποία ο εφιάλτης ανατροφοδοτείται και ο πόλεμος μαίνεται.
Ας στραφούμε και σε ένα παράλληλο σύμπαν. Οχι πυκνά στοχαστικό, που κινείται στο ολισθηρό έδαφος του εαυτού, όπως το «Déjà vu» του Κάρλσεν. Αλλά σκληρά ρεαλιστικό, όπως «Η Λαμπεντούζα τον χειμώνα», ενός νεαρού σκηνοθέτη, του Γιάκομπ Μπρόσμαν. Το περιεχόμενο μπορεί κανείς εύκολα μάλλον να το υποθέσει: μετανάστες, πρόσφυγες, οι ψαράδες του νησιού, τοπικές αρχές και κοινωνία. Λέει ο σκηνοθέτης: «Η Ευρώπη ως σύνολο έχει τη δυνατότητα να σώσει εκατοντάδες ζωές. Το ότι δεν το κάνει θέτει σε κίνδυνο όχι μόνον τις ζωές των ανθρώπων αυτών αλλά και την ίδια της την ύπαρξη. Εμείς έχουμε τη δύναμη να αποφασίσουμε πώς θα διαχειριστούμε τους πρόσφυγες, αλλά και πώς θα φερόμαστε ο ένας στον άλλον».
Αναφέρουμε το απόσπασμα όχι γιατί ο σκηνοθέτης περιγράφει ή προτείνει κάτι ρηξικέλευθο. Ομως, η άποψή του αυτή διαμορφώθηκε μέσα από την εμπειρία των γυρισμάτων. Από την επαφή του με το νησί (καταχείμωνο), την ιδιότυπη καθημερινότητά του, τα προβλήματα που δεν αφορούν μόνο τη Λαμπεντούζα, αλλά όλη την ήπειρο στην οποία ανήκει. Απλώς εκεί μπορεί κανείς να εισπνεύσει συμπυκνωμένη πραγματικότητα, όπως, σε μη συγκρίσιμο πλέον βαθμό, στην Ειδομένη.
Τα δυο ντοκιμαντέρ δεν συναντώνται πουθενά. Καταγράφουν όμως όψεις του ίδιου – άλλου κόσμου. Το πιθανότερο είναι ότι οι δύο κόσμοι δεν θα επικοινωνήσουν ποτέ. Τα πρόσωπα που συνθέτουν τη ζωή, τις περιέργειες, τις ανάγκες, τις ανησυχίες του Βορειοευρωπαίου Δανού δημιουργού δεν έχουν καμία σχέση ούτε με τους ψαράδες της Λαμπεντούζα ούτε με τους ταλαιπωρημένους μετανάστες από την Αφρική που φτάνουν (τρόπος του λέγειν) στα παράλιά της. Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος μουσουλμάνος για να είναι ξένος στην Ευρώπη. Ξένος, αν και είναι σάρκα από τη σάρκα της, μέρος της δυναμικής και της εξέλιξής της.
Ενα μεγάλο μέρος των μαχητών του ISIS είναι νέοι Ευρωπαίοι –Γάλλοι, Βέλγοι, Αγγλοι– που έζησαν σε ένα αστικό περιβάλλον, κάποιοι φτωχοί και περιθωριοποιημένοι, κάποιοι όχι. Η Ευρώπη απέτυχε να τους εντάξει στους κόλπους της. Δεν είναι λανθασμένη αλλά είναι εύκολη και μάλλον μονοδιάστατη η ερμηνεία της περιθωριοποίησης και η ταύτισή της με το μίσος. Το πρόβλημα (πολυ)πολιτισμικό, έχει αδιάγνωστα ακόμη πλοκάμια. Η ευρωπαϊκή εμπειρία δεν έγινε συλλογική. Η «αρμονική συνύπαρξη» αποδεικνύεται δοξαστικό ρεφρέν για μια μάχη που δεν κερδήθηκε.
Η απόκλιση ανάμεσα στους διαφορετικούς κόσμους δεν γεφυρώθηκε. Και αν κάπου γεφυρώθηκε, δεν θεμελιώθηκε ποτέ. Τώρα βιώνουμε το εξής παράδοξο: οι ζωές όλων σε αυτήν την ήπειρο να είναι αξεδιάλυτα δεμένες. Αν δεν σώσουμε τους «άλλους», δεν θα σωθούμε κι εμείς. Η ύπαρξη της Ευρώπης εξαρτάται από την ύπαρξη όλων, Βορειοευρωπαίων, ψαράδων της Λαμπεντούζα, μεταναστών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου