Πέμπτη, Μαρτίου 31, 2016

Βιβλία στο προσκέφαλο

Πολυαγαπημένα, πολυδιαβασμένα, βιβλία που μας διαμόρφωσαν ή μας στήριξαν σε δύσκολες στιγμές. Πρόσωπα της γραφής ξεφυλλίζουν την «αυτοβιογραφική» βιβλιογραφία τους.
Επιμέλεια: Μισέλ Φάις

 ********************

Καταφεύγω συχνά στην κάθαρση μιας βινιέτας του Γονατά

Αριστοτέλης Σαΐνης  
Ο φιλόλογος, κριτικός και μελετητής της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Αριστοτέλης Σαΐνης | ΜΑΡΙΟΣ ΒΑΛΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
******************
Ο φιλόλογος, κριτικός και μελετητής της νεοελληνικής λογοτεχνίας Αριστοτέλης Σαΐνης (στενός συνεργάτης του Ανοιχτού Βιβλίου από συστάσεώς του), σε μια αρθρωτή αφήγηση διακρίνει τα βιβλία που προέκτειναν, εμπλούτισαν ή αποσβόλωσαν τις μέρες του στο μήκος ενός βίου μετρημένου με σελίδες, ήρωες, πλοκές, σιωπές, αλλά και αφηγηματικές φωνές, ερμηνευτικά σχήματα, πολιτισμικές αντανακλάσεις· μετεωρισμούς, δηλαδή, ανάμεσα στη μέθοδο και στην απόλαυση.
Εδώ ο Σαΐνης αποδεικνύει ότι η γλώσσα του σεσημασμένου αναγνώστη (τι άλλο στ’ αλήθεια είναι ένας κριτικός της λογοτεχνίας;) μπορεί ταυτόχρονα να είναι ακριβής και εξομολογητική, στοχαστική και παιγνιώδης, ενδοσκοπική και εποπτική.
Στη Μαρίνα-Ελευθερία
 •Στη «βαριά σκιά» του Γ. Γέρακα
Για χρόνια η μεγαλύτερη βιβλιοθήκη που γνώρισα ήταν αυτή του πατέρα, ακόμα και αν ολόκληρα ράφια της διοχετεύονταν κάθε τόσο σε επαρχιακά σχολεία, αφενός για την ενίσχυση της φιλαναγνωσίας των μαθητών, αφετέρου για την αποφυγή της γκρίνιας της μητέρας σε καθεμία από τις δεκατρείς μεταθέσεις ενός απειθούς δημοδιδασκάλου. Οι πρώτες μνήμες με φέρνουν κάτω από το τραπέζι της κουζίνας να ξεφυλλίζω τόμους της εγκυκλοπαίδειας Ελευθερουδάκη και να διαβάζω δυνατά εκδόσεις της Αγκυρας.
Το πρώτο βιβλίο για «μεγάλους» ήταν σίγουρα «Το παραμύθι χωρίς όνομα». Ακολούθησαν ο Βερν και δοκιμαστικές βολές στους κλασικούς του Γαλαξία και του Δαρεμά. Η τρίτομη «Ανθολογία» του Περάνθη ήταν το πρώτο μου ποιητικό ανάγνωσμα. Σώζεται χιλιο- ταλαιπωρημένη, όπως εξάλλου και αυτή του Παπύρου που, αργότερα, έκρυβα στον επενδύτη μου, στις προβλήτες του Ναυστάθμου.
•«Μητέρα Θεσσαλονίκη»
Αποχωρίστηκα τη Χαλκιδική για την κοσμοπολίτικη Θεσσαλονίκη, με ένα κάρο μεγάλες προσδοκίες σαν τον νεαρό Πιπ, και ανταμείφθηκα. Η Δημοτική Βιβλιοθήκη στο κτίριο της ΧΑΝΘ ήταν αποκάλυψη. Εκεί έμαθα να χτενίζω καρτελοθήκες για να εντοπίσω τα βιβλία που θα με συντρόφευαν το επόμενο δεκαπενθήμερο στο κλειστοφοβικό διαμέρισμα. Προοδευτικά, τα αναγνωστικά σχέδια στα βιβλιοπωλεία της Αριστοτέλους έγιναν καθημερινότητα.
Κάπως έτσι ο «Ροβινσώνας Κρούσος» και ο «Τομ Σόγιερ» έδωσαν τις θέσεις τους στον «Μεγάλο Μωλν» και στον «Ντέμιαν», πριν πέσω με τα μούτρα στον Ντοστογιέφσκι του Αλεξάνδρου. Μετά από ένα πέρασμα από τον «Ηρεμο Δον» και το «Πώς δενότανε το ατσάλι» ξεβράστηκα έκπληκτος στον Κάφκα, τον καταραμένο Κάρολο και τον Αρθούρο.
Αποστήθισα το «Ουρλιαχτό», όπως αργότερα ποιήματα του Εμπειρίκου. Στη βιβλιοθήκη του καθηγητή μου Γιώργου Φράγκογλου γνώρισα τη γενιά του ’30 και συγγραφείς της σχολής της Θεσσαλονίκης. Το έργο του Πεντζίκη λειτουργεί πάντα ως «όπλο αποκατάστασης της συγκινησιακής αστάθειας». Το ίδιο ο Παπαδιαμάντης. Ξαναδιαβάζω Μπακόλα, και πάντα βλέπω με δέος την πολυκατοικία στην Καμάρα όπου θέριεψε το φύλλο του Βασιλικού.
• «Του κύκλου τα γυρίσματα π’ ανεβοκατεβαίνου»
Εδωσα εξετάσεις στη Θεσσαλονίκη με το «Ονομα του Ρόδου» στο προσκέφαλο και ξύπνησα φοιτητής στο Ρέθυμνο σε μια από τις καλύτερες βιβλιοθήκες μιας δραστήριας πανεπιστημιούπολης. Εδώ διάβασα «Γυναίκα της Ζάκυνθος» και σύγχρονη πεζογραφία με τον Δ. Αγγελάτο, «Κρητικό» και «Φόνισσα» με τον Ν. Καλταμπάνο, ελληνική ποίηση με τον Νάσο Βαγενά.
Θεωρία και κριτική επίσης, προκρίνοντας αρχικά τα αναγνωστικά δικαιώματα. Τώρα επιστρέφω κάποια απ’ αυτά στον συγγραφέα. Διάβασα και ξαναδιαβάζω τον Μπαχτίν, τον Ζενέτ των «Παλίμψηστων» κι απολαμβάνω κάθε σελίδα του Στάινερ.
Συγκλονίστηκα με τον «Λοιμό» του Φραγκιά και το άδειο «Κιβώτιο» του Αλεξάνδρου, αφουγκράστηκα την ιδιοσυγκρασιακή Αξιώτη και τον πολυφωνικό Τσίρκα, αφέθηκα στα φοβικά παραληρήματα του πολιορκημένου Καχτίτση, τις εσχατολογίες του Χειμωνά και την πυρετώδη πένα του Γιώργου Αριστηνού.
Παρακολούθησα τον τριακονταετή πόλεμο του Κοτζιά, κι απ’ τον Παπαθανάση οδηγήθηκα στον Καρδερίνη και τον Καπάνταη. Εδώ έχτισα με κλεμμένα τελάρα λαϊκής την πρώτη μου βιβλιοθήκη που αργότερα στεγάστηκε σε ράφια του ΙΚΕΑ. Χρειάζεται να πω ότι νοσταλγώ την πρώτη; Την ίδια εποχή διάβασα Φάσση και Αναγνωστάκη, κι από τον δεύτερο υιοθέτησα μια προτίμηση προς τη «χαμηλή φωνή» και την πλαστοπροσωπογραφία.
Ενα βράδυ ξενύχτησα με τον Δ. Καλοκύρη στη φοιτητική κατάληψη του Ξενία συζητώντας για τον Μπόρχες, τον οποίο μόλις είχα αρχίσει να διαβάζω. Δε σταμάτησα ποτέ. Στον «Πάτροκλο Γιατρά» του Βαγενά επιστρέφω συχνά. Το σχέδιο ενός βιβλίου για τις τύχες του Πιερ Μενάρ στην Ελλάδα με κατατρέχει.
Στοιχειωμένη παραμένει και μια μονογραφία για τα δύο βιβλία του Γιάννη Πάνου. Χρόνια αναζητώ την «εικόνα στο χαλί» τους. Εδώ ενέδωσα στον πειρασμό της αντιγραφής και ίσως κάπως έτσι έμαθα να διαβάζω και να γράφω. Του χρωστώ. Το «…από το στόμα μιας παλιάς Remington…» διεύρυνε το ενδιαφέρον μου για τη λογοτεχνία τεκμηρίων, και η «Ιστορία των Μεταμορφώσεων» με έκανε ευαίσθητο στο μουρμουρητό της παγκόσμιας βιβλιοθήκης.
•«Μάνα θα πάω στα καράβια»
Η θητεία στο Ναυτικό σε σιγή ασυρμάτου μού έδωσε την ευκαιρία να διαβάσω επιτέλους Τζόις και Προυστ. Ανακάλυψα τον Ροθ, τους ετερώνυμους του Πεσόα, τον Φλομπέρ του Μπαρνς, τον Σεμπάστιαν Νάιτ του Ναμπόκοφ, και κρεμάστηκα απ’ τα χείλη του ναυαγού του Πίκουοντ που θέλει να τον αποκαλούμε Ισμαήλ.
Την ίδια εποχή, μαζί με όλη την Ελλάδα, έμαθα ότι εκτός απ’ τον Αμάντο υπήρχαν ο Μάρκες, ο Κορτάσαρ και ο Φουέντες. Λάτρεψα το «Κουτσό» και την «Terra Nostra»! Επιστρέφω συχνότερα στο «Περί ηρώων και τάφων» του Σάμπατο που μου θυμίζει πάντα το χαμένο στοίχημα με τη σειρά του Εξάντα. Το ίδιο ηττημένος βγήκα από τη μάχη με τον ρυθμό του Orbis literae του Gutenberg.
•«Point de cantiques: tenir le pas gagné»
Οι βιοποριστικές ανάγκες άλλαξαν πολλές φορές τον ήδη αποπροσανατολισμένο επαγγελματικό μου προσανατολισμό. Τα πρώτα βήματα στο «cult» ρεθυμνιώτικο βιβλιοπωλείο «του Αρτέμη» συνεχίζονται σ’ ένα υπόγειο της δυτικής Αθήνας.
Προκλητικές ντάνες με βιβλία στους πάγκους και δύο τα στοιχήματα: να παραμείνω σε επαφή με τη σύγχρονη παραγωγή και να συντονιστώ με τα αναγνώσματα της νέας γενιάς, οδηγώντας τη μικρή μου στα διαβάσματά της (μόλις προχτές διάβασε το «Παραμύθι χωρίς όνομα» σε διασκευή).
Τα βράδια, ωστόσο, συνεχίζω να χάνομαι στην Κοσταγουάνα του Κόνραντ ή στην Γιοκναπατάουφα του Φόκνερ. Το «Λεξικό των Φανταστικών Τόπων» των Μανγκουέλ-Γουαδαλούπι με συντροφεύει στις αϋπνίες. Οι αναθυμιάσεις του αλκοόλ φέρνουν μηχανικά στα χέρια μου το χρονικό του «ερειπωμένου έρωτα» του Πρόξενου και της Υβόν.
Αισθάνομαι άνετα στη μεγάλη φόρμα, αλλά καταφεύγω συχνά στην ακαριαία κάθαρση μιας βινιέτας του Γονατά, μιας σελίδας του Καλβίνο ή μιας διεστραμμένης ιστορίας του μινιατουρίστα Κυριακίδη. Κι όταν τα πράγματα ζορίζουν, μια αφήγηση του Μπούστος Ντομέκ μπορεί να με συνεφέρει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: