Τετάρτη, Μαρτίου 30, 2016

Η κόλαση της απόρριψης, των διώξεων και της εξορίας

 Η έξωση από την κόλαση του Robert Menasse

Εκδόσεις Πόλις  

 athanasiou (3)

Γιατί ο Βίκτορ Αμπραβανέλ, διάσημος αυστριακός ιστορικός, είκοσι πέντε χρόνια μετά την αποφοίτησή του από το λύκειο, αποφασίζει να καταγγείλει δημόσια το ναζιστικό παρελθόν των παλιών του καθηγητών; Και τι τον συνδέει με τον Μενασέ μπεν Ισραέλ, μαράνο (βίαια εκχριστιανισμένο εβραίο) που γεννιέται στη Λισαβόνα το 1604, υφίσταται τις ταπεινώσεις και τις απειλές της κοινωνίας της εποχής του, όπου επικρατεί ο θρησκευτικός φανατισμός και το μίσος κατά των Ιουδαίων, καταφεύγει στην Ολλανδία, ανακτά την εβραϊκή του ταυτότητα και γίνεται διάσημος ραβίνος και δάσκαλος του Σπινόζα;

Μ’ ένα επιδέξιο παιχνίδι αντικατοπτρισμών, ο Ρόμπερτ Μενάσε υφαίνει μια αριστουργηματική αφήγηση με συνεχή φλας μπακ, που συνδέουν τη μοίρα των μαράνων με τα ταμπού της σύγχρονης Αυστρίας. Οι αναλογίες ανάμεσα στους δύο ήρωες είναι πολλές, και ορισμένες φορές ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι αποτελούν ένα και το αυτό πρόσωπο. Ο άνθρωπος του 17ου αιώνα φαίνεται να μετενσαρκώνεται σ’ εκείνον του 20ού, έστω κι αν οι ιστορίες, οι ρυθμοί και το ύφος διαφέρουν: και οι δύο ήρωες γίνονται προδότες, υιοθετώντας τους κώδικες και τη συμπεριφορά των διωκτών τους. Και οι δύο νιώθουν φόβο μπροστά στη βία των ισχυρών, και προσπαθούν να παραμείνουν αόρατοι για να αποφύγουν την οργή των άλλων.
Ωστόσο –μας λέει ο συγγραφέας–, παρά τις ομοιότητες, η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται ποτέ. Οι δύο ήρωες διαφοροποιούνται, τελικά, από τον τρόπο με τον οποίο σπάζουν τη σιωπή τους, ενώ και ο Μενάσε διαφοροποιεί τους αφηγηματικούς του τρόπους: χρησιμοποιεί τους κώδικες της κωμωδίας όταν μιλά για τον Βίκτορ, αλλά δεν το κάνει ποτέ, όταν εξιστορεί τη ζωή του Μενασέ. Έστω κι αν υπάρχει πνευματική, ανθρώπινη, διανοητική συγγένεια, αυτή σταματά στα μύχια σύνορα του προσώπου, στην ικανότητά του να μιλά, να φωνάζει ή να αφηγείται ιστορίες, προκειμένου να αντισταθεί στα οδυνηρά συμβάντα της Ιστορίας.

  ****************

Η κόλαση, ο παράδεισος και το θολό τους σύνορο

Όλα έμοιαζαν ιδανικά σε εκείνη τη συγκινητική επανένωση των παλαιών συμμαθητών που, είκοσι πέντε χρόνια μετά την αποφοίτηση από το λύκειο, κάπου στην Αυστρία, αποφάσισαν να συναντηθούν ξανά, μεταξύ τους και με τους καθηγητές τους. Όλα ήταν χαρούμενα και χαλαρά. Μέχρι που έρχεται η σειρά του Βίκτορ Αμπραβανέλ να σηκωθεί και να απευθύνει τον σύντομο χαιρετισμό του. Και όλα τα χαμόγελα παγώνουν όταν ο Βίκτορ αρχίζει να παραθέτει τα ονόματα των καθηγητών τους, προσθέτοντας όμως σχόλια για το άγνωστο(;) ναζιστικό παρελθόν του καθενός. Μέσα στον πανικό που επικρατεί η συγκέντρωση διαλύεται και η αφήγηση της ιστορίας του Βίκτορ αρχίζει.

http://www.igiornielenotti.it/wp-content/uploads/2012/08/expulsion_moriscos.jpg
 Εκδίωξη των (εκχριστιανισμένων Εβραίων) Μαράνων από κάποια ισπανική πόλη

Οι πρώτες φράσεις του βιβλίου, όμως, αφορούν μια άλλη εποχή, μια εποχή επίσης ανεξέλεγκτης βίας και μίσους: «Θα βάλουνε φωτιά στο σπίτι. Θα μας κάψουν». Πορτογαλία, αρχές του 17ου αιώνα, στο Κομέτσος, δύο βδομάδες αφότου έχει εγκατασταθεί εκεί η Ιερά Εξέταση. Οι μαράνοι, οι εβραίοι που είχαν εξαναγκαστεί να βαφτιστούν χριστιανοί, ζουν μέσα στον τρόμο, σε έναν διαρκή εφιάλτη. Ανάμεσά τους, ο μικρός Μανουέλ, ο Μανέ: «Στο Μανέ αντηχεί ήδη το όνομα που μέλλει να πάρει αυτό το παιδί αργότερα, στο Άμστερνταμ, στην ελευθερία, όταν οι πρόσφυγες μαράνοι παράτησαν τα ονόματα της κάλυψης και μπόρεσαν να τα αντικαταστήσουν με εβραϊκά ονόματα: Μενασέ».
Γιατί η δεύτερη ιστορία, που παρακολουθεί ο αναγνώστης παράλληλα με εκείνη του Βίκτορ Αμπραβανέλ, είναι η ιστορία του Μενασέ μπεν Ισραέλ. Γεννημένος στην Πορτογαλία το 1604, ο Μενασέ μπεν Ισραέλ δραπέτευσε το 1610 μαζί με την οικογένειά του προς το Άμστερνταμ, για να αναδειχθεί τελικά σε έναν από τους σπουδαιότερους εβραίους λόγιους του 17ου αιώνα. Υπήρξε δάσκαλος του Μπαρούχ Σπινόζα και φίλος του Ρέμπραντ, ενώ ήταν αυτός που έπεισε τον Όλιβερ Κρόμγουελ να ανοίξει τις πόρτες της Αγγλίας για την επανεγκατάσταση των Εβραίων.
 
 Προετοιμασία για το κάψιμο "αντίχριστων"  Ισπανών από την Ιερή Εξέταση

Η διαχρονική προσφυγιά
Ο αυστριακός συγγραφέας Ρόμπερτ Μενάσε ανατέμνει σε αυτό το μυθιστόρημα το διαχρονικό αντισημιτισμό, αλλά και το θρησκευτικό μίσος γενικότερα (είναι χαρακτηριστικό ότι οι Εβραίοι επιτέλους ανασαίνουν ελεύθεροι στο Άμστερνταμ, στη «Νέα Ιερουσαλήμ», όπου όμως «η δημόσια άσκηση της καθολικής θρησκείας απαγορευόταν»). Με άξονα αυτό το θέμα που καίει, ο συγγραφέας ρίχνει φως στο σκοτεινό πρόσωπο της Αυστρίας, για το οποίο κανείς δεν θέλει να μιλήσει («“Στο σπίτι σου μιλούσαν ποτέ για την περίοδο του ναζισμού;” “Όχι”. “Βλέπεις; Ούτε σ’ εμάς”»).
Αναπόσπαστο κομμάτι αυτού του μίσους και του πανικού, ήταν και η προσφυγιά, εξίσου και πάντα διαχρονική κι αυτή. Ο Μανέ και όλη η οικογένειά του δραπετεύουν από την Ιβηρική και από την Ιερά Εξέταση κρυμμένοι μέσα σε φέρετρα, και δεν μπορεί να μην αναρωτηθεί κανείς πόσο διαφέρουν από τους σημερινούς πρόσφυγες, για τους οποίους ο Μενάσε έλεγε σε πρόσφατη συνέντευξη, κάνοντας κριτική στην «απίστευτα ανόητη» πολιτική της κυβέρνησης της Αυστρίας που υιοθετεί την πολιτική της ακροδεξιάς «πιστεύοντας ότι θα πάρει πίσω τους ψηφοφόρους της», ότι «δεν μπορούμε να πούμε πως αν έχεις το σωστό διαβατήριο, τότε ισχύουν για σένα τα ανθρώπινα δικαιώματα και, αν έχεις λάθος διαβατήριο, δεν ισχύουν».
Ο αιώνιος τρόμος του αποκλεισμού
Η σπουδή στον αντισημιτισμό και το ναζισμό δίνει τη δυνατότητα στον συγγραφέα να ανοίξει την οπτική του γωνία και να μιλήσει γενικότερα για τις φυλετικές θεωρίες και το αίτημα της φυλετικής καθαρότητας: «Τα μεγαλύτερα εγκλήματα έγιναν επειδή οι άνθρωποι πίστευαν στο αίμα», όπως λέει και ο ίδιος.
Παρακολουθώντας τις δύσκολες επιλογές που αναγκάζονται να κάνουν οι άνθρωποι στις κρίσιμες στιγμές, ο Μενάσε αποτυπώνει ταυτότητες που δεν αντικατοπτρίζουν μια ουσία σιδερένια και απαράλλακτη, αλλά είναι επιλογή, αναγκαστική ίσως κάποιες φορές αλλά επιλογή, ή κάτι θολό, μεταβλητό, πλαστικό, επίκτητο – η υπόγεια σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σε καθολικούς και Εβραίους στο Άμστερνταμ είναι χαρακτηριστική· αλλού, την οριακή στιγμή του διωγμού, άλλοι άνθρωποι προσκολλώνται στη θρησκευτική ταυτότητα και άλλοι αξιολογούν περισσότερο το υπέρτερο αγαθό, τη ζωή· ο μικρός Βίκτορ Αμπραβανέλ δεν καταλαβαίνει γιατί η διαφορετική θρησκεία σημαίνει «μικτό γάμο» («ο πατέρας μου είναι λευκός σαν τη μητέρα μου», λέει έκπληκτος), δεν καταλαβαίνει γιατί το όνομά του ο διευθυντής το θεωρεί ύποπτο, «μη αυστριακό». Καθώς όμως οι όποιες ταυτότητες συγκροτούν συλλογικότητες, κάθε παρέκκλιση πολλές φορές έχει κόστος τον αιώνιο τρόμο του αποκλεισμού, οδηγεί τον «ένοχο» στη συντριπτική μοναξιά του αποσυνάγωγου.

Jewish Children in the Nazi Classroom

















Τα μαθήματα  "φυλετικής αγωγής στα γερμανικά σχολεία επί Χίτλερ στόχευαν στο να  "αποδείξουν" ότι οι άνθρωποι χωρίζονταν σε "ανώτερες και κατώτερες φυλές" με συγκεκριμένα ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά. Επάνω: η δασκάλα εξετάζει τη μαθήτρια στην αναγνώριση των γνήσιων "αρείων" Γερμανών.
Κάτω: προφίλ  εφήβων , που "δείχνουν" τη "χτυπητή"  διαφορά ανάμεσα στα όμορφα Γερμανόπουλα και τα εκφυλισμένα Εβραιόπουλα


 Jewish Children in the Nazi Classroom

Κάποιες στιγμές ο Μανέ δέχεται διάφορες ταπεινώσεις και τιμωρίες. Γιατί κανείς να τα δέχεται αδιαμαρτύρητα όλα αυτά; «Γιατί αυτό το παιδί δεχόταν έτσι, χωρίς αντίρρηση, όσα του συνέβαιναν; Γιατί ο Μανέ ονειρευόταν πως ήταν ένας από εκείνους που τον βασάνιζαν, και όχι πως εξεγειρόταν, πως αντιστεκόταν, ή έστω πως δραπέτευε;» Αυτό το μόνιμο ερώτημα, σε διάφορες παραλλαγές, βασανίζει όποιον πραγματεύεται αυτό το θέμα, και ο Μενάσε δεν θα μπορούσε να μην το θέσει κι αυτός, συμβάλλοντας με τη δική του απάντηση στη μεγάλη αυτή συζήτηση.
Και τελικά, η έξωση από την κόλαση έχει έναν προορισμό που μένει πάντα να αιωρείται, άγνωστος, που ίσως είναι κάποιος παράδεισος αλλά πολύ πιθανόν να είναι μια άλλη κόλαση. Και όλα συνεχίζονται, ίσως για πάντα. «Δεν υπάρχει αρχή», επαναλαμβάνει ο συγγραφέας, και άμα δεν υπάρχει αρχή, δεν υπάρχει και τέλος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: