Πίσω στις πηγές: ληστές, γενίτσαροι, στρατιώτες και μισθοφόροι πριν το ’21
Πηγή: Ενθέματα της Αυγής. 27/3/16
του Μαρίνου Σαρηγιάννη
Η ιστορία της Επανάστασης του 1821 είναι
μια ιστορία που ολοένα εξαγγέλλεται: έχουν προταθεί ερμηνευτικά σχήματα,
ερευνητικές ατζέντες, προτάσεις για προγράμματα – χωρίς ωστόσο να έχει
αναλάβει κανείς το τιτάνιο πλέον έργο που απαιτείται για να ξαναγραφτεί
ολόκληρη η ιστορία της περιόδου, ενσωματώνοντας την έρευνα των
τελευταίων δεκαετιών. Αν υπάρχει πάντως κάτι που ξεχωρίζει την
ιστοριογραφική παραγωγή της τελευταίας δεκαετίας σχετικά με την
Επανάσταση, αυτό είναι η επιστροφή στις αρχειακές πηγές, είτε αυτή αφορά
τη δημοσίευσή τους είτε τη χρήση όσων παραμένουν αδημοσίευτες. Είδαμε
πρόσφατα την έκδοση αδημοσίευτου μέχρι τώρα υλικού για την επανάσταση
στη Μολδοβλαχία, τον Φεβρουάριο του 1821, ενώ η μνημειώδης δημοσίευση
του ελληνόγλωσσου αρχείου του Αλή Πασά αριθμεί ήδη έξι χρόνια ζωής χωρίς
ακόμα, απ’ όσο ξέρω, να το έχουν πραγματικά εκμεταλλευθεί οι ιστορικοί.[1]
Πρόσφατα κυκλοφόρησαν άλλες δύο μελέτες
που αφορούν, όχι ακριβώς την Επανάσταση, αλλά την προεπαναστατική
περίοδο και εδράζονται γερά σε άγνωστο αρχειακό υλικό. Η πρώτη, του
Γιάννη Σπυρόπουλου με τον τίτλο Οθωμανική διοίκηση και κοινωνία στην προεπαναστατική δυτική Κρήτη: αρχειακές μαρτυρίες (1817-1819) (Ρέθυμνο, Γενικά Αρχεία του Κράτους-Αρχεία Νομού Ρεθύμνης. 2015),[2]
αντικατοπτρίζει την αλματώδη ανάπτυξη των οθωμανικών σπουδών στην
Ελλάδα την τελευταία εικοσαετία, μια και ο συγγραφέας (απόφοιτος του
προγράμματος μεταπτυχιακών σπουδών στην Τουρκολογία του Πανεπιστημίου
Κρήτης και του Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών του ΙΤΕ) δημοσιεύει σε
μετάφραση ένα ολόκληρο κατάστιχο με αποφάσεις του Βαχίτ Πασά, διοικητή
της δυτικής Κρήτης την περίοδο 1817-1819 (του ίδιου που διέταξε τη Σφαγή
της Χίου το 1822), το οποίο εντόπισε στην Κωνσταντινούπολη.
Η πηγή αυτή
είναι σήμερα σχεδόν η μοναδική για την εποχή της, ενώ αποτελεί και το
μοναδικό γνωστό οθωμανικό κατάστιχο επαρχιακής διοίκησης. Οι πληροφορίες
που μας δίνει έχουν ιδιαίτερη σημασία για την κατανόηση της ταραγμένης
αυτής περιόδου. Όπως σημειώνει στην εκτενή εισαγωγική μελέτη του ο
Σπυρόπουλος, ήδη από τις αρχές της οθωμανικής κυριαρχίας το μεγαλύτερο
μέρος του μουσουλμανικού πληθυσμού ανήκε στις τάξεις των γενιτσάρων, με
σκοπό την απαλλαγή από τη φορολογία και τη συμμετοχή στη νομή της
εξουσίας.
Επανεξετάζοντας την κυρίαρχη άποψη της τοπικής ιστοριογραφίας,
ότι δηλαδή η βία εκπορευόταν καταρχάς από το μουσουλμανικό στοιχείο με
την υποστήριξη της οθωμανικής διοίκησης (μέχρι τουλάχιστον τις αρχές του
19ου αιώνα και τις αντιγενιτσαρικές διώξεις), ο Σπυρόπουλος προσπαθεί
να ανιχνεύσει τη βία ως πολυδιάστατο φαινόμενο με αναφορά στις
ιδιαιτερότητες της εποχής και της κρητικής κοινωνίας: ιδιαίτερη αναφορά
γίνεται στο καθεστώς των Σφακίων και τα παιχνίδια εξουσίας (αλλά και τις
βεντέτες μεταξύ χωριών) που σχετίζονταν με αυτό.
Όπως επισημαίνει ο
συγγραφέας, η γενιτσαρική βία δεν έπληττε μόνο τους χριστιανούς του
νησιού· ωστόσο οι συγκεντρωτικές πολιτικές του Μαχμούτ Β΄ φαίνεται να
συσπείρωσαν τους μουσουλμάνους της Κρήτης γύρω από τους γενίτσαρους,
κάτι που δεν είναι απίθανο να συνέβαλε καθοριστικά στην αύξηση της
πόλωσης μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων στις παραμονές της
Επανάστασης.
Η παρατήρηση αυτή είναι πολύτιμη, ιδίως αν ιδωθεί σε
συνδυασμό με την πρόταση του Μπακί Τεζτζάν ότι η «πρωτοδημοκρατική»
λειτουργία του διευρυμένου γενιτσαρισμού έδωσε μεν στους μουσουλμάνους
υπηκόους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας την αίσθηση της συμμετοχής στη
νομή της εξουσίας, αποξένωσε όμως ταυτόχρονα τους χριστιανούς.[3]
Η δεύτερη μελέτη, Έλληνες μισθοφόροι στην υπηρεσία της επαναστατικής Γαλλίας (1789-1815) του
Φοίβου Οικονόμου (Θεσσαλονίκη, University Studio Press 2016), δεν
εκδίδει αρχειακό υλικό, βασίζεται όμως σε τέτοιο, και καταφέρνει έτσι να
ρίξει νέο φως σε ένα θέμα που ήταν μεν γνωστό, είχε όμως μελετηθεί
μέχρι τώρα με τρόπο αποσπασματικό και δειγματοληπτικό. Ο συγγραφέας
μελέτησε επισταμένως γαλλικά κυρίως αρχεία στο Παρίσι, την Κέρκυρα και
την Αθήνα, με αποτέλεσμα να συνεισφέρει πλήθος στοιχείων και την πρώτη
λεπτομερή μελέτη της ιστορίας, οργάνωσης και προσωπογραφίας των Ελλήνων
μισθοφόρων στην υπηρεσία της Γαλλίας. Είναι σχετικά γνωστή η
ελληνοαλβανική μισθοφορία των stradioti από τον 16ο μέχρι τον 18ο αιώνα,
καθώς και (χάρη στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη) το ελληνικό σώμα του αγγλικού
στρατού στη Ζάκυνθο (1810-16)· λιγότερο γνωστή είναι η ύπαρξη Ελλήνων
(και Αλβανών) μισθοφόρων στις τάξεις της επαναστατικής Γαλλίας, από τις
πρώτες λεγεώνες της Αιγύπτου το 1798 (επισήμως το 1800) μέχρι τους Chasseurs d’Orient
το 1802 και τα σώματα των Ιονίων νήσων, και η συμμετοχή τους στις
γαλλικές εκστρατείες στη Δαλματία (1806-1809, εναντίον της Ρωσίας και
του Μαυροβουνίου) και την Αδριατική (1809-1814, εναντίον της Αυστρίας
και της Βρετανίας), υπό την ηγεσία της συναρπαστικής μορφής του
Νικόλαου Παπάζογλου (1758-1819). Ιδιαίτερα σημαντικό είναι ότι ο
Οικονόμου δεν περιορίζεται να εξετάσει την ελληνική μισθοφορία από
στρατιωτική άποψη: προχωρά σε μια ανάλυση της κοινωνικής προέλευσης των
μισθοφόρων, της νοοτροπίας τους (με έμφαση στο σύστημα αξιών τους, τη
σημασία της σύγκρουσης και της ατομικότητας), αλλά και πτυχών της
καθημερινότητάς τους.
Είναι εντυπωσιακή η παρατήρηση ότι οι πολεμικές
τακτικές των μισθοφόρων ήταν άριστα προσαρμοσμένες στον καθιερωμένο
τρόπο διεξαγωγής του πολέμου στα Βαλκάνια και ελάχιστα επηρεάστηκαν από
τα ευρωπαϊκά πρότυπα, σε αντίθεση με τον κοινό τόπο που θέλει την
μισθοφορική υπηρεσία στις ευρωπαϊκές δυνάμεις στρατιωτικό
«προπαιδευτήριο» του 1821 (το ίδιο μπορεί να πει κανείς και για τις
τακτικές επιβίωσης των στρατιωτών με παράλληλες αγροτικές ή ναυτικές
δραστηριότητες).
Η έμφαση που δίνει ο συγγραφέας στα κοινωνικά αίτια της
μισθοφορίας, διαφορετικά μεν σε κάθε περίπτωση πλην όμως σαφή και
καθοριστικά, εξηγεί πειστικά το φαινόμενο με όρους «ώθησης»· αξίζει να
σημειωθεί αυτό, κατά τη γνώμη μου, σε μια εποχή όπου η κυρίαρχη τάση
είναι τέτοιες συμπεριφορές (όπως για παράδειγμα και το φαινόμενο των
κλεφτών της ηπειρωτικής Ελλάδας) να ερμηνεύονται με όρους «έλξης», με
άλλα λόγια πελατειακής σχέσης και πατροπαράδοτης «ανομίας».
Για να επιστρέψουμε στην αρχική
παρατήρηση: ίσως είναι πράγματι νωρίς να ξαναγραφτεί η ιστορία του 1821.
Αν μη τι άλλο, η συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας χρήσης των
οθωμανικών πηγών και του γεγονότος ότι είναι αδύνατο να αποσυνδεθεί η
Επανάσταση από την ποικιλόμορφη και ακόμα εν πολλοίς άγνωστη προϊστορία
της επιβάλλουν υπομονή: είναι πολλά ακόμα αυτά που πρέπει να μάθουμε,
πριν αποπειραθούμε μια νέα ερμηνεία του επαναστατικού γεγονότος. Πέρα
από αυτό, προβάλλει επιτακτική νομίζω η ανάγκη να γνωρίζουμε πολύ καλά
τις πηγές μας πριν προχωρήσουμε σε θεωρητικά σχήματα, να μη βιαζόμαστε
να προχωρήσουμε χωρίς να έχουμε σιγουρέψει τα θεμέλιά μας: παρατήρηση
που ίσως έχει και άλλες εφαρμογές σήμερα.
O Μαρίνος Σαρηγιάννης είναι ιστορικός, ερευνητής στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών/ΙΤΕ.
Σημειώσεις
[1] Β. Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Δύο πρίγκιπες στην Ελληνική Επανάσταση. Επιστολές αυτόπτη μάρτυρα και ένα υπόμνημα του πρίγκιπα Γεωργίου Καντακουζηνού, μετάφρ. Χ. Οικονόμου, Αθήνα: Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών/Ασίνη, 2015 (βλ. και την πρόσφατη παρουσίαση από τον Τάσο Κωστόπουλο στην «Εφημερίδα των Συντακτών», 21.02.2016)· Β. Παναγιωτόπουλος, Δ. Δημητρόπουλος, Π. Μιχαηλάρης (επιμ.), Αρχείο Αλή Πασά Γενναδείου Βιβλιοθήκης,
4 τόμοι, Αθήνα: Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών 2010. Στις δημοσιεύσεις ανέκδοτων
πηγών αξίζει να προσθέσουμε και τις εκδόσεις του Ιδρύματος της Βουλής
των Ελλήνων για τα συνταγματικά κείμενα της Επτανήσου Πολιτείας (2008)
και της Ηγεμονίας της Σάμου (2013).
[2] Το βιβλίο, σε ηλεκτρονική μορφή, είναι διαθέσιμο δωρεάν από τη διεύθυνση gak.reth.sch.gr/Actvt/ekdosi/othom.pdf
[3] B. Tezcan, The Second Ottoman Empire: Political and Social Transformation in the Early Modern World, Νέα Υόρκη 2010, σ. 235-37.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου