Σάββατο, Σεπτεμβρίου 05, 2015

Μια ιστορία τρόμου

Αριστείδης Αντονάς

Η ευεργετική εξαπάτηση

Μια ιστορία  τρόμου


 Αποτέλεσμα εικόνας για a finger  pictures
Μα βέβαια. Στο νεκροτομείο! Πώς δεν το σκέφτηκα νωρίτερα; Πού αλλού να το βρω αν όχι εκεί; Ένα ανθρώπινο δάχτυλο, έναν δείκτη για την ακρίβεια. Πρέπει να το 'χω στα χέρια μου οπωσδήποτε σήμερα, τώρα. Σε κανένα ανατομικό εργαστήριο ιατρικής. Τινάζομαι από την πολυθρόνα σαν να με χτύπησε κεραυνός. Η Ιατρική Σχολή είναι απέναντι από το σπίτι μου! Φαίνεται από το παράθυρο μπροστά μου. Είμαι βλάκας. Έχω μπρος στα μάτια μου λύση στο πρόβλημα και κοιμάμαι. Το μυαλό μου σαραβάλιασε· αποχαυνώθηκα. Αλλά δικαιολογούμαι, έχω περάσει πολλά. Τις τελευταίες ώρες πέρασα ανάμεσα από τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη. Δεν πρέπει να απαιτώ από τον εαυτό μου δυνάμεις υπεράνθρωπες. Έχω εξαντληθεί. Πάλι καλά που κατόρθωσα να σκεφτώ λιγάκι, έστω και καθυστερημένα: αφού δεν μπορώ να κόψω το συγκεκριμένο δάχτυλο, θα βρω άλλο, θα κόψω το δάχτυλο κάποιου πεθαμένου. Ας πάει στα κομμάτια, ο πεθαμένος δεν θα καταλάβει τίποτα. Έπρεπε να το σκεφτώ νωρίτερα. Από το χέρι κάποιου νεκρού, απ' ευθείας συσκευασμένο στον φάκελο και γραμμή στο ταχυδρομείο. Προφταίνω. Υπάρχει ακόμα περιθώριο. Κατεβαίνω τη σκάλα κουτρουβαλίζοντας. Ταυτοχρόνως, προσπαθώ να κουμπώσω το πουκάμισό μου. Είμαι ξενύχτης, έχω τα χάλια μου. Αλλά τα καταφέρνω και περπατάω, ακόμα και μ' αυτά τα εξαθλιωμένα παπούτσια, των οποίων τα κορδόνια σούρνονται στις λάσπες καλλιεργώντας κίνδυνο πτώσης ολόκληρου του αξιολύπητου σώματός μου στο έδαφος. Δεν σκέφτομαι να δέσω τα κορδόνια, είναι τόσο αηδιαστικά που ούτε να τα βλέπω δεν θέλω. Περπατάω λοιπόν κάπως παράξενα, τινάζοντας τα σκέλη μου απότομα κι ανοίγοντάς τα ελαφρά, κατά τρόπον ώστε να μην τυχαίνει ποτέ να πατήσω το ένα πόδι εκεί που βρέθηκε το κορδόνι του άλλου ποδιού, κατά το προηγούμενο βήμα. Όλα αυτά είναι γελοιότητες. Δεν τα σκέπτομαι καν. Αλλιώς δεν θα ήταν δύσκολο ­ αλίμονο ­ να δέσω για μια στιγμή τα ηλίθια κορδόνια. Καίγομαι όμως από εγκεφαλικό πυρετό. Αυτή η λύση (η ξαφνική, η προφανής λύση) μου άναψε φωτιές.
«Είμαι διάνοια», μουγκρίζω. «Κι ας άργησα να το σκεφτώ. Το δάχτυλο του πεθαμένου! Ο δείκτης!». Σαν τρελός περνάω το κατώφλι του γηραλέου κτίσματος της Ιατρικής Σχολής. Κατευθύνομαι γραμμή στον κλητήρα.
«Την αίθουσα ανατομίας».
«Κάτω. Κάτω, στο υπόγειο».
Συνεχίζω το κατέβασμα σαν ψυχή που πηγαίνει στην κόλαση. Να η ταμπέλα, «ΑΝΑΤΟΜΙΚΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ». Έχω ιδρώσει. Σπρώχνω την πόρτα και βρίσκομαι σ' έναν προθάλαμο γεμάτο κρεμάστρες από τις οποίες κρέμονται ποδιές. Αρπάζω μία και τη φοράω όπως όπως. Παίρνω και μάσκα να μου κρύβει τα μούτρα και μπαίνω μέσα.
Ιδρώτας στάζει από το κούτελό μου. Η μύτη μου κατά την εκπνοή εκτονώνει τόση νέα ζέστη που με πιάνει απελπισία. Κοντεύω να σκάσω. Όλοι παρατηρούν με προσοχή τον καθηγητή που κόβει το πτώμα. Είναι γυναικείο πτώμα, αλλά δεν πειράζει καθόλου. Έχω εντοπίσει το ενδιαφέρον μου εκεί που πρέπει. Τα δάχτυλα είναι χοντρουλά σαν ανδρικά. Κάνουν λοιπόν θαυμάσια τη δουλειά τους. Συγκεκριμένα, ο δείκτης είναι ολόιδιος με τον δικό μου. Θα πρέπει, βέβαια, να κόψω λίγο το νύχι, αλλά μόλις γίνει αυτό, θα έχω αποτέλεσμα καταπληκτικό. Ενώ λοιπόν ο χειρουργός με το νυστέρι πραγματοποιεί μια τομή κοντά στο συκώτι, μιλώντας ακατάπαυστα και οι φοιτητές έχουν σκύψει εκεί κοντά, τραβάω διακριτικά το χέρι της νεκρής και, βουτώντας από 'κεί δίπλα ένα αιχμηρό όργανο ­ τσακ ­ της αποκόπτω το δάχτυλο και το γλιστράω στην τσέπη μου.
Δεν στέκομαι στιγμή. Φεύγω σαν άνεμος για το ταχυδρομείο. Είναι κοντά, αλλά έχω πια αποκάμει κι επιβραδύνω για να μη σκάσω. Αγοράζω ένα φάκελο απ' αυτούς με τις φουσκάλες και μία λίμα από το περίπτερο. Έπειτα, αφού τακτοποιώ το νύχι όπως πρέπει ­ γίνεται εξαιρετικό ­ αμπαλάρω το δάχτυλο και γράφω πάνω στον φάκελο τη διεύθυνση.
«Ορίστε. Ζυγίστε το παρακαλώ», λέω στο γκισέ.
«Τι περιέχει;», ρωτάει η υπάλληλος.
«Περιέχει... περιέχει ένα δάχτυλο».
«Δάχτυλο;».
«Ναι, ένα δάχτυλο».
Γελάει, επειδή νομίζει ότι την κοροϊδεύω. Εν τω μεταξύ, πολεμάει να δει μέσ' από τη σχισμή τι έχει μέσα ο φάκελός μου. Και κραυγάζει σαν υστερική, όταν με τις αδέξιες κινήσεις της, ο φάκελος σκίζεται και το δάχτυλο σωριάζεται στο τραπέζι της.
«Ωραία τα καταφέρατε. Τώρα θα το ξανακολλήσετε με σελοτέιπ».
Αλλά δεν με ακούει πια. Είναι ακίνητη, ίσως λιπόθυμη στην καρέκλα της, και οι υπόλοιποι υπάλληλοι με κοιτάζουν.
«Τι 'ναι αυτά, κύριε;», με ρωτάει ένας. «Περάστε να τα πείτε με τον διευθυντή».
«Κύριε διευθυντά, βοηθήστε με να παρακάμψω την πολύπλοκη διαδικασία. Το δάχτυλο πρέπει να φθάσει στον προορισμό του το ταχύτερο».
«Απαγορεύεται, όπως θα ξέρετε, η αποστολή οργάνων διά της ταχυδρομικής οδού».
«Δεν το ξέρω καθόλου. Κι ούτε θέλω να το ξέρω. Επείγομαι κύριε. Βρείτε φόρμουλα να το στείλουμε. Πείτε πως είναι ψεύτικο. Γράψτε: "ψεύτικο δάχτυλο", να μην καθυστερούμε».
«Είναι ψεύτικο δάχτυλο;».
«Όχι. Δηλαδή είναι. Για να πω την αλήθεια, δεν ξέρω να σας απαντήσω. Είναι το δάχτυλο κάποιου ψεύτικου ανθρώπου, δηλαδή ενός νεκρού ανθρώπου και επομένως είναι, εν τίνι μέτρω, ένα ψεύτικο δάχτυλο. Καταλάβατε;».
«Και τότε ποιο είναι το πραγματικό δάχτυλο, κύριέ μου;».
«Σας εξήγησα. Το δάχτυλο ενός ζωντανού ανθρώπου είναι ένα πραγματικό δάχτυλο».
«Άκοπο; Δηλαδή πάνω στο χέρι;».
«Ναι. Ή έστω και κομμένο. Κομμένο δάχτυλο από ζωντανό, αυτό είναι το πραγματικό δάχτυλο, όχι το κομμένο από νεκρό».
«Με τη διαφορά ότι δύο τέτοια δάχτυλα δεν ξεχωρίζουν. Είναι και τα δύο κομμένα. Με καταλάβατε; Είναι κομμένα δάχτυλα. Δεν είναι απομιμήσεις δαχτύλων. Είναι επομένως και τα δύο πραγματικά. Δεν ξέρω αν το συγκεκριμένο προέρχεται από νεκρό. Αφήστε που οι δωρεές οργάνων γίνονται συνήθως από νεκρούς. Σκεφτείτε να γεμίσει το ταχυδρομείο συκώτια και νεφρά. Και μάλιστα, στην απαράδεκτη αυτή συσκευασία. Δεν μπορώ να σας εξυπηρετήσω, κύριε. Θα δημιουργηθεί προηγούμενο και πιθανόν να έχουμε παρατράγουδα».
«Ωραία· πείτε πως είναι πλαστικό. Είναι πλαστικό το δάχτυλο. Σας το υπόσχομαι. Μπορώ, αν θέλετε, να υπογράψω και κάποια υπεύθυνη δήλωση. Θα ήταν καλύτερα έτσι;».
«Φοβάμαι πως όχι».
«Γιατί;».
«Φοβάμαι πως δεν μπορώ να σας εξυπηρετήσω, κύριε».
«Μα είναι πολύ σημαντικό. Αλλιώς δεν θα επέμενα».
«Δεν βλέπω γιατί είναι σημαντικό. Κανένας δεν μπορεί να καίγεται για μια μεταμόσχευση δαχτύλου».
«Μεταμόσχευση; Ποιος μίλησε για μεταμόσχευση;».
«Δεν καταλαβαίνω για ποιο λόγο μπορεί να επείγει αυτή η αποστολή».
«Επείγει; Απλώς επείγει; Κύριε, καίγομαι. Ένα σας λέω μόνο, για να πάρετε μονάχα μιαν ιδέα της καταστάσεως: είμαι πιανίστας».
«Πώς είπατε;».
«Είμαι πιανίστας».
«Ναι, αλλά αν βλέπω βεβαίως καλά», και σκύβοντας ελαφρά το κεφάλι του επικεντρώνει το βλέμμα του πάνω στα χέρια μου, «τα δάχτυλά σας είναι όλα στη θέση τους».
«Γιατί μου το κοπανάτε αυτό τώρα;».
«Δεν σας το κοπανάω, λέω απλώς ότι δεν καταλαβαίνω τι σχέση μπορεί να έχει προς το θέμα μας η ανακοίνωση του επαγγέλματός σας».
«Μα, σας δηλώνω μαζί με το επάγγελμά μου και τον κοινωνικό μου κύκλο. Όπως καταλαβαίνετε, ένας πιανίστας φυσικό είναι να ζει ανάμεσα σε άλλους μουσικούς. Οι φίλοι του και οι εχθροί του θα είναι φυσικά και αυτοί πιανίστες. Και για να με βλέπετε έτσι αναστατωμένο, πρέπει να συμπεράνετε πως αυτό το δάχτυλο πάει να διορθώσει κάποια μεγάλη συμφορά, για να μην πω ότι με τις πολλές κουβέντες μας η συμφορά αυτή θα γίνει πλέον εντελώς αναπόφευκτη».
«Δεν σας καταλαβαίνω».
Γεν χρειάζεται να καταλάβετε. Αντιλαμβάνεστε ότι το δάχτυλο ενός πιανίστα δεν είναι το ίδιο με το δάχτυλο κάποιου άλλου ανθρώπου κι ότι επομένως η κατάσταση πρέπει να αντιμετωπιστεί με ταχύτητα. Το δάχτυλο οφείλει να φθάσει επειγόντως στον προορισμό του».
«Μπορώ να ρίξω μια ματιά στον φάκελο;».
«Αν το επιθυμείτε».
«Πώς;».
«Τι είναι;».
«Μη μου πείτε ότι ο αποστολέας είναι ο ξακουστός Σβούρος, ο πιανίστας;».
Τα πράγματα περιπλέκονται.
«Αυτή η διάνοια, ο μέγας Σβούρος, έπαθε κάτι στο δάχτυλο; Τον γνωρίζετε προσωπικά;».
«Είχα την ατυχία να τον γνωρίσω».
«Ατυχία;».
«Ατυχία δική μου να τον γνωρίσω και δική του ασφαλώς να με γνωρίσει».
«Είναι εχθρός σας λοιπόν;».
«Δυστυχώς, όχι».
«Τότε; Πείτε μου, τέλος πάντων, τι συνέβη».
«Δεν μπορώ. Δυστυχώς, δεν μπορώ να το κάνω. Αν μαθευτεί ο λόγος της αποστολής, φοβούμαι ότι η αποστολή δεν θα έχει νόημα».
«Κλείστε την πόρτα. Η περιέργεια είναι το μεγαλύτερό μου ελάττωμα».
«Δεν μπορώ να σας την ικανοποιήσω».
«Ε, τότε ούτε κι εγώ μπορώ να δεχτώ ότι το δάχτυλο είναι ψεύτικο».
«Εννοείτε πως...».
«Αυτό ακριβώς εννοώ».
«Ποιο;».
«Αυτό που υποψιαστήκατε».
«Αν σας πω τι συνέβη με τον φίλο μου, θα δεχθείτε ότι το δάχτυλο είναι πλαστικό;».
«Ναι».
«Κινδυνεύω, όμως, έτσι να εκτεθώ».
«Πιστέψτε με· κινδυνεύετε λιγότερο από εμένα. Εσείς έχετε τουλάχιστον τη δική μου υπόσχεση, που είναι η υπόσχεση εντίμου ανδρός. Εγώ μπορεί να χάσω τη δουλειά μου. Κανείς από τους υπαλλήλους εκεί έξω δεν θα πιστέψει ότι το δάχτυλο είναι πράγματι ψεύτικο. Αποδεχόμενος την αποστολή λοιπόν», λέει και ξαφνικά χαμηλώνει τη φωνή του, «θα κινδυνεύσω από τους κατώτερους, που ευκαιρία ζητάνε να με διαβάλουν για να πάρουν τη θέση μου. Εγώ θα βρεθώ σε χειρότερη μοίρα από σας, μόνο και μόνο επειδή είμαι περίεργος».
«Μη με βάζετε σε αυτή τη θέση».
«Αποφασίστε αν θέλετε να το στείλετε ή όχι. Χωρίς επεξηγήσεις, η αποστολή δεν θα γίνει. Είμαι σαφής, νομίζω. Για να λέμε την αλήθεια, δεν έχετε κι άλλη δυνατότητα: είστε αναγκασμένος να μου πείτε τι έγινε, αν θέλετε να φθάσει επειγόντως το δάχτυλο στον προορισμό του».
 
Πολύ καλά. Σας έχει συμβεί, κύριε διευθυντά, να μεθύσετε; Όχι να γίνετε σκνίπα ­ προσέξτε ­ αλλά να πιείτε μαζί με ένα φίλο όσο χρειάζεται για να δείτε μαζί τη ζωή με άλλο μάτι».
«Αρκετές φορές, αγαπητέ μου. Γι' αυτό άλλωστε υπάρχει το αλκοόλ».
«Με άλλο μάτι είπα. Όχι με καλό μάτι, κύριε διευθυντά. Έτυχε ποτέ τα συμπεράσματα που βγάζετε για τη ζωή εκείνες τις φορές που πίνατε να ήταν αρκετά απογοητευτικά, ούτως ώστε να φαίνεται ότι έχετε πάρει τελείως λανθασμένη κατεύθυνση; Ότι παραστρατήσατε, ξεφύγατε από τον ορθό δρόμο και χάσατε το νόημα της υπάρξεως;».
«Συνήθως το ποτό βοηθά να βλέπουμε τις θετικές πλευρές της ζωής».
«Συμφωνώ· αλλά αυτές οι θετικές πλευρές δεν τυχαίνει να είναι πάντοτε εκείνες που αναδεικνύουμε με τον τρόπο που ζούμε. Σκεφτείτε τους μουσικούς, κύριε διευθυντά. Πόσες ώρες αφιερώνουν στη μελέτη! Πόσο πόνο χρειάζονται για να πετύχουν το ελάχιστο... Όσο ταλέντο και να έχουν ­ το ξέρετε ­ δεν αρκεί. Χρειάζεται αφοσίωση και αυταπάρνηση. Εν τω μεταξύ, μεγαλώνουν, βλέπουν τη ζωή να γλιστράει μέσα από τα χέρια τους, χωρίς να απολαμβάνουν τις ευτυχισμένες στιγμές που θα μπορούσε να τους προσφέρει. Αυτή η ιδέα μάς κατέλαβε χθες το βράδυ. Αυτή η απλή ιδέα που σας φαίνεται ίσως αθώα, μας έκανε και τους δύο δυστυχείς. Αποφασίσαμε πως έπρεπε να αλλάξουμε τη ροή των γεγονότων. Αλλά πώς θα εγκαταλείπαμε τη μουσική; Την ίδια στιγμή που θέλαμε να την εγκαταλείψουμε, η μουσική μάς τράβαγε σαν δίνη· και είναι αδύνατον να αντισταθεί κανείς στη δύναμη μιας δίνης. Έκανα τότε το λάθος να κάνω εκείνη την ηλίθια πρόταση. Για να αλλάξουμε τάχα τη ζωή μας, μια και καλή. Καταλαβαίνετε...».
«Τι καταλαβαίνω;».
«Καταλαβαίνετε ποια πρόταση ήταν αυτή;».
«Να κόψετε τα δάχτυλά σας;».
«Καθένας από μας να κόψει τον δείκτη του άλλου. Μόνον έτσι θα ήμασταν σίγουροι ότι η ζωή ­ η πραγματική ζωή που ώς τότε είχαμε χάσει ­ θα ανοιγόταν επιτέλους μπροστά μας».
«Και δέχτηκε;».
«Με ενθουσιασμό. Ζήτησε να μας φέρουν από την κουζίνα το πιο τρομερό μαχαίρι και μου το πρόσφερε».
«Για να του κόψετε το δάχτυλο;».
«Ακριβώς».
«Κι εσείς το κάνατε;».
Δεν έχει πλέον νόημα να κρύβομαι.
«Ναι. Το έκανα».
«Πώς;».
«Το έκανα».
«Ο Σβούρος είναι πλέον ανάπηρος;».
«Ανεπανόρθωτα ανάπηρος φοβάμαι. Του λείπει ο δείκτης της δεξιάς».
«Θεέ μου».
«Συνέβη όμως το εξής, κύριε διευθυντά: Όταν το φρικτό αυτό μαχαίρι του απέκοψε το δάχτυλο και ο φίλος μου λιποθύμησε, βρέθηκα, όπως φαντάζεστε, μπροστά σε ένα απαίσιο θέαμα. Και ενώ, όπως είχαμε αποφασίσει εκ των προτέρων, έπρεπε να περιμένω τη δική μου σειρά για τον ακρωτηριασμό του δικού μου δεξιού χεριού, το αίμα που έρρεε άφθονο και το πανιασμένο πρόσωπο του λιπόθυμου φίλου μου, με αναστάτωσαν. Σας μιλώ ειλικρινά: δείλιασα. Ξύπνησα ξαφνικά από τον λήθαργο του οινοπνεύματος και κατενόησα με φρίκη ότι όλ' αυτά ήσαν χαζομάρες· μισούσαμε κι αγαπούσαμε τη μουσική εξίσου. Δεν υποφέραμε τη μελέτη, αλλά δεν θα υποφέραμε και τη ζωή χωρίς μουσική. Έφυγα λοιπόν. Δεν σας το κρύβω, αν και ντρέπομαι γι' αυτό. Άφησα τον φίλο μου εκεί, σε θλιβερή κατάσταση (ενώ δηλαδή συνέχιζε, αναίσθητος, να αιμορραγεί ακατάπαυστα) και γύρισα σπίτι μου κλαίγοντας».
«Ασύλληπτο. Εξωφρενικό. Αλλά ­ αν επιτρέπετε ­ δεν καταλαβαίνω ακόμα. Προς τι η τωρινή σας βιασύνη; Τι είναι αυτό το δάχτυλο που βιάζεστε τόσο να στείλετε;».
«Κύριε, σκεφθείτε για λίγο τον μεγάλο καλλιτέχνη Σβούρο, όταν θα εξύπνησε από τη νάρκη. Κι εκείνος, όπως κι εγώ, θα κατάλαβε αμέσως πόσο κουτή ήταν η ιδέα του ακρωτηριασμού. Αλλά ­ ακόμα χειρότερο ­ σκεφτείτε τι δράμα θα πέρασε, τι θυμό θα δοκίμασε όταν θα συνειδητοποίησε ότι εγώ ο φίλος του είμαι ακόμα αρτιμελής, ότι είμαι ακόμα άξιος να εκτελέσω τις σονάτες του Βηθουένου. Ακόμα χειρότερο: θα σκέφτηκε σίγουρα ότι θα μπορούσα να σκηνοθετήσω το συμβάν για να τον βγάλω από τη μέση. Ο Σβούρος ήταν πιο γνωστός από μένα, και το άξιζε. Τον ζήλευα. Αν φθάσει σε αυτές τις σκέψεις, επειδή ξέρω τι ευαίσθητα είναι τα νεύρα του, δεν αποκλείω καθόλου, κύριε διευθυντά, να οδηγηθεί στο χειρότερο. Είμαι σίγουρος ότι θα θελήσει να δώσει τέλος, οριστικό τέλος στη ζωή του. Υπολογίζω δε ­ επειδή τον ξέρω καλά ­ ότι αύριο τέτοια ώρα η σκέψη της αυτοκτονίας θα έχει κατασταλάξει μέσα του, κι ότι θα αναζητά πλέον τον καλύτερο τρόπο για να την επιχειρήσει. Σκεφτείτε με τι ικανοποίηση θα λάβει λοιπόν το δέμα με το δικό μου δάχτυλο, το δικό μου κομμένο δάχτυλο ως απόδειξη ότι κι εγώ τον ακολούθησα στην κοινή μοίρα που μαζί διαλέξαμε μεθυσμένοι».
Για σταθείτε, κύριε. Σκοπεύετε δηλαδή να τον κοροϊδέψετε. Γιατί το βλέπω πολύ καθαρά ότι το δάχτυλο το δικό σας είναι στη θέση του. Πρόκειται για εξαπάτηση και μάλιστα για χυδαία εξαπάτηση φίλου προς φίλο. Με καλείτε να συμπράξω σε αδίκημα».
«Μη γίνεστε ανόητος, κύριε διευθυντά. Αν αυτό είναι εξαπάτηση, δεχθείτε ότι είναι ευεργετική».
«Ευεργετική εξαπάτηση;».
«Γιατί όχι; Κι εσείς ο ίδιος καταλαβαίνετε ότι η ιδέα του ακρωτηριασμού ήταν ιδέα του οινοπνεύματος. Ήταν ιδέα βλακώδης, δεν χωράει αμφιβολία γι' αυτό καμία. Είναι λοιπόν εντελώς αδικαιολόγητο να κόψω εγώ τώρα το δάχτυλό μου. Θα μπορούσα να μην κάνω τίποτα· να περιμένω ήσυχα την αυτοκτονία του φίλου μου, την οποία έχω προβλέψει με ακρίβεια ωρών. Θα ήμουν πιο συνετός έτσι, κατά τη γνώμη σας;».
«Θα ήσασταν συνετός αν πηγαίνατε αμέσως να τον βρείτε και κόβατε μπροστά του το δάχτυλό σας, όπως του το είχατε υποσχεθεί».
Αυτό να το ξεχάσετε. Ο φίλος μου δεν θα με άφηνε να το κάνω μπροστά του. Είναι πολύ ευγενής. Αν πήγαινα εκεί, θα ήταν σαν να τον παρακαλούσα χονδροειδώς να με αθωώσει, να με γλιτώσει από το χρέος του ακρωτηριασμού. Δεν θα ήταν γενναιότητα, αλλά δειλία. Και μόλις θα έφευγα από το σπίτι του, οι ίδιες σκοτεινές σκέψεις θα πολιορκούσαν και πάλι το μυαλό του».
«Τότε κόψ' τε το δάχτυλό σας από πριν, και πηγαίνετέ το μόνος σας. Παραδώστε το πραγματικό κι όχι ένα Ersatz».
«Σας είπα ότι αυτό είναι ανόητο και πως δεν πρόκειται να το κάνω. Το Ersatz είναι αρκετό στην περίπτωσή μας. Επειδή όμως νοιάζομαι για τον φίλο μου, επειδή δεν θέλω να πάω μεθαύριο στην κηδεία του, στέλνω αυτό το δάχτυλο για να τον ανακουφίσω. Να μη νιώθει μόνος στην καταδίκη αυτή. Με ενδιαφέρει να τον σώσω, όχι η αλήθεια. Μόνο εγώ μπορώ να τον σώσω. Μόνον έτσι. Αλλιώς τον στέλνω στην καταστροφή».
«Και τι θα γίνει στην επόμενη συνάντησή σας;».
«Μα δεν θα υπάρξει τέτοια συνάντηση. Εγκαταλείπω τα πράγματά μου και φεύγω το απόγευμα. Δεν θα πω ούτε σε σας πού πάω ούτε σε κανέναν άλλο. Αλλάζω όνομα, αλλάζω ζωή, κύριε διευθυντά».
«Είστε παράξενος άνθρωπος».
«Δεσμευτήκατε να μου κάνετε το χατίρι και να δεχθείτε το δάχτυλο, αν σας πω την ιστορία του».
«Πείτε μου κάτι τελευταίο: Είπατε πως θα αλλάξετε ζωή. Θα συνεχίσετε να παίζετε πιάνο;».
Σκύβω το κεφάλι με ντροπή.
«Είστε τόσο ανήθικος».
«Θέλω να σώσω τον φίλο μου».
Ο διευθυντής του ταχυδρομικού γραφείου ανοίγει την πόρτα και βηματίζει προς τον γκισέ· πετάει τον κλειστό φάκελο πάνω στον πάγκο και με σίγουρο τόνο λέει στην υπάλληλο: «Το δάχτυλο είναι τελικώς πλαστικό. Χρέωσέ το στα υπερεπείγοντα. Πρέπει να φθάσει στον προορισμό του το αργότερο αύριο το πρωί».


Πηγή:  http://www.mathisis.com/nqcontent.cfm?a_id=4651----------------------------------

____________________

Αντονάς, Αριστείδης




Ο Αριστείδης Αντονάς ξεκίνησε τις σπουδές του στο τμήμα Βιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών αλλά τις εγκατέλειψε το 1984 για να αποφοιτήσει ως Αρχιτέκτων Μηχανικός από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Εγκαταστάθηκε στο Παρίσι το 1988 και υποστήριξε τη διδακτορική του διατριβή στο Τμήμα Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου της Nanterre. Δίδαξε φιλοσοφία, θεωρία της αρχιτεκτονικής αλλά και αρχιτεκτονικό σχεδιασμό σε πανεπιστήμια όπως το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, το Massachussets Institute of Technology και το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.
Από την ηλικία των δέκα ετών (κατά τις θερινές διακοπές, όσο έλειπε από την πόλη) παρουσίασε έντονη αλλεργική δύσπνοια που τον ανάγκαζε να μένει ξύπνιος τις νύχτες. Άρχισε να γράφει στη διάρκεια των μοναχικών αυτών αϋπνιών, στην αρχή θεατρικά έργα και κατόπιν πεζογραφία. Μαζί με τον εικαστικό καλλιτέχνη Ζάφο Ξαγοράρη και την ποιήτρια Φοίβη Γιαννίση (που έζησε μαζί του επί δεκαεπτά χρόνια) εξέδωσε το λογοτεχνικό περιοδικό "Μαύρο Μουσείο" που κυκλοφόρησε το 1986 με ψευδυπόγραφα κείμενα, διανθισμένα με πλαστά βιογραφικά υποτιθεμένων πεζογράφων: τα δημοσιεύματα παρουσιάζονταν αναμεμειγμένα με αληθινά στοιχεία που φανέρωναν τους πραγματικούς συντελεστές του περιοδικού. Ο συγγραφέας Ε. Χ. Γονατάς (από τους λίγους που αντελήφθησαν τη φάρσα) έγινε ο δάσκαλός του στη γραφή και στην ανάγνωση. Κατά τη διαμονή του στο Παρίσι ο Αντονάς γνώρισε τη φιλοσοφική σκηνή της εποχής και ήρθε σε επαφή με τον Jacques Derrida. Επέστρεψε από την Γαλλία και εργάστηκε ως επαγγελματίας αρχιτέκτων: έκτισε κατοικίες και καταστήματα, σχεδίασε επίσης σειρά κτισμάτων χωρίς εργοδοτική εντολή, προτείνοντας την εγκατάσταση ιδιόμορφων κτιριολογικών προγραμμάτων σε ειδικές τοποθεσίες. Τα λογοτεχνικά του κείμενα χαρακτηρίστηκαν εν σμικρύνσει φιλοσοφικά μυθιστορήματα, αφηγήματα τρόμου, περιπετειώδεις ιστορήσεις, αστυνομικά διηγήματα, οικογενειακά χρονικά, μινιμαλιστικές καταγραφές, αδύνατοι αποχωρισμοί, αποκρυφιστικές αλληγορίες, ηθικές παραβολές.
Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ
(2014) Ο μηχανισμός του δωματίου, Άγρα
(2010) Τα κτίσματα, Άγρα
(2009) Η τραγουδίστρια και η πολυθρόνα, Άγρα
(2008) Αριθμοί, Άγρα
(2006) Ο χειριστής: Θέατρο. Ο χειριστής: Οίκημα, Άγρα
(2004) Προφορικά κτίσματα, Εκδόσεις Πατάκη
(2003) Ο φλογοκρύπτης, Άγρα
(2001) Ο επίσκοπος, Στιγμή
(2001) Ο Τρικέφαλος, Στιγμή
(1996) Οι τέσσερεις κήποι, Στιγμή
(1995) Οι δύο μισοί, Στιγμή
Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
(2014) Γεύμα μ' έναν ήρωα, Εκδόσεις Πατάκη
(2013) Το μοντέρνο στη σκέψη και τις τέχνες του 20ού αιώνα, Αλεξάνδρεια
(2012) Αληθινές ιστορίες, Μεταίχμιο
(2010) Η Κιβωτός: παλαιοί σπόροι για νέες καλλιέργειες, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας
(2009) Μεταλλαγές και (α)συνέχειες: Πρακτικές, πολιτικές και λόγος για τον αστικό χώρο, Αλεξάνδρεια [εισήγηση]
(2007) Atelier66, Futura
(2007) do.co.mo.mo.: Μοντερνισμός και αρχιτεκτονική εκπαίδευση, Futura
(2007) Τα ποιήματα του 2006, Κοινωνία των (δε)κάτων
(2006) do.co.mo.mo.: Πού είναι το μοντέρνο;, Futura
(2006) Πέρασμα από την Αθήνα, Άγρα
(2006) Το Αιγαίο: Μια διάσπαρτη πόλη, Futura
(2004) Παραδείγματα, Υπουργείο Πολιτισμού. Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων
(2003) Αληθινές ιστορίες, Μεταίχμιο
(2002) Το βέλος και το μάτι, Εκδόσεις Πατάκη
Λοιποί τίτλοι
(1995) Παπαδημητρακόπουλος, Ηλίας Χ., 1930-, Ροζαμούνδη, Νεφέλη [εικονογράφηση]

Κριτικογραφία
Μίλησε για τη μετατροπή του «ανθρώπου παρατηρητή» σε «άνθρωπο παρατηρούμενο» [Αντόλφο Μπιόυ Κασάρες, Σχέδιο διαφυγής], "Τα Νέα", 6.8.2012

Δεν υπάρχουν σχόλια: