Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 25, 2015

O εφιαλτικός κόσμος του μέλλοντος (2)



Η ιστορία ενός υπερήρωα ανάμεσα σε πολλούς υπερήρωες."Ο σωστός άνθρωπος στη λάθος θέση μπορεί να κάνει τη διαφορά στον κόσμο."
Nine tomorrows.jpg

************
Ισαάκ Ασίμοφ

Επάγγελμα

 νουβέλα
Απόδοση από τα Αγγλικά: Βασίλης Κ. Μηλίτσης
Πρωτοεμφανίστηκε το 1957, στο τεύχος του Ιουλίου του περιοδικού Astounding Science Fiction και αποτέλεσε το πρώτο διήγημα της συλλογής Nine Tomorrows, που εκδόθηκε το 1959.
2

[...........]Ο γιατρός είπε, «Τι;» σύντομα κατόπιν χαμογέλασε ξαφνικά. «Λειτουργεί θαυμάσια, Τζορτζ,» είπε «σε δεκαπέντε λεπτά θα μπορείς να διαβάζεις. Και τώρα θα χρησιμοποιήσουμε ένα άλλο μηχάνημα και τη φορά αυτή θ’ αργήσουμε περισσότερο. Θα σου καλύψω ολόκληρο το κεφάλι και όταν θα θέσω σε λειτουργία τη μηχανή, εσύ δε θα μπορείς ούτε να βλέπεις ούτε να ακούς τίποτε για λίγο, αλλά δε θα πονέσεις. Μόνο για σιγουριά θα σου δώσω να κρατάς στο χέρι σου ένα μικρό διακόπτη. Αν κάτι σε πονέσει, θα πατήσεις το κουμπάκι και θα κλείσουν όλα. Εντάξει;»

Στα χρόνια που πέρασαν, ο Τζορτζ πληροφορήθηκε πως ο μικρός διακόπτης ήταν απλά ψεύτικος. Τον είχαν βάλει για ενίσχυση της αυτοπεποίθησης. Ποτέ όμως δεν έμαθε με σιγουριά γιατί δεν πάτησε το κουμπί.

Ένα μεγάλο κράνος με λείες καμπύλες και λαστιχένια εσωτερική επένδυση τοποθετήθηκε στο κεφάλι του και προσαρμόστηκε εκεί.

 Τρία με τέσσερα γρομπαλάκια φαίνονταν να γραπώνουν και να δαγκώνουν το κρανίο του προξενώντας μόνο μια μικρή ανώδυνη πίεση που σταδιακά υποχώρησε.

Η φωνή του γιατρού ακούστηκε αμυδρά. «Όλα εντάξει, Τζορτζ;»

Και κατόπιν, χωρίς καμιά προειδοποίηση, ένα στρώμα παχιάς γούνας τον περιέβαλε από παντού. Ένιωσε να αποχωρίζεται από το σώμα του, δεν ένιωθε τίποτε, δεν υπήρχε γι’ αυτόν σύμπαν, μόνο αυτός ο ίδιος κι ένα απόμακρο μουρμουρητό στα έσχατα του πουθενά να του λέει κάτι – να του λέει – να του λέει –

Ζοριζόταν ν’ ακούσει και να καταλάβει αλλά έμπαινε εκείνη η παχιά γούνα ανάμεσα.

Τελικά έβγαλαν το κράνος από το κεφάλι του, και το φως που αντίκρισε ήταν τόσο δυνατό που πονούσαν τα μάτια του ενώ η φωνή του γιατρού ηχούσε σαν τύμπανο στ’ αυτιά του.

Ο γιατρός του είπε. «Πάρε την κάρτα σου, Τζορτζ, και πες τι λέει;»

Ο Τζορτζ κοίταξε την κάρτα ξανά και έβγαλε μια πνιχτή κραυγή. Τα σημαδάκια δεν ήταν πια απλά σημαδάκια. Σχημάτιζαν λέξεις. Ήταν λέξεις τόσο καθαρές σαν κάτι να του τις ψιθύριζε στ’ αυτιά. Τις άκουγε να του τις ψιθυρίζουν ενώ τις κοιτούσε.

«Τι γράφει, Τζορτζ;»

«Λέει – λέει – Πλάτεν Τζορτζ. Ημερομηνία γέννησης 13 Φεβρουαρίου 6492 του Πίτερ και της Έιμι Πλάτεν…» Σταμάτησε.

«Μπορείς και διαβάζεις, Τζορτζ,» είπε ο γιατρός. «Πάει, τέλειωσε.»

«Για πάντα; Δε θα ξεχάσω;»

«Και βέβαια όχι» ο γιατρός έσκυψε προς το μέρος του και έσφιξαν τα χέρια με σοβαρότητα. «Τώρα θα σε πάνε σπίτι.»

Πέρασαν μέρες μέχρι να συνηθίσει ο Τζορτζ αυτό το καινούριο και θαυμάσιο ταλέντο του. Διάβασε μπροστά στο πατέρα του με τέτοια ευκολία που ο Πλάτεν ο Πρεσβύτερος έκλαψε και κάλεσε τους συγγενείς να τους αναγγείλει τα καλά νέα.

Όταν ο Τζορτζ περπατούσε στους δρόμους, διάβαζε κάθε τι που έβρισκε γραμμένο και απορούσε πώς ήταν δυνατόν απ’ όλα αυτά που διάβαζε να μην έβγαζε καμιά έννοια πριν. Πάσχιζε να θυμηθεί πώς ήταν να μην μπορεί να διαβάσει αλλά δεν τα κατάφερνε. Ένιωθε πως από πάντα μπορούσε να διαβάζει. Πάντα.

Στα δεκαοχτώ του ο Τζορτζ ήταν μάλλον μελαχρινός, μετρίου αναστήματος, αλλά αρκετά λεπτός ώστε να φαίνεται ψηλότερος.

Ο Τρεβέλιαν, που ήταν μόλις δυο πόντους κοντότερος, είχε κοντόχοντρο σκαρί που το όνομα Στάμπι (ζουμπάς) ήταν περισσότερο ταιριαστό από ποτέ. Τον τελευταίο καιρό όμως είχε αποκτήσει μια αυτοεπίγνωση γι’ αυτό.

Το παρατσούκλι του δεν μπορούσε πια να χρησιμοποιηθεί χωρίς αντίποινα. Και αφού ο Τρεβέλιαν αποδοκίμαζε το κανονικό του μικρό όνομα – Αρμάντ –  ακόμη εντονότερα, τον φώναζαν Τρεβέλιαν ή κάθε κόσμια εκδοχή αυτού. Και σαν να αποδείξει την ανδροπρέπειά του ακόμη περισσότερο, άφηνε επίμονα φαβορίτες και ένα αγκαθωτό μουστακάκι.

Τον είχε πιάσει ιδρώτας και νευρικότητα τώρα, και ο Τζορτζ, που είχε ξεπεράσει το απαλό χαϊδευτικό Τζόρ-τζι υιοθετώντας το υπερωικό απότομο μονοσύλλαβο Τζορτζ, διασκέδαζε μ’ αυτό.

Βρίσκονταν στην ίδια ευρύχωρη αίθουσα που είχαν βρεθεί δέκα χρόνια πριν (και όχι έκτοτε). Έμοιαζε σαν ένα αμυδρό όνειρο του παρελθόντος να έχει γίνει ξαφνικά πραγματικότητα. Στα πρώτα λίγα λεπτά ο Τζορτζ εξεπλάγη που βρήκε ότι όλα εκεί έδειχναν τώρα μικρότερα και περισσότερο συνωστισμένα από ότι μπορούσε να θυμηθεί, και κατόπιν διαπίστωσε ότι είχε κι ο ίδιος μεγαλώσει.

Το πλήθος ήταν μικρότερο απ’ ό, τι ήταν όταν ήταν παιδί, και τη φορά αυτή ήταν όλοι τους αγόρια.

Για τα κορίτσια είχε καθοριστεί μια άλλη μέρα.

Ο Τρεβέλιαν έσκυψε και του είπε, «Δεν μπορώ να καταλάβω τον τρόπο που μας κάνουν να περιμένουμε.»

«Γραφειοκρατία,» είπε ο Τζορτζ. «Δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς.»

Ο Τρεβέλιαν είπε, «πώς διάολο είσαι τόσο ανεκτικός και αδιάφορος μ’ αυτό;»

«Δε μου λείπει τίποτε για να στενοχωριέμαι.»

«Ω, διάβολε, με αηδιάζεις. Ελπίζω να καταλήξεις ένας Πιστοποιημένος Κοπριστής, έτσι για να βλέπω το πρόσωπό σου όταν θα το κάνεις.» Τα μελαγχολικά του μάτια σάρωσαν το πλήθος μ’ ανησυχία.

Ο Τζορτζ κοίταξε κι αυτό γύρω του. Δεν ήταν ακριβώς η μέθοδος που χρησιμοποιούσαν στα παιδιά. Τα πράγματα πήγαιναν με πιο αργό ρυθμό και οι οδηγίες διανεμήθηκαν από την αρχή γραπτώς (ένα πλεονέκτημα έναντι στους μη γνώστες ανάγνωσης). Τα ονόματα Πλάτεν και Τρεβέλιαν ήταν ακόμη πολύ πιο κάτω στην αλφαβητική λίστα, και τη φορά τούτη το ήξεραν κι οι δυο τους. 

Σκυθρωποί νεαροί έβγαιναν από τις αίθουσες εκπαίδευσης, νιώθοντας άβολα, μάζευαν τα ρούχα τους και τα προσωπικά τους είδη, κατόπιν πήγαιναν να τους αναλύσουν κι ύστερα για να μάθουν τα αποτελέσματα.

Κάθε ένας που έβγαινε, περιτριγυριζόταν από ένα τσούρμο του πλήθους που όλο και αραίωνε. «Πώς ήταν;» «Πώς αισθάνθηκες;» «Πώς τα πήγες;» «Νιώθεις καθόλου διαφορετικός;»

Οι απαντήσεις ήταν ασαφείς και επιφυλακτικές.

Ο Τζορτζ πίεσε τον εαυτό του να μείνει έξω από αυτό το τσούρμο. Το μόνο που κατόρθωνες ήταν να σου ανεβάζει την πίεσή σου. Όλοι έλεγαν πως το καλύτερο ήταν να διατηρήσεις την ψυχραιμία σου. Ακόμη κι έτσι, ένιωθες τις παλάμες σου να μουσκεύουν από κρύο ιδρώτα. Παράξενο που πρωτόγνωρες αγωνίες σε συνόδευαν καθώς μεγάλωνες.

Για παράδειγμα, επαγγελματίες υψηλής ειδικότητας που προορίζονταν για έναν εξωτερικό κόσμο συνοδευόταν από μια σύζυγο (ή έναν σύζυγο). Είχε μεγάλη σημασία να διατηρηθεί  η αναλογία του φύλου σε καλή ισορροπία σ’ όλους τους κόσμους. Κι αν προοριζόσουν για έναν κόσμο Α Βαθμού, ποια κοπέλα δε θα ήθελε να έρθει μαζί σου;

Ο Τζορτζ δεν είχε ακόμη κανένα συγκεκριμένο κορίτσι στο μυαλό του. Δεν ήθελε κανένα. Όχι τώρα. Άπαξ και γινόταν Προγραμματιστής, άπαξ κι έπαιρνε τον τίτλο δίπλα στ’ όνομά του Πιστοποιημένος Προγραμματιστής Η/Υ, θα μπορούσε να διαλέξει σαν σουλτάνος στο χαρέμι του. Η σκέψη τον αναστάτωσε και προσπάθησε να τη βγάλει απ’ το μυαλό του. Πρέπει να μείνει ψύχραιμος.

Ο Τρεβέλιαν μουρμούρισε, «Τι στην ευχή γίνεται; Πρώτα σου λένε ότι λειτουργείς καλύτερα αν είσαι χαλαρωμένος και ανέμελος. Κατόπιν σου βάζουν σ’ όλο αυτό το λούκι και σου είναι αδύνατο να χαλαρώσεις και να αισθανθείς άνετα.»

«Ίσως να το σχεδίασαν επίτηδες. Για να ξεχωρίσουν τους άντρες απ’ τα αγόρια, πρώτα απ’ όλα. Με το μαλακό, Τρεβ.»

«Άντε σκάσε!»

Ήρθε η σειρά του Τζορτζ. Τη φορά αυτή δε φώναξαν το όνομά του. Φάνηκε με φωτεινά γράμματα πάνω στον πίνακα ανακοινώσεων. Ένευσε στον Τρεβέλιαν. «Μην αγχώνεσαι. Να μη σε πάρει από κάτω».

Ένιωθε χαρούμενος μπαίνοντας στο εξεταστήριο. Πραγματικά ευτυχισμένος.

Ο άντρας πίσω από το γραφείο ρώτησε: «Τζορτζ Πλάτεν;»

Για μια φευγαλέα στιγμή σχηματίστηκε στο μυαλό του Τζορτζ μια ευκρινέστατη εικόνα ενός άλλου άντρα πριν από δέκα χρόνια, ο οποίος του έκανε την ίδια ερώτηση σαν να ήταν σχεδόν το ίδιο άτομο και σαν ο Τζορτζ να είχε πατήσει τα οκτώ πάλι καθώς περνούσε το κατώφλι.

Αλλά ο άντρας ανασήκωσε τα μάτια του και φυσικά το πρόσωπό του δεν ταίριαζε καθόλου μ’ εκείνο που ξαφνικά θυμήθηκε. Ο άνθρωπος τούτος είχε μια μύτη σαν βολβό, τα μαλλιά του ήταν σαν κλωστές και από το πηγούνι του κρεμόταν ένα προγούλι σαν το άτομο αυτό να ήταν κάποτε πολύ υπέρβαρο και να είχε τώρα αδυνατίσει.

Ο άνθρωπος πίσω από το γραφείο έδειχνε ενοχλημένος. «Λοιπόν;»

Ο Τζορτζ προσγειώθηκε απότομα. «Είμαι ο Τζορτζ Πλάτεν, κύριε.»

«Γιατί δεν το λες, τότε; Είμαι ο δόκτωρ Ζαχαρίας Αντονέλι, και σε λίγο θα γνωριστούμε πιο στενά».

Κοιτούσε προσεχτικά κάτι μικροφίλμ μ’ ένα βλέμμα κουκουβάγιας, κρατώντας τα ψηλά στο φως.

Ο Τζορτζ έκανε έναν μορφασμό από μέσα του. Πολύ αμυδρά, θυμότανε ότι ο άλλος γιατρός (δε θυμόταν το όνομά του) κοιτούσε κι αυτός παρόμοια μικροφίλμ. Θα μπορούσαν να είναι τα ίδια; Ο άλλος γιατρός είχε κατσουφιάσει κι ετούτος δω τα κοίταζε λες κι ήταν θυμωμένος. Η χαρά του Τζορτζ είχε κιόλας μόλις χαθεί. Ο Δρ. Αντονέλι άπλωσε τις σελίδες ενός χοντρούτσικου φακέλου μπροστά του τώρα παραμερίζοντας προσεκτικά τα φιλμ. «Εδώ γράφει ότι θέλεις να γίνεις Προγραμματιστής Η/Υ».

«Μάλιστα, γιατρέ».

«Το θέλεις ακόμη;»

«Μάλιστα, κύριε».

«Είναι μια υπεύθυνη και απαιτητική δουλειά. Αισθάνεσαι πως είσαι ικανός  για τέτοια θέση;»

«Μάλιστα, κύριε».

«Οι περισσότεροι από τους προεκπαιδευμένους δε δηλώνουν κάποιο συγκεκριμένο επάγγελμα. Πιστεύω πως φοβούνται μήπως τα θαλασσώσουν».

«Νομίζω πως έχετε δίκιο, κύριε».

«Εσύ δε φοβάσαι;»

«Για να είμαι ειλικρινής, κύριε».

Ο Δρ Αντονέλι κούνησε το κεφάλι του, χωρίς καμιά αισθητή έκφραση ενθάρρυνσης. «Γιατί θέλεις να γίνεις Προγραμματιστής;»

«Είναι μια υπεύθυνη και απαιτητική θέση όπως είπατε, κύριε. Είναι μια σπουδαία και συναρπαστική δουλειά. Μ’ αρέσει και νομίζω πως μπορώ να την κάνω».

Ο Δρ Αντονέλι τακτοποίησε τα χαρτιά και κοίταξε τον Τζορτζ βλοσυρά. Κατόπιν είπε, «πώς ξέρεις ότι σ’ αρέσει; Μήπως επειδή θα σε διεκδικήσει κάποιος πλανήτης Πρώτου Βαθμού;»

Ο Τζορτζ σκέφτηκε ανήσυχος: προσπαθεί να σε μπερδέψει. Κράτησε την ηρεμία σου και να είσαι ειλικρινής.

Είπε, «νομίζω ένας Προγραμματιστής έχει καλές ευκαιρίες, κύριε, ακόμη κι αν μείνω στη Γη, είμαι σίγουρος πως θα μ’ αρέσει». (Πράγμα που αληθεύει. Δε λέω ψέματα, σκέφτηκε ο Τζορτζ.)

«Ωραία, αλλά πώς το ξέρεις;»

Τον ρώτησε σαν να ήξερε ότι δεν υπήρχε πρέπουσα απάντηση και ο Τζορτζ σχεδόν χαμογέλασε. Είχε μια.

Είπε, «εδώ και καιρό μελετώ σχετικά με τον προγραμματισμό, κύριε».

«Κάνεις τι;» τώρα ο γιατρός τον κοίταξε με πραγματική κατάπληξη, πράγμα που έκανε τον Τζορτζ να χαρεί.

«Διαβάζω σχετικά με το αντικείμενο, κύριε. Αγόρασα ένα βιβλίο επί του θέματος και το μελετώ».

«Ένα βιβλίο για Πιστοποιημένους Προγραμματιστές;»

«Μάλιστα, κύριε».

«Μα πώς μπορούσες να το καταλάβεις;»

«Στην αρχή δυσκολεύτηκα. Αγόρασα κι άλλα βιβλία για μαθηματικά και ηλεκτρονική. Κατάλαβα όσα μπορούσα. Ακόμη δεν ξέρω πολλά, αλλά γνωρίζω αρκετά για να βεβαιωθώ πως μ’ αρέσει και ξέρω πως μπορώ να τα καταφέρω».

(Ακόμη κι οι γονείς του ποτέ δε βρήκαν εκείνη τη μυστική κρυψώνα για τα βιβλία ούτε ήξεραν γιατί περνούσε τόσο πολύν χρόνο στο δωμάτιό του ούτε ακριβώς τι συνέβαινε στον ύπνο που έχανε).



Ο γιατρός τράβηξε το προγούλι του.

«Τι έννοια είχε να το κάνεις αυτό, γιε μου;»

«Ήθελα να βεβαιωθώ ότι μ’ ενδιέφερε κύριε».

«Γνωρίζεις βέβαια ότι το να δείχνεις ενδιαφέρον δεν έχει καμιά σημασία. Θα μπορούσε να σε ενθουσιάσει ένα θέμα αλλά εάν η φυσική σύνθεση του εγκεφάλου σου είναι πιο δεκτική για κάτι άλλο, θα γίνεις αυτό το κάτι άλλο. Το γνωρίζεις αυτό βέβαια;»

«Μου το έχουν πει», απάντησε ο Τζορτζ επιφυλακτικά.

«Λοιπόν, να το πιστέψεις, γιατί αληθεύει».

Ο Τζορτζ έμεινε σιωπηλός.

Ο Δρ Αντονέλι συνέχισε: «Ή μήπως πιστεύεις πως με το να μελετάς ένα αντικείμενο θα στρέψει τα εγκεφαλικά σου κύτταρα προς αυτήν την κατεύθυνση – σαν την άλλη θεωρία που λέει ότι μια έγκυος το μόνο που χρειάζεται για να γίνει το παιδί της συνθέτης είναι ν’ ακούει συνεχώς σπουδαία μουσική – εσύ το πιστεύεις αυτό;»

Ο Τζορτζ κοκκίνισε. Αυτό ακριβώς είχε στο μυαλό του. Δηλαδή, με το να αναγκάζει τη διάνοιά του συνεχώς προς την επιθυμητή κατεύθυνση, αισθανόταν βέβαιος πως θα έκανε μια καλή αρχή. Η περισσότερη αυτοπεποίθησή του βασιζόταν ακριβώς σ’ αυτό το σημείο.

«Ποτέ εγώ – » άρχισε να λέει, αλλά δε βρήκε τρόπο να τελειώσει την πρόταση.

«Λοιπόν, δεν ισχύει. Για το Θεό, νεαρέ μου, το καλούπι του εγκεφάλου σου είναι προκαθορισμένο εκ γενετής. Μπορεί όμως ν’ αλλάξει μ’ ένα χτύπημα αρκετά σφοδρό για να προκαλέσει ζημιά στα εγκεφαλικά κύτταρα ή μ’ ένα διαρρηγμένο αγγείο ή μ’ έναν όγκο ή με μια σοβαρή μόλυνση – κάθε φορά, φυσικά, προς το χειρότερο. Όμως στα σίγουρα δεν μπορεί να επηρεαστεί  με το να κάνεις συγκεκριμένες σκέψεις». Κοίταξε τον Τζορτζ στοχαστικά και κατόπιν είπε: «Ποιος σου είπε να κάνεις κάτι τέτοιο;»

Ο Τζορτζ τώρα για τα καλά ταραγμένος, ξεροκατάπιε και είπε: «Κανείς, γιατρέ. Η ιδέα ήταν καθαρά δική μου».

«Ποιος έμαθε γι’ αυτό που κάνεις από τότε που το άρχισες;»

«Κανείς. Γιατρέ, δεν σκόπευα να κάνω κάτι που δεν έπρεπε».

«Ποιος είπε ότι έκανες κάτι άσχημο; Εγώ θα το έλεγα άσκοπο. Γιατί το κρατούσες μυστικό;»

«Να, σκέφτηκα πως θα με κορόιδευαν». (Του ήρθε στο μυαλό ξαφνικά ένας πρόσφατος διάλογος με τον Τρεβέλιαν. Ο Τζορτζ πολύ επιφυλακτικά έθιξε το θέμα σαν κάτι που απλά και αμυδρά βρισκόταν στο πίσω μέρος του μυαλού του σχετικά με τη δυνατότητα να μάθει κάποιος κάτι με το να γεμίζει το νου του γνώση με δόσεις, δηλαδή κομμάτι – κομμάτι. Ο Τρεβέλιαν τον είχε γιουχαΐσει, ‘Τζορτζ, μετά θα κατεργάζεσαι δέρμα για τα παπούτσια σου και θα υφαίνεις τα πουκάμισά σου’. Και ευγνωμονούσε τον εαυτό του τότε για την πολιτική μυστικότητας).

Ο Δρ Αντονέλι έσπρωξε στις θέσεις τους τα μικροφίλμ που κοίταζε με δύσθυμες σκέψεις. Κατόπιν είπε, «Για να σε περάσουμε από ανάλυση. Το θέμα δεν οδηγεί πουθενά».

Ηλεκτρόδια τοποθετήθηκαν στους κροτάφους του Τζορτζ. Ακούστηκε ο χαρακτηριστικός βόμβος. Και πάλι του ήρθε στο νου του έντονα η ανάμνηση πριν από δέκα χρόνια.

Αισθανόταν τα χέρια του γλοιώδη από τον ιδρώτα. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Δεν έπρεπε να αποκαλύψει στον γιατρό τη μυστική του μελέτη. Ήταν η καταραμένη ματαιοδοξία του που τον ανάγκασε, είπε από μέσα του. Ήθελε να δείξει πόσο ρηξικέλευθος ήταν και τι πρωτοβουλία έδειχνε. Αντί τούτων φάνηκε προληπτικός και αδαής προκαλώντας την εχθρικότητα του γιατρού. (Μπορούσε να διακρίνει πως ο γιατρός έδειξε την απέχθειά του για το ότι άρχισε ο Τζορτζ να κάνει τον εξυπνάκια).

Και τώρα έφερε τον εαυτό του σε τέτοια κατάσταση νευρικότητας που ήταν βέβαιος πως ο αναλυτής δε θα έδειχνε κάτι που να βγάζεις άκρη. Δεν αντιλήφθηκε τα ηλεκτρόδια να απομακρύνονται από τους κροτάφους του. Η θέα του γιατρού που τον κοίταζε σκεφτικά τον έκανε να συνειδητοποιήσει πως όλα τέλειωσαν. Τα ηλεκτρόδια απομακρύνθηκαν και ο Τζορτζ με μεγάλο κόπο σηκώθηκε. Παραιτήθηκε εντελώς από την φιλοδοξία του να γίνει προγραμματιστής. Στο χρονικό διάστημα των δέκα λεπτών, είχαν όλα χαθεί.

Ρώτησε μελαγχολικά: «Υποθέτω πως είναι όχι;»

«Όχι τι;»

«Δεν κάνω για Προγραμματιστής;»

Ο γιατρός έξυσε τη μύτη του και είπε, «μάζεψε τα ρούχα σου και τα προσωπικά σου αντικείμενα και πήγαινε στο δωμάτιο 15-Γ. Εκεί θα βρίσκεται ο φάκελός σου και η αναφορά μου».

Ο Τζορτζ ρώτησε με κατάπληξη, «έχω κιόλας πιστοποιηθεί; Είχα την εντύπωση ότι όλο αυτό απλά ήταν – ». Ο Δρ Αντονέλι έριξε το βλέμμα του στο γραφείο του. «Θα σου τα εξηγήσουν όλα. Εσύ κάνε αυτό που σου λέω». Ο Τζορτζ αισθάνθηκε κάτι σαν πανικό. Τι ήταν αυτό που ο γιατρός δεν του έλεγε; Μήπως δεν ήταν κατάλληλος για τίποτε παρά μόνο για να γίνει Πιστοποιημένος Εργάτης; Επρόκειτο να τον προετοιμάσουν για κάτι τέτοιο ώστε να προσαρμοστεί.

Και ξαφνικά αισθάνθηκε τόσο σίγουρος γι’ αυτό που μετά βίας κρατήθηκε να μην ουρλιάξει. Επέστρεψε σκουντουφλώντας στην αίθουσα αναμονής. Ο Τρεβέλιαν δεν ήταν εκεί, πράγμα για το οποίο θα έπρεπε να είναι ευγνώμων εάν είχε την αυτοκυριαρχία να είναι ενήμερος για το πού βρισκόταν. Σχεδόν όλοι είχαν φύγει και οι λίγοι που είχαν μείνει να δείχνουν κάποια περιέργεια ήταν πολύ καταβεβλημένοι από την πολύωρη αλφαβητική αναμονή για να αντιμετωπίσουν το φλογερό βλέμμα θυμού και μίσους που τους έριξε.

Γιατί αυτοί να έχουν το δικαίωμα να γίνουν τεχνικοί όταν αυτός ο ίδιος θα ήταν ένας Εργάτης; Για φαντάσου, Εργάτης! Ήταν πια σίγουρος!

Τον οδήγησε ένας συνοδός με κόκκινη φόρμα κατά μήκος διαδρόμων γεμάτων δραστηριότητα, με ξεχωριστά δωμάτια εκατέρωθεν, που το καθένα είχε το προσωπικό του, δυο εδώ, πέντε εκεί: Τους Τεχνικούς Αυτοκινήτων, τους Μηχανικούς Κατασκευών, τους Αγρονόμους – υπήρχαν εκατοντάδες ειδικευμένων επαγγελμάτων και τα περισσότερα απ’ αυτά θα αντιπροσωπεύονταν σ’ αυτή τη μικρή πόλη έτσι κι αλλιώς από κάνα δυο επαγγελματίες.

Και τότε απλά τους μίσησε όλους: τους Στατιστικολόγους, τους Λογιστές, τα χαμηλά και τα υψηλά επαγγέλματα. Τους μίσησε επειδή κιόλας τώρα ήταν κάτοχοι της σίγουρης γνώσης τους, γνώριζαν το πεπρωμένο τους, ενώ ο ίδιος, ακόμη άδειος, έπρεπε να αντιμετωπίσει μια ακόμη παραπέρα γραφειοκρατική διαδικασία. Έφτασε στο δωμάτιο 15-Γ, τον έμπασαν μέσα και τον άφησαν σ’ ένα  άδειο δωμάτιο. Για μια στιγμή το ηθικό του αναπτερώθηκε. Σίγουρα, εάν αυτό ήταν το δωμάτιο για την πιστοποίηση εργατών, θα υπήρχαν δεκάδες παρόντες από νεαρούς. Μια πόρτα άνοιξε αυτόματα σ’ ένα διαχωριστικό ψηλό μέχρι τη μέση ενός ανθρώπου και βγήκε ένας ηλικιωμένος ασπρομάλλης. Χαμογέλασε φανερώνοντας ίσια και κομψά δόντια που προφανώς ήταν ψεύτικη οδοντοστοιχία, αλλά το πρόσωπό του ήταν ακόμη ροδαλό και αρυτίδωτο, και ή φωνή του γεμάτη σφρίγος.

«Καλημέρα, Τζορτζ», άρχισε να λέει. «Όπως βλέπω, ο δικός μας τομέας τη φορά αυτή έχει μόνο ένα άτομο, εσένα».

«Μόνο ένα;» έκανε ο Τζορτζ ανέκφραστα.

«Σ’ όλη τη γη χιλιάδες, φυσικά. Χιλιάδες. Δεν είσαι μόνος».

Ο Τζορτζ ένιωσε οργισμένος. «Δεν καταλαβαίνω, κύριε», είπε. «Ποια είναι η πιστοποίησή μου; τι συμβαίνει;»

«Ήρεμα, γιε μου. Εντάξει είσαι. Θα μπορούσε να συμβεί στον καθένα. Άπλωσε το χέρι του και ο Τζορτζ το πήρε μηχανικά. Έσφιξε το χέρι του Τζορτζ με δύναμη και θέρμη. «Κάθισε, γιε μου. Με λένε Σαμ Ελενφορντ».

Ο Τζορτζ ένευσε ανυπόμονα. «Θέλω να μάθω τι ακριβώς συμβαίνει, κύριε».

«Φυσικά. Αρχικά, δεν μπορείς να γίνεις Προγραμματιστής Η/Υ, Τζορτζ. Τούτο, πιστεύω, το έχεις μαντέψει».

«Ναι, το μάντεψα», είπε ο Τζορτζ πικρόχολα. «Τι θα γίνω λοιπόν;»

«Εδώ είναι η δυσκολία να σου εξηγήσω, Τζορτζ». Κοντοστάθηκε, και κατόπιν συνέχισε με προσεκτική ευκρίνεια, «Τίποτε».

«Τι!»

«Τίποτε!»

«Τι θέλετε να πείτε; Γιατί δεν μπορείτε να μου αναθέσετε ένα επάγγελμα;»

«Δεν έχουμε καμιά επιλογή επί του θέματος, Τζορτζ. Είναι η δομή του εγκεφάλου σου που το κρίνει».

Ο Τζορτζ έγινε κίτρινος σαν λεμόνι. Τα μάτια του γούρλωσαν. «Έχει κάποιο ελάττωμα εγκέφαλός μου;»

«Υπάρχει κάποιο ελάττωμα. Από επαγγελματικής κατάταξης, υποθέτω, μπορείς να το πεις ελάττωμα».

«Μα γιατί;»

Ο Έλενφορντ σήκωσε τους ώμους του αδιάφορα. «Είμαι βέβαιος πως γνωρίζεις τον τρόπο που ο πλανήτης Γη λειτουργεί το εκπαιδευτικό του πρόγραμμα, Τζορτζ. Στην πράξη κάθε ανθρώπινο ον μπορεί ν’ αφομοιώσει κάθε είδος γνώσης, αλλά κάθε ανθρώπινος εγκέφαλος είναι καλύτερα κατάλληλος να δεχθεί κάποιο συγκεκριμένο είδος γνώσης από άλλα. Εμείς προσπαθούμε να ταιριάξουμε νου με γνώση με τον καλύτερο τρόπο εντός των ορίων των ποσοστώσεων για κάθε επάγγελμα».

Ο Τζορτζ κούνησε το κεφάλι του. «Ναι, το ξέρω».

«Κάθε λίγο και λιγάκι, Τζορτζ, συναντούμε έναν νεαρό που το μυαλό του δεν είναι κατάλληλο να δεχθεί όποιο είδος γνώσης θα του εμφυτευθεί».

«Εννοείτε δεν μπορώ να Εκπαιδευτώ;»

«Ακριβώς αυτό εννοώ»

«Μα τούτο είναι τρελό. Είμαι έξυπνος. Μπορώ να καταλαβαίνω –», κοίταξε γύρω του ανήμπορος σαν να πάσχιζε να βρει κάποιο τρόπο να αποδείξει ότι είχε μυαλό που λειτουργούσε κανονικότατα.

«Μη με παρανοείς, σε παρακαλώ», είπε ο Έλενφορντ με σοβαρότητα. «Είσαι ευφυής. Δεν υπάρχει αμφιβολία γι’ αυτό. Η ευφυΐα σου μάλιστα είναι πάνω του μετρίου. Δυστυχώς όμως τούτο δεν έχει καμιά σχέση με το γεγονός εάν ή όχι το μυαλό σου δεν μπορεί να δεχθεί την εμφυτευόμενη γνώση. Και μάλιστα, είναι σχεδόν πάντα το ευφυές άτομο που έρχεται εδώ».

«Δηλαδή ούτε Πιστοποιημένος Εργάτης δεν μπορώ να γίνω;» ξεστόμισε μπερδεύοντας τα λόγια του ο Τζορτζ. Ξαφνικά ακόμη κι αυτό το επάγγελμα ήταν καλύτερο από το κενό που είχε ν’ αντιμετωπίσει. «Τι ιδιαίτερη γνώση πρέπει να έχεις για να γίνεις εργάτης;»

«Μην υποτιμάς τον Εργάτη, νεαρέ μου. Υπάρχουν δεκάδες υποκατηγορίες και κάθε ποικιλία έχει το δικό της σώμα μιας αρκετά λεπτομερούς γνώσης. Νομίζεις πως δεν θέλει καθόλου ειδικευμένη γνώση όσον αφορά τον σωστό τρόπο να σηκώσεις ένα βάρος. Εξάλλου, για εργάτες πρέπει να επιλέγουμε όχι μόνο κατάλληλα μυαλά αλλά και κατάλληλα σώματα. Εσύ, Τζορτζ, δεν έχεις το κατάλληλο σωματότυπο για ν’ αντέξεις για πολύ σαν Εργάτης».

Ο Τζορτζ είχε πλήρη επίγνωση του μικροκαμωμένου σώματός του. «Όμως δεν έχω ποτέ ακούσει για κάποιον χωρίς επάγγελμα».

«Δεν είναι και πολλοί», παραδέχτηκε ο Έλενφορντ. «Γι’ αυτό τους φροντίζουμε».

«Τους φροντίζετε;» Ο Τζορτζ άρχισε να νιώθει σύγχυση και τρόμο να μεγαλώνουν μέσα του.

«Είστε προστατευμένοι του πλανήτη, Τζορτζ. Από την ώρα που θα μπείτε εδώ απ’ αυτήν την πόρτα, είμαστε υπεύθυνοι για σας», είπε χαμογελώντας.

Ήταν ένα στοργικό χαμόγελο. Του Τζορτζ του φάνηκε χαμόγελο ιδιοκτησίας. Το χαμόγελο ενός μεγάλου σ’ ένα ανήμπορο παιδί.

«Δηλαδή θα είμαι φυλακισμένος;» ρώτησε.

«Φυσικά και όχι. Απλά θα είσαι μ’ άλλους σαν κι εσένα».

Σαν κι εσένα. Οι λέξεις χτύπησαν το αυτί του Τζορτζ σαν κεραυνός. Ο Έλενφορντ συνέχισε, «χρειάζεστε ειδική μεταχείριση. Εμείς θα σας φροντίσουμε».

Προς φρίκη του, ο Τζορτζ αναλύθηκε σε δάκρυα. Ο Έλενφορντ κατευθύνθηκε στην άλλη άκρη του δωματίου και κοίταζε αλλού σαν να είχε πέσει σε βαθιά σκέψη. Ο Τζορτζ αγωνιζόταν να περιορίσει το εναγώνιο κλάμα του σε λυγμούς και τελικά να καταπνίξει κι αυτούς. Σκέφτηκε τον πατέρα του και τη μητέρα του, τους φίλους του, τον Τρεβέλιαν, την ντροπή του – και ξέσπασε αντιδρώντας, «έμαθα να διαβάζω». «Όλοι με υγιές μυαλό μπορούν να διαβάζουν», είπε ο Έλενφορντ. «Ποτέ δεν συναντήσαμε εξαιρέσεις. Είναι στο παρόν στάδιο που ανακαλύπτουμε – εξαιρέσεις. Κι ακόμη και τότε που έμαθες να διαβάζεις, Τζορτζ, ενδιαφερθήκαμε για το καλούπι του μυαλού σου. Ορισμένες ιδιαιτερότητες αναφέρθηκαν και τότε από τον υπεύθυνο γιατρό».

«Δεν μπορείτε να μ’ εκπαιδεύσετε; Δεν έχετε καν δοκιμάσει. Είμαι πρόθυμος να το ριψοκινδυνέψω».

«Ο νόμος μας το απαγορεύει, Τζορτζ. Αλλά άκου, δε θα είναι και άσχημα. Εμείς θα εξηγήσουμε την περίπτωση στους γονείς σου για να μην πληγωθούν. Στο μέρος που θα πας, θα έχεις προνόμια. Θα σου παράσχουμε βιβλία για να μάθεις ό, τι θελήσεις».

«Ν’ αλείφεις τη γνώση με το χέρι, σαν το βούτυρο στο ψωμί», είπε ο Τζορτζ με πικρία. «Κομμάτι, κομμάτι. Και μετά, όταν θα είμαι στα πρόθυρα του θανάτου, θα μάθω αρκετά για να γίνω Πιστοποιημένος Κατώτερος Υπάλληλος Γραφείου, Τμήμα Συνδετήρων».

«Κι όμως ξέρω διάβαζες κιόλας βιβλία».

Ο Τζορτζ πάγωσε. Κεραυνοβολήθηκε από μια ξαφνική συνειδητοποίηση, που τον συνέτριψε. «Αυτό είναι».

«Τι πράγμα;»

«Εκείνος ο τύπος, ο Αντονέλι. Μου την έφερε πισώπλατα».

«Όχι, Τζορτζ. Έχεις άδικο».

«Εμένα μου λες!» Ο Τζορτζ βρισκόταν σε μια έκσταση μανίας. «Εκείνος ο παλιομπάσταρδος με ξεπούλησε γιατί νόμισε πως του έκανα τον έξυπνο. Διάβαζα βιβλία και προσπαθούσα να κάνω μια καλή αρχή για να γίνω προγραμματιστής. Λοιπόν, τι θέλετε τώρα για να το τακτοποιήσουμε; Λεφτά; Δεκάρα τσακιστή δε θα πάρετε. Θα φύγω από δω και όταν τελειώσω την καταγγελία μου – ». Ούρλιαζε τώρα.

Ο Έλενφορντ κούνησε το κεφάλι του και πίεσε έναν διακόπτη. Δυο άντρες μπήκαν στο δωμάτιο ακροποδητί και στάθηκαν εκατέρωθεν του Τζορτζ. Ακινητοποίησαν τα χέρια του στα πλευρά του. Ο ένας τον ψέκασε μ’ ένα  υποδερμικό σπρέι στο κοίλο μέρος του αγκώνα και μπαίνοντας το υπνωτικό στη φλέβα του έδρασε αμέσως. Τα ουρλιαχτά του σταμάτησαν και το κεφάλι του έγειρε χαλαρό προς τα μπρος. Τα γόνατά του διπλώθηκαν στα δυο και μόνο οι άντρες τον κρατούσαν όρθιο ενώ αυτός κοιμόταν.



Φρόντισαν πράγματι τον Τζορτζ σύμφωνα με την υπόσχεσή τους. Του φερθήκαν καλά και πάντοτε στοργικά – με τον τρόπο, σκεφτόταν ο Τζορτζ, που κι ο ίδιος θα έδειχνε οίκτο σ’ ένα άρρωστο γατάκι. Του έλεγαν πως έπρεπε να σταθεί στα πόδια του και να δείξει ενδιαφέρον για τη ζωή. Κατόπιν του έλεγαν ότι οι περισσότεροι που έρχονταν εδώ ήταν το ίδιο απελπισμένοι στην αρχή, και γρήγορα θα έβγαινε απ’ αυτήν την κατάσταση. Αυτός ούτε καν τους άκουγε.

Ο ίδιος ο Δρ Έλενφορντ τον επισκέφτηκε να του πει πως οι γονείς του πληροφορήθηκαν ότι ο ίδιος έλλειπε σε ειδική αποστολή.

Ο Τζορτζ μουρμούρισε, «Ξέρουν πως –»

Ο Έλενφορντ τον καθησύχασε αμέσως. «Δε δώσαμε καμιά λεπτομέρεια».

Στην αρχή ο Τζορτζ αρνιόταν να τρώει. Τον τάιζαν ενδοφλέβια. Έκρυβαν όλα τα αιχμηρά αντικείμενα και τον φρουρούσαν. Ο Χάλι Ομάνι έγινε ο συγκάτοικός του και η απάθειά του επέδρασε καταπραϋντικά πάνω στον Τζορτζ.

Μια μέρα, εξαιτίας σκέτης και απελπιστικής ανίας, ο Τζορτζ ζήτησε ένα βιβλίο. Ο Ομάνι, ο οποίος διάβαζε βιβλία διαρκώς, σήκωσε το βλέμμα του και χαμογέλασε πλατιά. Ο Τζορτζ παραλίγο ν’ ακυρώσει το αίτημά του εκεί και τότε προτιμώντας τίποτε παρά να τους δώσει την ικανοποίηση πως χρειάζεται κάτι, αλλά σκέφτηκε: και τι με νοιάζει; Δεν είπε ακριβώς τι βιβλίο ήθελε κι ο Ομάνι του έφερε ένα σχετικά με χημεία. Τα γράμματα ήταν μεγάλα, οι λέξεις σύντομες και είχε πολλές εικονογραφήσεις. Ήταν βιβλίο για εφήβους. Το πέταξε βίαια πάνω στον τοίχο.

Να τι θα ήταν πάντα. Όλη του τη ζωή ένας έφηβος. Ένας προ-Εκπαιδευμένος για πάντα για τον οποίο θα γράφονταν ειδικά βιβλία.  Έμεινε ξαπλωμένος στο κρεβάτι του σιγοβράζοντας από θυμό και λύπη και ατενίζοντας το ταβάνι. Μετά από μια ώρα σηκώθηκε βλοσυρός, σήκωσε το βιβλίο κι άρχισε να διαβάζει.

Χρειάστηκε μια βδομάδα να το τελειώσει και κατόπιν ζήτησε άλλο.

«Θέλεις να πάω το άλλο που τελείωσες πίσω;» ρώτησε ο Ομάνι. Ο Τζορτζ συνοφρυώθηκε. Υπήρχαν πράγματα στο βιβλίο που δεν καταλάβαινε, αλλά από ντροπή δεν ήθελε να ρωτήσει. Ο Ομάνι όμως είπε, «εδώ που τα λέμε, καλύτερα να το κρατήσεις. Τα βιβλία γράφτηκαν να διαβάζονται και να ξαναδιαβάζονται».

Και την ίδια μέρα τελικά δέχτηκε την πρόσκληση του Ομάνι να περιηγηθούν το μέρος. Ακολουθούσε πεισματικά τον Νιγηριανό και εξέταζε τον περιβάλλοντα χώρο με εχθρικό μάτι. Πράγματι ο χώρος κάθε άλλο παρά φυλακή ήταν. Δεν υπήρχαν ούτε τείχη, ούτε κλειδωμένες πόρτες, ούτε φρουροί. Αποτελούσε όμως μια φυλακή για το λόγο ότι οι τρόφιμοι δεν είχαν που να πάνε αν ήθελαν να δραπετεύσουν.

Κάπως ένιωσε καλύτερα που είδε δεκάδες κι άλλους σαν κι αυτόν. Μέχρι τώρα νόμιζε πως ήταν ο μοναδικός στον κόσμο – σακάτης. «Πόσοι βρίσκονται εδώ τέλος πάντων;» είπε μουρμουρίζοντας.

«Διακόσιοι πέντε, Τζορτζ, και τούτο δεν είναι το μοναδικό μέρος στον κόσμο. Υπάρχουν χιλιάδες». Κόσμος γύριζε και τον κοίταζε καθώς περνούσε, όπου κι αν πήγαινε, στο γυμναστήριο, στα γήπεδα του τένις, στη βιβλιοθήκη (ποτέ στη ζωή του δεν είχε φανταστεί να υπάρχουν τόσα πολυάριθμα βιβλία. Ήταν τακτοποιημένα, πράγματι με τάξη,  πάνω σε ράφια, σε μακρές σειρές ραφιών). Τον κοίταζαν με περιέργεια προκαλώντας τον να τους επιστρέφει το βλέμμα του αγριωπά. Στο κάτω-κάτω οι ίδιοι δεν ήταν καλύτεροι απ’ αυτόν. Δεν είχαν το δικαίωμα να τον κοιτάζουν σαν να ήταν κάτι το αξιοπερίεργο.

Οι περισσότεροι απ’ αυτούς είχαν πατήσει τα είκοσι. «Τι γίνεται με τους μεγαλύτερους;» ρώτησε ξαφνικά ο Τζορτζ. «Ο χώρος τούτος ειδικεύεται με τους ηλικιακά νεότερους», απάντησε ο Ομάνι. Ύστερα, σαν να κατάλαβε τον υπαινιγμό της ερώτησης του Τζορτζ που δεν είχε πιάσει στην αρχή, κούνησε το κεφάλι του και είπε με σοβαρότητα. «Δεν τους ξεκάνουν, αν είναι αυτό που εννοείς. Υπάρχουν ιδρύματα για μεγαλύτερους». «Ποιος νοιάζεται;» μουρμούρισε ο Τζορτζ, που ένιωσε ότι έδειχνε υπερβολικό ενδιαφέρον κι έτσι κινδύνευε να γίνει υποχωρητικός. «Καθώς μεγαλώνεις μπορεί να βρεθείς σ’ ένα ίδρυμα με τροφίμους κι απ’ τα δυο φύλα». Τούτο εξέπληξε κάπως τον Τζορτζ. «Και οι γυναίκες το παθαίνουν;» «Και βέβαια. Τι νομίζεις; Ότι οι γυναίκες είναι απρόσβλητες σ’ αυτό;» Ο Τζορτζ δέχτηκε αυτήν την παρατήρηση στο μυαλό του με περισσότερο ενδιαφέρον και έξαψη απ’ οτιδήποτε είχε νιώσει από την ημέρα που – έδιωξε γρήγορα τη σκέψη από το νου του.

Ο Ομάνι σταμάτησε στο κατώφλι ενός δωματίου που περιείχε μια μικρή καλωδιακή τηλεόραση και έναν επιτραπέζιο υπολογιστή. Πέντε με έξη νεαροί κάθονταν γύρω από την τηλεόραση. «Αυτή είναι μια αίθουσα διδασκαλίας», είπε ο Ομάνι. «Και τι κάνουν;» ρώτησε ο Τζορτζ. «Εκπαιδεύονται. Όχι, με την κανονική μέθοδο», πρόσθεσε γρήγορα.

«Δηλαδή, στοιβάζουν ό, τι μαθαίνουν κομμάτι-κομμάτι στο μυαλό τους;»

«Ακριβώς. Μ’ αυτόν τον τρόπο μάθαιναν στην αρχαιότητα».

Τούτο συνέχιζαν να του λένε από τη μέρα που ήρθε στο ίδρυμα αλλά τι έβγαινε;  Πες πως υπήρξε μια μέρα όταν η ανθρωπότητα δε γνώριζε τον διαθερμικό φούρνο. Τούτο πάει να πει πως έπρεπε να είναι ευχαριστημένος να τρώει το κρέας του ωμό ενώ οι άλλοι τώρα το τρώνε μαγειρεμένο;

«Γιατί υφίστανται όλα αυτά με το να μαθαίνουν με τόση αργοπορία;» ρώτησε.

«Για να σκοτώνουν την ώρα τους, κι επειδή έχουν την περιέργεια».

«Και σε τι τους ωφελεί αυτό;»

«Τους κάνει πιο χαρούμενους».

Ο Τζορτζ κλωθογύρισε τη σκέψη αυτή στο νου του μέχρι την ώρα του ύπνου.

Το επόμενο πρωί ρώτησε τον Ομάνι απότομα: «Μπορείς να μου βάλεις σε μια τάξη όπου μπορώ να βρω κάτι για προγραμματισμό;»

«Και βέβαια», ανταποκρίθηκε ο Ομάνι με θέρμη.

Ήταν μια χρονοβόρα διαδικασία και ο Τζορτζ την απεχθανόταν. Γιατί θα έπρεπε κάποιος να του εξηγεί κάτι ξανά και ξανά; Γιατί θα έπρεπε να διαβάζει και να ξαναδιαβάζει μια παράγραφο, και να κατόπιν να κοιτάζει προσεκτικά μια μαθηματική εξίσωση και να μην την καταλαβαίνει αμέσως; Δεν ήταν αυτός ο τρόπος που πορεύονταν οι κανονικοί άνθρωποι.  Ξανά και ξανά παραιτούταν. Κάποτε δεν πήγε να παρακολουθήσει μαθήματα για μια βδομάδα. Αλλά πάντοτε επέστρεφε. Ο λειτουργός, που ήταν υπεύθυνος για την ανάθεση μελέτης, και τους έκανε τηλεοπτικές επιδείξεις, και επιπλέον τους εξηγούσε δύσκολες παραγράφους και δυσκολονόητες έννοιες, ποτέ δεν του έκανε παρατήρηση για την απουσία του.

Τελικά ανάθεσαν στον Τζορτζ μια τακτική εργασία στους κήπους και σε ποικίλες εργασίες στα μάγειρα και στην καθαριότητα. Τούτο παρουσιαζόταν ως μια προαγωγή, αλλά δεν το έχαφτε. Ο χώρος θα μπορούσε να είναι πιο μηχανικά εξοπλισμένος από όσο ήταν, αλλά σκόπιμα εξασφάλιζαν χειρονακτική απασχόληση για τους νεαρούς για να τους κάνουν να πιστέψουν ότι έκαναν κάτι άξιο και χρήσιμο. Ο Τζορτζ όμως δεν ξεγελιόταν. Έπαιρναν επίσης κι ένα μικρό ποσό χρημάτων με το οποίο θα μπορούσαν να αγοράσουν είδη της προτίμησής τους ή να το βάλουν στην μπάντα για μια προβληματική χρήση σε προβληματικά γηρατειά. Ο Τζορτζ έβαζε τα χρήματά του σ’ ένα ανοιχτό γυάλινο βάζο που το φύλαγε στο ράφι ενός ντουλαπιού. Ιδέα δεν είχε πόσα είχε μαζέψει. Ούτε που τον ένοιαζε.

Δεν έκανε πραγματικούς φίλους αν και έφτασε στο στάδιο να περνάει μια πολιτισμένη μέρα με παρέα. Ακόμη σταμάτησε (σχεδόν σταμάτησε) να συλλογίζεται για την αδικία που τον έριξε εδώ. Βδομάδες περνούσαν χωρίς να ονειρευτεί τον Αντονέλι, τη χοντρή του μύτη και τον προγουλιασμένο λαιμό του, το λοξό του βλέμμα που έριξε τον Τζορτζ σε μια καυτή κινούμενη άμμο κρατώντας τον αποκάτω μέχρι που ξυπνούσε με τον Ομάνι να σκύβει ανησυχητικά από πάνω του.

Μια χιονισμένη μέρα του Φλεβάρη ο Ομάνι του είπε: «Είναι καταπληκτικό με το πώς προσαρμόζεσαι». Αλλά εκείνη η μέρα ήταν ακριβώς δεκατρείς Φεβρουαρίου, τα δέκατα ένατα γενέθλιά του. Ήρθε ο Μάρτης, μετά ο Απρίλης και με την έλευση του Μάη συνειδητοποίησε ότι δεν είχε προσαρμοστεί καθόλου. Ο προηγούμενος Μάης είχε περάσει απαρατήρητος, επειδή ο Τζορτζ ήταν κλινήρης, μαραζωμένος και χωρίς καμιά προσμονή. Τούτος ο Μάης ήταν διαφορετικός.

Σ’ όλα τα μήκη και πλάτη της Γης, ο Τζορτζ γνώριζε, θα γίνονταν οι Ολυμπιακοί και οι νεαροί θα ανταγωνίζονταν αντιπαραβάλλοντας τις δεξιότητές τους μ’ εκείνες των άλλων αγωνιζόμενοι να εξασφαλίσουν μια θέση σ’ έναν νέο κόσμο. Θα επικρατούσε μια εορταστική ατμόσφαιρα, ενθουσιασμός, δελτία ειδήσεων, οι ανεξάρτητοι πράκτορες στρατολόγησης από μακρινούς πλανήτες, η δόξα της νίκης ή η παρηγοριά της ήττας.

Πόση φαντασία υπήρχε σ’ αυτά τα μοτίβα, πόση παιδική του έξαψη ακολουθούσε τα δρώμενα των Ολυμπιακών από χρόνο σε χρόνο, πόσα σχέδιά του – ο Τζορτζ Πλάτεν δεν μπορούσε να συγκρατήσει την νοσταλγία στη φωνή του. Ήταν αδύνατον να καταπιεστεί άλλο. «Αύριο είναι Πρωτομαγιά. Ολυμπιακοί!»

Και με τη λέξη Ολυμπιακοί ακολούθησε το περιστατικό που πυροδότησε τον πρώτο καβγά με τον Ομάνι, ο οποίος πρόφερε το ακριβές όνομα του ιδρύματος όπου βρέθηκε ο Τζορτζ. Ο Ομάνι κοίταξε επίμονα τον Τζορτζ και είπε με ευκρίνεια: «Ένα Ίδρυμα για τους διανοητικά καθυστερημένους». Ο Τζορτζ Πλάτεν αναψοκοκκίνησε. Άκου διανοητικά καθυστερημένος! Το απέρριπτε μετά βδελυγμίας. «Φεύγω», είπε μονότονα. Το είπε σε μια στιγμή αυθορμητισμού.

Ο νους του το συνειδητοποίησε αμέσως από τη δήλωση που έκανε. Ο Ομάνι, ο οποίος είχε ξαναπάρει το βιβλίο του, ανασήκωσε το βλέμμα του. «Τι;»

Ο Τζορτζ τώρα ήξερε τι ήθελε και είπε με άγρια φωνή. «Φεύγω».

«Μη λες βλακείες. Κάτσε κάτω, Τζορτζ, ηρέμησε».

«Όχι, όχι. Βρίσκομαι εδώ γιατί μου την έχουν στήσει, σου λέω. Εκείνος ο γιατρός, ο Αντονέλι, δεν με χώνεψε, εξαιτίας της αίσθησης δυνάμεως που έχουν αυτοί οι τιποτένιοι γραφειοκράτες. Τους πας λίγο κόντρα και σου σβήνουν τη ζωή από το φάκελό σου με μια γραφίδα».

«Πάλι το ίδιο βιολί;»

«Πάλι και θα μείνω μέχρι να διευθετηθούν τα πράγματα. Θα τον ξετρυπώσω τον Αντονέλι κατά κάποιο τρόπο, θα τον τσακίσω και θα τον κάνω να πει την αλήθεια». Ο Τζορτζ ανέπνεε βαριά και έδειχνε αναστατωμένος. Ο μήνας των Ολυμπιακών έφτασε και δε θα τον άφηνε να περάσει ανεκμετάλλευτο. Εάν εγκατέλειπε, τούτο θα ήταν η τελευταία παράδοση και θα τα έχανε όλα μια για πάντα.

[ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...]

Δεν υπάρχουν σχόλια: