Δευτέρα, Ιανουαρίου 10, 2011

Η ΑΤΑΚΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

ΕΤΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ
*******
 ΤΑ ΑΙΣΘΗΣΙΑΚΑ ΟΝΕΙΡΑ
ΕΝΟΣ ΚΟΣΜΟΚΑΛΟΓΕΡΟΥ


«Τις δύναται να εξιχνιάση της γυναικείας ιδιοσυγκρασίας τα μυστήρια;» (από το διήγημά του «Η νοσταλγός»). Οι γυναίκες στην ανθρωπογεωγραφία του λογοτεχνικού σύμπαντος του Παπαδιαμάντη παίζουν καθοριστικό ρόλο.

«Γυναίκες πονεμένες και αδικημένες, καμένες και στερημένες... Αγέρωχα πένθιμες, υπέροχα μυστηριώδεις, ανέμελα σοβαρές... Γερόντισσες σεβάσμιες, πρόσωπα της αγρύπνιας και της μέριμνας... Κουβαλούν το σταυρό τους με βαθιά υπομονή, με ελπίδα, με πόνο, όχι όμως με φόβο. Κορίτσια σεμνά και όμορφα. Πλάσματα γήινα, κάποτε ποθητά, κάποτε όντα ονειρικά. Ερατεινές υπάρξεις, που εμψυχώνουν χλοερούς και διανθείς κάμπους, όνειρα στο κύμα» (Αγγελος Μαντάς στον πρόλογο της ανθολογίας «Γυναίκες της προσμονής και του καημού», εκδόσεις «Αρμός»).

Γυναίκες των βασάνων, του μόχθου, της υπομονής: η Φραγκογιαννού («Φόνισσα»), η θειά Αχτίτσα («Σταχομαζώχτρα»), η Χριστίνα η δασκάλα («Χωρίς στεφάνι»), η Ακριβούλα («Το μυρολόγι της φώκιας»), η Πλανταρού («Φώτα ολόφωτα»).

Στον αντίποδα της νιότης, του κάλλους, του ερωτικού καημού: Η Λιαλιώ («Η νοσταλγός»), η Ματή «(Ερως-ήρως»), η γειτόνισσα Πολυλογού («Ο έρωτας στα χιόνια»), η Πούλια («Τ' αστεράκι»).

Εδώ παραθέτουμε αποσπάσματα από δύο αντιπροσωπευτικά διηγήματά του για τη νοσταλγία των εφηβικών χρόνων, το πρώτο σκίρτημα του έρωτα, τον τρυφερό θαυμασμό για την κρουστή θηλυκή ομορφιά.

* Στο «Ολόγυρα στη λίμνη» (1892) κάποιος θυμάται τα παιδικά του χρόνια. Τότε που δεκατετράχρονος με το συνομήλικο φίλο του Χριστοδουλή ήταν ερωτευμένοι αμφότεροι με τη λίγο μεγαλύτερή τους Πολύμνια. Να πώς περιγράφει την περικαλλή μορφή της όταν τους πλησίασε με τον μικρότερο αδελφό της ζητώντας τους να της βρουν «λίγα ίτσια» (μενεξέδες) και τα δύο αγόρια ξαμολήθηκαν για να της τα μαζέψουν.

«Οποίον λεπτοφυές σώμα εσκέπαζεν η λειομέταξος ορφνή εσθής! Πώς διεγράφετο αρμονικώς η μορφή της με χνοώδη πάλλευκον χρώτα και τα ερυθρά μήλα των παρειών, με τον μελίχρυσον λαιμόν και με το ελαφρώς κολπούμενον στήθος της! Πόσον αβραί ήσαν αι χείρες, και πόσον μελωδική έπαλλεν εις το ους σου η θεσπεσία φωνή της!

Η ξανθοπλόκαμος κόμη ατημέλητος ολίγον, ως να εβιάσθη να καλλωπισθή διά να εξέλθη και απολαύση την θαλασσίαν αύραν και τον τερπνόν της αμμουδιάς περίπατον, αερίζετο από την πνοήν του Βορρά, και το όμμα της, με τα μακρά ματόκλαδα ως πτεροφόρος οϊστός, σ' εσαΐτευε γλυκά εις την καρδίαν.

Ενθυμείσαι! Οποίον αίσθημα εδοκίμασες τότε, και πώς, δεκατετραετής μόλις, ηρωτεύθης ήδη; Η Πολύμνια σου ωμίλησεν! Η Πολύμνια σ' εκάλει ονομαστί! Οποία παιδική μέθη...».

* Στο «Ονειρο στο κύμα» (1900) ενήλικος δικηγόρος ενθυμείται τα εφηβικά του χρόνια όταν ήταν βοσκός στο νησί του. Μια σεληνόφωτη νύχτα του Αυγούστου ψάχνοντας μια χαμένη κατσίκα βλέπει τυχαία από ένα λοφίσκο τη νεαρή Μοσχούλα να κολυμπά γυμνή στη θάλασσα.

«Ητον απόλαυσις, όνειρον, θαύμα. Είχεν απομακρυνθή ώς πέντε οργυιάς από το άντρον, και έπλεε, κ' έβλεπε τώρα προς ανατολάς, στρέφουσα τα νώτα προς το μέρον μου. Εβλεπα την αμαυράν και όμως χρυσίζουσαν αμυδρώς κόμην της, τον τράχηλόν της τον εύγραμμον, τας λευκάς ως γάλα ωμοπλάτας, τους βραχίονας τους τορνευτούς, όλα συγχεόμενα, μελιχρά και ονειρώδη εις το φέγγος της σελήνης.

Διέβλεπα την οσφύν της την ευλύγιστον, τα ισχία της, τας κνήμας, τους πόδας της, μεταξύ σκιάς και φωτός, βαπτιζόμενα εις το κύμα. Εμάντευα το στέρνον της, τους κόλπους της, γλαφυρούς, προέχοντας, δεχομένους όλας της αύρας τας ριπάς και της θαλάσσης το θείον άρωμα. Ητο πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον επιπλέον εις το κύμα· ήτον νηρηίς, νύμφη, σειρήν, πλέουσα, ως πλέει ναυς μαγική, η ναυς των ονείρων... Είχα μείνει χάσκων, εν εκστάσει, και δεν εσκεπτόμην πλέον τα επίγεια». 

Ελευθεροτυπία,8/1/2011

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Γάλλοι σεφ μαγειρικής: εκπαιδευτές και συνεργάτες ή σαδιστές που κάνουν εφιαλτική τη ζωή των εκπαιδευομένων και των υφισταμένων τους;

  Εφιάλτες στην κουζίνα Από τα μικρά μπιστρό ώς τα φημισμένα πολυτελή εστιατόρια, οι...