Τι να δω στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης – Γράφει η αρχαιολόγος δρ Αναστασία Γκαδόλου
Το mononews κάλεσε διευθυντές και προϊσταμένους Μουσείων και Εφορειών Αρχαιοτήτων της χώρας να γνωρίσουν στο κοινό τα σπουδαιότερα εκθέματα που περιλαμβάνονται στις συλλογές τους, ζητώντας παράλληλα την κατάθεση και μιας «προσωπικής» νότας με την επιλογή αντικειμένων, που προκύπτουν μέσα από την ιδιαίτερη ενασχόλησή τους. Σκοπός του αφιερώματος είναι να διευρυνθεί η γνώση του κοινού και να τα καταστήσει τα μουσεία πιο προσιτά, συμβάλλοντας και με αυτόν τον τρόπο στην ανάδειξη, την κατανόηση και την προσωπική σχέση καθενός μας με την πολιτιστική κληρονομιά της χώρας.
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, στεγασμένο σε κτήριο που κατασκευάστηκε από τον διαπρεπή αρχιτέκτονα Πάτροκλο Καραντινό, εγκαινιάστηκε το 1962 στην επέτειο των πενήντα χρόνων από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης. Η συγκέντρωση αρχαιοτήτων, ωστόσο, είχε αρχίσει από το 1925, με το Γενί Τζαμί να αποτελεί το αρχικό μουσείο της πόλης. Η πρώτη επέκταση των κτηριακών εγκαταστάσεων σχεδιασμένη από τον αρχιτέκτονα Αλέξανδρο Βογιατζή έγινε το 1980, ενώ η σημερινή μορφή του οφείλεται στην μεγάλη ανακαίνιση και επέκταση, που πραγματοποιήθηκε στην δεκαετία του 2000 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Νίκου Φυντικάκη. Τα εγκαίνια έγιναν το 2006 με πέντε θεματικές εκθέσεις.
Οι συλλογές του Μουσείου περιλαμβάνουν αριστουργήματα της αρχαίας ελληνικής τέχνης από την Προϊστορική εποχή ως το τέλος της αρχαιότητας, προερχόμενα από όλη τη Μακεδονία. Σπουδαίες είναι οι ενότητες που αφορούν στην δημιουργία του Μακεδονικού Βασιλείου έως και τους ύστερους αυτοκρατορικούς χρόνους με αντικείμενα, όχι μόνο ως έργα τέχνης υψηλής καλλιτεχνικής αξίας, αλλά και ως ζωντανοί μάρτυρες της ιστορίας και του πολιτισμού της Μακεδονίας. Η ιστορία της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης φωτίζοντας άγνωστες πτυχές της, ο Χρυσός των Μακεδόνων με τα εκπληκτικά ευρήματα των πλούσιων μακεδονικών τάφων και οι υπαίθριες εκθέσεις με τα αρχιτεκτονικά και άλλα λίθινα κατάλοιπα της Θεσσαλονίκης.
Ακολουθεί το κείμενο της διευθύντριας του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης Αναστασίας Γκαδόλου
(Αναστασία Γκαδόλου/ΒΙΟ)
:Τα σημαντικότερα εκθέματα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης
Χρυσό στεφάνι από την Απολλωνία
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης διαθέτει την μεγαλύτερη συλλογή χρυσών στεφανιών στον κόσμο, όλα προερχόμενα από πλούσιους μακεδονικούς τάφους του δεύτερου μισού του 4ου π.Χ. αιώνα. Είναι η περίοδος, που η συσσώρευση χρυσού μετά την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου αντικατοπτρίζει την οικονομική και κοινωνική ευμάρεια της Μακεδονίας και ένα από αυτά, με φύλλα κισσού αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα. Συγκεκριμένα αυτό το χρυσό στεφάνι από την Απολλωνία αποτελείται από τριάντα φύλλα κισσού, που κατανέμονται στις δύο πλευρές της κυκλικής στεφάνης του ενώ στο κέντρο υπάρχουν τρεις καρποί κισσού, φτιαγμένοι από χρυσά σφαιρίδια.
Ο κισσός ήταν ένα από τα ιερά φυτά του θεού Διονύσου, επίσημη λατρεία του οποίου γνωρίζουμε ότι υπήρχε στην περιοχή της Απολλωνίας. Είναι πολύ πιθανό αυτό το στεφάνι να ανήκε σε κάποιον αριστοκράτη ή ιερέα του θεού, που το φορούσε σε θρησκευτικές τελετές και τον συνόδευε και στην τελευταία του κατοικία. Τα χρυσά στεφάνια γενικότερα ήταν έπαθλα νίκης σε αγώνες, απονέμονταν από τις πόλεις σε εξέχοντα μέλη και τα φορούσαν σε θρησκευτικές τελετές ή κοινωνικές περιστάσεις, όπως τα συμπόσια.
Η πόρτα ενός Μακεδονικού Τάφου
Πρόκειται για μία μεγάλη σε διαστάσεις, δίφυλλη εξώπορτα από λευκό μάρμαρο και με χάλκινα εξαρτήματα, χρονολογούμενη στα τέλη του 4ου π.Χ. αιώνα. Η διακόσμησή της με σειρές από καρφιά δίνει μία εικόνα για ανάλογες ξύλινες πόρτες, που δεν διατηρούνται λόγω της φθαρτότητας του ξύλου. Έχει ρόπτρο για το χτύπημα της πόρτας και περίτεχνη λαβή για το άνοιγμα αλλά και κλειδαριά για το σφάλισμα.
Η μαρμάρινη αυτή πόρτα είναι ενδεικτική της μνημειακότητας, της πολυτέλειας, της τεχνικής και καλλιτεχνικής αρτιότητας των μακεδονικών τάφων, που αποτέλεσαν τα πιο χαρακτηριστικά ταφικά οικοδομήματα της μακεδονικής αριστοκρατίας στην αρχαιότητα. Προέρχεται από το μακεδονικό τάφο της Αγίας Παρασκευής, ο οποίος αποτελεί ένα ιδιαίτερο παράδειγμα λόγω της αρχιτεκτονικής του διαμόρφωσης και της χρωματικής του διακόσμησης.
Μια μούμια στο Μουσείο
Μοναδικό ταφικό σύνολο του 4ου μ.Χ. αιώνα που βρέθηκε το 1962 στην Οδό Αναπαύσεως στη Θεσσαλονίκη είναι μία μαρμάρινη σαρκοφάγος, στο εσωτερικό της οποίας είχε τοποθετηθεί φέρετρο-θήκη από φύλλα μολύβδου που περιείχε ένα από τα πιο σπάνια ταφικά ευρήματα του ελληνικού χώρου: Μία γυναικεία ταφή στην οποία, εκτός του σκελετού, είχαν διατηρηθεί μουμιοποιημένοι μαλακοί ιστοί (μύες και δέρμα). Τα φρύδια διατηρούνταν σε άριστη κατάσταση ενώ τα καστανά μαλλιά ήταν πλεγμένα σε πλεξούδα. Η νεκρή τοποθετημένη σε ξύλινο φορείο έφερε γάζες υφάσματος τυλιγμένες στο σώμα της. Οι φυσικοχημικές αναλύσεις και η ιστολογική εξέταση έδειξαν ότι η γυναίκα μουμιοποιήθηκε με τη χρήση ρητινών και αρωματικών ελαίων που έχουν έντονη αντιμικροβιακή και αντιμυκητισιακή δράση και σταθεροποιούν τους ιστούς προστατεύοντας από την επίθεση των μικροοργανισμών. Η ίδια, εξάλλου, καλυπτόταν από πολύτιμο χρυσοκέντητο ύφασμα.
Μεταξωτό χρυσοκέντητο ύφασμα (4ος αι. μ.Χ.)
Αυτή η ταφή, όμως, της Θεσσαλονίκης έκρυβε και ένα ακόμα πολύτιμο εύρημα: Το υφαντό με χρυσοκλωστές, μεταξωτό ύφασμα που κάλυπτε τη νεκρή. Πρόκειται για ένα από τα ελάχιστα σωζόμενα αρχαία υφάσματα στον ελλαδικό χώρο, κοσμείται μάλιστα με δύο κάθετες χρυσές λωρίδες και σώζει γωνιώδες διακοσμητικό θέμα στο τελείωμα [......................................................................]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου