Ο Καβάφης και «Το τελευταίο ταγκό στην Αλεξάνδρεια»
«Κι αν οι γυναίκες κυβερνούσαν τον κόσμο;». Μέγα ερώτημα και διαχρονικό. Μια προσέγγιση επιχειρεί το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης με έναν κύκλο εκθέσεων αποκλειστικά αφιερωμένων στο καλλιτεχνικό έργο γυναικών ή καλλιτεχνών που αυτοπροσδιορίζονται ως θηλυκότητες. Μέχρι και το επόμενο φθινόπωρο, όλο το μουσείο θα έχει καταληφθεί σταδιακά από τη γυναικεία καλλιτεχνική δημιουργία. [Leda Papaconstantinou / In The Name Of (2007)]
Για τον Κ. Π. Καβάφη έχουν γραφτεί πάρα πολλά, και από πάρα πολλούς, Έλληνες και ξένους. Πολλά είναι επίσης τα ποιήματα που απομιμούνται το στιλ του, γιατί μοιάζει εύκολο. Λίγα καθαρευουσιάνικα, «εις την», «διά την», «-έως» κ.ο.κ., κι αυτό είν’ όλο. Δεν είναι όμως, φυσικά και δεν είναι. Όσο περισσότερο καβαφικά μοιάζουν τα απομιμήματα αυτά, τόσο μεγαλύτερη η απόστασή τους από την ποίηση. Αν παραγγέλναμε στην τεχνητή νοημοσύνη να κατασκευάσει «ποιήματα» α λα Καβάφη, θα γεννοβολούσε εκατοντάδες άνοστα και απονήρευτα ομοιώματα της καβαφικής επιδερμίδας. Γιατί ο Καβάφης είναι η αμίμητη ποιητική πανουργία του.
Έχουμε φτάσει άραγε, όσον αφορά τη μελέτη της καβαφικής δημιουργίας, στο σημείο κορεσμού, όπως λεγόταν και για τις σεφερικές σπουδές στα τέλη του 20ού αιώνα; Έχουν ήδη ειπωθεί όλα; Δεν το πιστεύω. Άλλο είναι νομίζω το πρόβλημα των καβαφικών σπουδών, πρωτίστως στην αλλοδαπή: ο κατατεμαχισμός του καβαφικού έργου και η περιοριστική προσήλωση σε μία μόνο φέτα του, την ερωτική, στην οποία φοβάμαι ότι οφείλει και το μεγαλύτερο τμήμα της διεθνούς φήμης του ο ποιητής. Και μάλιστα χωρίς αυτό να προϋποθέτει την ουσιώδη γνωριμία με τη συγκεκριμένη εκδοχή της ποιητικής φωνής του.
Ολικό εποπτικό βλέμμα
Αυτό που χρειαζόμαστε, αντίθετα, είναι το ολικό εποπτικό βλέμμα. Ένα βλέμμα που γνωρίζει τη διάκριση των καβαφικών ποιημάτων σε βιοθεωρητικά, ιστορικά και ηδονικά, γνωρίζει όμως επίσης ότι δεν χωρίζονται από τείχη «μεγάλα κ’ υψηλά». Τα καβαφικά ποιήματα, ας το ξαναπώ, δεν είναι απλώς συγκοινωνούντα δοχεία, αλλά ενιαίο σώμα που αντιστέκεται στον κατακερματισμό του. Ο τόνος της φωνής πέφτει αρκετά σε όσα έχουν ερωτική γενέτειρα, εν συγκρίσει με τα μεγαλόφωνα παραινετικά, η καλλιτεχνική συνείδηση όμως παραμένει αναλλοίωτη, όπως και το ήθος της φωνής. Τα βασικά γνωρίσματα, η ειρωνεία, η επιμονή στην πρόκληση διανοητικής συγκίνησης, η αδιαφορία για τη συναισθηματική διέγερση, η ίδια η γλώσσα του, δεν ήταν αιφνίδιο δώρο των Μουσών αλλά αποκύημα κόπου.
Το φρέσκο βιβλίο του νεοελληνιστή Μιχάλη Τσιανίκα με τον προκλητικό τίτλο «Καβάφης – Το τελευταίο ταγκό στην Αλεξάνδρεια» (εκδόσεις Βιβλιόραμα) σχεδιάστηκε, απαρτίστηκε και εντέλει ευεργετήθηκε από μια ολική οπτική, που ενδιαφέρεται πρωτίστως για την ιστορία των ιδεών και τις συγκρούσεις τους. Δεν επισκέπτεται τώρα πρώτη φορά το έργο του Αλεξανδρινού ο Τσιανίκας, καθηγητής επί τρεις δεκαετίες στο Τμήμα Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Φλίντερς της Νότιας Αυστραλίας,. Οι πεντακόσιες πυκνογραμμένες σελίδες του «Ταγκό», ωστόσο, αποτελούν το καταστάλαγμα των σκέψεών του, τον ώριμο και πλούσιο καρπό της ερευνητικής του μεθόδου, που αποσπά σπουδαία νοήματα όχι μόνο από τα 154 κανονικά καβαφικά ποιήματα αλλά και από όσα έχουν τυπωθεί ως Ανέκδοτα, Κρυμμένα, Ατελή ή «φυλαγμένα στο αρχείο». Ο συγγραφέας δεν κρύβει τον απέραντο θαυμασμό του για τον ποιητή Καβάφη. «Οι σπουδαιότερες στιγμές του νεότερου ελληνικού Λόγου, όσον αφορά την Ελευθερία», γράφει, «είναι εκείνη του Σολωμού και η άλλη του Καβάφη».
Τα καβαφικά ποιήματα δεν είναι απλώς συγκοινωνούντα δοχεία, αλλά ενιαίο σώμα που αντιστέκεται στον κατακερματισμό του.
Ο Τσιανίκας καταπιάνεται με την αναψηλάφηση από τον Καβάφη κρίσιμων στιγμών του ελληνικού βίου και συγκροτεί ένα βιβλίο εντυπωσιακό ως προς τις πληροφορίες που κομίζει και ως προς τον τρόπο που τις υφαίνει για να αφηγηθεί τη διανοητική περιπέτεια του ποιητή. Με χιούμορ, ενίοτε και με πολεμική διάθεση, πολιορκεί επίμονα τα ποιήματα στα οποία ο Καβάφης πραγματεύεται τις στιγμές (αλλού έτη, αλλού δεκαετίες ή και αιώνες) υποχώρησης ή και συντριβής του «παγανισμού» από τον θριαμβεύοντα χριστιανισμό. Για τον Τσιανίκα, ο «ελληνοχριστιανισμός» είναι τραγέλαφος. Δύο ριζικώς αντίθετα «συστήματα» σκέψης, οργάνωσης του βίου, πρόσληψης του επέκεινα και του μετέπειτα, είναι αδύνατο να συζευχθούν σε πλάσμα ωραίο. Η ήττα του ενός είναι αναπόφευκτη. Και ξέρουμε ότι ηττήθηκε ο παγανισμός, η ειδωλολατρία. Δηλαδή ο έως τότε ελληνισμός.
Ο «τρομακτικός» αιώνας
Ο μελετητής ανασκάπτει με μεθοδικό πείσμα τον «τρομακτικό 4ο αιώνα» μ.Χ. Αντικρίζει τα καβαφικά ποιήματα στα ιστορικά, κοινωνικά και θρησκευτικά συμβάντα των χρόνων στους οποίους αναφέρονται και, αδιάφορος για τους καλούς φιλολογικούς τρόπους που θα του υποδείκνυαν να μείνει αντικειμενικός, παίρνει θέση: «Εάν το δίδαγμα του Ναζωραίου ήταν ειρηνικό και υπέρ της αγάπης, τώρα με την ιδρυματοποίησή του, μεταμορφώνεται σε κάτι άλλο: γίνεται πανίσχυρος θρησκευτικός δογματικός και πολιτικός θεσμός». Και πριν επισημάνει ότι «το θρησκευτικό μονοπώλιο δεν σηκώνει πολλές συζητήσεις», υπογραμμίζει την «παράδοξη σχέση των χριστιανών, που ενώ απέρριπταν την ελληνική φιλοσοφία, μυθολογία, τρόπο ζωής κτλ., διεκδικούσαν στο ακέραιο την ελληνική γλώσσα, καθώς και πολλά άλλα από την ελληνική παράδοση: τέτοια σύγχυση που ακόμη και σήμερα σαν πάχνη καλύπτει την εποχή μας. Ενώ απέρριπταν την αισθησιακή μυσταγωγία των αρχαίων προς τα αγάλματα και άλλες παραστάσεις, οι ίδιοι, μετά από δεκαετίες εικονομαχιών, θα δογματοποιήσουν την ιεροποίηση των εικόνων και την “ειδωλολατρία” τους».
Και να ‘ταν μόνο οι εικόνες. Εδώ προσκυνούνται ακόμα και οι σαγιονάρες του οσίου Παϊσίου και τα γυαλιά του. Όσο για τα αγάλματα, ας θυμηθούμε την ιερά οργή που είχε ξεσπάσει προ δεκαπενταετίας περίπου, με ένα βίντεο του Κώστα Γαβρά για τον Παρθενώνα. Τόλμησε να δείξει ο σκηνοθέτης μια σκηνή με καλογέρους σκαρφαλωμένους στη ζωφόρο του Παρθενώνα, να σπάνε και να γκρεμίζουν αγάλματα, και σάλος εγένετο μέγας. Γκρεμιστές οι φανατικοί χριστιανοί; Ουδέποτε…
Στον 4ο αι. μ.Χ. ο Τσιανίκας συναντά βεβαίως τον Παλλαδά τον Αλεξανδρέα, τον «τελευταίο Ελληνα ποιητή», υπερασπιστή της Υπατίας, και «παράλληλο» του Καβάφη, για κάμποσους λόγους. Σημείωνα παλαιότερα το παράδοξο να μην έχει εντοπιστεί μνεία του Καβάφη για τον πιο κοντινό πνευματικό του γείτονα, τον Παλλαδά, έναν άλλον Έλληνα του μεταιχμίου. Χρωστάω τώρα στον Τσιανίκα τη μνεία αυτή. Την εντόπισε σε επιστολή του Καβάφη προς τον Α. Σεγκόπουλο, 28.8.1918, η οποία απόκειται στο Αρχείο Ωνάση: «Την προσοχή μας είλκυσε κυρίως τετράστιχον του Παλλαδά, το οποίον, κατ’ εμέ, είναι δηλωτικόν της λύπης και της αποθαρρύνσεως των εθνικών που έβλεπαν να καταπίπτει η θρησκεία των». Πιθανώς εννοούσε το εξής επίγραμμα (σε μετάφρασή μου): «Μήπως πεθάναμε λοιπόν κι απλώς νομίζουμε πως ζούμε; / Συφοριασμένοι Ελληνες εμείς και εικάζουμε / πως είναι όνειρο ο βίος; / Ή ζούμε εμείς κι έχει η ζωή πεθάνει;».
Φαντάζεστε να χορεύουν ταγκό η Υπατία κι ένας ασκητής της αιγυπτιακής ερήμου;
____________________
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
(Gerontakos)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου