Ένας Βρετανός αντισυνταγματάρχης - αυτόπτης μάρτυς στις 3 Δεκέμβρη του 1944 στο Σύνταγμα
Το κείμενο που ακολουθεί είναι η περιγραφή των γεγονότων της 3ης Δεκεμβρίου 1944 από τον αντισυνταγματάρχη Wilfred Byford-Jones από το σημείο που βρισκόταν μπροστά από το «Μπαρ του Γιαννάκη», στο ισόγειο του κτηρίου που στέγαζε και το Αρχηγείο της Αστυνομίας Πόλεων.
Ο συγγραφέας καταγράφει την εντύπωση που του προξενεί η πορεία που πλησιάζει το σημείο που βρίσκεται. Η κεφαλή της πορείας που ερχόταν από τις στήλες του Ολυμπίου Διός ήταν μπροστά από τα Παλαιά ανάκτορα όταν την προσοχή του Byford-Jones τράβηξαν οι ομιλίες μιας ομάδας αστυνομικών από το μπαλκόνι του δευτέρου ορόφου του κτηρίου πάνω από το μπαρ. Έκπληκτος, όπως περιγράφει, διαπιστώνει ότι αυτοί οι αστυνομικοί είχαν τα τουφέκια τους σε ετοιμότητα. Ένας ή δύο από αυτούς σημάδευαν την κεφαλή της πορείας.
Το πλήθος προχωρούσε σε γραμμές των οκτώ έως δέκα ατόμων κρατώντας ανά τρεις ή τέσσερεις συμμαχικές και ελληνικές σημαίες ή πλακάτ. Ήταν μία τυπική διαδήλωση του ΚΚΕ-ΕΑΜ. Η ηλικία του κυμαινόταν από 10 έως 12 ετών μέχρι 60 και πάνω. Μερικά παιδιά ήταν ξυπόλητα , οι περισσότεροι δεν φορούσαν παλτά αλλά ήταν και πολλοί καλοντυμένοι. Όπως και σε προηγούμενες φορές, υπήρχε ένας υπερβολικά μεγάλος αριθμός κοριτσιών μεταξύ 18 και 30 χρόνων. Η πορεία δεν έδειχνε καθόλου απειλητική. Μερικοί από τους άνδρες φώναζαν με φανατισμό προς το κτίριο της Αστυνομίας και το ξενοδοχείο αλλά πολλά χιουμοριστικά πειράγματα και πολλά αστεία ανταλλάσσονταν μεταξύ των διαδηλωτών και αυτών που παρακολουθούσαν από τα πεζοδρόμια. Αυτό που τράβηξε πάλι την προσοχή του Byford-Jones στο μπαλκόνι, έμοιαζε με διαταγή στα ελληνικά.
Η κεφαλή της πορείας ήταν σε απόσταση 24 μέτρων. Όπως του είπε αργότερα o S. Barber, του Πρακτορείου United Press, ήταν διαταγή να πυροβολήσουν. Το επόμενο λεπτό οι αστυνομικοί άρχιζαν να οπλίζουν τα τουφέκια τους, όχι συντονισμένα όπως ένα πειθαρχημένο σώμα, αλλά διστακτικά, ο ένας μετά τον άλλο, σαν να δίσταζαν μερικοί να υπακούσουν. Ακόμα πίστευα, σημειώνει ο συγγραφέας, ότι ήταν ένα προληπτικό μέτρο, και κοίταξα ξανά το πλήθος που πλησίαζε.
«Αυτό που έγινε ήταν τόσο ασύλληπτα εξωπραγματικό που ένιωθα σαν να παρακολουθώ ταινία. Η αστυνομική διμοιρία από πάνω μας άδειασε τα όπλα της επάνω τους διαδηλωτές. Είχα ακούσει ατέλειωτες ιστορίες για μαζικές εκτελέσεις Ελλήνων από Γερμανούς αλλά δεν τις είχα πιστέψει. Είχα δει ανθρώπους που γνώριζα και αγαπούσα πολύ να σκοτώνονται δίπλα μου στο πεδίο της μάχης, αλλά τίποτα από όλα αυτά δεν ήταν δυνατόν να με προετοιμάσει γι΄αυτό που αντίκρυσα σ εκείνον τον πλατύ, ηλιόλουστο, δεντροστοιχισμένο δρόμο, πλημμυρισμένο από ανθρώπους που αστειεύονταν και γελούσαν, μια αναπνοή από τα αρχαία μνημεία της πρώτης δημοκρατίας, με τη γλυκιά ηχώ της καμπάνας να αιωρείται ακόμα πάνω από το ήσυχο κυριακάτικο αεράκι. Στην αρχή νόμισα ότι η αστυνομία έριχνε άσφαιρα, ή ότι πυροβολούσε στον αέρα πάνω από το συγκεντρωμένο πλήθος. Το ίδιο πίστεψαν και πολλοί άλλοι. Όμως το χειρότερο είχε συμβεί. Άντρες, γυναίκες και παιδιά που λίγο νωρίτερα φώναζαν και γελούσαν, γεμάτοι ψυχή και περηφάνεια, κουνώντας τις σημαίες τους, και τις σημαίες μας, έπεσαν στο έδαφος, με το αίμα να στάζει από τα κεφάλια και τα σώματα τους στο οδόστρωμα ή στις σημαίες που κρατούσαν. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτή τη σκηνή.
Μία νέα κοπέλα με λευκή μπλούζα που σιγά σιγά κοκκίνιζε από το αίμα στο στήθος της. Ένας νέος άντρας, με ένα σημάδι σαν αγκίστρι, να σφαδάζει κι έπειτα από λίγο να ξεψυχάει. Ένα παιδί που ούρλιαζε κρατώντας το κεφάλι του . Οι πυροβολισμοί συνεχίστηκαν πάνω από μισή ώρα, όλοι τους από την πλευρά της αστυνομίας, και ενώ οι υποστηρικτές του ΕΑΜ παρέμεναν ξαπλωμένοι στο έδαφος. Το κακό που οι Γερμανοί είχαν σπείρει αποκαλύφθηκε σε μία ζωντανή και φρικτή παντομίμα θανάτου, που με πάγωσε ως το κόκκαλο. Ο ήχος των πυροβολισμών που συνέχιζαν να πέφτουν αντηχούσαν πάνω στους ψηλούς τοίχους των κτιρίων, και ανάμεσα στις βολές, ακουγόταν κραυγές φόβου και πόνου, μία εικόνα πανικού ξέφρενων ανθρώπων που σκόνταφταν πάνω σε πεσμένα σώματα που αιμορραγούσαν. Η αστυνομία έδειχνε φοβισμένη για να σταματήσει και το θέαμα αυτό ξεσήκωσε τα αισθήματα αξιοπρέπειας κάθε Βρετανού που παρακολουθούσε τα γεγονότα, χωρίς ελπίδα αρχικά, σαν να ήταν φυτεμένος στο έδαφος, αλλά μετά άρχισαν να κραυγάζουν εναντίον των αστυνομικών. Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο είχαμε δει, αυτοί οι πυροβολισμοί μας έδειξαν πόσο η Γερμανική Κατοχή είχε εξευτελίσει την ανθρώπινη ζωή στην Αθήνα. Για τους διαδηλωτές δεν υπήρχε πουθενά χώρος για να προστατευθούν, κάποιοι προσπαθούσαν να κρυφτούν πίσω από δέντρα και τοίχους, οι περισσότεροι είχαν πέσει μπρούμητα στο έδαφος ενώ οι σφαίρες περνούσαν από πάνω τους.
Οι πυροβολισμοί κράτησαν πάνω από μισή ώρα, όλοι προερχόμενοι από την αστυνομία ενώ οι οπαδοί του ΕΑΜ βρισκόταν ξαπλωμένοι στο έδαφος. Είδα κάποιους Άγγλους κοκκινοσκούφηδες να τρέχουν στο αστυνομικό τμήμα, αλλά δεν ξέρω αν σταματήσαν τους πυροβολισμούς. Όταν οι πυροβολισμοί σταμάτησαν, μετά από λίγα λεπτά ο κόσμος σηκώθηκε, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο και τότε ανακάλυψαν ποιοι είχαν σκοτωθεί, ποιοι ήταν τραυματίες, ποιοι σώθηκαν. Μαζεύτηκαν σε ομάδες κοιτάζοντας τους σκοτωμένους και φωνάζοντας το όνομά τους και ανακοινώνοντάς το και στους άλλους. Οι συγγενείς έτρεξαν στα πτώματα κι άρχισαν να κλαίνε από πάνω τους υστερικά. Πάνω από 100 διαδηλωτές άνδρες και γυναίκες όλων των ηλικιών κείτονταν νεκροί ή τραυματισμένοι. Πολλές χιλιάδες κόσμου κραύγαζαν οργισμένοι, εκτοξεύοντας απειλές και προκλήσεις στην αστυνομία. Ήταν η πιο αποκρουστική σκηνή που έχω δει ποτέ».
Τα βρετανικά τανκ που είχαν ήδη φθάσει τοποθετήθηκαν κατάλληλα για να παρέχουν, όπως γράφει ο Byford-Jones, ένα τείχος «από προστατευτικό ατσάλι» στο κτίριο της Αστυνομίας. Εμείς που είμαστε μέσα στη γραμμή του πυρός, συνεχίζει, περιμέναμε κάθε λεπτό το ΕΑΜ να χρησιμοποιήσει όπλα. Στην ταράτσα των γραφείων του ΚΚΕ στην Πλατεία Συντάγματος είχαν τοποθετήσει ένα πολυβόλο που θα μπορούσε να γαζώσει την περιοχή του κτηρίου της αστυνομίας με καταστρεπτικά πυρά. Αλλά το ΕΑΜ περιορίστηκε σε ύβρεις και απειλές. Δεν νομίζω, σημειώνει ο Byford-Jones να ήταν κάποιος οπλισμένος στη διαδήλωση.
Ο αντισυνταγματάρχης του βρετανικού στρατού Wilfred Byford-Jones (1905-1977) αποβιβάστηκε στο Φάληρο στις 18 Οκτωβρίου 1944, με τις βρετανικές δυνάμεις που συνόδευαν την Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας του Γ. Παπανδρέου. Αποσπασμένος στο Επιτελείο του στρατηγού R. Scobie, παρακολούθησε με βάση το ξενοδοχείο της Μεγάλης Βρετανίας, την κλιμάκωση και την εξέλιξη της κρίσης του Δεκέμβρη. Μετά την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας ανακλήθηκε από το Γενικό Επιτελείο του Βρετανικού Στρατού στο Κάιρο για να του ανατεθεί νέα αποστολή στη Δαμασκό όπου υπήρχε κίνδυνος να εμπλακούν οι εκεί βρετανικές δυνάμεις στις ταραχές που αντιμετώπιζε η γαλλική διοίκηση της Συρίας .
Βρετανικά σχέδια στις παραμονές των Δεκεμβριανών
Τα φονικά πυρά των ανδρών της Αστυνομίας Πόλεων εναντίον των διαδηλωτών στην Πλατεία Συντάγματος στις 3 Δεκεμβρίου 1944, παράλληλα με τη διεθνή κατακραυγή που προκάλεσαν, οδήγησαν την πολιτική κρίση με ουσιαστικό επίκεντρο τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ στη σύγκρουση των Δεκεμβριανών.
Το Σημείωμα του Winston Churchill στον Υπουργό των Εξωτερικών Anthony Eden στις 7 Νοεμβρίου 1944 ότι «περιμένω ανοικτή σύγκρουση με το ΕΑΜ και δεν πρέπει να τη φοβόμαστε υπό την προϋπόθεση ότι έχουμε διαλέξει με προσοχή το έδαφος» έχει ήδη καθορίσει το πλαίσιο των πολίτικων και στρατιωτικών εξελίξεων της επερχόμενης σύγκρουσης.
Η πολιτική διάσταση και ο διεθνής αντίκτυπος μιας ενδεχόμενης ήττας στην Αθήνα γίνεται άμεσα αντιληπτή από το Άγγλο Πρωθυπουργό και προκαλεί την καταλυτική επέμβαση του. Στόχος του είναι η επιπλέον ενίσχυση των βρετανικών στρατευμάτων που συνεχίσουν να αποβιβάζονται μετά την άφιξη των πρώτων τμημάτων που πλαισίωναν τον ερχομό της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας. Η αποστολή όμως αυτών των πρώτων περιορισμένων βρετανικών δυνάμεων ήταν σχεδιασμένη για να υπογραμμίσει την ουσιαστικά ανύπαρκτη συμβολή τους στην Απελευθέρωση της Αθήνας.
Είναι ενδεικτικό της ιδιαίτερης εμμονής του Churchill με την Ελλάδα ότι μέσα στον κυκεώνα των εξελίξεων του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου τον απασχολούν ιδιαίτερα οι πολιτικές εξελίξεις σ΄αυτήν ήδη από το καλοκαίρι του 1943.
Στο πλαίσιο αυτό, η απροθυμία του Στρατηγού H.M.Wilson, Ανώτατου Συμμαχικού Διοικητή Μεσογείου, στις παραμονές των γεγονότων της 3ης Δεκεμβρίου, να θέσει σε προτεραιότητα τις εξελίξεις στην Αθήνα έναντι της Συμμαχικής Εκστρατείας στην Ιταλία προκαλεί την οργισμένη αντίδραση του Churchill που πιστεύει ότι μία ενδεχόμενη ήττα στην Αθήνα θα ήταν καταστροφική. Στο τηλεγράφημα που του απευθύνει στις 3 Δεκεμβρίου τονίζει «Μία καταστροφή στην Ελλάδα λόγω έλλειψης λίγων ταγμάτων θα ήταν, κρίσιμη και θα προκαλούσε αντιδράσεις πολύ μεγάλης κλίμακας. Μία καταστροφή στην Αθήνα δεν θα αντισταθμιζόταν από την κατάληψη της Μπολόνια».
Οι μέχρι τότε επιτελικοί σχεδιασμοί για την υπεράσπιση των βρετανικών συμφερόντων στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Μεσόγειο περνούν πλέον σε φάση υλοποίησης.
Πρωθυπουργικές ευθύνες υπό βρετανική επιτήρηση[..................................................]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου