Άντε, κοντεύουμε. Η διάσπαση σχεδόν συμβαίνει, χωρίς καν θεσμικό διαχωρισμό. Δεν τον χρειάζεται. Συμβαίνει συναισθηματικά, ψυχολογικά και συμβολικά, ήδη. Και οι επιθετικοί προσδιορισμοί και η εύκολη λεκτική βία, αυτό το ανυποχώρητο και κατακλυσμιαίο «εγώ» που αιωρείται πάνω από τα κεφάλια, ουσιαστικά συγκροτούν τη διάσπαση. Όταν είχε γίνει ο διαχωρισμός με την «ανανεωτική πτέρυγα» ή τέλος πάντων ένα μεγάλο μέρος της, πάλι μερικοί ανόητα ξιφουλκούσαν. Σε λίγα χρόνια, πάλι, όλοι μαζί πορεύτηκαν, και μάλιστα σε συνθήκες εξαιρετικής έντασης, λόγω κυβερνητικών υποχρεώσεων. Αν ακολουθήσεις τον δρόμο της πληγής (να πληγώσεις τον άλλο, να αντικαταστήσεις την πολιτική κριτική και τη διαφωνία με την προσβολή), ε, αυτό δύσκολα έχει επιστροφή.
Θα μεταχειριστώ (σε ακόμα ένα κείμενο) τον μελαγχολικό στίχο του Χρήστου Ρουμελιωτάκη:
Όλο το λέω εδώ χωρίζουν οι δρόμοι μας
αλλ’ όταν βλέπω τα μάτια σας
να χαμηλώνουν στο ίδιο συρματόπλεγμα
αλλά όταν βλέπω τα μάτια σας
το νιώθω πώς είμαστε από το ίδιο
αίμα εσείς κι εγώ σύντροφοι επαγρυπνητές.
Είναι από τη συλλογή «Κλειστή θάλασσα», γραμμένο κατά την εξορία στο Παρθένι Λέρου και στον χρονικό κύκλο της διάσπασης του 1967. Πιθανόν μάταια παραθέτω το ποίημα. Δεν υπάρχει καμία ιδεολογική και χαρακτηρολογική σύνδεση με εκείνη τη γενιά, με εκείνον τον τύπο κομματικής διάσπασης, κυρίως δεν βλέπω σχέση με εκείνους τους ανθρώπους με τα τότε πολιτικά, πνευματικά και βιωματικά φίλτρα. Και τότε, αλλά και στις πολλές μεταγενέστερες διασπάσεις τα πράγματα ήταν σκληρά, υπήρχε όμως στο εσωτερικό τους ένας άκαμπτος ορθολογισμός. Σκληρός, αλλά ορθολογισμός. Ήξεραν, είχαν σχεδιάσει την επόμενη μέρα, το επόμενο βήμα. Η σημερινή «διάρρηξη πολυτελείας» μου φαίνεται τυφλή. Συχνά, εμπλουτισμένη με βωμολοχίες, διάσπαρτη από φανατικούς οπαδούς, αντί για πολιτικοποιημένους διαφωνούντες, οδηγεί τον ΣΥΡΙΖΑ σε μη ανατάξιμα ποσοστά και τις σχέσεις των ανθρώπων σε μη επικοινωνούσες όχθες. Αυτό που συμβαίνει δεν έχει αύριο. Ας απαντήσει κάποιος από τους επισπεύδοντες πόσο (μετά το ρήγμα) θα βελτιωθεί η οργανωτική αποδοτικότητα, πόσο θα βαθύνει ο ιδεολογικός λόγος, πόσο αποτελεσματικότερα θα ανακτηθεί η επαφή με το περίπλοκο, αντιφατικό και μελαγχολικό κοινό του ΣΥΡΙΖΑ. Σαν να γίνεται αγώνας για μια ακόμα μεγαλύτερη πτώση. Ακόμα μεγαλύτερη απομάκρυνση, απογοήτευση των ψηφοφόρων. Ουσιαστικά μερικοί προτιμούν τη διάλυση, προκειμένου να βλάψουν τον εσωκομματικό αντίπαλό τους. Κάποιοι ψύχραιμοι, έκπληκτοι και εμβρόντητοι με τη βία που αποκτούν τα γεγονότα αναρωτιούνται αν η προσωπική ματαίωση (οποιουδήποτε) πρέπει να υποσκελίζει το συμφέρον της παράταξης, πρέπει να διαρρηγνύει τη σχέση της με την κοινωνία, να τορπιλίζει την κομματικότητα ή (έστω) να αποδυναμώνει την κομματική αυτοσυντήρηση. Μάταιο ερώτημα. Όταν κάποιος παγιδευτεί στο «εγώ» του, πιθανόν να επιλέγει τη «στάχτη και μπούλμπερη» αν πρόκειται να νιώσει μειωμένος.
Καμία από τις ιδεολογικές επικλήσεις δεν μου φαίνεται βαθιά, πολιτικά νοηματοδοτημένη, επεξεργασμένη, θεωρητικά-βιβλιογραφικά στηριγμένη. Κάπως ανεμίζουν ταυτολογικές (κρυμμένα περιαυτολογικές) απόψεις, χωρίς να πείθουν ότι συγκροτούν τον βαθύ λόγο, το αιτιακό υπόστρωμα της σύγκρουσης. Αυτό που αναδύεται είναι του τύπου «δεν σε θέλω», «είσαι ξεπερασμένος», «είσαι ελαφρύς» και λοιπά, πολύ βαρύτερα. Πόσο ταλαντούχοι στην αυτοκαταστροφή! Και τι κούφια επίκληση στα όργανα, όταν τα τελευταία είναι σουρωτήρι από τις απαράδεκτες «διαρροές». Όταν δεν γίνονται καμιά ουσιώδης διαβούλευση, επιχειρηματολογημένη σύγκρουση, δουλειά επί του πεδίου, αλλά αναπτύσσονται μόνο τεχνάσματα υπονόμευσης.
Ο κόσμος μετά τη θλίψη και την απογοήτευση προσπερνάει. Αυτόν τον «ορθολογισμό» εμπεδώνει η παράσταση που βλέπουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου