Αντιστασιακή λογοτεχνία και μνήμη
Η λογοτεχνία και η μνήμη μοιράζονται πολλά κοινά. Η μνήμη είναι πάντα κατασκευή, το ίδιο και η λογοτεχνία. Η λογοτεχνία είναι αφήγηση, το ίδιο και η μνήμη. Και οι δύο είναι επιλογή και πύκνωση. Εξ ου και η λογοτεχνία αποτελεί την κατεξοχήν μνημονική τέχνη: καταγράφει τη μνήμη μιας κοινότητας, τη συλλογική μνήμη, όντας την ίδια στιγμή η ίδια μια πράξη μνήμης.
Υπάρχει όμως άλλη μια διάσταση που φέρνει κοντά τη μνήμη και τη λογοτεχνία, αλλά και την Ιστορία. Ξεκινούν από το παρόν, αφορούν το παρελθόν και σχετίζονται με το μέλλον. Θυμόμαστε και διαβάζουμε το παρελθόν σήμερα, σε ένα παρόν που έχει ήδη σκοτεινιάσει από την απώλεια πολύχρονων κεκτημένων και σταθερών σε όλα τα επίπεδα, έχοντας τον νου μας στο αύριο. Ένα αύριο που σκιάζεται στις μέρες μας περισσότερο από ποτέ από την επιστροφή του φασισμού, ο οποίος δεν τελειώνει με δίκες και καταδίκες, ούτε πολύ περισσότερο με ευχολόγια και εξορκισμούς – μας τα έχουν πει πολύ νωρίς αυτά όσοι τον έζησαν με τον χειρότερο τρόπο στο πετσί τους, από τον Πρίμο Λέβι ώς τον δικό μας Ιάκωβο Καμπανέλλη. Την ώρα λοιπόν που η αντίσταση γίνεται επιτακτική, η ιδέα και η μορφή της προϋποθέτουν τη μνήμη της αντίστασης, σε όλες τις εκφάνσεις της, και δη του εμβληματικού γεγονότος της Εθνικής Αντίστασης.
Η Εθνική Αντίσταση ήταν, κατά τον Αγγελο Ελεφάντη, ένα ολοπαγές γεγονός ευρωπαϊκής εμβέλειας, που ανέδειξε τη χρεοκοπία των κρατών και των μηχανισμών τους μπροστά στον ναζισμό και τον φασισμό και έδωσε στις αντιστασιακές δυνάμεις τον χώρο να αναπτυχθούν και να υπερασπιστούν το έθνος. Κι αν το κίνημα της Αντίστασης ήταν πανευρωπαϊκό και ανέδειξε τον αντιφασιστικό ευρωπαϊκό λαό, όπως λέει και πάλι ο Ελεφάντης, μια κοινότητα που χάθηκε και πάει («Μας πήραν την Αθήνα…», 2003), η ανάμνησή της είναι όρος για όποια ανάλογη εξέλιξη στο μέλλον. Που θα ξεκινάει από το εθνικό επίπεδο, όπως και τότε, και θα το υπερβαίνει.
Κι εδώ έρχεται αρωγός η λογοτεχνία, που μιλάει για το γενικό, σε αντίθεση με την Ιστορία, που μιλάει για το ειδικό. Ο Πολ Ρικέρ, στο έργο του «Η μνήμη, η ιστορία, η λήθη», αναφέρεται στη χουσερλιανή διάκριση ανάμεσα στην πρωτογενή και την επιγενόμενη ενθύμηση, τη συγκράτηση (με την έννοια μιας μελωδίας που συνεχίζει να αντηχεί) και την αναπαραγωγή, την κοπιώδη ή αυθόρμητη ανάκλησή της αφού έχει τελειώσει. Αν εφαρμόσουμε τη διάκριση αυτή, mutatis mutandis, στα λογοτεχνικά έργα που γράφτηκαν για την Αντίσταση, θα λέγαμε ότι όσα γράφτηκαν εν θερμώ αφορούν τη συγκράτηση και όλα τα υπόλοιπα την αναπαραγωγή, την επαναφορά της ενθύμησης, της αναπαράστασης και κατασκευής που έτσι κι αλλιώς αποτελεί κι η ίδια η συγκράτηση.
Στο σύντομο αυτό σημείωμα, αφήνουμε κατά μέρος την ποίηση, το θέατρο, τα χρονικά, στα οποία με την πρώτη ευκαιρία θα επανέλθουμε. Μένουμε μόνο στη μυθοπλασιακή πεζογραφία που αφορά την Αντίσταση και εκδίδεται ώς την αρχή του Εμφυλίου, ενώ τα Δεκεμβριανά και η λευκή τρομοκρατία αναφέρονται, για λόγους οικονομίας, ακροθιγώς. Η πεζογραφία αυτή καταγράφει ρεαλιστικά –αλλά καθόλου άτεχνα ή απλουστευτικά, όπως συχνά της καταλογίζουν, μεταθέτοντας την ιδεολογική κριτική σε αισθητικό επίπεδο– την πρωτογενή και γι’ αυτό πολύτιμη ενθύμηση της Αντίστασης. Ας την αρπάξουμε, καθώς αστράφτει στην παρούσα στιγμή του ύψιστου κινδύνου, για να παραφράσουμε τον Βάλτερ Μπένγιαμιν στο τελευταίο του κείμενο, τις «Θέσεις για τη φιλοσοφία της Ιστορίας», που απειλεί «τόσο το περιεχόμενο της παράδοσης όσο και τους παραλήπτες του. Και για τους δύο είναι ο ίδιος: να γίνουν όργανα της κυρίαρχης τάξης. Κάθε εποχή πρέπει να κάνει τη δύσκολη προσπάθεια για την εκ νέου αρπαγή της παράδοσης από τον κομφορμισμό που είναι έτοιμος να την καταδυναστεύσει» (2014, 12-13).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου