Νίκαλά ντε Σταλ
Ζωγραφική πέρα από όρια
Το όνομά του συνοδεύεται από έναν μύθο στη Γαλλία: Νικολά ντε Σταλ (1914-1955), καλλιτέχνης εξαιρετικά εύθραυστος, ανήσυχος, καλλιτέχνης της αμφισβήτησης και της αυτοκριτικής, απροσδιορίστου αξίας, καλλιτέχνης «καταραμένος». Ρωσικής καταγωγής, εγκαταλείπει με την οικογένειά του την Αγία Πετρούπολη, λίγο μετά την επανάσταση, για να βρεθεί σε πολύ μικρή ηλικία ορφανός στις Βρυξέλλες, σε σπίτι στενών οικογενειακών φίλων. Σπουδάζει ανθρωπιστικές επιστήμες και Καλές Τέχνες στην Ακαδημία των Βρυξελλών, ταξιδεύει στο Μαρόκο και εγκαθίσταται στη Γαλλία το 1938, μεταξύ Νίκαιας, Παρισιού και Αβινιόν. Στις 16 Μαρτίου 1955, κι ενώ το έργο του έχει πια αναγνωριστεί στα καλλιτεχνικά κέντρα της εποχής, Παρίσι και Νέα Υόρκη, πηδάει στο κενό από το μπαλκόνι του ατελιέ του στην Αντίμπ, σε στιγμή μεγάλης έντασης και αγωνίας εν όψει μιας προσεχούς ατομικής έκθεσης, αλλά και μιας παραζάλης, λένε, μπροστά στην ιλιγγιώδη κόκκινη επιφάνεια (2X4 μ.) του τελευταίου και μοιραία ατελείωτου του πίνακα με τίτλο «Το Κονσέρτο». Ανοίγοντας με ένα πορτρέτο της συντρόφου του Jeanine (1941) στα χρώματα του Γκρέκο, η μεγάλη αναδρομική έκθεση που αφιερώνει το Μπομπούρ στον Νικολά Ντε Σταλ (12/3-30/6) περιλαμβάνει 200 πίνακες και σχέδια του καλλιτέχνη από τα 1.100 του επίσημου καταλόγου των έργων της δεκαπεντάχρονης καλλιτεχνικής του καριέρας. Το «μονοπάτι προς την αφαίρεση», «στο απόγειο της αφαίρεσης», «η επιστροφή στην αναπαράσταση»…Τα πρώτα χρόνια (1939-48) η πινελιά είναι ιδιαίτερα παχιά, οι τεχνικές και τα υλικά ποικίλλουν, οι φόρμες αναζητούν να αναλύσουν τη δομή της πραγματικότητας, των πραγμάτων να βρουν τις αναλογίες μεταξύ ζωγραφικής και αληθινού κόσμου. Παστέλ, τέμπερα, σινική μελάνη, κάρβουνο, χρώματα σκοτεινά, διαγώνιες, ραβδώσεις, γρίλιες που συντίθενται και αποσυντίθενται διαδοχικά.
Στο μεταίχμιο μεταξύ αφαίρεσης και αναπαράστασης, ο Ντε Σταλ αρνείται συστηματικά κάθε κατηγοριοποίηση παραμένοντας εκτός των κυρίαρχων τάσεων γεωμετρικής ή λυρικής αφαίρεσης της εποχής: «ούτε Πικάσο, ούτε Ματίς, ούτε Μπονάρ». Για κείνον η αναζήτηση της ελευθερίας στην έκφραση, μιας ζωγραφικής που δεν μιμείται την πραγματικότητα μπορεί να υπάρξει πέραν της αφαίρεσης. Στους πίνακες και τα σχέδιά του ειδικά από το 1952 και μετά, οι μορφές επανέρχονται όλο και περισσότερο, άλλοτε πιο σαφείς, άλλοτε σβησμένες στο χρώμα και τα υλικά του πίνακα.
Η αποκατάσταση της σημασίας του έργου του Ντε Σταλ, σήμερα ιδιαίτερα, πέρα από τα σύνορα της Γαλλίας ήταν ένα βασικό κίνητρο για τη διοργάνωση αυτής της έκθεσης. Υπό την πίεση της κυρίαρχης τότε αντιπαράθεσης αναπαραστατικών και αφηρημένων, ο Ντε Σταλ ξεχωρίζει ως ο καλλιτέχνης που αρνείται τα όρια, που αναζητάει μια ζωγραφική ελεύθερη από μορφές που όμως φέρει συγχρόνως την εμπειρία του κόσμου. H καριέρα του φωτίζει τη δυναμική μιας ολόκληρης περιόδου: Την επιρροή και τον διχασμό της κριτικής και των γκαλερί στην κίνηση των καλλιτεχνικών ρευμάτων και φυσικά της αγοράς, την άνοδο και την πτώση της λεγόμενης Σχολής του Παρισιού και την επικράτηση της Σχολής της N. Υόρκης με πρώτη διασημότητα τον Τζάκσον Πόλοκ.