Από την πληθώρα των νέων εκδόσεων μεταφρασμένων αστυνομικών βιβλίων ξεχωρίσαμε εννέα. Σας τα παρουσιάζουμε.
Της Χίλντας Παπαδημητρίου
bookpress.gr
Μήπως το κατασκοπικό εξελίσσεται στο νέο συναρπαστικό θρίλερ; Εννέα –κλασικά και σύγχρονα– αστυνομικά μυθιστορήματα δίνουν θετική απάντηση.
«Mad dogs», του James Grady
(μτφρ. Άλκηστις Τριμπέρη, Πόλις)
Πέντε πρώην κατάσκοποι των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών, οι οποίοι έχουν καεί από τα βασανιστήρια και τις φριχτές συνέπειες των αποστολών τους, βρίσκονται κλεισμένοι στο Κάστρο, ένα εξειδικευμένο ψυχιατρικό ίδρυμα. Η προσπάθεια να γίνουν στοιχειωδώς λειτουργικοί διακόπτεται βίαια από τη δολοφονία του ψυχιάτρου τους και, παρότι είναι «τρελοί», αντιλαμβάνονται ότι κάποιοι σκοπεύουν να τους επιρρίψουν τον φόνο. Με μια μικρή βοήθεια από τα μέσα, δραπετεύουν και ξεκινούν μια αγωνιώδη φυγή και συγχρόνως την καταδίωξη του δολοφόνου. Εκτός όλων των άλλων, θα πρέπει να μη διαλυθούν λόγω έλλειψης φαρμακευτικής αγωγής και να ξαναθυμηθούν την εκπαίδευση και τις ικανότητές τους.
Το Mad dogs, τα Λυσσασμένα Σκυλιά, είναι ένα συναρπαστικό κατασκοπικό θρίλερ που διατηρεί αμείωτο το σασπένς για 440 σελίδες. Συνδέεται χαλαρά με τις Έξι Μέρες του Κόνδορα, το παλιότερο βιβλίο του James Grady [το οποίο μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη ως «Τρεις Μέρες του Κόνδορα» από τον σπουδαίο Σίντνεϊ Λούμετ, με τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ στον ρόλο του πράκτορα με την κωδική ονομασία Κόνδορας]. Αλλά, ενώ στο παλαιότερο βιβλίο διαφαίνονταν κυρίως οι εσωτερικές διαμάχες των αμερικανικών αντιπάλων υπηρεσιών ασφαλείας, στα Λυσσασμένα Σκυλιά ο αναγνώστης συνειδητοποιεί έντρομος ότι, ενδεχομένως, η 11η Σεπτεμβρίου και ο Πόλεμος στον Κόλπο και πολλά τρομοκρατικά χτυπήματα θα μπορούσαν να έχουν προβλεφτεί και αντιμετωπιστεί αν… αν η δεξιά του Λευκού Οίκου και των υπηρεσιών ασφαλείας γνώριζαν τι ποιεί η αριστερά της. Ή όπως έλεγε ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος, «ποιος παρακολουθεί τους παρακολουθούντες».
Με αλλεπάλληλα φλας μπακ στον χρόνο, μαθαίνουμε τις ιστορίες των τεσσάρων καμένων πρακτόρων και της μοναδικής γυναίκας που βρίσκεται ανάμεσά τους. Τα επεισόδια της φυγής τους και της προσπάθειάς τους να μάθουν ποιος τους την έστησε, διανθίζουν επιτυχημένες περιγραφές της εναλλαγής των suburbia, των αστικών προαστίων, με τις πιο υποβαθμισμένες γειτονιές που απέχουν λίγα χιλιόμετρα μόνο, τους ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης, το «Stone Pony» στο Νιού Τζέρσι [το μπαρ όπου έπαιζε ο Μπρους Σπρίνγκστιν πριν γίνει γνωστός], το Μέριλαντ και την Ουάσινγκτον.
Από τα βιβλία που εξηγούν τον καινούργιο Ψυχρό Πόλεμο, αν δεχτούμε ότι ο προηγούμενος τελείωσε ποτέ. Το ανοιχτό τέλος επιτρέπει στον αναγνώστη να πάρει μια βαθιά ανάσα ανακούφισης, χωρίς να εξωραΐζει τα πράγματα, μέσα στη συνθήκη μιας μυθιστορηματικής περιπέτειας φυσικά.
«Ουίσκι, τάνγκο, φόξτροτ», του David Shafer
(μτφρ. Λευτέρης Καλοσπύρος, Πόλις)
Η Λεϊλά, ιρανικής καταγωγής υπάλληλος μιας ΜΚΟ που δραστηριοποιείται στη Μιανμάρ· ο Λίο, κληρονόμος μιας μεγάλης περιουσίας, απόφοιτος του Χάρβαρντ που πάσχει από διπολική διαταραχή· και ο Μαρκ, ο συμφεροντολόγος συμφοιτητής και φίλος του, εγωκεντρικός συγγραφέας ενός βιβλίου αυτοβοήθειας. Τρεις άνθρωποι χωρίς κοινά ιδεολογικά χαρακτηριστικά βρίσκονται μπλεγμένοι σε μια διεθνή συνωμοσία που στοχεύει στον παγκόσμιο έλεγχο των προσωπικών δεδομένων και πληροφοριών. Θα δεχτούν να αγωνιστούν για την αντιμετώπιση της συνωμοσίας στο πλευρό μιας ομάδας χάκερ; Θα ξεπεράσουν τον εαυτό, τα συμφέροντα και τις προκαταλήψεις τους;
Ένας σαγηνευτικός συνδυασμός κατασκοπικού μυθιστορήματος και μελλοντολογικού θρίλερ, που εξελίσσεται σε αυθεντικό page-turner (όσο κι αν ο όρος έχει ευτελισθεί). Είναι αξιοθαύμαστος ο τρόπος σύνδεσης των κύριων και των δευτερευόντων χαρακτήρων, κανένα πρόσωπο που περνάει από την πλοκή δεν είναι «ξεκρέμαστο». Από τους κατοίκους της καταδικασμένης στη φτώχεια και τη διαφθορά Μιανμάρ μέχρι τα στελέχη των μυστικών υπηρεσιών και τα μέλη της επιχειρηματικής ελίτ, όλοι περιγράφονται με τρισδιάστατη σαφήνεια – οι ίδιοι και τα κίνητρά τους.
Στο τέλος του βιβλίου, συνειδητοποιεί κανείς πόσο έχει μεταμορφωθεί το ύφος και η δομή του κατασκοπικού είδους. Όσο γοητευτική κι αν είναι η βρετανική σχολή του μεγάλου Τζον ΛεΚαρέ, ο κόσμος έχει αλλάξει ριζικά, το ίδιο και οι λόγοι του πολέμου των μυστικών υπηρεσιών. Η ιστορία του Τζον Σνόουντεν και οι περιπέτειες του Τζούλιαν Ασάνζ αποδεικνύουν του λόγου το αληθές. Δεν μπορώ να κρίνω την αληθοφάνεια των τεχνολογικών κινδύνων, εντούτοις στα πιο σημαντικά ατού του βιβλίου ανήκουν η λογοτεχνικότητα των περιγραφών, ακόμα και στις σκηνές παρακολούθησης και καταδίωξης, ο σχεδιασμός των τριών ηρώων έτσι ώστε οι διαφορές τους να κουμπώνουν και οι χαρακτήρες τους να λειτουργούν συμπληρωματικά.
Ο μεταφραστής Λευτέρης Καλοσπύρος, αποδίδει με μοναδική μαστοριά και επεξηγεί τους τεχνολογικούς όρους που είναι παντελώς άγνωστοι στον μέσο αναγνώστη [ή μόνο σε μένα], και η ανάγνωση κυλάει απρόσκοπτα παρά τις εξειδικευμένες γνώσεις που απαιτεί η κατανόηση της τεχνολογίας αιχμής.
Γίνεται καλοκαίρι χωρίς Άγκαθα Κρίστι;
«Το μυστήριο της κυρίας Κρίστι», της Marie Benedict
(μτφρ. Αναστασία Δεληγιάννη, Ψυχογιός)
Οι φανατικοί αναγνώστες της Άγκαθα Κρίστι γνωρίζουν το περιστατικό της μυστηριώδους εξαφάνισης της συγγραφέως για έντεκα μέρες, τον Δεκέμβριο του 1926. Η ίδια δεν έδωσε καμία εξήγηση όταν επέστρεψε, αν και οι εφημερίδες της εποχής διατύπωσαν εικασίες ότι είχε πέσει θύμα απαγωγής, θέλησε να αυτοκτονήσει ή να δολοφονήσει την ερωμένη του συζύγου της. Η λατρεία που εξακολουθεί να προκαλεί η μεγάλη κυρία της χρυσής εποχής του αστυνομικού δεν μειώθηκε ποτέ, και πολλά βιβλία έχουν γραφτεί έκτοτε για τη ζωή της, ή για το συγκεκριμένο περιστατικό. Η συγγραφέας Μαρί Μπένεντικτ επέλεξε έναν ευφυή τρόπο να διηγηθεί εκείνες τις έντεκα μέρες. Στο βιβλίο της εναλλάσσονται πρωτοπρόσωπα αποσπάσματα από το υποτιθέμενο ημερολόγιο της Άγκαθα Κρίστι –στο οποίο αφηγείται τη γνωριμία της με τον υπολοχαγό Άρτσιμπαλντ Κρίστι, όπως επίσης το ασφυκτικό περιβάλλον στο οποίο μεγάλωνε, με όλες τις συμβάσεις της εποχής, όπως ότι η γυναίκα οφείλει να έχει τον σύζυγό της ως επίκεντρο της ζωής της και να φροντίζει μόνο τις δικές του ανάγκες κι επιθυμίες– με την τριτοπρόσωπη αφήγηση του υπολοχαγού μόλις πληροφορείται την εξαφάνιση της συζύγου του.
Η Μπένεντικτ επιλέγει μία από τις λιγότερο γνωστές θεωρίες που εξηγούν την εξαφάνιση της Κρίστι, την οποία υποστηρίζει με οξυδερκή τρόπο, ταιριαστό στον χαρακτήρα της σπουδαίας συγγραφέως. Κυρίως όμως περιγράφει τις ασφυκτικές οικογενειακές και κοινωνικές δομές της Μεγάλης Βρετανίας στη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Φαντάζομαι την Άγκαθα να χαμογελάει πονηρά από εκεί όπου βρίσκεται, βλέποντας πόσο ευφυείς και ταλαντούχες είναι οι διάδοχοί της.
«Εγκλήματα στην καρδιά του καλοκαιριού», της Agatha Christie
(μτφρ.
Θεοδώρα Δαρβίρη, Αναστασία Δεληγιάννη, Κατερίνα Δουρίδα, Χρήστος
Καψάλης, Αύγουστος Κορτώ, Μιχάλης Μακρόπουλος, Χρύσα Θ. Μπανιά, Γιώργος
Μπαρουξής, Χρήστος Μπαρουξής, Ψυχογιός)
Δώδεκα διηγήματα, δώδεκα ιστορίες με ήρωες τον Πουαρό, τη μις Μαρπλ, και άλλους, λιγότερο γνωστούς ήρωες της Κρίστι, όπως τον Τόμι και την Τάπενς, τον Χάρλεϊ Κουίν, τον Πάρκερ Πάιν, ακόμα κι έναν αφελή νεαρό ονόματι Τζέιμς Μποντ, που καμία σχέση δεν έχει με τον Βρετανό πράκτορα. Οι ιστορίες διαδραματίζονται στην Κορνουάλη, τη Γαλλική Ριβιέρα, στον Νείλο, στους Δελφούς, την αγγλική ύπαιθρο και το Λονδίνο, φυσικά.
Δώδεκα ασκήσεις ύφους στη μικρή φόρμα, μια αληθινή αναγνωστική απόλαυση.
«Μικρές ιστορίες μυστηρίου», της Agatha Christie
(μτφρ. Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, Ψυχογιός)
Μια ακόμα συλλογή από οκτώ ιστορίες με ήρωες τον Πουαρό, τον Πάρκερ Πάιν και τον Χάρλεϊ Κουίν, με τη γνωστή θεματολογία των φόνων, τις απόπειρες φόνων και τις ληστείες, αλλά και δύο διηγήματα με την οξυδερκή οπτική της Κρίστι στις ανθρώπινες σχέσεις.
«Κάθε μεγάλος ντετέκτιβ έχει τις δικές του αγαπημένες μεθόδους εξιχνίασης εγκλημάτων. Ο γοητευτικός Πάρκερ Πάιν, για παράδειγμα, βασίζεται στη διαισθητική γνώση της ανθρώπινης φύσης για να λύσει το πρόβλημα στον όρμο Πογιένσα. Ο κύριος Σάτεργουεϊτ ψάχνει την έμπνευση μέσα από τη συνεργασία του με τον αινιγματικό κύριο Κουίν. Κι έπειτα είναι και ο Ηρακλής Πουαρό, του οποίου η ακριβής ανάλυση για τα κίνητρα και τη δυνατότητα να διαπραχθεί το έγκλημα δοκιμάζεται στον απόλυτο βαθμό όταν λαμβάνει μια ανώνυμη τηλεφωνική κλήση για ένα ζήτημα ζωής και θανάτου».
Ο κρυφός καημός της Άγκαθα Κρίστι ήταν η συγγραφή κοινωνικών μυθιστορημάτων, αλλά ούτε οι εκδότες της, ούτε το αναγνωστικό κοινό ήταν έτοιμοι για κάτι τέτοιο. Παρ’ όλα αυτά, έγραψε δέκα μυθιστορήματα και δύο συλλογές διηγημάτων με το ψευδώνυμο Μαίρη Γουεστμάκοτ, που γνώρισαν σχετική επιτυχία.
Και κάτι ακόμα από τη Χρυσή Εποχή του Βρετανικού Αστυνομικού Ύφους
«Ο φόνος της θείας μου», του Richard Hull
(μτφρ. Μιχάλης Λαλιώτης, Αλεξάνδρεια)
Ο Έντουαρντ Πάουελ ζει μαζί με τη θεία του, Μίλτρεντ, στη μικρή κωμόπολη της Ουαλίας που έχει το απίστευτο όνομα Λλθλς! Εκείνος μισεί την Ουαλία, την ουαλική ύπαιθρο και τη φύση γενικώς. Εκείνη τον περιφρονεί γιατί τον θεωρεί πλαδαρό σωματικά και πνευματικά, ανίκανο και τεμπέλη. Από το οπισθόφυλλο ήδη μαθαίνουμε ότι ο Έντουαρντ θέλει να δολοφονήσει τη θεία του, από την οποία εξαρτάται οικονομικά, για να την κληρονομήσει και να ζήσει στο Παρίσι, μαζί με το πεκινουά του, τον Σου-σου.
Τα σχέδιά του εκμυστηρεύεται στο ημερολόγιο που τηρεί με σχολαστική προσήλωση. Παρότι το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1934, τη χρυσή εποχή του whodunit, ο συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτό, αλλά περισσότερο για το how-catch-them, δηλαδή για το πώς θα καταλήξει ο επίδοξος δολοφόνος της θείας στη δικαιοσύνη. Γραμμένο με το κλασικό βρετανικό χιούμορ του χιουμορίστα Jerome K. Jerome (Τρεις σε μια βάρκα, κλπ), απευθύνεται στους αναγνώστες που απολαμβάνουν την ειρωνεία των καταστάσεων περισσότερο από τις βίαιες ανατροπές της πλοκής. Η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη έως το τελευταίο κεφάλι, όπου αλλάζει η οπτική του αφηγητή.
Ένα λογοτεχνικό κομψοτέχνημα για τους αναγνώστες που απολαμβάνουν το slow-food και το slow-reading.
Ο Γκέρεον Ρατ επιστρέφει!
«Υπόθεση Πατρίδα», του Volker Kutscher
(μτφρ. Δέσποινα Κανελλοπούλου, Διόπτρα)
Ή πώς η γοητεία που ασκεί πάνω μας ο Μεσοπόλεμος ξεπερνάει τη δυσπιστία μας για τον χαρακτήρα του επιθεωρητή Γκέρεον Ρατ. Βρισκόμαστε πια στο 1932 και η Δημοκρατία της Βαϊμάρης πνέει τα λοίσθια. Οι συγκρούσεις των κομμουνιστών με τους ναζί είναι καθημερινότητα στο Βερολίνο, ο Χίτλερ παραμονεύει και οι πολιτικές ίντριγκες εμποδίζουν τους αστυνομικούς να κάνουν τη δουλειά τους. Όχι ότι αυτό φταίει για τη στραβοκεφαλιά του Ρατ, αλλά όταν παίρνει δυσμενή μετάθεση για την Ανατολική Πρωσία, αφήνει πίσω του μια αδιέξοδη έρευνα για έναν ή περισσότερους κατά συρροή δολοφόνους που δρουν στο Βερολίνο.
Στο σημείο αυτό, να κάνουμε μια παρένθεση για να επισημάνουμε ότι εκείνη την εποχή, οι Γερμανοί είχαν ξετρελαθεί με τα βιβλία του συγγραφέα Karl May, και συγκεκριμένα τη σειρά που διαδραματιζόταν στην Άγρια Δύση των ΗΠΑ, με ήρωα τον Απάτσι Βανιτού. Ο Kutscher χρησιμοποιεί ευφυώς αυτή την πληροφορία, εισάγοντας στην πλοκή του Υπόθεση Πατρίδα έναν ντόπιο «άγριο», τον Κάουμπουκ ή Τοκάλα, έναν λυκάνθρωπο όπως τον φαντάζονταν οι ντόπιοι. Αυτός ο αγαθός άγριος αποτελεί μια ενδιαφέρουσα αντίστιξη προς τους φοβικούς ντόπιους, τους κατοίκους της Βερμίας-Μαζουρίας – της ζώνης που βρίσκεται ακόμα και σήμερα ξεκρέμαστη μέσα στην Πολωνία αλλά ανήκει στη Ρωσία, κατάλοιπο του δουκάτου της Πρωσίας.
Κι ενώ η έναρξη της ιστορίας είναι η εύρεση του πτώματος ενός πνιγμένου άντρα στο ασανσέρ των εμπορευμάτων του Οίκου της Πατρίδας, του θρυλικού πολυχώρου ψυχαγωγίας του Βερολίνου, ο Γκέρεον Ρατ θα βρεθεί στην Ανατολική Πρωσία να κυνηγάει δολοφόνους που χρησιμοποιούν κουράρε μέσα σε ένα τελείως εχθρικό περιβάλλον. Κι αν η πλοκή μοιάζει δαιδαλώδης, θα συμφωνήσω ότι είναι. Ωστόσο, ο Kutscher έχει καταφέρει να στήσει ένα βιβλίο ακόμα πιο συναρπαστικό από τα τρία προηγούμενα. Παρότι φτάνει τις 820 σελίδες, η αγωνία του αναγνώστη διατηρείται αμείωτη σε όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης. Το μόνο που ενδεχομένως περισσεύει είναι η ερωτική ιστορία του Γκέρεον Ρατ και της Τσάρλι. Ίσως σε μεταγενέστερο τόμο των περιπετειών του Ρατ να καταλάβουμε το γιατί.
Τα blockbuster
«Κράτος τρόμου», των Hillary Rodham Clinton και Louise Penny
(μτφρ. Νίκος Ιβραηνίας, Bell)
Το αποτέλεσμα της συνεργασίας της Χίλαρι Κλίντον (της γνωστής) και της Καναδέζας συγγραφέως Λουίζ Πένι είναι ένα πολιτικό θρίλερ, με όλα όσα απαιτεί το είδος: θεωρίες συνωμοσίας, διαρκείς ανατροπές, σασπένς, και κακούς που μόνο ρεαλιστικοί δεν είναι. Ωστόσο, διαθέτει ένα στοιχείο τελείως φρέσκο στο είδος: τοποθετεί στο επίκεντρο μια μεσόκοπη ιδιοκτήτρια ενός ειδησεογραφικού κολοσσού που διορίζεται, για λόγους όχι πολύ σαφείς, ως υπουργός Εξωτερικών του προέδρου που πολέμησε με νύχια και δόντια. Χάρη στην υποστήριξη της καλύτερής της φίλης που έχει διοριστεί σαν προσωπική βοηθός της, η Έλεν Άνταμς καταφέρνει απίστευτα επιτεύγματα· να συνεννοηθεί με τον πρόεδρο του Ιράν, να εκβιάσει τον Πούτιν, να κονιορτοποιήσει τους κακούς.
Είναι προφανές ότι η Χίλαρι Κλίντον ξεσπάει κατά του Τραμπ, τον οποίο παρουσιάζει ηλίθιο κι ανίκανο (κάτι που δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα). Φωτογραφίζει όλη την πολιτική και εκδοτική ελίτ των ΗΠΑ, χωρίς το βιβλίο να παύει ούτε στιγμή να είναι τρομερά διασκεδαστικό. Και πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι το βιβλίο της Χίλαρι είναι πολύ πιο ενδιαφέρον από το βιβλίο του συζύγου της, του Μπιλ, το οποίο ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ έγραψε με τη βοήθεια του έμπειρου Τζέιμς Πάτερσον (Ο πρόεδρος αγνοείται, μτφρ. Γιάννης Σπανδωνής, Ωκεανίδα, 2018).
Συνολικά, πρόκειται για ένα βιβλίο εμπορικό μεν, καλογραμμένο δε, αγωνιώδες και ογκώδες – 539 σελίδες. Βιβλίο παραλίας, με όλα τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα που συνεπάγεται ο όρος.
«Φωτιά που σιγοκαίει», της Paula Hawkins
(μτφρ. Ρόζα Τραϊκόγλου, Διόπτρα)
Σε κάποια απόμερη γειτονιά του Λονδίνου που διατρέχει ο Τάμεσης, σε μια ασήμαντη αποβάθρα συνυπάρχουν περιποιημένα και παραμελημένα ποταμόπλοια, στα οποία κατοικούν μονίμως περιθωριακοί άνθρωποι ή βρίσκουν προσωρινό καταφύγιο διάφοροι περιπετειώδεις μπον βιβέρ. Όταν ο ένοικος ενός εξ αυτών, ένας νεαρός καλής οικογένειας, βρίσκεται δολοφονημένος, τέσσερις γυναίκες που γειτονεύουν ή ανήκουν στο στενό περιβάλλον του βρίσκονται μπλεγμένες στον φόνο του. Οι ιστορίες των γυναικών αυτών αρχίζουν να ξεδιπλώνονται σταδιακά, πολύ πιο τρομακτικές και περίεργες απ’ όσο θα περίμενε κανείς.
Η συγγραφέας Paula Hawkins έγινε διάσημη το 2015 με το Κορίτσι του τρένου, στο οποίο σχηματοποίησε, κάπως αδρά, τη συνταγή του υποείδους domestic noir, στις αρχές της νέας χιλιετίας. Διαφημίστηκε σαν διάδοχος της Gillian Flynn, αν και δεν διαθέτει το σπάνιο λογοτεχνικό ταλέντο της Αμερικανίδας συγγραφέως. Το Κορίτσι του τρένου, παρ’ όλα αυτά, γνώρισε τεράστια επιτυχία και έγινε εξ ίσου επιτυχημένη κινηματογραφική ταινία. Η Φωτιά που σιγοκαίει είναι το τρίτο μυθιστόρημα της Hawkins.
Η πλοκή αποκτάει σασπένς στο δεύτερο μισό του βιβλίου, όταν αρχίζουμε να ξεκαθαρίζουμε ποια από τις αναξιόπιστες ηρωίδες λέει την αλήθεια, αν και το εύρημα της εγκιβωτισμένης ιστορίας δεν αξιοποιείται επαρκώς. Όπως συμβαίνει συνήθως στο domestic noir, οι ηρωίδες έχουν υποστεί κάθε λογής κακοποίηση που δικαιολογεί τα ελαττώματα του χαρακτήρα τους και τις παράλογες ή ενίοτε εγκληματικές πράξεις τους. Η συγγραφέας ξέρει να γράφει, αλλά αναμφίβολα το είδος περιέχει εγγενώς αρκετά προβλήματα. Έχω εκφράσει την άποψη (με κάθε επιφύλαξη) ότι το domestic noir είναι το λογοτεχνικό υποείδος που δημιούργησε μια γέφυρα ανάμεσα στη ροζ λογοτεχνία και το αστυνομικό. Με δεδομένο ότι περίπου το 80% του αναγνωστικού κοινού αποτελείται από γυναίκες, η στροφή αυτή των αναγνωστριών εξηγείται εύκολα. Αυτό που δεν δικαιολογείται είναι η καχυποψία και ο μισογυνισμός που καλλιεργείται προς τις άλλες γυναίκες, αλλά εδώ θα σταματήσω γιατί αυτό αποτελεί θέμα άλλης συζήτησης.
Εν ολίγοις, η Φωτιά που σιγοκαίει είναι ένα ευκολοδιάβαστο βιβλίο παραλίας, απολαυστικό όσο διαρκεί η ανάγνωσή του. Η Hawkins είναι ταλαντούχα, περιγράφει τους γυναικείους χαρακτήρες με αληθοφάνεια, όπως επίσης τους εσωτερικούς χώρους στους οποίους ζει η κάθε μία – και οι οποίοι δίνουν περισσότερα στοιχεία για το διαταραγμένο ψυχολογικό ποιόν των ηρωίδων. Στην αρχή του βιβλίου υπάρχει ένας δισέλιδος χάρτης που βοηθάει τους αναγνώστες να καταλάβουν τις κινήσεις των ηρώων.
* Η ΧΙΛΝΤΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ είναι μεταφράστρια και συγγραφέας. Τελευταίο της βιβλίο, το αστυνομικό μυθιστόρημα «Ένοχος μέχρι αποδείξεως του εναντίου» (εκδ. Μεταίχμιο).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου