Σάββατο, Απριλίου 16, 2022

Για τα αθάνατα άλογα του Ομήρου , Ξάνθο και Βαλίο

https://scontent.fath5-1.fna.fbcdn.net/v/t1.18169-9/21686489_1077332165702645_6112148631484414879_n.jpg?_nc_cat=101&ccb=1-5&_nc_sid=730e14&_nc_ohc=RZjuUGI7meQAX9nLE1m&_nc_ht=scontent.fath5-1.fna&oh=00_AT9u20X_zseXIhxxoTc5wMc7DOLORCXcuLl238xIFT2rvA&oe=62807207 

O Ξάνθος κι ο Βαλίος, τα  αθάνατα άλογα του Αχιλλέα  που ήταν προικισμένα και  με προφητικές ικανότητες, όπως τα ζωγράφισε ο Τζόρτζιο Ντε Κίρικο
Παιδιά του ανέμου Ζέφυρου και της Άρπυιας Ποδάργης τα άλογα , δόθηκαν από τον Ποσειδώνα στον Πηλέα ως γαμήλιο δώρο, όταν ο θνητός βασιλιάς της Φθίας πήρε γυναίκα του  την αθάνατη Νηρηίδα Θέτιδα…
 

 https://d3d00swyhr67nd.cloudfront.net/w800h800/collection/NG/NG/NG_NG_NG156-001.jpg

Anthony van Dyck (1599–1641) , "Τα άλογα του Αχιλλέα".The National Gallery, London 

ΕΝΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΛΙΑΔΑ

Και ο Αυτομέδων έζεψε τον Ξάνθον και Βαλίον,
πουλάρι ανεμόποδα, τα γέννησε η Ποδάργη

η Άρπυι' από τον Ζέφυρον ως έβοσκε στην χλόην
στα τείχη του Ωκεανού. Τους έδεσε στο πλάγι
τον Πήδασον ασύγκριτον, που 'χε ο Πηλείδης φέρει
από του Ηετίωνος την πορθημένην πόλιν,
κι ίππος συμβάδιζε θνητός με αθάνατα πουλάρια.

Ομήρου Ιλιάδα ,  ραψωδία Π, μετάφραση Ι. Πολυλά

****************

ΙΛΙΑΔΑ 

Ραψωδία Ρ , στ. 424-458

Τα άλογα που κλαίνε

 (περίληψη)

Ο Πάτροκλος παίρνει τα όπλα του Αχιλλέα , ανεβαίνει  πάνω στο άρμα του Αχιλλέα, που το σέρνουν τα αθάνατα άλογά του, και εξορμά αψηφώντας τις οδηγίες του φίλου του  ως τις Σκαιές πύλες, όπου μονομαχεί με  τον Έκτορα . Ο Έκτορας φονεύει τον Πάτροκλο και προσπαθεί να πάρει τη σορό του. Ύστερα από πεισματώδη  μάχη,  οι Έλληνες καταφέρνουν και αποσπούν το σώμα του Πατρόκλου, όχι όμως τα όπλα του.
 Καθώς συνεχίζεται η μάχη, τα αθάνατα άλογα του Αχιλλέα συγκλονισμένα κλαίνε  για τον θάνατο του Πατρόκλου.
Ο περίφημος φιλόλογος και ακαδημαϊκός δάσκαλος  Ι. Θ. Κακριδής έγραψε χαρακτηριστικά  για τη σκηνή  αυτή ότι  «όποιος τη διαβάσει μια φορά , δεν την ξεχνάει ποτέ», ενώ ο Καβάφης εμπνεύστηκε το γνωστό ποίημα του «Τα άλογα του Αχιλλέως και ο Άγγελος Σικελιανός τα αποθέωσε ».
Έτσι εκείνοι εμάχονταν· ο σιδερένιος θόρυβος της μάχης
ανέβαινε στον χάλκινο ουρανό, περνώντας απ᾽ τον άδειο αιθέρα.425
Όμως τα άλογα του Αιακίδη, αποτραβηγμένα μακριά από τη μάχη,
έκλαιγαν, από την ώρα που έμαθαν πως ο ηνίοχος
κυλίστηκε στη σκόνη, χτυπημένος από τον Έκτορα τον ανδροφόνο.
Ο Αυτομέδων, ο ανδρειωμένος γιος του Διώρη,
άλλοτε τα χτύπαε με το ελαφρύ μαστίγιο,
άλλοτε τους μιλούσε με λόγια γλυκά και άλλοτε τα φοβέριζε·430
εκείνα όμως δεν ήθελαν ούτε να πάνε πίσω στα καράβια
πλάι στον πλατύ Ελλήσποντο
ούτε να μπουν στον πόλεμο μαζί με τους Αχαιούς.
Όπως μένει ακίνητη μια στήλη,435
που στέκει πάνω στον τάφο ανδρός που πέθανε ή γυναίκας,
έτσι έμεναν ασάλευτα, ζεγμένα στο εξαίσιο άρμα,
με τα κεφάλια χαμηλωμένα στη γη·
ζεστά τα δάκρυα κυλούσαν από τα βλέφαρα τους στο χώμα,
καθώς εμύρονταν αποζητώντας τον ηνίοχο·
η σκόνη ερύπαινε τη θαλερή τους χαίτη
που ξέφευγε από τη ζεύλα και χυνόταν ζερβά δεξιά πλάι στο ζυγό. 440

Όταν τα είδε που εμύρονταν, τα ελυπήθη ο γιος του Κρόνου,
κούνησε το κεφάλι του και είπε μιλώντας στην ψυχή του:
«Αχ δυστυχισμένα, γιατί να σας δώσουμε στον βασιλιά Πηλέα,
αυτός ένας θνητός, και εσείς αγέραστα και αθάνατα.
Μήπως για να γνωρίσετε τον πόνο μαζί με τους δύσμοιρους ανθρώπους;445
Γιατί από όλα τα πλάσματα που ανασαίνουν και σαλεύουν πάνω στη γη
κανένα δεν είναι πιο θλιβερό από τον άνθρωπο.
Όμως ο Έκτορας, ο γιος του Πριάμου, δεν θ᾽ ανεβεί ποτέ πάνω σε σας
ούτε στο λεπτοδουλεμένο άρμα· γιατί δεν θα τον αφήσω.
Δεν του αρκεί αλήθεια που έχει τα όπλα και κομπάζει όπως κομπάζει; 450
Ορμή στα γόνατα και στην ψυχή σας θα χαρίσω,
για να σώσετε και τον Αυτομέδοντα από τον πόλεμο
και να τον φέρετε στα βαθιά καράβια·
γιατί θα δώσω ακόμα δόξα στους Τρώες,
να σκορπίζουν τον θάνατο, ώσπου να φτάσουν στα καράβια με τα γερά σκαριά
και βασιλέψει ο ήλιος και απλωθεί το ιερό σκοτάδι».455

Είπε και στ᾽ άλογα εμφύσησε ορμή σφοδρή.
Εκείνα τίναξαν τη σκόνη από τις χαίτες τους χάμω στο χώμα
και ασυγκράτητα έφεραν το γρήγορο άρμα ανάμεσα στους Τρώες και τους Αχαιούς.

(μετάφραση Θ. Κ. Στεφανόπουλος)

Θεόδωρος Κ. Στεφανόπουλος - Βικιπαίδεια


**************************
https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/3/32/Automedon.jpg/800px-Automedon.jpg 

Henri Regnault: Ο Αυτομέδων και τα άλογα του Αχιλλέα (1868).



Κ. Π. Καβάφης 
Τα Άλογα του Aχιλλέως        
       

                Τον Πάτροκλο σαν είδαν σκοτωμένο,

        που ήταν τόσο ανδρείος, και δυνατός, και νέος,

        άρχισαν τ’ άλογα να κλαίνε του Aχιλλέως·

        η φύσις των η αθάνατη αγανακτούσε

        για του θανάτου αυτό το έργον που θωρούσε.

Τίναζαν τα κεφάλια των και τες μακρυές χαίτες κουνούσαν,

        την γη χτυπούσαν με τα πόδια, και θρηνούσαν

τον Πάτροκλο που ενοιώθανε άψυχο — αφανισμένο —

μια σάρκα τώρα ποταπή — το πνεύμα του χαμένο —

                ανυπεράσπιστο — χωρίς πνοή —

εις το μεγάλο Τίποτε επιστραμένο απ’ την ζωή.



                Τα δάκρυα είδε ο Ζευς των αθανάτων

        αλόγων και λυπήθη. «Στου Πηλέως τον γάμο»

        είπε «δεν έπρεπ’ έτσι άσκεπτα να κάμω·

        καλλίτερα να μην σας δίναμε, άλογά μου

        δυστυχισμένα! Τι γυρεύατ’ εκεί χάμου

στην άθλια ανθρωπότητα πούναι το παίγνιον της μοίρας.

        Σεις που ουδέ ο θάνατος φυλάγει, ουδέ το γήρας

      πρόσκαιρες συμφορές σας τυραννούν. Στα βάσανά των

      σας έμπλεξαν οι άνθρωποι.»— Όμως τα δάκρυά των

                για του θανάτου την παντοτινή

      την συμφοράν εχύνανε τα δυο τα ζώα τα ευγενή.
https://www.akg-images.com/Assets/V2/EiuNrwmcU5TR1zWclg5uoj4pmxURbKOvDe9@Ylj8xhHSo0PkaDmygl0eOsv2BzHDIim7awsFWef_B14qyTUR1px4oU1Q3O3UOBgXGWij51t1JwlW9kmEZel7AsUfmKDN/p@BfJ7ZQPxMe22zb/2paj3474CsPd7Zu4/AKG6026579.jpg

 Μωσαϊκό από τη  Vigna Brancadoro (Rome, Via Tiburtina). Μουσεία του Βατικανού (Αίθουσα γάμου  Aldobrandini  )

Άγγελος Σικελιανός

Τ’ άλογα του Αχιλλέα


Ω ασφοδελώνα· δίπλα σου
δυο εχλιμιντρίσαν άλογα
και διάβηκαν τρεχάτα…
Σαν κύμα έλαμπ’ η ράχη τους·
από το πέλαο βήκανε,
τον έρμο άμμο εσκίσανε,
με ορτούς λαιμούς, τετράψηλα,
με άσπρους αφρούς, βαρβάτα…
Στα μάτια τους κουφόκαιγε
μιαν αστραψιά· και βύθισαν
πάλι στο κύμα, κύματα,
αφρός στου πέλαου τον αφρό,
και χάθηκαν. Και γνώρισα
τ’ άτια, που το ’να ανθρώπινη
φωνήν επήρε μάντισσα.
Τα ηνία εκράτει ο ήρωας·
χτύπησε, ετράβηξε μπροστά
τα θεοτικά του νιάτα…

Άτια ιερά, ακατάλυτα
σας κράτησεν η μοίρα,
στα μέτωπα τα ολόμαυρα
δένοντας, για τα βέβηλα
τα μάτια, μιαν ολόλευκη
μεγάλη αβασκαντήρα!

Άγγελος Σικελιανός. 1965. Λυρικός Βίος. Επιμ.: Γ. Π. Σαββίδης. Τόμ. Α΄. Αθήνα: Ίκαρος. 1η έκδ.: Άγγελος Σικελιανός. 1909. Αλαφροΐσκιωτος. Αθήνα: τυπ. Π.Δ. Σακελλαρίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

♫ Tu Bella Ca' Lu Tieni-Oμορφούλα μου εσύ, με το στρογγυλό στήθος/Σε λένε Μαρία, τόσο όμορφο όνομα / Σου το έδωσε η Μαντόνα

L'arpeggiata – Tu bella ca lu tieni lu pettu tundu (Tarantella) Συνθέτης :Pino De Vittorio(1954 ) ...