ΣΟΦΟΚΛΗΣ
Ἀντιγόνη (781-800)
Τρίτο Στάσιμο
Ἔρως ἀνίκατε μάχαν,
Ἔρως, ὃς ἐν κτήνεσι πίπτεις,
ὃς ἐν μαλακαῖς παρειαῖς
νεάνιδος ἐννυχεύεις,
φοιτᾷς δ᾽ ὑπερπόντιος ἔν τ᾽
ἀγρονόμοις αὐλαῖς·
καί σ᾽ οὔτ᾽ ἀθανάτων φύξιμος οὐδεὶς
οὔθ᾽ ἁμερίων σέ γ᾽ ἀνθρώπων,ὁ δ᾽ ἔχων μέμηνεν.
Σὺ καὶ δικαίων ἀδίκους
φρένας παρασπᾷς ἐπὶ λώβᾳ·
σὺ καὶ τόδε νεῖκος ἀνδρῶν
ξύναιμον ἔχεις ταράξας·
νικᾷ δ᾽ ἐναργὴς βλεφάρων
ἵμερος εὐλέκτρου
νύμφας, τῶν μεγάλων πάρεδρος ἐν ἀρχαῖς
θεσμῶν· ἄμαχος γὰρ ἐμπαίζει θεὸς Ἀφροδίτα.
_________________
Μετάφραση Ι. Ν. Γρυπάρη
ΧΟΡ. Έρωτ᾽ ανίκητε στον πόλεμο
που κάνεις χτήμα σου όπου πέσεις,
που στ᾽ απαλά τα μάγουλα
της κορασίδας νυχτερεύεις
και γυρνάς πάνω από τα πέλαγα
και στους πιο απόμερους τους τόπους,
δε σου ξεφεύγει εσένα ούτε θεός
ούτε κανείς απ᾽ τους λιγόζωους ανθρώπους
κι όποιον θα πιάσεις γίνεται τρελός.790
Εσύ και των δικαίων τούς λογισμούς
στην αδικία ξεσέρνεις για όλεθρό τους,
εσύ έχεις και την έχθρ᾽ ανάψει αυτή
ανάμεσα παιδί και το γονιό του·
μα ολόφαντος μέσ᾽ απ᾽ τα βλέφαρα
της νύφης τής λαχταριστής νικάει ο Πόθος,
πάρεδρος των μεγάλων των θεσμών
που αιώνια κυβερνούν τον κόσμο·
γιατ᾽ ανίκητη η Κύπριδα παίζει με μας..
___________________
2. Ανδρέα Λασκαράτου, «Εις τον Έρωτα»
Έρωτα, α θες ναν τα ’χωμε καλά,
Στο σπίτι μου να μη ματαπατήσης.
Αι! που στο λέω· κι' α θέλης να με αφήσης
Αναπαμένον, πάει πολύ καλά.
Εγώ μ’ έκαψε η πρώτη κουμπαριά.
Κι’ αν εσύ τώρα δεν αποφασίσης
Να 'πας στο Διάολο και να μη γυρίσης,
Θα ’ρτωμε καμμιά ’μέρα στα χοντρά.
Για δαύτο να με λείπης κουμπαρόπουλο·
Μη σου μαθήσω ευκείνες τση φτερούγες,
Και σε κάμω να σκούζης ’σα γαλόπουλο,
Και να τρέχης κουτσόφτερο ’ς τση ρούγες.
Κ’ ευκείνες τση σαΐτες οπού φέρεις
Σου τση βάνω όλες μάτσο εκεί που ξέρεις.
[πηγή: Ανδρέας Λασκαράτος, Άπαντα, τόμος δεύτερος, πρόλ. Μαρίνος Σιγούρος, εισαγ.-κριτ. ανθολογία-γλωσσ.-βιβλιογρ. Αλέκος Παπαγεωργίου, επιμ.-κατάταξη κειμένων Αντώνης Μοσχοβάκης, Εκδόσεις «Άτλας», Αθήνα 1959, σ. 487]
*****************************
3. Πολύβιου Δημητρακόπουλου, «Εις τον Έρωτα»
Αχ! σιχαμένε! έβαλες τον κόσμον εις το χέρι!
Για σένα κάθε σούσουρο και κάθε νταραβέρι·
συ έκανες τη βρωμογή μ’ αυτήν την προκοπή της
να γίνει ο χειρότερος του ουρανού πλανήτης.
Και όμως σου’ στησαν βωμούς σ’ όλους σχεδόν τους τόπους
όλα αυτά τα ξόανα όπου τα λεν ανθρώπους,
και αλληλοσκοτώνουνται για χάρη σου σα βόδια,
αντί να σε μουτζώνουνε με χέρια και με πόδια!
Συ άναψες πυρκαϊές σ’ όλα της γης τα πέρατα·
συ έκανες και φθήνηναν πολύ τα ξυλοκέρατα·
συ κάνεις το αφεντικό να χάνει το σκυλί του·
συ δεν αφήνεις κόκορα να στέκει στην αυλή του·
συ και τις κότες έκανες τ’ αυγά τους να σκορπίζουνε
κι αλλού να τρέχουν να γενούν κι αλλού να κακαρίζουνε.
Για σένα παίρνουν τα μυαλά των γυναικών αέρα
και χάνεται σιγά σιγά η ράτσα του πατέρα·
για σένα φεύγει το παιδί από την παραμάνα του
και χάν’ η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα του·
για σένα πάει το σταμνί πολλές φορές στη βρύση,
κι από το σύρε κι έλα του ξεχνάει να γυρίσει·
για σένα τρέχει το νερό κι απέξω από τ’ αυλάκι του
και κύλα-κύλα ο τέντζερης πηγαίνει στο καπάκι του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου